2013-05-11 20:54:42
Φωτογραφία για H Aκολουθόγατα
Περπατάμε στη γειτονιά με τον μικρό. Είναι καλή γειτονιά, ταξικά προστατευμένη από τοξικούς μετανάστες. Μπορούμε άρα να κάνουμε βόλτα ανάμεσα σε Έλληνες σαν εμάς, χωρίς το φόβο πως θα μας πειράξει κανείς. Παρατηρούμε μια ασπρόμαυρη γάτα που έχει φαγούρα και τρίβεται σε κολώνες και τοίχους. Κάνουμε να φύγουμε αλλά μας παίρνει από πίσω. Του ζητώ να της βρει ένα όνομα. Την βαφτίζει «Ακολουθόγατα» κι αυτή συνεχίζει να μας ακολουθεί. Αρχίζω να του λέω πως έρχεται σπίτι μαζί μας. Η ακολουθόγατα παίρνει θάρρος και προπορεύεται, ξεπερνώντας τρόπον τινά και την ίδια της την ονοματοδοσία. Όταν με μια κίνηση ντίβας την κάνει για έναν κήπο, στέκομαστε και την κοιτάμε, περιμένοντας μήπως και επανέλθει. Εκείνη φεύγει μακριά. Νιώθω μια υποψία τσιμπήματος στην καρδιά. Έτσι είμαι εγώ: δεν σταματώ να με εκπλήσσω. Να έπεσα θύμα του ίδιου μου του στόρι τέλινγκ; Να έχει τόσο δύναμη και η παραμικρή αφήγηση; Να είναι αυτό το προαιώνιο μυστικό των ιστοριών; Ότι μας βάζουν ακαριαία σε ένα παράλληλο σύμπαν, όπου αφενός αναστέλλεται η δυσπιστία και αφετέρου το τέλος θέλουμε να είναι καλό; Ή μήπως δεν έχει να κάνει με τη δύναμη της ιστορίας, αλλά με ότι είμαστε έτσι φτιαγμένοι, που δεν δεχόμαστε να μας εγκαταλείπει κανένας -ακόμη και μια αδέσποτη γάτα-, που η ιδέα πως κάποιος είναι ανεξάρτητος και αυτάρκης μάς ακυρώνει;

Όπως και να ΄χει, προχωράμε
. Καθόμαστε σε ένα παγκάκι, κυρίαρχοι στον τόπο μας. Στην ηλικία του ζούσα στην Κυψέλη. Σ' εκείνη την παλιά καλή Κυψέλη, την βγαλμένη από ποίημα. Στην Πλατεία Κυψέλης είχε και συντριβάνι. Κι ένα περίπτερο όπου έπαιρνα γλειφιτζούρια «Κότζακ». Έκτοτε μεγάλωσα, είδα καλάθια του Γκάλη στον Πανελλήνιο, παραστάσεις του Βογιατζή στην Κυκλάδων, μπήκα στα -όλος ο κόσμος είναι μια γειτονιά- σόσιαλ μίντια, έγινα τμήμα της κουλτούρας τους, έπεσα στο τριπάκι της υστερίας τους, απέκτησα κι ένα γιο και κάθομαι τώρα μαζί του σε ένα παγκάκι καλής συνοικίας. Εγώ δεν τον φωνάζω με το υποκοριστικό του, αλλά οι συμμαθητές του στο προνήπιο, ναι: Άκης. Ό,τι κι αν λέει ο Ρωμαίος στην Ιουλιέτα για το όνομα του ρόδου, όπως κι αν μυρίζει το ρόδο, τα ονόματα παίζουν ρόλο αν μη τι άλλο συνειρμικό.

Σκέφτομαι λοιπόν πως του κάθε μεγάλου Άκη έχει προηγηθεί ο εαυτός του ως παιδί, πως κανείς Άκης δεν ξεκινά τη διαδρομή του με κακές προθέσεις, πως η αλλαγή του κάθε Άκη είναι μια μακρά διαδικασία τριβής με τη ζωή και την κοινωνική πραγματικότητα. Σκέφτομαι επίσης πως κάθε μεγάλος Άκης έχει δυο ηθικά στάτους: το στάτους όπου απολαμβάνει το λάιφ στάιλ των μιζών και το στάτους της φυλάκισης. Δεν είναι παραδοξολογία αν πούμε πως ο κάθε Άκης με τη σύλληψή του δικαιώνεται: στη ζυγαριά του δικαίου και του αδίκου, από εκεί που ήταν ο άδικος, γίνεται τώρα ο αδικημένος, όχι ακριβώς ως εξιλαστήριο θύμα, αλλά ως κάποιος που πληρώνει, ενώ τόσοι άλλοι δεν πλήρωσαν ποτέ. Έτσι ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί όταν όλα τελειώνουν, ελάχιστοι είναι εκείνοι που παίρνουν την ευκαιρία να πουν, ναι, έκανα όσα με κατηγορείτε, ναι, έφταιξα. Γιατί σπανίζει τόσο η αξιοπρέπεια της παραδοχής; Δεν μπορούν να το δουν λυτρωτικά, πως το ψέμμα τους πια αποκαλύφθηκε, πως πια για αυτό που είναι ένοχοι θα τιμωρηθούν, πως άρα πια ηθικά παύουν να χρωστάνε;

Μου ζητά να τον πάρω αγκαλιά. Με έκπληξη βλέπω τον ήλιο να χρυσίζει ένα μικρό του δάκρυ, που έχει σταθεί κάτω από το μάτι. Τον ρωτάω τι έπαθε. «Τίποτα, καμιά φορά ο ήλιος μου βάζει δάκρυα στα μάτια». Θέλει να γυρίσουμε σπίτι. Εκεί λέει στη μαμά του πως έχει λερωθεί και θέλει να αλλάξει. Δεν είχε λερωθεί στην πραγματικότητα. Έτσι νόμιζε όμως. Και το δάκρυ ήταν δάκρυ ενοχής και πληγωμένης αξιοπρέπειας. Δεν θέλω να υμνήσω κάθε είδους ενοχή, κάθε άλλο. Απλά αναρωτιέμαι γιατί μεγαλώνοντας το δάκρυ γίνεται τόσο πιο επιλεκτικό, αν δηλαδή δακρύζουμε τόσο πιο δύσκολα επειδή βρίσκουμε τρόπο να δικαιολογούμε την κάθε μας πράξη, επειδή σχετικοποιούμε τόσο υπέρμετρα το πότε φερόμαστε με αξιοπρέπεια και πότε όχι, το πότε είμαστε ένοχοι και πότε όχι.

(Κείμενο γραμμένο για την Ελευθεροτυπία)
Old Boy
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ