2013-05-12 20:11:03
από τον Δημήτρη Μανουήλ
«Κάποιοι – αναπόφευκτα – στα χείλη τους θα σε προφέρουν/Οι σκέψεις σου θ’ αλλοιωθούν, θα σου αποδώσουν/ψιθυριστά προθέσεις, θα σε υμνήσουν./Με τέτοιες προσιτές επιτυχίες θα ηττηθείς.», γράφει κατασταλαγμένα ο Μανώλης Αναγνωστάκης σ’ ένα του ποίημα. Πολύς αλαλαγμός, τρελέ μου.
Βγήκε η γυναίκα – ναι, καλά κατάλαβες, στην Κική Δημουλά αναφέρομαι – μια βόλτα, εξεστόμισε δημόσια κάποιες κουβέντες περί μεταναστών και τα καρακόλια της ενημέρωσης (;) την παρέδωσαν άμεσα και υπεύθυνα (!) στα χέρια της λαοκρισίας. Έτσι συμβαίνει με τους μεγάτιμους, θα μου πεις. Όσο πιο προβεβλημένος κάποιος, τόσο μεγαλύτερη και η ευθύνη για τα λόγια και τα έργα του. Πόσο μάλλον αν είναι ποιητής και συνεπώς έχει προπονηθεί στην προσεκτική μεταχείριση του λόγου.
Δεν είναι έντιμο, τρελέ μου, αυτό που γίνεται. Δεν μπορεί να μην το βλέπεις. Όχι τόσο, επειδή βρήκε ξανά ευκαιρία να ξεδιψάσει η χολή μας με κάποιον επιτυχημένο
. Αλλά γιατί ως συνήθως ξιφουλκούμε στον αέρα, αποφεύγοντας να χτυπήσουμε κρέας. Αναρωτιέσαι τι εννοώ. Εξηγούμαι. Ξεχύθηκε τέτοιος χείμαρρος εναντίον της, ώστε ο μοναδικός αντίλογος που κατόρθωσε να αρθρώσει, η ίδια και οι καλοπροαίρετοι υποστηρικτές της, περιορίστηκε στα περί διαστρέβλωσης των λεγομένων της στο διαδίκτυο και στα περί ζηλοφθονίας των πάσης φύσεως ανταγωνιστών και άσπονδων φίλων της. Συμφωνώ και στα δύο. Δέχομαι ότι, από τους δέκα, οι εννιά ενέδωσαν στην πρόχειρα κρυμμένη κακοβουλία τους. Δέχομαι ότι οι οχτώ απ’ αυτούς τους εννιά δεν έχουν μπει ποτέ στον κόπο να την διαβάσουν. Γιατί να αισθανθεί όμως την ανάγκη να υπερασπιστεί τον εαυτό της, απαντώντας σ’ αυτούς; Θα αμβλύνει μήπως την ηλιθιότητά τους;
Δεν μπορούμε να έχουμε την απαίτηση ο πνευματικός άνθρωπος να εκφράζει αυτό που εκ των προτέρων θα μας άρεσε να ακούσουμε. Δεν μπορούμε επίσης να «ζουμάρουμε» ή να «σμικραίνουμε» το πρόσωπο ενός τέτοιου ανθρώπου, ανάλογα με το αν η προσωπική του στάση σε καθημερινά ζητήματα μας βρίσκει σύμφωνους ή διαφωνούντες. Το να μπλέκουμε το έργο κάποιου με τη ζωή του είναι μια κουβέντα που σηκώνει μεγάλη ανάλυση. Το μόνο βέβαιο, από την μέχρι τώρα εμπειρία, είναι πως δεν το κάνουμε με την απαιτούμενη ευθυκρισία και οδηγούμαστε σε στρεβλές και απόλυτες αξιολογήσεις. Κάπως έτσι καταλήγουμε να επιβάλουμε στον δημιουργό έναν άτυπο κώδικα συμπεριφοράς, του ίδιου και της τέχνης του, μια εξωστρέφεια δηλαδή υπό όρους.
Όπως προανέφερα ωστόσο, δεν υπάρχει λόγος ν’ αμυνθείς απέναντι σε όλα αυτά. Το λίγο του κόσμου δεν θα σταθεί ποτέ του μ’ επιείκεια απέναντι στο πολύ της ποίησης. Αλλού είναι το θέμα, τρελέ μου. Είναι εκείνοι οι διαολεμένοι στίχοι της Γώγου που στριφογυρίζουν σαν φάντασμα πάνω από την γκλάβα του ποιητή. Δεν είναι καιρός ν’ ανοίγεις πόλεμο με φαντάσματα: «Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ είναι μη γίνω ‘’ποιητής’’. Μην κλειστώ στο δωμάτιο ν’ αγναντεύω τη θάλασσα κι απολησμονήσω[…] μη με πιάσουν στην κούραση παπάδες και ακαδημαϊκοί και πουστέψω[…] Έτσι είναι. Μας περιμένουν στη γωνία καλοί ψυχίατροι και κακοί αστυνόμοι…».
Εδώ είναι το θέμα. Η κούραση. Το βίωμα, που σε φθείρει και που του επιτρέπεις παρά ταύτα να σφηνώσει μέσα σου από μια σχισμάδα (η ίδια δικαιολόγησε τη στάση της, λέγοντας πως συγγενικά της πρόσωπα έχουν δεχτεί επιθέσεις από μετανάστες). Τα γλυκόλογα των θαυμαστών και των επιτροπών βράβευσης που σε νανουρίζουν αν δεν πάρεις χαμπάρι τη επιβεβλημένη θεατρικότητά τους και τα πιστέψεις έστω και λίγο. Με όλα τούτα χαλαρώνει η συνείδηση και ξεφεύγουν κουβέντες σαν τις προχθεσινές στην Κυψέλη. Κακά τα ψέματα, το έργο του ποιητή (και του καλλιτέχνη γενικότερα) τον υποχρεώνει, όσο ζει, σε μια σταθερότητα και μια συνέπεια.
Δεν γίνεται να γράφεις με αποτροπιασμό «Θε μου, τι κουφάρια ξέβρασε η επιβίωση» (από το «Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως»), εννοώντας το πόσο μας έχει σκληρύνει η βιοπάλη (ώστε να μοιάζουμε σώματα χωρίς ψυχή), και κατόπιν ν’ αφήνεσαι να σε ξεβράσει κι εσένα ως κουφάρι η καθημερινότητα. Γράφοντας ποίηση, αυτοδεσμεύεσαι να αίρεσαι πάνω από τη χλαπαταγή και τον κονιορτό του δρόμου, ώστε, δίχως ν’ αποκόβεσαι από τα γεγονότα, να είσαι σε θέση να δεις συνολικότερα. Αυτήν την απάντηση οφείλει η Κική Δημουλά – μια απάντηση που πρέπει ν’ απευθύνει στον εαυτό της και πουθενά αλλού. Όχι με απολογητικές συνεντεύξεις και πανηγυρικούς σε ακαδημαϊκά μέλαθρα, αλλά με την προσωπική αξιολόγηση της στάσης της, ως ποιήτριας, απέναντι στα πράγματα.
roadstory.gr
«Κάποιοι – αναπόφευκτα – στα χείλη τους θα σε προφέρουν/Οι σκέψεις σου θ’ αλλοιωθούν, θα σου αποδώσουν/ψιθυριστά προθέσεις, θα σε υμνήσουν./Με τέτοιες προσιτές επιτυχίες θα ηττηθείς.», γράφει κατασταλαγμένα ο Μανώλης Αναγνωστάκης σ’ ένα του ποίημα. Πολύς αλαλαγμός, τρελέ μου.
Βγήκε η γυναίκα – ναι, καλά κατάλαβες, στην Κική Δημουλά αναφέρομαι – μια βόλτα, εξεστόμισε δημόσια κάποιες κουβέντες περί μεταναστών και τα καρακόλια της ενημέρωσης (;) την παρέδωσαν άμεσα και υπεύθυνα (!) στα χέρια της λαοκρισίας. Έτσι συμβαίνει με τους μεγάτιμους, θα μου πεις. Όσο πιο προβεβλημένος κάποιος, τόσο μεγαλύτερη και η ευθύνη για τα λόγια και τα έργα του. Πόσο μάλλον αν είναι ποιητής και συνεπώς έχει προπονηθεί στην προσεκτική μεταχείριση του λόγου.
Δεν είναι έντιμο, τρελέ μου, αυτό που γίνεται. Δεν μπορεί να μην το βλέπεις. Όχι τόσο, επειδή βρήκε ξανά ευκαιρία να ξεδιψάσει η χολή μας με κάποιον επιτυχημένο
Δεν μπορούμε να έχουμε την απαίτηση ο πνευματικός άνθρωπος να εκφράζει αυτό που εκ των προτέρων θα μας άρεσε να ακούσουμε. Δεν μπορούμε επίσης να «ζουμάρουμε» ή να «σμικραίνουμε» το πρόσωπο ενός τέτοιου ανθρώπου, ανάλογα με το αν η προσωπική του στάση σε καθημερινά ζητήματα μας βρίσκει σύμφωνους ή διαφωνούντες. Το να μπλέκουμε το έργο κάποιου με τη ζωή του είναι μια κουβέντα που σηκώνει μεγάλη ανάλυση. Το μόνο βέβαιο, από την μέχρι τώρα εμπειρία, είναι πως δεν το κάνουμε με την απαιτούμενη ευθυκρισία και οδηγούμαστε σε στρεβλές και απόλυτες αξιολογήσεις. Κάπως έτσι καταλήγουμε να επιβάλουμε στον δημιουργό έναν άτυπο κώδικα συμπεριφοράς, του ίδιου και της τέχνης του, μια εξωστρέφεια δηλαδή υπό όρους.
Όπως προανέφερα ωστόσο, δεν υπάρχει λόγος ν’ αμυνθείς απέναντι σε όλα αυτά. Το λίγο του κόσμου δεν θα σταθεί ποτέ του μ’ επιείκεια απέναντι στο πολύ της ποίησης. Αλλού είναι το θέμα, τρελέ μου. Είναι εκείνοι οι διαολεμένοι στίχοι της Γώγου που στριφογυρίζουν σαν φάντασμα πάνω από την γκλάβα του ποιητή. Δεν είναι καιρός ν’ ανοίγεις πόλεμο με φαντάσματα: «Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ είναι μη γίνω ‘’ποιητής’’. Μην κλειστώ στο δωμάτιο ν’ αγναντεύω τη θάλασσα κι απολησμονήσω[…] μη με πιάσουν στην κούραση παπάδες και ακαδημαϊκοί και πουστέψω[…] Έτσι είναι. Μας περιμένουν στη γωνία καλοί ψυχίατροι και κακοί αστυνόμοι…».
Εδώ είναι το θέμα. Η κούραση. Το βίωμα, που σε φθείρει και που του επιτρέπεις παρά ταύτα να σφηνώσει μέσα σου από μια σχισμάδα (η ίδια δικαιολόγησε τη στάση της, λέγοντας πως συγγενικά της πρόσωπα έχουν δεχτεί επιθέσεις από μετανάστες). Τα γλυκόλογα των θαυμαστών και των επιτροπών βράβευσης που σε νανουρίζουν αν δεν πάρεις χαμπάρι τη επιβεβλημένη θεατρικότητά τους και τα πιστέψεις έστω και λίγο. Με όλα τούτα χαλαρώνει η συνείδηση και ξεφεύγουν κουβέντες σαν τις προχθεσινές στην Κυψέλη. Κακά τα ψέματα, το έργο του ποιητή (και του καλλιτέχνη γενικότερα) τον υποχρεώνει, όσο ζει, σε μια σταθερότητα και μια συνέπεια.
Δεν γίνεται να γράφεις με αποτροπιασμό «Θε μου, τι κουφάρια ξέβρασε η επιβίωση» (από το «Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως»), εννοώντας το πόσο μας έχει σκληρύνει η βιοπάλη (ώστε να μοιάζουμε σώματα χωρίς ψυχή), και κατόπιν ν’ αφήνεσαι να σε ξεβράσει κι εσένα ως κουφάρι η καθημερινότητα. Γράφοντας ποίηση, αυτοδεσμεύεσαι να αίρεσαι πάνω από τη χλαπαταγή και τον κονιορτό του δρόμου, ώστε, δίχως ν’ αποκόβεσαι από τα γεγονότα, να είσαι σε θέση να δεις συνολικότερα. Αυτήν την απάντηση οφείλει η Κική Δημουλά – μια απάντηση που πρέπει ν’ απευθύνει στον εαυτό της και πουθενά αλλού. Όχι με απολογητικές συνεντεύξεις και πανηγυρικούς σε ακαδημαϊκά μέλαθρα, αλλά με την προσωπική αξιολόγηση της στάσης της, ως ποιήτριας, απέναντι στα πράγματα.
roadstory.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ηγουμενίτσα: Λεωφορείο στις φλόγες στην Εγνατία Οδό!
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Τι κοινό έχει η Μενεγάκη με τη Selena Gomez;
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ