2013-05-18 18:42:05
του Στέλιου Συρμόγλου
Χάνουμε κάθε φορά το τρένο της ιστορίας και “μαντρωμένοι” στην πλάνη και στον ρεαλιστικό μηδενισμό της πολιτικής αβελτερίας, παρακολουθούμε απαθείς και ενίοτε ως ευδαίμονες “πανηγυριστές” να “αιωρούνται” οι ελπίδες μας στο τεντωμένο σχοινί της πολιτικής κουφότητας και των ακαταλαβιστικών κυβερνητικών μυκηθμών, αγνοώντας επιδεικτικά ότι για να εκφραστεί πλέον η προοπτική της ελληνικής κοινωνίας χρειάζεται μια γλώσσα καινούργια, άκρατα ειλικρινής και ένα πολιτικό ύφος και ήθος που να μη βγαίνει από την εθιστική μας λειτουργία, αλλά από την ατομική και κοινωνική βυθοσκόπιση.
Ο εθισμός μας στο μηδενισμό που αναδύεται από την πολιτική, αλλά που μας παρουσιάζεται σ’ ένα περίπτεχνο περιτύλιγμα, δεν μας επιτρέπει να διεκδικήσουμε τόσο το ρεαλισμό του παρόντος, όσο και την κριτική στάση, που προβληματίζει και πείθει. Τα πρόσωπα αφομοιώνονται μέσα στα γεγονότα που πλαταίνουν και δημιουργούν τις καταστάσεις-πλαίσια που ευνοούν την πονηρία των κυβερνώντων Και μας κρατούν βατό το πέρασμα στην καθολική στάση ζωής μέσα στις βιωμένες πραγματικότητες
. Ετσι, μας εντυπωσιάζουν οι κυβερνητικές “παραστάσεις”, απότοκος των επικοινωνιακών τεχνασμάτων, με την “πρόθυμη” πάντα διαφήμισή τους είτε από τα διαπλεκόμενα συμφέροντα των ΜΜΕ ή και από την αφέλεια και την ευπιστία δημοσιογράφων της επιδερμικής πληροφόρησης…
Η αντίστασή μας έχει χάσει το στέρεο σχήμα της και γίνεται ένα με τη σωρεία των κενών σε περιεχόμενο πολιτικών λέξεων. Οι “δικτάτορες” των αριθμών, τα κοινωνικά κρεματόρια εξαιτίας των πολιτικών πρακτικών, η αδηφαγία της άρχουσας οικονομικής τάξης και οι χρεωκοπημένες ηθικές, αυτή η πολλότητα του νοήματος του κοινωνικού δικαίου, όπως προβάλλει από διαπλασμένες καταστάσεις, μας αφήνουν εν πολλοίς αδιάφορους και εκ των πραγμάτων οδηγούμαστε στη δουλικότητα της προσαρμογής σε συγκεκριμένη θεώρηση.
Δεν πρόκειται για ισοπεδωτική αντίληψη της κοινωνικής πραγματικότητας. Ξεπερνώντας τις επιφάνειες και τις αστικές αβρότητες, ξεπερνώντας την ανασφάλεια και τη φοβία μας, είναι καιρός να “ξεβρακώσουμε” την ιματισμένη πολιτική υποκρισία, που κρατάει το κεφάλι μας καταχωνιασμένο στο μουμιοποιημένο μηδέν, που κάνει τον κοινωνικό θάνατο πιο πεθαμένο!..
Πόσο ακόμη θα παρατηρούμε ως ικέτες της ελπίδας το κρεσέντο μιας αντιαισθητικής πολιτικής. Μιας πολιτικής όπερας με το δραματικό στοιχείο ευτελισμού των θεσμών και του Συντάγματος, με υποτείνουσα την κοροιδία, με το σαρκασμό του δυνατού και τη σάπια καρδιά των πολιτικών ιερουργών. Αυτή η πολιτική λειτουργία τελετουργείται μέσα στο απόλυτο μηδέν, που παριστάνει το απόλυτο είναι.
Οταν ευτελίζονται και απομυθοποιούνται οι θεσμοί και οι πολιτικές δυναμεις, τότε η ευθύνη πέφτει στην κοινωνική ανευθυνότητα. Πόσο ακόμη θα συστοιχιζόμαστε με την ανευθυνότητα; Πόσο θα επιτρέπουμε πρόσωπα και οράματα να μένουν αδικαίωτα, γιατί δεν μπόρεσαν να υπάρξουν ποτέ; Πόσο θα ανεχόμαστε τους αυτεπάγγελτους γυρολόγους της “σωτηρίας” μας, που έκαναν τη μηδενισμένη αναζήτηση, αναγκαίοτητα των λιμασμένων για ολίγον άρτον και θεάματα; Μέχρι πότε συνωστισμένοι στην όχθη της λίμνης θα παρακολουθούμε τους κυβερνώντες να “πέφτουν” μέσα στη λίμνη, για να πιάσουν τον… ήλιο της Ελλάδας που πνίγεται;
Και δεν πρόκειται για μια ποιητική προσέγγιση, με κάποια αριστοφανική διάθεση και επιγραμματικότητα ιδεολογικής αποκρυστάλλωσης. Δεν πρόκειται απλώς για επιδερμικές διαπιστώσεις, αλλά για συναρθρώσεις του παράλογου πολιτικού λόγου και του αταλάντευτου κοινωνικού συναισθήματος, της αλλοτρίωσης που έγινε κατάσταση και μας σκιαγραφεί ένα μέλλον στον καμβά του τίποτα και του πουθενά…
Θα αφήσω για καταλληλότερους την τεχνική του ιστορικού αναχρονισμού, την αρχαιολογία του λυρισμού και το δύσκολο και επικίνδυνο έργο, το οποίο θα πρέπει να γίνει κάποτε της ψυχανάλυσης ενός τυπικά “αιγαιακού” συνδρόμου, ενός συλλογικού συμπλέγματος ανοχής ή και ενοχής, ψυχολογικού παραπληρώματος των εθνικών μας συμπτύξεων, για να τονίσω τη συνειδητοποίηση της ιδιαίτερης προσωπικότητας του Ελληνα. Η αντίστασή του σε μια άνομη ή άδικη τάξη είχε τη δική της υπαρξιακή νομοτέλεια. Και έπαιρνε με τους τότε περιπλανώμενους μελωδούς και ποιητές μια έκφραση οραματισμού. Ηταν πάντα “κυκλώπια” και “ταυρική” η πορεία του ελληνισμού από την ελλαδικότητα στην ελληνιστική κοσμοπολιτική έκκρηξη και διασπορά.
Και φτάσαμε στην κρίση εκείνη, εκτός της σημερινής οικονομικής, που ο Σεφέρης ονόμαζε “κατακόρυφη πτώση του Ελληνισμού”. Και συνεχίζουμε ακάθεκτοι τη…διολίσθηση. Με την ιλλιγιώδη επιτάχυνση της τραγωδίας του τέλους. Με τη φτώχεια της χώρας να φέρνει την απόλυτη εξάρτηση από τους ξένους…
freepen.gr
Χάνουμε κάθε φορά το τρένο της ιστορίας και “μαντρωμένοι” στην πλάνη και στον ρεαλιστικό μηδενισμό της πολιτικής αβελτερίας, παρακολουθούμε απαθείς και ενίοτε ως ευδαίμονες “πανηγυριστές” να “αιωρούνται” οι ελπίδες μας στο τεντωμένο σχοινί της πολιτικής κουφότητας και των ακαταλαβιστικών κυβερνητικών μυκηθμών, αγνοώντας επιδεικτικά ότι για να εκφραστεί πλέον η προοπτική της ελληνικής κοινωνίας χρειάζεται μια γλώσσα καινούργια, άκρατα ειλικρινής και ένα πολιτικό ύφος και ήθος που να μη βγαίνει από την εθιστική μας λειτουργία, αλλά από την ατομική και κοινωνική βυθοσκόπιση.
Ο εθισμός μας στο μηδενισμό που αναδύεται από την πολιτική, αλλά που μας παρουσιάζεται σ’ ένα περίπτεχνο περιτύλιγμα, δεν μας επιτρέπει να διεκδικήσουμε τόσο το ρεαλισμό του παρόντος, όσο και την κριτική στάση, που προβληματίζει και πείθει. Τα πρόσωπα αφομοιώνονται μέσα στα γεγονότα που πλαταίνουν και δημιουργούν τις καταστάσεις-πλαίσια που ευνοούν την πονηρία των κυβερνώντων Και μας κρατούν βατό το πέρασμα στην καθολική στάση ζωής μέσα στις βιωμένες πραγματικότητες
Η αντίστασή μας έχει χάσει το στέρεο σχήμα της και γίνεται ένα με τη σωρεία των κενών σε περιεχόμενο πολιτικών λέξεων. Οι “δικτάτορες” των αριθμών, τα κοινωνικά κρεματόρια εξαιτίας των πολιτικών πρακτικών, η αδηφαγία της άρχουσας οικονομικής τάξης και οι χρεωκοπημένες ηθικές, αυτή η πολλότητα του νοήματος του κοινωνικού δικαίου, όπως προβάλλει από διαπλασμένες καταστάσεις, μας αφήνουν εν πολλοίς αδιάφορους και εκ των πραγμάτων οδηγούμαστε στη δουλικότητα της προσαρμογής σε συγκεκριμένη θεώρηση.
Δεν πρόκειται για ισοπεδωτική αντίληψη της κοινωνικής πραγματικότητας. Ξεπερνώντας τις επιφάνειες και τις αστικές αβρότητες, ξεπερνώντας την ανασφάλεια και τη φοβία μας, είναι καιρός να “ξεβρακώσουμε” την ιματισμένη πολιτική υποκρισία, που κρατάει το κεφάλι μας καταχωνιασμένο στο μουμιοποιημένο μηδέν, που κάνει τον κοινωνικό θάνατο πιο πεθαμένο!..
Πόσο ακόμη θα παρατηρούμε ως ικέτες της ελπίδας το κρεσέντο μιας αντιαισθητικής πολιτικής. Μιας πολιτικής όπερας με το δραματικό στοιχείο ευτελισμού των θεσμών και του Συντάγματος, με υποτείνουσα την κοροιδία, με το σαρκασμό του δυνατού και τη σάπια καρδιά των πολιτικών ιερουργών. Αυτή η πολιτική λειτουργία τελετουργείται μέσα στο απόλυτο μηδέν, που παριστάνει το απόλυτο είναι.
Οταν ευτελίζονται και απομυθοποιούνται οι θεσμοί και οι πολιτικές δυναμεις, τότε η ευθύνη πέφτει στην κοινωνική ανευθυνότητα. Πόσο ακόμη θα συστοιχιζόμαστε με την ανευθυνότητα; Πόσο θα επιτρέπουμε πρόσωπα και οράματα να μένουν αδικαίωτα, γιατί δεν μπόρεσαν να υπάρξουν ποτέ; Πόσο θα ανεχόμαστε τους αυτεπάγγελτους γυρολόγους της “σωτηρίας” μας, που έκαναν τη μηδενισμένη αναζήτηση, αναγκαίοτητα των λιμασμένων για ολίγον άρτον και θεάματα; Μέχρι πότε συνωστισμένοι στην όχθη της λίμνης θα παρακολουθούμε τους κυβερνώντες να “πέφτουν” μέσα στη λίμνη, για να πιάσουν τον… ήλιο της Ελλάδας που πνίγεται;
Και δεν πρόκειται για μια ποιητική προσέγγιση, με κάποια αριστοφανική διάθεση και επιγραμματικότητα ιδεολογικής αποκρυστάλλωσης. Δεν πρόκειται απλώς για επιδερμικές διαπιστώσεις, αλλά για συναρθρώσεις του παράλογου πολιτικού λόγου και του αταλάντευτου κοινωνικού συναισθήματος, της αλλοτρίωσης που έγινε κατάσταση και μας σκιαγραφεί ένα μέλλον στον καμβά του τίποτα και του πουθενά…
Θα αφήσω για καταλληλότερους την τεχνική του ιστορικού αναχρονισμού, την αρχαιολογία του λυρισμού και το δύσκολο και επικίνδυνο έργο, το οποίο θα πρέπει να γίνει κάποτε της ψυχανάλυσης ενός τυπικά “αιγαιακού” συνδρόμου, ενός συλλογικού συμπλέγματος ανοχής ή και ενοχής, ψυχολογικού παραπληρώματος των εθνικών μας συμπτύξεων, για να τονίσω τη συνειδητοποίηση της ιδιαίτερης προσωπικότητας του Ελληνα. Η αντίστασή του σε μια άνομη ή άδικη τάξη είχε τη δική της υπαρξιακή νομοτέλεια. Και έπαιρνε με τους τότε περιπλανώμενους μελωδούς και ποιητές μια έκφραση οραματισμού. Ηταν πάντα “κυκλώπια” και “ταυρική” η πορεία του ελληνισμού από την ελλαδικότητα στην ελληνιστική κοσμοπολιτική έκκρηξη και διασπορά.
Και φτάσαμε στην κρίση εκείνη, εκτός της σημερινής οικονομικής, που ο Σεφέρης ονόμαζε “κατακόρυφη πτώση του Ελληνισμού”. Και συνεχίζουμε ακάθεκτοι τη…διολίσθηση. Με την ιλλιγιώδη επιτάχυνση της τραγωδίας του τέλους. Με τη φτώχεια της χώρας να φέρνει την απόλυτη εξάρτηση από τους ξένους…
freepen.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
''Τυφλές'' απολύσεις στο Δημόσιο χωρίς αξιολόγηση
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ