2013-05-20 02:33:15
«Την παλιά εκείνη εποχή στον τόπο μας η ήβη ξυπνούσε πολύ αργά, κατακόκκινη από ντροπαλοσύνη, και μάχουνταν να κρυφτεί πίσω από λογής λογής μάσκες. Η πρώτη μάσκα στάθηκε για μένα η φιλία, το πάθος για έναν ασήμαντο, τον πιο ασήμαντο, συμμαθητή μου· κοντόχοντρος, στραβοπόδης, με βαρύ αθλητικό κορμί, χωρίς καμιά πνευματική περιέργεια. Αλλάζαμε φλογερά γράμματα κάθε μέρα, και μ΄έπαιρνε το παράπονο και συχνά το κλάμα τη μέρα που δεν είχα γράμμα του· περιτριγύριζα το σπίτι του, τον παρακολουθούσα κρυφά, κόβουνταν η αναπνοή μου όταν τον έβλεπα να προβαίνει. Η σάρκα είχε ξυπνήσει και δεν κάτεχε ακόμα τι πρόσωπο να δώσει στην πεθυμιά της· καλά καλά δεν είχε ξεχωρίσει ακόμα τι διαφέρει ο άντρας από τη γυναίκα. Όμως θα μου φάνταζε πολύ πιο ακίντυνη, πιο βολική, η συναναστροφή με αγόρι παρά με κορίτσι· παράξενη αντιπάθεια, μαζί και φόβο, ένιωθα αντικρίζοντας γυναίκα· κι όταν άνεμος φυσούσε και σηκώνουνταν λίγο το γυροπόδι του φουστανιού της, γύριζα απότομα πέρα το πρόσωπο, κατακόκκινος από ντροπή κι αγανάχτηση.
Μια μέρα, θα ΄ταν μεσημέρι κι έκαιγε ο ήλιος, περνούσα ενά στενό ισκιωμένο σοκάκι και πήγαινα σπίτι· άξαφνα μια χανούμισσα φάνηκε από την άλλη μεριά του σοκακιού· κι ως πέρασε από μπροστά μου, ακράνοιξε τα μιλάγια της και μου ΄δειξε γυμνό το στήθος της. Τα γόνατά μου κόπηκαν· έφτασα παραπατώντας στο σπίτι, έγειρα στη γούρνα κι έκαμα εμετό.
Όταν, ύστερα από πολλά χρόνια, βρήκα σ' ένα παλιό συρτάρι την αλληλογραφία με το φίλο μου, τρόμαξα· τι φλόγα, Θε μου, και τι αθωότητα! Χωρίς να το θέλει, χωρίς να το ξέρει ο ασκημομούρης αυτός χοντροκομμένος συμμαθητής μου γίνηκε μάσκα για να μου κρύψει, για κάμποσα χρόνια, τη γυναίκα· του γίνηκα κι εγώ, σίγουρα, μάσκα, να του κρύψω τη γυναίκα· ν' αργοπορήσει λίγο η μοιραία στιγμή που θα 'πεφτε στη φοβερή παγίδα. Έπεσε αργότερα, έμαθα, και χάθηκε.
Με το φίλο μου αυτό και μ' έναν άλλο συμμαθητή, λιανοκόκαλο, λιγομίλητο, με γαλαζοπράσινα μάτια, ιδρύσαμε ένα καλοκαίρι, στις πάψες, μια καινούρια «Φιλική Εταιρεία». Συνεδριάζαμε κρυφά, πήραμε και δώσαμε όρκους, υπογράψαμε καταστατικά και θέσαμε σκοπό της ζωής μας: να πολεμούμε, χωρίς συμβιβασμό, σε όλη μας τη ζωή, την ψευτιά, τη σκλαβιά, την αδικία. Ο κόσμος μας φάνηκε πως ήταν ψεύτης, άδικος, άτιμος, κι αναλάβαμε, εμείς οι τρεις, να τον σώσουμε. Ξεμοναχεύαμε απ' όλους τους συμμαθητές μας, πηγαίναμε πάντα οι τρεις μαζί, καταστρώναμε σχέδια πώς να φτάσουμε στο σκοπό μας, μοιραστήκαμε καθένας τον τομέα απ' όπου θα πολεμούσε: εγώ, λέει, θα ΄γραφα θεατρικά έργα, ο φίλος μου θα γίνουνταν θεατρίνος να τα παίζει, κι ο τρίτος, που είχε μανία με τα μαθηματικά, θα γίνουνταν μηχανικός, να κάμει μια μεγάλη εφεύρεση, να πλουτίσει τα ταμεία της «Φιλικής Εταιρείας» κι έτσι να μπορούμε να βοηθούμε τους φτωχούς και τους αδικημένους.
Ώσπου να φτάσει η μεγάλη αυτή στιγμή κάναμε ό,τι μπορούσαμε να μένουμε πιστοί στον όρκο μας: δεν λέγαμε ψέματα, δέρναμε όσα τουρκάκια μας τύχαιναν σε παράμερο σοκάκι κι είχαμε βγάλει τα κολάρα και τις γραβάτες και φορούσαμε φανέλα με άσπρες και γαλάζιες ρίζες, τα χρώματα της ελληνικές σημαίας».
Θα μπορούσα να γράψω ένα σωρό εξυπνάδες πάνω σε αυτό το απόσπασμα από την «Αναφορά στον Γκρέκο». Από την άλλη δε νιώθω πια τόσο χαλαρός για να γράφω εξυπνάδες. Ας αφήσω τις εξυπνάδες λοιπόν κι ας πω πως το διάβασα σήμερα, στο χέσιμο. Έτσι διαβάζω πια όταν διαβάζω: διαγώνια και ό,τι τύχει. Και σχεδόν αποκλειστικά στην τουαλέτα. Αλλά να· καμιά φορά οι ανταμοιβές είναι απρόσμενες. Ένα απόσπασμα που μπορείς να το κανιβαλίσεις από δέκα πλευρές, που μπορείς να το πιάσεις σοβαρά από δέκα πλευρές, αλλά που δεν θα κάνεις τίποτα από τα δύο. Δεν παύει όμως να είναι απολαυστικό, έστω και αν όχι ακριβώς για τους λόγους που θα ήθελε ο Καζαντζάκης. Και όχι, δεν θα κάνω το λάθος να κρίνω με τα δεδομένα της τωρινής εποχής μια πολύ παλιότερη, αλλά θα κάνω το σωστό να αφήσω το χρόνο που έχει τρέξει, να φωτίσει το κείμενο, όχι ακριβώς ειρωνικά, πάντως αποκαλυπτικά για το πόσο σχετικά είναι όλα -ακόμη και η ταυτότητα, ακόμη και η αίσθηση του πιο αγνού δικαίου- και πόσο εξαρτημένα από το πνεύμα του καιρού τους,
Old Boy
Μια μέρα, θα ΄ταν μεσημέρι κι έκαιγε ο ήλιος, περνούσα ενά στενό ισκιωμένο σοκάκι και πήγαινα σπίτι· άξαφνα μια χανούμισσα φάνηκε από την άλλη μεριά του σοκακιού· κι ως πέρασε από μπροστά μου, ακράνοιξε τα μιλάγια της και μου ΄δειξε γυμνό το στήθος της. Τα γόνατά μου κόπηκαν· έφτασα παραπατώντας στο σπίτι, έγειρα στη γούρνα κι έκαμα εμετό.
Όταν, ύστερα από πολλά χρόνια, βρήκα σ' ένα παλιό συρτάρι την αλληλογραφία με το φίλο μου, τρόμαξα· τι φλόγα, Θε μου, και τι αθωότητα! Χωρίς να το θέλει, χωρίς να το ξέρει ο ασκημομούρης αυτός χοντροκομμένος συμμαθητής μου γίνηκε μάσκα για να μου κρύψει, για κάμποσα χρόνια, τη γυναίκα· του γίνηκα κι εγώ, σίγουρα, μάσκα, να του κρύψω τη γυναίκα· ν' αργοπορήσει λίγο η μοιραία στιγμή που θα 'πεφτε στη φοβερή παγίδα. Έπεσε αργότερα, έμαθα, και χάθηκε.
Με το φίλο μου αυτό και μ' έναν άλλο συμμαθητή, λιανοκόκαλο, λιγομίλητο, με γαλαζοπράσινα μάτια, ιδρύσαμε ένα καλοκαίρι, στις πάψες, μια καινούρια «Φιλική Εταιρεία». Συνεδριάζαμε κρυφά, πήραμε και δώσαμε όρκους, υπογράψαμε καταστατικά και θέσαμε σκοπό της ζωής μας: να πολεμούμε, χωρίς συμβιβασμό, σε όλη μας τη ζωή, την ψευτιά, τη σκλαβιά, την αδικία. Ο κόσμος μας φάνηκε πως ήταν ψεύτης, άδικος, άτιμος, κι αναλάβαμε, εμείς οι τρεις, να τον σώσουμε. Ξεμοναχεύαμε απ' όλους τους συμμαθητές μας, πηγαίναμε πάντα οι τρεις μαζί, καταστρώναμε σχέδια πώς να φτάσουμε στο σκοπό μας, μοιραστήκαμε καθένας τον τομέα απ' όπου θα πολεμούσε: εγώ, λέει, θα ΄γραφα θεατρικά έργα, ο φίλος μου θα γίνουνταν θεατρίνος να τα παίζει, κι ο τρίτος, που είχε μανία με τα μαθηματικά, θα γίνουνταν μηχανικός, να κάμει μια μεγάλη εφεύρεση, να πλουτίσει τα ταμεία της «Φιλικής Εταιρείας» κι έτσι να μπορούμε να βοηθούμε τους φτωχούς και τους αδικημένους.
Ώσπου να φτάσει η μεγάλη αυτή στιγμή κάναμε ό,τι μπορούσαμε να μένουμε πιστοί στον όρκο μας: δεν λέγαμε ψέματα, δέρναμε όσα τουρκάκια μας τύχαιναν σε παράμερο σοκάκι κι είχαμε βγάλει τα κολάρα και τις γραβάτες και φορούσαμε φανέλα με άσπρες και γαλάζιες ρίζες, τα χρώματα της ελληνικές σημαίας».
Θα μπορούσα να γράψω ένα σωρό εξυπνάδες πάνω σε αυτό το απόσπασμα από την «Αναφορά στον Γκρέκο». Από την άλλη δε νιώθω πια τόσο χαλαρός για να γράφω εξυπνάδες. Ας αφήσω τις εξυπνάδες λοιπόν κι ας πω πως το διάβασα σήμερα, στο χέσιμο. Έτσι διαβάζω πια όταν διαβάζω: διαγώνια και ό,τι τύχει. Και σχεδόν αποκλειστικά στην τουαλέτα. Αλλά να· καμιά φορά οι ανταμοιβές είναι απρόσμενες. Ένα απόσπασμα που μπορείς να το κανιβαλίσεις από δέκα πλευρές, που μπορείς να το πιάσεις σοβαρά από δέκα πλευρές, αλλά που δεν θα κάνεις τίποτα από τα δύο. Δεν παύει όμως να είναι απολαυστικό, έστω και αν όχι ακριβώς για τους λόγους που θα ήθελε ο Καζαντζάκης. Και όχι, δεν θα κάνω το λάθος να κρίνω με τα δεδομένα της τωρινής εποχής μια πολύ παλιότερη, αλλά θα κάνω το σωστό να αφήσω το χρόνο που έχει τρέξει, να φωτίσει το κείμενο, όχι ακριβώς ειρωνικά, πάντως αποκαλυπτικά για το πόσο σχετικά είναι όλα -ακόμη και η ταυτότητα, ακόμη και η αίσθηση του πιο αγνού δικαίου- και πόσο εξαρτημένα από το πνεύμα του καιρού τους,
Old Boy
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Αναγνώστης από τη Πάτρα μας αναφέρει το πρόβλημα του
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ