2013-05-20 16:27:13
Με ρεαλισμό, ειλικρίνεια και χωρίς προσπάθεια υπερβολών ή εξωραϊσμών, ο Ντίνος Κουτσολιούτσος γράφει για την προσωπική του εμπειρία και για τους ομοφυλόφιλους κοινωνικούς μετανάστες, που όπως αυτός αναγκάστηκε να αφήσει τη χώρα εξαιτίας του ρατσισμού που βίωνε.
Ακολουθεί το άρθρο του Ντίνου Κουτσολιούτσου στην ιστοσελίδα reporter όπου καταγράφει τον πόνο της μετανάστευσης και τον ρατσισμό και τα όρια που αισθάνθηκε να του υποβάλλουν στην Ελλάδα:
«Στο σημερινό μου άρθρο, δεν θα με κακίσουν, ελπίζω, οι αγαπητοί αναγνώστες του reporter, εάν αναφερθώ αυτοβιογραφικά σε δύο, για μένα, αλληλένδετα θέματα, που σημάδεψαν τον 67χρονο βίο μου, όσο, ίσως, κανένα άλλο.
Το πρώτο θέμα, το ότι είμαι ομοφυλόφιλος, το αναφέρω προς την τιμή της παγκόσμιας ημέρας εναντίον της ομοφοβίας, που η υφήλιος «γιόρτασε» την περασμένη Παρασκευή. Το δεύτερο θέμα, η μετανάστευση στην ξενιτιά, είναι τραγικά, πάλι, μετά από μία ολόκληρη γενιά, το κύριο θέμα και πρόβλημα στην σημερινή Ελλάδα.
Γεννήθηκα, ή πλάστηκα, ένα παιδί με περιπεπλεγμένη ταυτότητα γένους. Από τα δύο μου χρόνια, όταν άρχισα να μιλάω, χρησιμοποιούσα για τον εαυτό μου, το θηλυκό γένος, και έπρεπε η οικογένειά μου, με αρχηγό το τρομερά τρομοκρατημένο πατέρα μου, να πέσει επάνω μου και να με «διατάξει», με ποινή θανάτου, ότι είμαι αγόρι, και σαν αγόρι πρέπει να φέρομαι και να ζω. Εκ των υστέρων, είμαι σίγουρος, ότι εάν η οικογένειά μου δεν ήταν τόσο συντηρητική, και εάν ίσως είχα γεννηθεί σε μία άλλη κοινωνία, ή σε μία άλλη εποχή, θα είχα οπωσδήποτε αλλάξει το φύλο μου, με την ενηλικίωση μου. Αλλά, στην δικά μου περίπτωση, από παιδάκι, μου έδωσαν και κατάλαβα, ότι ή συμμορφώνομαι με τις κοινωνικές προδιαγραφές, είτε παύω να υπάρχω.
Αντί αυτού, πέρασα την προσχολική μου ηλικία αποζητώντας μοναχικές κρυφές στιγμές, μακριά από τα βλέμματα της οικογένειάς μου, παίζοντας μόνος μου με την χειροποίητη κούκλα μου, (γιατί οι αγοραστές κούκλες ήταν για μένα απαγορευμένες), και τα φορέματά της που μόνος μου, με την βοήθεια της μητέρας μου, τα έκοβα και τα έραβα, και βυθιζόμενος σε φαντασίες ότι ήμουνα κορίτσι, η πριγκίπισσα του παιδικού παραμυθιού, που περιμένει πάντα τον ιππότη να έρθει να την σώσει, και να την κάνει ευτυχισμένη.
Αλλά ο τρόμος που μου είχε εμφυσήσει η οικογένειά μου περί της διχοτομίας αρσενικού και θηλυκού γένους ήταν τόσο σκληρός και εκφοβιστικός, ώστε, έως ότου να αρχίσω σχολείο, είχα κατακτήσει όλα τις προκλήσεις της μοντέρνας υποκριτικής, σαν τόσα άλλα ομοφυλόφιλα άτομα στον κόσμο, ώστε να μπορώ πολύ επιτυχημένα, αποτελεσματικά, και χωρίς μεγάλη προσπάθεια, να συμπεριφέρομαι σαν ένα καθημερινό «κανονικό» αγοράκι. Κράτησα αυτό το μυστικό για πάρα πολλά χρόνια. Στις έξι τάξεις του δημοτικού, κάθε χρονιά που περνούσε, το μυστηριώδες μπλέξιμο του γένους μου, περνούσε όλο και περισσότερο στο περιθώριο, τόσο, ώστε, όταν η σεξουαλική μου ορμή έσκασε στην επιφάνεια μεταξύ της Πέμπτης και της Έκτης τάξης του Δημοτικού, και μου παρουσίασε, πέραν πάσης προσωπικής αμφιβολίας, ότι το μόνο και πανίσχυρο, σεξουαλικό αντικείμενο για την δικιά μου την ορμή, ήταν οι ενήλικες άντρες, και χωρίς να έχω καμία άλλη πληροφόρηση στο μοναχικό μου μυστικό, από οικογένεια και κοινωνία, αποφάσισα ότι ήμουνα πούστης, δηλαδή ομοφυλόφιλος. Τον καιρό εκείνο, μιλάμε το 1956, η μόνη διάχυτη κοινωνική ταυτότητα για τα ομοφυλόφιλα άτομα ήταν η τερατώδης, για αυτό και η προσωνυμία «πούστης» μου είναι ακόμα προσφιλής, αφού και την κοινωνική αλήθεια ζωγραφίζει επακριβώς, αλλά και την κοινωνική καταδίκη αποδυναμώνει, με την πλήρη αποδοχή του όρου.
Να μου επιτρέψουν οι αγαπητοί αναγνώστες, και η διεύθυνση του reporter, να χρησιμοποιώ ελεύθερα αυτήν την λέξη, «πούστης», η οποία είναι μία από τις πιο δημοφιλείς λέξεις της ελληνικής κοινωνίας, και την οποία την ακούω από άλλους, σχεδόν καθημερινά, εάν όχι πολλές φορές την ίδια μέρα. Εάν υπάρχει μία ατράνταχτη απόδειξη ότι υπάρχει αυτό το κοινωνικό θέμα της ομοφοβίας, και ειδικά σε υψηλό βαθμό στην ελληνική κοινωνία, είναι η ύπαρξη, η κοινωνική σημασία, η κοινωνική ταυτότητα, και ο ειδικό τρόπος που χρησιμοποιείται η ελληνική λέξη «πούστης».
Εάν ένας εξωγήινος έπεφτε σήμερα στην Ελλάδα, και σαν ένας άλλος Σούπερμαν, είχε την ικανότητα να ακούει υπερήχους, και από μεγάλες αποστάσεις, όλες τις συνομιλίες των 5 εκατομμυρίων Αθηναίων, σε μία μέρα, θα έβγαζε σίγουρα το συμπέρασμα ότι για όλα τα κακώς κείμενα στην ζωή, φταίει πάντα ένας «πούστης», ο οποίος είναι δόλιος, κακός, καταφερτζής, ύπουλος, διαόλου κάλτσα, καταστροφέας, και, απίστευτα, βγαίνει πάντα νικητής, διότι πάντα δουλεύει μυστικά, εκτός της νομιμότητας, και πάντα επιφέρει χασούρα ή καταστροφή στον πλησίον του. Τέτοια διαβολική υπερδύναμη κανένας άλλος δεν κατέχει στην ελληνική κοινωνία, παρά μόνο ο «πούστης», και όλοι οι πούστηδες. Τέτοιο είναι το επίπεδο της ομοφοβίας στην ελληνική κοινωνία.
Για να μη μακρηγορώ περί της ζωής μου, να αναφέρω ότι συνέχισα να προσποιούμαι με απόλυτη επιτυχία ότι ήμουνα «κανονικός» έως τα 23 μου χρόνια, κρύβοντας το μυστικό από όλον τον κόσμο. Μετά, άρχισα να έχω σεξουαλικές σχέσεις με άντρες, σαν ομοφυλόφιλος, κρατώντας τους δύο κόσμους ξέχωρους, τον κανονικό και τον πούστικο, όπως κάνουν ακόμα, μία γενεά αργότερα και τραγικά οι περισσότεροι Έλληνες. Πήγα δύο φορές σε ψυχοθεραπεία για να μετατραπώ, ανεπιτυχώς, σε ετεροφυλόφιλο, και σαν τελευταία προσπάθεια, στα τριάντα μου να φτιάξω μία οικογένεια και να γίνω πατέρας, παντρεύτηκα μία θαυμάσια Σουηδέζα, στην Αμερική όπου ζούσα ήδη τότε, και έζησα μαζί της τέσσερα εξαίρετα χρόνια ευτυχισμένου συζυγικού βίου, ακόμα και στον σεξουαλικό τομέα. Η σχέση, τελικά, δεν κράτησε, διότι η ανάγκη μου για σχέσεις με άντρες δεν μπορούσε να εξαλειφθεί, και μετά το διαζύγιο μου, και έως τώρα, έχω ζήσει σαν ένας ομοφυλόφιλος άντρας.
Μετά από μία ζωή, το θέμα του αρσενικού και θηλυκού έχει, για μένα προσωπικά, μετατραπεί, σχεδόν, σε ιστορία, σε ανάμνηση. Έχοντας ζήσει σαν αρσενικός, πάνω από μισό αιώνα, με επιτυχία, και με ευχαρίστηση, και έχοντας απολαύσει και επωφεληθεί από τα αναρίθμητα κέρδη που αποκομίζουν τα άτομα αρσενικού γένους στον απόλυτα πατριαρχικό μας πλανήτη, δεν έχω πλέον ουδεμία επιθυμία να αλλάξω φύλο, ή να ζήσω σαν γυναίκα. Αλλά, ας σημειωθεί από τους αναγνώστες, το γεγονός, ότι στην Καλιφόρνια της Αμερικής, όπου έχω ζήσει τα τελευταία 40 χρόνια, έχει ξεκινήσει ένα μεγάλο κοινωνικό κύμα, ατόμων προχωρημένης ηλικίας, που αποφασίζουν, στα 40 τους, στα 50, και ακόμα πιο αργά, να αλλάξουν το φύλο τους, και την κοινωνική τους ταυτότητα, από άντρα σε γυναίκα, ή από γυναίκα σε άντρα, είτε δια πλήρης χειρουργικής επέμβασης, είτε άνευ.
Εν κατακλείδι, και για να μη δημιουργήσω εσφαλμένες εντυπώσεις, να πω ότι στο σημερινό επίπεδο της κοινωνικής και επιστημονικής γνώσης και φαντασίας που υπάρχει την σημερινή εποχή στα θέματα του γένους/φύλου, και του σεξουαλικού προσανατολισμού, δεν υπάρχει καμία ατράνταχτη γνώση. Είναι γενικώς πιστευτό ότι το θέμα του γένους, το πόσο κανείς αισθάνεται το ίδιο γένος με το φυσικό του σώμα ή όχι, είναι ξέχωρο, διάφορο, από τον σεξουαλικό προσανατολισμό, και τα δύο θέματα μπορεί να συνυπάρχουν, ή και όχι. Τα δύο αυτά θέματα είναι τόσο πολύ αγκιστρωμένα σε ιστορικά, κοινωνικά αλλά και θεολογικά δεδομένα, που η επιστήμη, πάνω σε αυτά δεν μπορεί εύκολα να είναι καθαρή και ανεξάρτητη, παρά παραμένει εξαρτημένη και άρα μπερδεμένη.
Αλλά θέλω να έρθω τώρα στο δεύτερο, και τουλάχιστον εξίσου σημαντικό θέμα του βίου μου και του σημερινού άρθρου. Στην μετανάστευση και στην ξενιτιά. Εγώ προσωπικά, αποφάσισα, ή αναγκάστηκα, να ζήσω στο εξωτερικό γιατί δεν είχα το προσωπικό σθένος να αντιμετωπίσω την οικογένεια μου, τους πάμπολλους και λίαν αγαπητούς μου παιδικούς φίλους, και την ελληνική κοινωνία, σαν πούστης. Είχα την τύχη, αντίθετα με το τεράστιο κύμα των ελλήνων οικονομικών μεταναστών την εποχή εκείνη, να έχω την οικονομική υποστήριξη της οικογένειας μου για να σπουδάσω στην Ελβετία, και στα 28 μου, έχοντας με μεγάλο κόπο πάρει το δίπλωμα του πολιτικού μηχανικού, (μία άκρως αποτυχημένη για μένα επαγγελματική επιλογή), και όντας αναγκασμένος να γυρίσω στην Ελλάδα για να πάω στρατιωτικό για δυόμιση χρόνια, δεν άντεξα την αντιπαράθεση μεταξύ της σεξουαλικής μου ταυτότητας, και της ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας, και μετανάστευσα στην Αμερική, όπου και ακόμα έχω το σπίτι μου.
Ο πόνος της μετανάστευσης δεν περιγράφεται! Και εγώ, όπως είπα, είχα την καλή τύχη, να μη πάω στην ξενιτιά άφραγκος και χωρίς δουλειά ή οικογενειακή υποστήριξη. Αφενός δεν είχα την τρομακτική πίεση που πρέπει να αισθάνεται ο οικονομικός μετανάστης. Από την άλλη πλευρά, είχα την δηλητηριώδη γεύση του κοινωνικού αποβράσματος, που ήταν τα συναισθήματα που είναι πιο κοντά στην εμπειρία μου εκείνη την εποχή, το σωτήριο έτος 1973. Τα χρόνια της Χούντας, από Ελβετία σε Αμερική, και βασανιζόμενος με τα προσωπικά μου προβλήματα, τα πέρασα από πολιτικής άποψης, στο τζάμπα, δεν κατάλαβα, σχεδόν τίποτα.
Ο ομοφυλόφιλος κοινωνικός μετανάστης, τον οποίο νομίζω αντιπροσωπεύω, γιατί έφυγα επειδή η κοινωνία δεν με χώραγε, και ο οικονομικός μετανάστης, ειδικά ο μετανάστης που φεύγει από την Ελλάδα γιατί δεν έχει να φάει, (εν συγκρίσει με αυτόν που επιλέγει να πάει στο εξωτερικό για μία καλύτερη καριέρα), συμμερίζονται μία θανάσιμη εμπειρία, και ένα ισόβιο ψυχικό και εθνικό τραύμα. Φεύγουν στο εξωτερικό γιατί η ελληνική κοινωνία, η πατρίδα τους, τους έχει προδώσει. Αισθάνονται, σε διάφορα επίπεδα, ανάλογα με τις προσωπικές διαφορές όλων μας, σαν απόκληροι της κοινωνίας. Η ελληνική λαϊκή μουσική, ένα πολιτισμικό στοιχείο της πατρίδας μας, τουλάχιστον του κοινωνικού επιπέδου ενός Πλάτωνα και ενός Σωκράτη, τραγουδάει, υμνεί, αυτόν το πανάρχαιο πόνο, με ακρίβεια, με δύναμη, με αίσθημα, και με εθνική υπερηφάνεια, και δίνει φωνή, δίνει ήχο, δίνει υπόσταση, σε αυτό το ισόβιο δράμα του μετανάστη, του ξενιτεμένου, του εθνικού απόκληρου.
Οι πιο πολλοί έλληνες, εάν όχι όλοι, που μεταναστεύουν, προοδεύουν στην ζωή τους, διότι όπως όλοι ξέρουμε το ελληνικό δαιμόνιο ζει και βασιλεύει, οπωσδήποτε στο εξωτερικό. Το δράμα είναι που στο εσωτερικό, το ελληνικό δαιμόνιο παίρνει πολλές φορές αυτοκαταστροφική μορφή, και χαλάει την κοινωνία για όλους. Και στην δικιά μου την περίπτωση, ο τεράστιος πόνος της απώλειας των αγαπημένων μου προσώπων, και της Ελλάδας, της ελληνικής γλώσσας, της Αθήνας, όπου είχα μεγαλώσει στο κέντρο, (στην γωνία Αμερικής και Βαλαωρίτου, ακριβώς απέναντι σε ένα σπιτάκι στο οποίο στεγαζότανε ολόκληρη η αστυνομία πόλεως την εποχή εκείνη), αυτή η τεράστια απώλεια βοηθήθηκε πολύ από το γεγονός ότι η ξενιτιά καρποφόρησε τρομερά στην επαγγελματική μου καριέρα. Μπόρεσα και σπούδασα ψυχολογία, (μία εποχή που στην Ελλάδα υπήρχαν μία ντουζίνα νευροψυχίατροι, πολλαπλές σελίδες τηλεφωνικού καταλόγου με αστρολόγους, και κανένας ψυχολόγος), και δούλεψα έως την σύνταξή μου, σαν ψυχοθεραπευτής και σαν καθηγητής ψυχοθεραπείας.
Και το κυριότερο. Η μεγαλούπολη του Λος Άντζελες, μου επέτρεψε από την πρώτη στιγμή, το 1973, και όλα αυτά τα 40 χρόνια, να ζω σαν άνθρωπος, σαν ομοφυλόφιλος, ανοικτά με την πλήρη ανοχή και αποδοχή της κοινωνίας αυτής της αμερικανικής πόλης. Τα κέρδη της μετανάστευσης μου ήταν και είναι σημαντικά. Κοινωνικά, έζησα με τον σεβασμό των άλλων. Επαγγελματικά, είχα την τρομερή τύχη να εργαστώ στο αντικείμενο που με ενθουσίαζε και στο οποίο μπόρεσα και είχα επιτυχία. Και μία σχετική οικονομική ασφάλεια.
Αλλά το μαράζι της ξενιτιάς δεν με άφησε ποτέ μου, και παρέμεινε ακόμα πιο δυνατό, γιατί, αντίθετα με την πλειοψηφία των άλλων μεταναστών, από επιλογή, ή από τύχη, δεν έφτιαξα οικογένεια με γηγενείς ανθρώπους, και ακόμα πιο σημαντικό, δεν έκανα παιδιά, που να γίνουν ντόπια αμερικανάκια. Ο αδελφός μου, όμως, ο οποίος μετανάστευσε στην Αμερική πριν από μέναiefimerida.gr, σαν κατ επιλογήν οικονομικός μετανάστης, παντρεμένος με μία Αμερικανίδα, και ο οποίος μεγάλωσε τον μοναχογιό του σαν βέρο Αμερικανό, δεν ξεφορτώθηκε το μαράζι της ξενιτιάς, ούτε και αυτός. Και έως τα τελευταία του, πριν πεθάνει, οι παιδικοί του φίλοι, από την Ελλάδα, παρέμειναν ο κλειστότερος του κοινωνικός κύκλος, και του συμπαραστάθηκαν πιο πολύ καθώς και τα ξαδέλφια του.
Προσπάθησα με το σημερινό άρθρο να δώσω φωνή, να ζωγραφίσω, δύο μεγάλα θέματα της ελληνικής κοινωνίας. Στο θέμα της ομοφυλοφιλίας, η Ελλάδα δεν έχει κάνει καθόλου αρκετή πρόοδο, στις δύο γενεές του βίου μου. Ακόμα, οι δύο κόσμοι, ο πούστικος και ο κανονικός, ζούνε βασικά χωριστά. Στον δικό μου κοινωνικό κύκλο, στην Αθήνα, ανάμεσα σε 40 – 50 ετεροφυλόφιλα ζευγάρια, που συναναστρέφομαι, σε παρέες, φιλικά σπίτια, γάμους, κηδείες, κτλ. εδώ και μία ζωή, είμαι ο μόνος και μοναχικός πούστης, που ζει ανοικτά, και που όλοι το ξέρουν ότι είναι «τέτοιος». Και όλοι οι κολλητοί μου και οι κολλητές μου, με αγαπούνε σαν αδελφό τους. Αλλά που είναι οι άλλοι πούστηδες; Που είναι οι άλλες λεσβίες; Τίποτα, μηδέν.
Και στο θέμα της ξενιτιάς, όπως όλοι γνωρίζουμε, μία ακόμα φορά, το έθνος πρόδωσε την νέα γενεά, και την εξορίζει, προς τεράστιο πόνο ψυχικό, αυτών που θα φύγουν, και προς μεγάλη απώλεια της πατρίδας που θα μείνει μικρότερη από ότι της αξίζει.»
Πηγή: iefimerida
xespao
Ακολουθεί το άρθρο του Ντίνου Κουτσολιούτσου στην ιστοσελίδα reporter όπου καταγράφει τον πόνο της μετανάστευσης και τον ρατσισμό και τα όρια που αισθάνθηκε να του υποβάλλουν στην Ελλάδα:
«Στο σημερινό μου άρθρο, δεν θα με κακίσουν, ελπίζω, οι αγαπητοί αναγνώστες του reporter, εάν αναφερθώ αυτοβιογραφικά σε δύο, για μένα, αλληλένδετα θέματα, που σημάδεψαν τον 67χρονο βίο μου, όσο, ίσως, κανένα άλλο.
Το πρώτο θέμα, το ότι είμαι ομοφυλόφιλος, το αναφέρω προς την τιμή της παγκόσμιας ημέρας εναντίον της ομοφοβίας, που η υφήλιος «γιόρτασε» την περασμένη Παρασκευή. Το δεύτερο θέμα, η μετανάστευση στην ξενιτιά, είναι τραγικά, πάλι, μετά από μία ολόκληρη γενιά, το κύριο θέμα και πρόβλημα στην σημερινή Ελλάδα.
Γεννήθηκα, ή πλάστηκα, ένα παιδί με περιπεπλεγμένη ταυτότητα γένους. Από τα δύο μου χρόνια, όταν άρχισα να μιλάω, χρησιμοποιούσα για τον εαυτό μου, το θηλυκό γένος, και έπρεπε η οικογένειά μου, με αρχηγό το τρομερά τρομοκρατημένο πατέρα μου, να πέσει επάνω μου και να με «διατάξει», με ποινή θανάτου, ότι είμαι αγόρι, και σαν αγόρι πρέπει να φέρομαι και να ζω. Εκ των υστέρων, είμαι σίγουρος, ότι εάν η οικογένειά μου δεν ήταν τόσο συντηρητική, και εάν ίσως είχα γεννηθεί σε μία άλλη κοινωνία, ή σε μία άλλη εποχή, θα είχα οπωσδήποτε αλλάξει το φύλο μου, με την ενηλικίωση μου. Αλλά, στην δικά μου περίπτωση, από παιδάκι, μου έδωσαν και κατάλαβα, ότι ή συμμορφώνομαι με τις κοινωνικές προδιαγραφές, είτε παύω να υπάρχω.
Αντί αυτού, πέρασα την προσχολική μου ηλικία αποζητώντας μοναχικές κρυφές στιγμές, μακριά από τα βλέμματα της οικογένειάς μου, παίζοντας μόνος μου με την χειροποίητη κούκλα μου, (γιατί οι αγοραστές κούκλες ήταν για μένα απαγορευμένες), και τα φορέματά της που μόνος μου, με την βοήθεια της μητέρας μου, τα έκοβα και τα έραβα, και βυθιζόμενος σε φαντασίες ότι ήμουνα κορίτσι, η πριγκίπισσα του παιδικού παραμυθιού, που περιμένει πάντα τον ιππότη να έρθει να την σώσει, και να την κάνει ευτυχισμένη.
Αλλά ο τρόμος που μου είχε εμφυσήσει η οικογένειά μου περί της διχοτομίας αρσενικού και θηλυκού γένους ήταν τόσο σκληρός και εκφοβιστικός, ώστε, έως ότου να αρχίσω σχολείο, είχα κατακτήσει όλα τις προκλήσεις της μοντέρνας υποκριτικής, σαν τόσα άλλα ομοφυλόφιλα άτομα στον κόσμο, ώστε να μπορώ πολύ επιτυχημένα, αποτελεσματικά, και χωρίς μεγάλη προσπάθεια, να συμπεριφέρομαι σαν ένα καθημερινό «κανονικό» αγοράκι. Κράτησα αυτό το μυστικό για πάρα πολλά χρόνια. Στις έξι τάξεις του δημοτικού, κάθε χρονιά που περνούσε, το μυστηριώδες μπλέξιμο του γένους μου, περνούσε όλο και περισσότερο στο περιθώριο, τόσο, ώστε, όταν η σεξουαλική μου ορμή έσκασε στην επιφάνεια μεταξύ της Πέμπτης και της Έκτης τάξης του Δημοτικού, και μου παρουσίασε, πέραν πάσης προσωπικής αμφιβολίας, ότι το μόνο και πανίσχυρο, σεξουαλικό αντικείμενο για την δικιά μου την ορμή, ήταν οι ενήλικες άντρες, και χωρίς να έχω καμία άλλη πληροφόρηση στο μοναχικό μου μυστικό, από οικογένεια και κοινωνία, αποφάσισα ότι ήμουνα πούστης, δηλαδή ομοφυλόφιλος. Τον καιρό εκείνο, μιλάμε το 1956, η μόνη διάχυτη κοινωνική ταυτότητα για τα ομοφυλόφιλα άτομα ήταν η τερατώδης, για αυτό και η προσωνυμία «πούστης» μου είναι ακόμα προσφιλής, αφού και την κοινωνική αλήθεια ζωγραφίζει επακριβώς, αλλά και την κοινωνική καταδίκη αποδυναμώνει, με την πλήρη αποδοχή του όρου.
Να μου επιτρέψουν οι αγαπητοί αναγνώστες, και η διεύθυνση του reporter, να χρησιμοποιώ ελεύθερα αυτήν την λέξη, «πούστης», η οποία είναι μία από τις πιο δημοφιλείς λέξεις της ελληνικής κοινωνίας, και την οποία την ακούω από άλλους, σχεδόν καθημερινά, εάν όχι πολλές φορές την ίδια μέρα. Εάν υπάρχει μία ατράνταχτη απόδειξη ότι υπάρχει αυτό το κοινωνικό θέμα της ομοφοβίας, και ειδικά σε υψηλό βαθμό στην ελληνική κοινωνία, είναι η ύπαρξη, η κοινωνική σημασία, η κοινωνική ταυτότητα, και ο ειδικό τρόπος που χρησιμοποιείται η ελληνική λέξη «πούστης».
Εάν ένας εξωγήινος έπεφτε σήμερα στην Ελλάδα, και σαν ένας άλλος Σούπερμαν, είχε την ικανότητα να ακούει υπερήχους, και από μεγάλες αποστάσεις, όλες τις συνομιλίες των 5 εκατομμυρίων Αθηναίων, σε μία μέρα, θα έβγαζε σίγουρα το συμπέρασμα ότι για όλα τα κακώς κείμενα στην ζωή, φταίει πάντα ένας «πούστης», ο οποίος είναι δόλιος, κακός, καταφερτζής, ύπουλος, διαόλου κάλτσα, καταστροφέας, και, απίστευτα, βγαίνει πάντα νικητής, διότι πάντα δουλεύει μυστικά, εκτός της νομιμότητας, και πάντα επιφέρει χασούρα ή καταστροφή στον πλησίον του. Τέτοια διαβολική υπερδύναμη κανένας άλλος δεν κατέχει στην ελληνική κοινωνία, παρά μόνο ο «πούστης», και όλοι οι πούστηδες. Τέτοιο είναι το επίπεδο της ομοφοβίας στην ελληνική κοινωνία.
Για να μη μακρηγορώ περί της ζωής μου, να αναφέρω ότι συνέχισα να προσποιούμαι με απόλυτη επιτυχία ότι ήμουνα «κανονικός» έως τα 23 μου χρόνια, κρύβοντας το μυστικό από όλον τον κόσμο. Μετά, άρχισα να έχω σεξουαλικές σχέσεις με άντρες, σαν ομοφυλόφιλος, κρατώντας τους δύο κόσμους ξέχωρους, τον κανονικό και τον πούστικο, όπως κάνουν ακόμα, μία γενεά αργότερα και τραγικά οι περισσότεροι Έλληνες. Πήγα δύο φορές σε ψυχοθεραπεία για να μετατραπώ, ανεπιτυχώς, σε ετεροφυλόφιλο, και σαν τελευταία προσπάθεια, στα τριάντα μου να φτιάξω μία οικογένεια και να γίνω πατέρας, παντρεύτηκα μία θαυμάσια Σουηδέζα, στην Αμερική όπου ζούσα ήδη τότε, και έζησα μαζί της τέσσερα εξαίρετα χρόνια ευτυχισμένου συζυγικού βίου, ακόμα και στον σεξουαλικό τομέα. Η σχέση, τελικά, δεν κράτησε, διότι η ανάγκη μου για σχέσεις με άντρες δεν μπορούσε να εξαλειφθεί, και μετά το διαζύγιο μου, και έως τώρα, έχω ζήσει σαν ένας ομοφυλόφιλος άντρας.
Μετά από μία ζωή, το θέμα του αρσενικού και θηλυκού έχει, για μένα προσωπικά, μετατραπεί, σχεδόν, σε ιστορία, σε ανάμνηση. Έχοντας ζήσει σαν αρσενικός, πάνω από μισό αιώνα, με επιτυχία, και με ευχαρίστηση, και έχοντας απολαύσει και επωφεληθεί από τα αναρίθμητα κέρδη που αποκομίζουν τα άτομα αρσενικού γένους στον απόλυτα πατριαρχικό μας πλανήτη, δεν έχω πλέον ουδεμία επιθυμία να αλλάξω φύλο, ή να ζήσω σαν γυναίκα. Αλλά, ας σημειωθεί από τους αναγνώστες, το γεγονός, ότι στην Καλιφόρνια της Αμερικής, όπου έχω ζήσει τα τελευταία 40 χρόνια, έχει ξεκινήσει ένα μεγάλο κοινωνικό κύμα, ατόμων προχωρημένης ηλικίας, που αποφασίζουν, στα 40 τους, στα 50, και ακόμα πιο αργά, να αλλάξουν το φύλο τους, και την κοινωνική τους ταυτότητα, από άντρα σε γυναίκα, ή από γυναίκα σε άντρα, είτε δια πλήρης χειρουργικής επέμβασης, είτε άνευ.
Εν κατακλείδι, και για να μη δημιουργήσω εσφαλμένες εντυπώσεις, να πω ότι στο σημερινό επίπεδο της κοινωνικής και επιστημονικής γνώσης και φαντασίας που υπάρχει την σημερινή εποχή στα θέματα του γένους/φύλου, και του σεξουαλικού προσανατολισμού, δεν υπάρχει καμία ατράνταχτη γνώση. Είναι γενικώς πιστευτό ότι το θέμα του γένους, το πόσο κανείς αισθάνεται το ίδιο γένος με το φυσικό του σώμα ή όχι, είναι ξέχωρο, διάφορο, από τον σεξουαλικό προσανατολισμό, και τα δύο θέματα μπορεί να συνυπάρχουν, ή και όχι. Τα δύο αυτά θέματα είναι τόσο πολύ αγκιστρωμένα σε ιστορικά, κοινωνικά αλλά και θεολογικά δεδομένα, που η επιστήμη, πάνω σε αυτά δεν μπορεί εύκολα να είναι καθαρή και ανεξάρτητη, παρά παραμένει εξαρτημένη και άρα μπερδεμένη.
Αλλά θέλω να έρθω τώρα στο δεύτερο, και τουλάχιστον εξίσου σημαντικό θέμα του βίου μου και του σημερινού άρθρου. Στην μετανάστευση και στην ξενιτιά. Εγώ προσωπικά, αποφάσισα, ή αναγκάστηκα, να ζήσω στο εξωτερικό γιατί δεν είχα το προσωπικό σθένος να αντιμετωπίσω την οικογένεια μου, τους πάμπολλους και λίαν αγαπητούς μου παιδικούς φίλους, και την ελληνική κοινωνία, σαν πούστης. Είχα την τύχη, αντίθετα με το τεράστιο κύμα των ελλήνων οικονομικών μεταναστών την εποχή εκείνη, να έχω την οικονομική υποστήριξη της οικογένειας μου για να σπουδάσω στην Ελβετία, και στα 28 μου, έχοντας με μεγάλο κόπο πάρει το δίπλωμα του πολιτικού μηχανικού, (μία άκρως αποτυχημένη για μένα επαγγελματική επιλογή), και όντας αναγκασμένος να γυρίσω στην Ελλάδα για να πάω στρατιωτικό για δυόμιση χρόνια, δεν άντεξα την αντιπαράθεση μεταξύ της σεξουαλικής μου ταυτότητας, και της ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας, και μετανάστευσα στην Αμερική, όπου και ακόμα έχω το σπίτι μου.
Ο πόνος της μετανάστευσης δεν περιγράφεται! Και εγώ, όπως είπα, είχα την καλή τύχη, να μη πάω στην ξενιτιά άφραγκος και χωρίς δουλειά ή οικογενειακή υποστήριξη. Αφενός δεν είχα την τρομακτική πίεση που πρέπει να αισθάνεται ο οικονομικός μετανάστης. Από την άλλη πλευρά, είχα την δηλητηριώδη γεύση του κοινωνικού αποβράσματος, που ήταν τα συναισθήματα που είναι πιο κοντά στην εμπειρία μου εκείνη την εποχή, το σωτήριο έτος 1973. Τα χρόνια της Χούντας, από Ελβετία σε Αμερική, και βασανιζόμενος με τα προσωπικά μου προβλήματα, τα πέρασα από πολιτικής άποψης, στο τζάμπα, δεν κατάλαβα, σχεδόν τίποτα.
Ο ομοφυλόφιλος κοινωνικός μετανάστης, τον οποίο νομίζω αντιπροσωπεύω, γιατί έφυγα επειδή η κοινωνία δεν με χώραγε, και ο οικονομικός μετανάστης, ειδικά ο μετανάστης που φεύγει από την Ελλάδα γιατί δεν έχει να φάει, (εν συγκρίσει με αυτόν που επιλέγει να πάει στο εξωτερικό για μία καλύτερη καριέρα), συμμερίζονται μία θανάσιμη εμπειρία, και ένα ισόβιο ψυχικό και εθνικό τραύμα. Φεύγουν στο εξωτερικό γιατί η ελληνική κοινωνία, η πατρίδα τους, τους έχει προδώσει. Αισθάνονται, σε διάφορα επίπεδα, ανάλογα με τις προσωπικές διαφορές όλων μας, σαν απόκληροι της κοινωνίας. Η ελληνική λαϊκή μουσική, ένα πολιτισμικό στοιχείο της πατρίδας μας, τουλάχιστον του κοινωνικού επιπέδου ενός Πλάτωνα και ενός Σωκράτη, τραγουδάει, υμνεί, αυτόν το πανάρχαιο πόνο, με ακρίβεια, με δύναμη, με αίσθημα, και με εθνική υπερηφάνεια, και δίνει φωνή, δίνει ήχο, δίνει υπόσταση, σε αυτό το ισόβιο δράμα του μετανάστη, του ξενιτεμένου, του εθνικού απόκληρου.
Οι πιο πολλοί έλληνες, εάν όχι όλοι, που μεταναστεύουν, προοδεύουν στην ζωή τους, διότι όπως όλοι ξέρουμε το ελληνικό δαιμόνιο ζει και βασιλεύει, οπωσδήποτε στο εξωτερικό. Το δράμα είναι που στο εσωτερικό, το ελληνικό δαιμόνιο παίρνει πολλές φορές αυτοκαταστροφική μορφή, και χαλάει την κοινωνία για όλους. Και στην δικιά μου την περίπτωση, ο τεράστιος πόνος της απώλειας των αγαπημένων μου προσώπων, και της Ελλάδας, της ελληνικής γλώσσας, της Αθήνας, όπου είχα μεγαλώσει στο κέντρο, (στην γωνία Αμερικής και Βαλαωρίτου, ακριβώς απέναντι σε ένα σπιτάκι στο οποίο στεγαζότανε ολόκληρη η αστυνομία πόλεως την εποχή εκείνη), αυτή η τεράστια απώλεια βοηθήθηκε πολύ από το γεγονός ότι η ξενιτιά καρποφόρησε τρομερά στην επαγγελματική μου καριέρα. Μπόρεσα και σπούδασα ψυχολογία, (μία εποχή που στην Ελλάδα υπήρχαν μία ντουζίνα νευροψυχίατροι, πολλαπλές σελίδες τηλεφωνικού καταλόγου με αστρολόγους, και κανένας ψυχολόγος), και δούλεψα έως την σύνταξή μου, σαν ψυχοθεραπευτής και σαν καθηγητής ψυχοθεραπείας.
Και το κυριότερο. Η μεγαλούπολη του Λος Άντζελες, μου επέτρεψε από την πρώτη στιγμή, το 1973, και όλα αυτά τα 40 χρόνια, να ζω σαν άνθρωπος, σαν ομοφυλόφιλος, ανοικτά με την πλήρη ανοχή και αποδοχή της κοινωνίας αυτής της αμερικανικής πόλης. Τα κέρδη της μετανάστευσης μου ήταν και είναι σημαντικά. Κοινωνικά, έζησα με τον σεβασμό των άλλων. Επαγγελματικά, είχα την τρομερή τύχη να εργαστώ στο αντικείμενο που με ενθουσίαζε και στο οποίο μπόρεσα και είχα επιτυχία. Και μία σχετική οικονομική ασφάλεια.
Αλλά το μαράζι της ξενιτιάς δεν με άφησε ποτέ μου, και παρέμεινε ακόμα πιο δυνατό, γιατί, αντίθετα με την πλειοψηφία των άλλων μεταναστών, από επιλογή, ή από τύχη, δεν έφτιαξα οικογένεια με γηγενείς ανθρώπους, και ακόμα πιο σημαντικό, δεν έκανα παιδιά, που να γίνουν ντόπια αμερικανάκια. Ο αδελφός μου, όμως, ο οποίος μετανάστευσε στην Αμερική πριν από μέναiefimerida.gr, σαν κατ επιλογήν οικονομικός μετανάστης, παντρεμένος με μία Αμερικανίδα, και ο οποίος μεγάλωσε τον μοναχογιό του σαν βέρο Αμερικανό, δεν ξεφορτώθηκε το μαράζι της ξενιτιάς, ούτε και αυτός. Και έως τα τελευταία του, πριν πεθάνει, οι παιδικοί του φίλοι, από την Ελλάδα, παρέμειναν ο κλειστότερος του κοινωνικός κύκλος, και του συμπαραστάθηκαν πιο πολύ καθώς και τα ξαδέλφια του.
Προσπάθησα με το σημερινό άρθρο να δώσω φωνή, να ζωγραφίσω, δύο μεγάλα θέματα της ελληνικής κοινωνίας. Στο θέμα της ομοφυλοφιλίας, η Ελλάδα δεν έχει κάνει καθόλου αρκετή πρόοδο, στις δύο γενεές του βίου μου. Ακόμα, οι δύο κόσμοι, ο πούστικος και ο κανονικός, ζούνε βασικά χωριστά. Στον δικό μου κοινωνικό κύκλο, στην Αθήνα, ανάμεσα σε 40 – 50 ετεροφυλόφιλα ζευγάρια, που συναναστρέφομαι, σε παρέες, φιλικά σπίτια, γάμους, κηδείες, κτλ. εδώ και μία ζωή, είμαι ο μόνος και μοναχικός πούστης, που ζει ανοικτά, και που όλοι το ξέρουν ότι είναι «τέτοιος». Και όλοι οι κολλητοί μου και οι κολλητές μου, με αγαπούνε σαν αδελφό τους. Αλλά που είναι οι άλλοι πούστηδες; Που είναι οι άλλες λεσβίες; Τίποτα, μηδέν.
Και στο θέμα της ξενιτιάς, όπως όλοι γνωρίζουμε, μία ακόμα φορά, το έθνος πρόδωσε την νέα γενεά, και την εξορίζει, προς τεράστιο πόνο ψυχικό, αυτών που θα φύγουν, και προς μεγάλη απώλεια της πατρίδας που θα μείνει μικρότερη από ότι της αξίζει.»
Πηγή: iefimerida
xespao
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Kαλύτερα το πηλήκιο παρά το φέσι...
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ