2013-05-22 10:19:35
Τι θα λέγατε αν αντί για «call of duty» παίζαμε «πόλεμο και ειρήνη» ή αντί για fifa - ποδοσφαιράκι, τζαμί;
Τα παιδιά που αποφάσισαν να διαλέξουν τη δεύτερη επιλογή έκλεισαν τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και εξασκήθηκαν, με τη βοήθεια των παλαιότερων γενιών, σε παραδοσιακά ομαδικά παιχνίδια που παίζονται στη γειτονιά και όχι μέσα στο σπίτι, με μια πάνινη μπάλα, δύο λάστιχα από ρόδες, λίγα καρύδια και μερικά πετραδάκια, χωρίς σύνδεση στο διαδίκτυο, ποντίκι και πληκτρολόγιο.
Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, η γειτονιά του παιχνιδιού ήταν η κεντρική πλατεία της Μηχανιώνας και η συμμετοχή στις ομάδες πολυπληθής: 150 παιδιά δημοτικού, αλλά και μέλη του ΚΑΠΗ της περιοχής έπαιξαν τσιλίκι, ντικ, πεντόβολα και μαντηλάκι, την ώρα που ο ντελάλης διαλαλούσε τα νέα του χωριού και ο παγωτατζής καλούσε τα παιδιά κοντά του για να τους κεράσει παγωτό.
Αυτόν τον τρόπο διάλεξαν οι κάτοικοι της Μηχανιώνας για να γιορτάσουν, το περασμένο Σάββατο, τα 90 χρόνια από τότε που οι πρόγονοί τους εγκαταστάθηκαν στη νέα πατρίδα από την Παλαιά Μηχανιώνα της Κυζίκου, το Καστέλι της Μικράς Ασίας, την Αγία Παρασκευή στη χερσόνησο του Τσεσμέ, και το Αβδήμι στη θρακική ακτή της Προποντίδας.
«Ιστορία δεν είναι μόνο τα γεγονότα, ο χορός και τα έθιμα αλλά και το παιχνίδι, και στις μέρες μας, που τα παιδιά έχουν κλειστεί σε τέσσερις τοίχους, σε επαφή μόνο με έναν υπολογιστή, η επιστροφή στη γειτονιά και το ομαδικό παιχνίδι προσφέρει μεγάλες δυνατότητες επικοινωνίας, αλλά και γνωριμίας με τις γενιές των παππούδων και των γιαγιάδων» εξηγεί στο ΑΠΕ - ΜΠΕ η χοροδιδάσκαλος του ΚΑΠΗ και υπεύθυνη της διοργάνωσης Θεοδώρα Σταμίδου. Η ίδια, πριν από δύο μήνες, σκέφτηκε να προτείνει στα μέλη του ΚΑΠΗ να συγκεντρώσουν πληροφορίες για ομαδικά παιχνίδια, κάποια από τα οποία έπαιζε και η ίδια, όταν ήταν μικρή.
«Ο ενθουσιασμός ήταν μεγάλος. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες έγιναν παιδιά. Άρχισαν να παρουσιάζουν τα παιχνίδια της νιότης τους με κάθε λεπτομέρεια και έτσι προέκυψε μια καταγραφή τουλάχιστον 50 παιχνιδιών. Πρόκειται για έργο αποκλειστικά δικό τους. Κάθε ηλικιωμένος παρουσίασε τουλάχιστον δύο παιχνίδια και από αυτά επιλέχτηκαν 15 για την εκδήλωση των 90 χρόνων.
Ο Ανέστης Κάλφας έφτιαξε με δεξιοτεχνία και παρουσίασε τα δύο ξύλα που χρειάζονται για το τσιλίκι, ο Άλκης Λέφας δημιούργησε μια μπάλα από υφάσματα και σχοινί για το τζαμί, όπως παιζόταν παλιά, που δεν υπήρχαν μπάλες.
Ο Σταύρος Ιωσηφέλης έφτιαξε τους τροχούς για τον αγώνα με τις ρόδες, ενώ οι κυρίες Μαίρη Καρδαμήλα, Παρασκευή Τσαμίδου, Μαίρη Τζούμα και Βασιλική Κόλλα εμπλούτισαν την καταγραφή με τις δικές τους παιδικές μνήμες» λέει η κ. Σταμίδου.
Παρουσιάζει δε στο ΑΠΕ - ΜΠΕ ένα μόνο μέρος της σχετικής καταγραφής, που προήλθε από την ίδια και τα 25 μέλη του ΚΑΠΗ και αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο δημιουργίας μιας σχετικής έκδοσης στο μέλλον.
Τα παιχνίδια
Πεντόβολα
Πέντε λεία πετραδάκια στο μέγεθος του φουντουκιού χρειάζονται για να παίξει κανείς πεντόβολα. Αυτός που ξεκινά να παίζει πετά το πρώτο στον αέρα και την ώρα εκείνη, προτού πέσει στο έδαφος, πρέπει να σηκώσει το δεύτερο πετραδάκι. Αφού το πετύχει, την επόμενη φορά που πετά ένα πετραδάκι στο αέρα πρέπει να σηκώσει από το έδαφος δύο. Την επόμενη φορά τρία και την άλλη τέσσερα. Εφόσον ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία, ο παίκτης σχηματίζει με τον δείκτη και τον αντίχειρα μια καμάρα στο έδαφος και οφείλει να «περάσει» από κάτω τα πετραδάκια. Όταν κάποιος χάσει σε κάποιο στάδιο του παιχνιδιού, ξεκινά ο επόμενος.
Ο Σαλίγκαρος
Παίζεται με βώλους, τις γνωστές γυάλινες μπίλιες. Αρχικά σχηματίζεται στο χώμα ένα σαλιγκάρι και τα παιδιά προσπαθούν, ρίχνοντας την μπίλια τους, να μην ξεφύγουν από το σχήμα, αλλά να φτάσουν στο τέλος του σχήματος, το κέντρο του σαλιγκαριού. Όποιος βγει έξω από το σχήμα, χάνει.
Πάρτα όλα, δώστα όλα - Το παιχνίδι παίζεται με έναν κύβο, ξύλινο ή χάρτινο, ο οποίος σε κάθε του πλευρά αναγράφει ένα μήνυμα: «πάρτα όλα», «δώστα όλα», «δώσε δύο», «πάρε δύο» κ.ά. Οι παίκτες ρίχνουν τον κύβο και ανάλογα με την εντολή που θα δουν πρέπει να δώσουν ή να πάρουν κάποια ή όλα τα καρύδια που έχουν στο σακούλι τους.
Τα κουμπιά και το σχοινί
Με ένα απλό παιχνίδι, τα παιδιά της γενιάς των σημερινών παππούδων πείραζαν τα κορίτσια της εποχής. Το κουμπί περνούσε μέσα στο σχοινί και τα παιδιά, κρατώντας τις δύο άκρες του, το γύριζαν. Στη συνέχεια το άφηναν να ξετυλιχτεί και να ταλαντωθεί στα μαλλιά των κοριτσιών.
Με το ίδιο σχοινί και χωρίς το κουμπί έπαιζαν, δένοντας τις άκρες και κρατώντας το με τους δύο αντίχειρες, προσπαθώντας να φτιάξουν διάφορα σχήματα.
Ο τρόπος του λαχνίσματος
Το αποκαλούμενο και λάχνισμα δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας τρόπος για να «βγάλει» μια ομάδα τη «μάνα», να βρεθεί εκείνος που θα τα «φυλάει» ή να εντοπιστούν οι αρχηγοί δύο ομάδων.
Ένας τρόπος λαχνίσματος είναι τα βηματάκια ή ποδαράκια, κατά τον οποίο δύο παιδιά στέκονται το ένα μπροστά στο άλλο και «κολλούν» βηματάκια το ένα μπροστά στο άλλο μέχρι να φτάσουν κοντά και να διαπιστωθεί αν το βηματάκι του ενός ή του άλλου παιδιού θα καλύψει εκείνο του αντιπάλου.
Δεύτερος τρόπος είναι τα μονά - ζυγά. Τα παιδιά αρχικά ορίζουν ποιο θα διαλέξει μονά και ποιο ζυγά. Έπειτα, το κάθε ένα από αυτά δείχνει κάποια από τα δάχτυλα του χεριού του. Το άθροισμα των δακτύλων των δύο παιδιών καθορίζει τον νικητή. Ένας τρίτος τρόπος είναι το «α μπε μπα μπλομ του κείθε μπλομ», μια έκφραση γνωστή από ένα παιχνίδι των Αθηναίων παίδων.
«Λάδι πουλώ ξύδι πουλώ, έχασα τον γάιδαρο και πάω να τον βρω»
Τη φράση αυτή λέει δυνατά το παιδί που βρίσκεται έξω από έναν κύκλο σχηματισμένο από παιδάκια, κρατώντας ένα μαντηλάκι στο χέρι. Κάποια στιγμή, το παιδί σταματά και αφήνει το μαντηλάκι στην πλάτη ενός από τα παιδιά του κύκλου. Εκείνο οφείλει να σηκωθεί και να κυνηγήσει το πρώτο παιδί το οποίο θα προσπαθήσει να καθήσει στη θέση αυτού που σηκώθηκε. Αν το καταφέρει, τότε το παιδί που έχασε τη θέση του θα πρέπει να κάνει τη διαδικασία με το μαντηλάκι. Αν, όμως, το παιδί που έχασε τη θέση του πιάσει το πρώτο παιδί εκείνο ξεκινά πάλι να τρέχει γύρω από τον κύκλο.
Το μαντηλάκι
Με μαντήλι παίζεται ένα ακόμη παιχνίδι που ξεκινά με λάχνισμα για να αναδείξει τη «μάνα». Εκείνη κρατά ένα μαντηλάκι, ενώ αριστερά της και δεξιά της σχηματίζονται δύο ομάδες, τα μέλη των οποίων έχουν το καθένα από έναν αριθμό. Ο αριθμός αντιστοιχεί στη θέση που κατέχει κάποιο παιδί στη σειρά. Όταν η «μάνα» φωνάζει έναν αριθμό, τα μέλη των δύο ομάδων που αντιστοιχούν σε αυτόν θα πρέπει να την και να προσπαθήσουν να πάρουν το μαντήλι χωρίς να πατήσουν στην περιοχή της.
Περνά - περνά η μέλισσα
Δύο παιδιά, χτυπώντας τα χέρια, τραγουδούν το τραγούδι «περνά περνά η μέλισσα με τα μελισσόπουλα και με τα κλωσσόπουλα», την ώρα που τα υπόλοιπα παιδιά, κρατώντας το ένα το άλλο από τη μέση και σχηματίζοντας μια γραμμή περνούν κάτω από τα χέρια τους.
Όταν το τραγούδι σταματά, οι «μάνες» ρωτούν το παιδί που έχουν πιάσει από πού είναι, από την ομάδα της μίας ή της άλλης. Η απάντηση καθορίζει πίσω από ποιά «μάνα» θα σταθεί κάθε παιδί και η ομάδα που «αποκτά» τα περισσότερα, κερδίζει. Ακολουθεί μια διελκυστίνδα, στην οποία οι δύο ομάδες πιάνονται από τα χέρια και τραβούν με δύναμη μέχρι να κερδίσει η δυνατότερη και να παρασυρθεί η πιο αδύναμη.
Τσιλίκι ή μπλίτσκας
Το παιχνίδι αυτό απαιτεί δεξιοτεχνία, γι' αυτό προϋποθέτει εξάσκηση και συνήθως το παίζουν μεγαλύτερα παιδιά. Παίζεται με δύο ξύλα, ένα μικρό, μήκους περίπου δέκα εκατοστών, και ένα αρκετά μεγαλύτερο και μυτερό. Ο σκοπός είναι να χτυπήσει κανείς με το μεγάλο ξύλο το μικρότερο που βρίσκεται στο έδαφος ώστε να σηκωθεί στον αέρα και να μετακινηθεί όσο γίνεται μακρύτερα. Η απόσταση είναι αυτή που καθορίζει τον νικητή και μετριέται με το μήκος του μεγάλου ξύλου.
Το κατρακύλι
Ουσιαστικά πρόκειται για αγώνες δρόμου με παίκτες δύο παιδιά που χρειάζεται να έχουν το καθένα από μία ρόδα (την οποία τότε μάζευαν από καροτσάκια) και ένα σύρμα που γίνεται λαβή για να κυλάει η ρόδα ευκολότερα και προς την κατεύθυνση που οι παίκτες επιθυμούν.
Το ντικ
Στα τουρκικά σημαίνει όρθιος και στο παιχνίδι αυτό ένα παιδί στέκεται όρθιο, κρατώντας ένα καρύδι στο ύψος του ματιού του. Το παιδί πρέπει να αφήσει το καρύδι να πέσει και να χτυπήσει το καρύδι του αντιπάλου που βρίσκεται στο χώμα.
Το τζαμί ή κεραμιδάκια
Παίζεται με μια μπάλα, φτιαγμένη από ύφασμα και σχοινί και επτά κεραμιδάκια. Συμμετέχουν δύο ομάδες. Τα μέλη μιας ομάδας προσπαθούν να ρίξουν τα στημένα κεραμιδάκια και όταν γίνει αυτό, προσπαθούν να ξεφύγουν από τα μέλη της άλλης ομάδας που τους κυνηγούν για να τους πετύχουν με τη μπάλα και να τους κάψουν. Αν δεν καούν και καταφέρουν να ξαναστήσουν τα κεραμιδάκια κερδίζουν. Διαφορετικά χάνουν.
Πόλεμος και ειρήνη
Δημιουργούνται δύο ισάριθμες ομάδες παιδιών που στέκονται η μία μπροστά στην άλλη, σε απόσταση είκοσι μέτρων. Τα μέλη κάθε ομάδας πιάνονται μεταξύ τους από τα χεράκια και ξεκινά ανάμεσά τους ένας διάλογος. «Ζητούμε πόλεμο» λέει η μία ομάδα, «και εμείς ειρήνη» απαντά η άλλη. «Και ποιον ζητάτε;» συνεχίζει η επικοινωνία, για να οριστεί το όνομα του παιδιού που στη συνέχεια θα πρέπει να πάρει φόρα και να τρέξει πάνω στην αντίπαλη ομάδα. Αν το παιδί καταφέρει να σπάσει την ανθρώπινη αλυσίδα, θα διαλέξει ένα παιδί της ομάδας αυτής - λογικά το πιο δυνατό - και θα επιστρέψουν στην αρχική ομάδα. Αν όμως δεν την σπάσει, το παιδί αυτό θα ενσωματωθεί στην ομάδα που άντεξε και δεν διαλύθηκε η αλυσίδα της. Χάνει, τελικά, η ομάδα που θα μείνει με ένα παιδί.
Βασιλιά, βασιλιά με τα 12 σπαθιά
Ένα παιδί ορίζεται βασιλιάς, κάθεται σε ένα σκαμνί και τα υπόλοιπα συγκεντρώνονται μπροστά του. Αφού συνεννοηθούν κρυφά και αποφασίσουν ένα επάγγελμα που θα παραστήσουν, τον ρωτούν:
«Βασιλιά βασιλιά με τα 12 σπαθιά, τι δουλειά;/Ηρθαμε στο σπίτι σου να κάνουμε δουλειά, τι δουλειά;/Και τα ρέστα; Παγωτά».
Ο βασιλιάς πρέπει να μαντέψει τη δουλειά που αναπαριστούν τα παιδιά. Αν την καταλάβει, θα το φωνάξει και θα αρχίσει να κυνηγάει τα παιδιά. Εκείνο που θα πιάσει, θα γίνει βασιλιάς και θα πρέπει μετά να μαντέψει με τη σειρά του το επόμενο επάγγελμα. Αν δεν βρει το επάγγελμα, τα παιδιά θα ζητήσουν από το βασιλιά να μιμηθεί ένα ζώο ή να κάνει μια φωνή έναν ήχο.
Η ιστορία της Μηχανιώνας
Ζωντανό κομμάτι της παράδοσης και της ιστορίας των κατοίκων της Νέας Μηχανιώντας - και όχι μόνο - τα παλιά παιχνίδια «ξυπνούν» θύμησες και εικόνες από τα παλιά στους μεγαλύτερους, αλλά και στους ενήλικες, που σαν παιδιά πρόλαβαν κάποια από αυτά. Μαζί τους, ολόκληρη η ιστορία του τόπου συνοδεύει τη σημερινή πορεία της περιοχής που, από προσφυγικός τόπος, έγινε ένας σύγχρονος δημοφιλής τουριστικός προορισμός εδώ και πολλά χρόνια για τους Θεσσαλονικείς.
Σύμφωνα με τον ιστορικό, υπάλληλο των Δημοτικών Πολιτιστικών, Περιβαλλοντικών, Αθλητικών, και Κοινωνικών Υπηρεσιών του Δήμου Θερμαϊκού Θεοδόση Τσιρώνη, όσοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή και ίδρυσαν τον νέο οικισμό προέρχονταν από διάφορες περιοχές της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης.
Οι μικρασιάτες κατάγονταν από τη Μηχανιώνα, την Αγία Παρασκευή, το Καστέλι και από διάφορα άλλα χωριά της χερσονήσου της Κυζίκου.
Η Παλαιά Μηχανιώνα της Κυζίκου ονομαζόταν από τους Τούρκους Μοχάνια και βρισκόταν σε παραλιακή θέση. Σύμφωνα με μια άποψη, το όνομά της δόθηκε από Κρητικούς στρατιώτες που υπερασπίζονταν την Κωνσταντινούπολη και βρέθηκαν σε εκείνα τα μέρη, μετά την άλωση του 1453.
Στην Παλαιά Μηχανιώνα έμεναν περίπου 400 οικογένειες και οι περισσότεροι ήταν είτε βιοτέχνες είτε αλιείς. Τα δε πλοιάριά τους ονομάζονταν τσαντάλες και μπιγιαντέζες. Στη χερσόνησο της Κυζίκου υπήρχε από το 18ο αιώνα μια γνωστή εκκλησία, η εκκλησία της Παναγίας Μεγάλης με τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Φανερωμένης που σήμερα βρίσκεται πλέον στη Νέα Μηχανιώνα.
Οι παλιοί Μηχανιώτες εκπατρίστηκαν μετά το 1914, στα βάθη της Μικράς Ασίας, οπότε ξεκίνησε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και επέστρεψαν στην Παλιά Μηχανιώνα, το 1918. Αναγκάστηκαν, όμως, να εγκαταλείψουν οριστικά την πατρίδα τους στις 29 Αυγούστου του 1922. Μετά, όταν κατέληξαν στην Ελλάδα, επέλεξαν να εγκατασταθούν στην περιοχή, που στη συνέχεια ονόμασαν Νέα Μηχανιώνα σε ανάμνηση της πατρίδας τους.
Οι κάτοικοι της Νέας Μηχανιώντας κατάγονταν επίσης από το Καστέλι της Μικράς Ασίας. Οι Καστελλιώτες ήταν ψαράδες και γεωργοί. Και εκείνοι εκπατρίστηκαν όπως οι Μηχανιώτες το 1914 και επέστρεψαν το 1919. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή οι περισσότεροι κατευθύνθηκαν στην Καβάλα αλλά κάποιες οικογένειες ήρθαν και έζησαν στη Νέα Μηχανιώνα.
Πατρογονική εστία του πληθυσμού της Μηχανιώνας ήταν και το χωριό Αγία Παρασκευή που βρισκόταν στη Χερσόνησο του Τσεσμέ, στα παράλια της Μικράς Ασίας, απέναντι από τη Χίο. Ο οριστικός ξεριζωμός μετά το 1922 οδήγησε 150 οικογένειες από την Αγία Παρασκευή στη Νέα Μηχανιώνα. Τετρακόσιες ακόμη οικογένειες από το χωριό Αβδήμι στη θρακική ακτή της Προποντίδας, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και ύστερα από πολύμηνες περιπλανήσεις, διασκορπίστηκαν σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, αλλά περίπου 125 οικογένειες επέλεξαν να εγκατασταθούν στη Νέα Μηχανιώνα.
Στις 14 Μαΐου του 1923, τοποθετήθηκε ο θεμέλιος λίθος στα πρώτα σπίτια που άρχισαν να χτίζονται στη νέα πατρίδα. Σύμβολο της περιοχής και συνδετικός κρίκος με την παλιά πατρίδα, η εικόνα της Παναγίας που μεταφέρθηκε μέσα στο προσφυγικό καράβι, «φύλαξε» τους πρόσφυγες και έγινε γνωστή στην ορθοδοξία ως η θαυματουργή Παναγία Φανερωμένη η Μηχανιώτισσα.
Προέλευση φωτογραφίας: Δήμος Θερμαϊκού.
pestanea
Τα παιδιά που αποφάσισαν να διαλέξουν τη δεύτερη επιλογή έκλεισαν τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και εξασκήθηκαν, με τη βοήθεια των παλαιότερων γενιών, σε παραδοσιακά ομαδικά παιχνίδια που παίζονται στη γειτονιά και όχι μέσα στο σπίτι, με μια πάνινη μπάλα, δύο λάστιχα από ρόδες, λίγα καρύδια και μερικά πετραδάκια, χωρίς σύνδεση στο διαδίκτυο, ποντίκι και πληκτρολόγιο.
Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, η γειτονιά του παιχνιδιού ήταν η κεντρική πλατεία της Μηχανιώνας και η συμμετοχή στις ομάδες πολυπληθής: 150 παιδιά δημοτικού, αλλά και μέλη του ΚΑΠΗ της περιοχής έπαιξαν τσιλίκι, ντικ, πεντόβολα και μαντηλάκι, την ώρα που ο ντελάλης διαλαλούσε τα νέα του χωριού και ο παγωτατζής καλούσε τα παιδιά κοντά του για να τους κεράσει παγωτό.
Αυτόν τον τρόπο διάλεξαν οι κάτοικοι της Μηχανιώνας για να γιορτάσουν, το περασμένο Σάββατο, τα 90 χρόνια από τότε που οι πρόγονοί τους εγκαταστάθηκαν στη νέα πατρίδα από την Παλαιά Μηχανιώνα της Κυζίκου, το Καστέλι της Μικράς Ασίας, την Αγία Παρασκευή στη χερσόνησο του Τσεσμέ, και το Αβδήμι στη θρακική ακτή της Προποντίδας.
«Ιστορία δεν είναι μόνο τα γεγονότα, ο χορός και τα έθιμα αλλά και το παιχνίδι, και στις μέρες μας, που τα παιδιά έχουν κλειστεί σε τέσσερις τοίχους, σε επαφή μόνο με έναν υπολογιστή, η επιστροφή στη γειτονιά και το ομαδικό παιχνίδι προσφέρει μεγάλες δυνατότητες επικοινωνίας, αλλά και γνωριμίας με τις γενιές των παππούδων και των γιαγιάδων» εξηγεί στο ΑΠΕ - ΜΠΕ η χοροδιδάσκαλος του ΚΑΠΗ και υπεύθυνη της διοργάνωσης Θεοδώρα Σταμίδου. Η ίδια, πριν από δύο μήνες, σκέφτηκε να προτείνει στα μέλη του ΚΑΠΗ να συγκεντρώσουν πληροφορίες για ομαδικά παιχνίδια, κάποια από τα οποία έπαιζε και η ίδια, όταν ήταν μικρή.
«Ο ενθουσιασμός ήταν μεγάλος. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες έγιναν παιδιά. Άρχισαν να παρουσιάζουν τα παιχνίδια της νιότης τους με κάθε λεπτομέρεια και έτσι προέκυψε μια καταγραφή τουλάχιστον 50 παιχνιδιών. Πρόκειται για έργο αποκλειστικά δικό τους. Κάθε ηλικιωμένος παρουσίασε τουλάχιστον δύο παιχνίδια και από αυτά επιλέχτηκαν 15 για την εκδήλωση των 90 χρόνων.
Ο Ανέστης Κάλφας έφτιαξε με δεξιοτεχνία και παρουσίασε τα δύο ξύλα που χρειάζονται για το τσιλίκι, ο Άλκης Λέφας δημιούργησε μια μπάλα από υφάσματα και σχοινί για το τζαμί, όπως παιζόταν παλιά, που δεν υπήρχαν μπάλες.
Ο Σταύρος Ιωσηφέλης έφτιαξε τους τροχούς για τον αγώνα με τις ρόδες, ενώ οι κυρίες Μαίρη Καρδαμήλα, Παρασκευή Τσαμίδου, Μαίρη Τζούμα και Βασιλική Κόλλα εμπλούτισαν την καταγραφή με τις δικές τους παιδικές μνήμες» λέει η κ. Σταμίδου.
Παρουσιάζει δε στο ΑΠΕ - ΜΠΕ ένα μόνο μέρος της σχετικής καταγραφής, που προήλθε από την ίδια και τα 25 μέλη του ΚΑΠΗ και αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο δημιουργίας μιας σχετικής έκδοσης στο μέλλον.
Τα παιχνίδια
Πεντόβολα
Πέντε λεία πετραδάκια στο μέγεθος του φουντουκιού χρειάζονται για να παίξει κανείς πεντόβολα. Αυτός που ξεκινά να παίζει πετά το πρώτο στον αέρα και την ώρα εκείνη, προτού πέσει στο έδαφος, πρέπει να σηκώσει το δεύτερο πετραδάκι. Αφού το πετύχει, την επόμενη φορά που πετά ένα πετραδάκι στο αέρα πρέπει να σηκώσει από το έδαφος δύο. Την επόμενη φορά τρία και την άλλη τέσσερα. Εφόσον ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία, ο παίκτης σχηματίζει με τον δείκτη και τον αντίχειρα μια καμάρα στο έδαφος και οφείλει να «περάσει» από κάτω τα πετραδάκια. Όταν κάποιος χάσει σε κάποιο στάδιο του παιχνιδιού, ξεκινά ο επόμενος.
Ο Σαλίγκαρος
Παίζεται με βώλους, τις γνωστές γυάλινες μπίλιες. Αρχικά σχηματίζεται στο χώμα ένα σαλιγκάρι και τα παιδιά προσπαθούν, ρίχνοντας την μπίλια τους, να μην ξεφύγουν από το σχήμα, αλλά να φτάσουν στο τέλος του σχήματος, το κέντρο του σαλιγκαριού. Όποιος βγει έξω από το σχήμα, χάνει.
Πάρτα όλα, δώστα όλα - Το παιχνίδι παίζεται με έναν κύβο, ξύλινο ή χάρτινο, ο οποίος σε κάθε του πλευρά αναγράφει ένα μήνυμα: «πάρτα όλα», «δώστα όλα», «δώσε δύο», «πάρε δύο» κ.ά. Οι παίκτες ρίχνουν τον κύβο και ανάλογα με την εντολή που θα δουν πρέπει να δώσουν ή να πάρουν κάποια ή όλα τα καρύδια που έχουν στο σακούλι τους.
Τα κουμπιά και το σχοινί
Με ένα απλό παιχνίδι, τα παιδιά της γενιάς των σημερινών παππούδων πείραζαν τα κορίτσια της εποχής. Το κουμπί περνούσε μέσα στο σχοινί και τα παιδιά, κρατώντας τις δύο άκρες του, το γύριζαν. Στη συνέχεια το άφηναν να ξετυλιχτεί και να ταλαντωθεί στα μαλλιά των κοριτσιών.
Με το ίδιο σχοινί και χωρίς το κουμπί έπαιζαν, δένοντας τις άκρες και κρατώντας το με τους δύο αντίχειρες, προσπαθώντας να φτιάξουν διάφορα σχήματα.
Ο τρόπος του λαχνίσματος
Το αποκαλούμενο και λάχνισμα δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας τρόπος για να «βγάλει» μια ομάδα τη «μάνα», να βρεθεί εκείνος που θα τα «φυλάει» ή να εντοπιστούν οι αρχηγοί δύο ομάδων.
Ένας τρόπος λαχνίσματος είναι τα βηματάκια ή ποδαράκια, κατά τον οποίο δύο παιδιά στέκονται το ένα μπροστά στο άλλο και «κολλούν» βηματάκια το ένα μπροστά στο άλλο μέχρι να φτάσουν κοντά και να διαπιστωθεί αν το βηματάκι του ενός ή του άλλου παιδιού θα καλύψει εκείνο του αντιπάλου.
Δεύτερος τρόπος είναι τα μονά - ζυγά. Τα παιδιά αρχικά ορίζουν ποιο θα διαλέξει μονά και ποιο ζυγά. Έπειτα, το κάθε ένα από αυτά δείχνει κάποια από τα δάχτυλα του χεριού του. Το άθροισμα των δακτύλων των δύο παιδιών καθορίζει τον νικητή. Ένας τρίτος τρόπος είναι το «α μπε μπα μπλομ του κείθε μπλομ», μια έκφραση γνωστή από ένα παιχνίδι των Αθηναίων παίδων.
«Λάδι πουλώ ξύδι πουλώ, έχασα τον γάιδαρο και πάω να τον βρω»
Τη φράση αυτή λέει δυνατά το παιδί που βρίσκεται έξω από έναν κύκλο σχηματισμένο από παιδάκια, κρατώντας ένα μαντηλάκι στο χέρι. Κάποια στιγμή, το παιδί σταματά και αφήνει το μαντηλάκι στην πλάτη ενός από τα παιδιά του κύκλου. Εκείνο οφείλει να σηκωθεί και να κυνηγήσει το πρώτο παιδί το οποίο θα προσπαθήσει να καθήσει στη θέση αυτού που σηκώθηκε. Αν το καταφέρει, τότε το παιδί που έχασε τη θέση του θα πρέπει να κάνει τη διαδικασία με το μαντηλάκι. Αν, όμως, το παιδί που έχασε τη θέση του πιάσει το πρώτο παιδί εκείνο ξεκινά πάλι να τρέχει γύρω από τον κύκλο.
Το μαντηλάκι
Με μαντήλι παίζεται ένα ακόμη παιχνίδι που ξεκινά με λάχνισμα για να αναδείξει τη «μάνα». Εκείνη κρατά ένα μαντηλάκι, ενώ αριστερά της και δεξιά της σχηματίζονται δύο ομάδες, τα μέλη των οποίων έχουν το καθένα από έναν αριθμό. Ο αριθμός αντιστοιχεί στη θέση που κατέχει κάποιο παιδί στη σειρά. Όταν η «μάνα» φωνάζει έναν αριθμό, τα μέλη των δύο ομάδων που αντιστοιχούν σε αυτόν θα πρέπει να την και να προσπαθήσουν να πάρουν το μαντήλι χωρίς να πατήσουν στην περιοχή της.
Περνά - περνά η μέλισσα
Δύο παιδιά, χτυπώντας τα χέρια, τραγουδούν το τραγούδι «περνά περνά η μέλισσα με τα μελισσόπουλα και με τα κλωσσόπουλα», την ώρα που τα υπόλοιπα παιδιά, κρατώντας το ένα το άλλο από τη μέση και σχηματίζοντας μια γραμμή περνούν κάτω από τα χέρια τους.
Όταν το τραγούδι σταματά, οι «μάνες» ρωτούν το παιδί που έχουν πιάσει από πού είναι, από την ομάδα της μίας ή της άλλης. Η απάντηση καθορίζει πίσω από ποιά «μάνα» θα σταθεί κάθε παιδί και η ομάδα που «αποκτά» τα περισσότερα, κερδίζει. Ακολουθεί μια διελκυστίνδα, στην οποία οι δύο ομάδες πιάνονται από τα χέρια και τραβούν με δύναμη μέχρι να κερδίσει η δυνατότερη και να παρασυρθεί η πιο αδύναμη.
Τσιλίκι ή μπλίτσκας
Το παιχνίδι αυτό απαιτεί δεξιοτεχνία, γι' αυτό προϋποθέτει εξάσκηση και συνήθως το παίζουν μεγαλύτερα παιδιά. Παίζεται με δύο ξύλα, ένα μικρό, μήκους περίπου δέκα εκατοστών, και ένα αρκετά μεγαλύτερο και μυτερό. Ο σκοπός είναι να χτυπήσει κανείς με το μεγάλο ξύλο το μικρότερο που βρίσκεται στο έδαφος ώστε να σηκωθεί στον αέρα και να μετακινηθεί όσο γίνεται μακρύτερα. Η απόσταση είναι αυτή που καθορίζει τον νικητή και μετριέται με το μήκος του μεγάλου ξύλου.
Το κατρακύλι
Ουσιαστικά πρόκειται για αγώνες δρόμου με παίκτες δύο παιδιά που χρειάζεται να έχουν το καθένα από μία ρόδα (την οποία τότε μάζευαν από καροτσάκια) και ένα σύρμα που γίνεται λαβή για να κυλάει η ρόδα ευκολότερα και προς την κατεύθυνση που οι παίκτες επιθυμούν.
Το ντικ
Στα τουρκικά σημαίνει όρθιος και στο παιχνίδι αυτό ένα παιδί στέκεται όρθιο, κρατώντας ένα καρύδι στο ύψος του ματιού του. Το παιδί πρέπει να αφήσει το καρύδι να πέσει και να χτυπήσει το καρύδι του αντιπάλου που βρίσκεται στο χώμα.
Το τζαμί ή κεραμιδάκια
Παίζεται με μια μπάλα, φτιαγμένη από ύφασμα και σχοινί και επτά κεραμιδάκια. Συμμετέχουν δύο ομάδες. Τα μέλη μιας ομάδας προσπαθούν να ρίξουν τα στημένα κεραμιδάκια και όταν γίνει αυτό, προσπαθούν να ξεφύγουν από τα μέλη της άλλης ομάδας που τους κυνηγούν για να τους πετύχουν με τη μπάλα και να τους κάψουν. Αν δεν καούν και καταφέρουν να ξαναστήσουν τα κεραμιδάκια κερδίζουν. Διαφορετικά χάνουν.
Πόλεμος και ειρήνη
Δημιουργούνται δύο ισάριθμες ομάδες παιδιών που στέκονται η μία μπροστά στην άλλη, σε απόσταση είκοσι μέτρων. Τα μέλη κάθε ομάδας πιάνονται μεταξύ τους από τα χεράκια και ξεκινά ανάμεσά τους ένας διάλογος. «Ζητούμε πόλεμο» λέει η μία ομάδα, «και εμείς ειρήνη» απαντά η άλλη. «Και ποιον ζητάτε;» συνεχίζει η επικοινωνία, για να οριστεί το όνομα του παιδιού που στη συνέχεια θα πρέπει να πάρει φόρα και να τρέξει πάνω στην αντίπαλη ομάδα. Αν το παιδί καταφέρει να σπάσει την ανθρώπινη αλυσίδα, θα διαλέξει ένα παιδί της ομάδας αυτής - λογικά το πιο δυνατό - και θα επιστρέψουν στην αρχική ομάδα. Αν όμως δεν την σπάσει, το παιδί αυτό θα ενσωματωθεί στην ομάδα που άντεξε και δεν διαλύθηκε η αλυσίδα της. Χάνει, τελικά, η ομάδα που θα μείνει με ένα παιδί.
Βασιλιά, βασιλιά με τα 12 σπαθιά
Ένα παιδί ορίζεται βασιλιάς, κάθεται σε ένα σκαμνί και τα υπόλοιπα συγκεντρώνονται μπροστά του. Αφού συνεννοηθούν κρυφά και αποφασίσουν ένα επάγγελμα που θα παραστήσουν, τον ρωτούν:
«Βασιλιά βασιλιά με τα 12 σπαθιά, τι δουλειά;/Ηρθαμε στο σπίτι σου να κάνουμε δουλειά, τι δουλειά;/Και τα ρέστα; Παγωτά».
Ο βασιλιάς πρέπει να μαντέψει τη δουλειά που αναπαριστούν τα παιδιά. Αν την καταλάβει, θα το φωνάξει και θα αρχίσει να κυνηγάει τα παιδιά. Εκείνο που θα πιάσει, θα γίνει βασιλιάς και θα πρέπει μετά να μαντέψει με τη σειρά του το επόμενο επάγγελμα. Αν δεν βρει το επάγγελμα, τα παιδιά θα ζητήσουν από το βασιλιά να μιμηθεί ένα ζώο ή να κάνει μια φωνή έναν ήχο.
Η ιστορία της Μηχανιώνας
Ζωντανό κομμάτι της παράδοσης και της ιστορίας των κατοίκων της Νέας Μηχανιώντας - και όχι μόνο - τα παλιά παιχνίδια «ξυπνούν» θύμησες και εικόνες από τα παλιά στους μεγαλύτερους, αλλά και στους ενήλικες, που σαν παιδιά πρόλαβαν κάποια από αυτά. Μαζί τους, ολόκληρη η ιστορία του τόπου συνοδεύει τη σημερινή πορεία της περιοχής που, από προσφυγικός τόπος, έγινε ένας σύγχρονος δημοφιλής τουριστικός προορισμός εδώ και πολλά χρόνια για τους Θεσσαλονικείς.
Σύμφωνα με τον ιστορικό, υπάλληλο των Δημοτικών Πολιτιστικών, Περιβαλλοντικών, Αθλητικών, και Κοινωνικών Υπηρεσιών του Δήμου Θερμαϊκού Θεοδόση Τσιρώνη, όσοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή και ίδρυσαν τον νέο οικισμό προέρχονταν από διάφορες περιοχές της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης.
Οι μικρασιάτες κατάγονταν από τη Μηχανιώνα, την Αγία Παρασκευή, το Καστέλι και από διάφορα άλλα χωριά της χερσονήσου της Κυζίκου.
Η Παλαιά Μηχανιώνα της Κυζίκου ονομαζόταν από τους Τούρκους Μοχάνια και βρισκόταν σε παραλιακή θέση. Σύμφωνα με μια άποψη, το όνομά της δόθηκε από Κρητικούς στρατιώτες που υπερασπίζονταν την Κωνσταντινούπολη και βρέθηκαν σε εκείνα τα μέρη, μετά την άλωση του 1453.
Στην Παλαιά Μηχανιώνα έμεναν περίπου 400 οικογένειες και οι περισσότεροι ήταν είτε βιοτέχνες είτε αλιείς. Τα δε πλοιάριά τους ονομάζονταν τσαντάλες και μπιγιαντέζες. Στη χερσόνησο της Κυζίκου υπήρχε από το 18ο αιώνα μια γνωστή εκκλησία, η εκκλησία της Παναγίας Μεγάλης με τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Φανερωμένης που σήμερα βρίσκεται πλέον στη Νέα Μηχανιώνα.
Οι παλιοί Μηχανιώτες εκπατρίστηκαν μετά το 1914, στα βάθη της Μικράς Ασίας, οπότε ξεκίνησε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και επέστρεψαν στην Παλιά Μηχανιώνα, το 1918. Αναγκάστηκαν, όμως, να εγκαταλείψουν οριστικά την πατρίδα τους στις 29 Αυγούστου του 1922. Μετά, όταν κατέληξαν στην Ελλάδα, επέλεξαν να εγκατασταθούν στην περιοχή, που στη συνέχεια ονόμασαν Νέα Μηχανιώνα σε ανάμνηση της πατρίδας τους.
Οι κάτοικοι της Νέας Μηχανιώντας κατάγονταν επίσης από το Καστέλι της Μικράς Ασίας. Οι Καστελλιώτες ήταν ψαράδες και γεωργοί. Και εκείνοι εκπατρίστηκαν όπως οι Μηχανιώτες το 1914 και επέστρεψαν το 1919. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή οι περισσότεροι κατευθύνθηκαν στην Καβάλα αλλά κάποιες οικογένειες ήρθαν και έζησαν στη Νέα Μηχανιώνα.
Πατρογονική εστία του πληθυσμού της Μηχανιώνας ήταν και το χωριό Αγία Παρασκευή που βρισκόταν στη Χερσόνησο του Τσεσμέ, στα παράλια της Μικράς Ασίας, απέναντι από τη Χίο. Ο οριστικός ξεριζωμός μετά το 1922 οδήγησε 150 οικογένειες από την Αγία Παρασκευή στη Νέα Μηχανιώνα. Τετρακόσιες ακόμη οικογένειες από το χωριό Αβδήμι στη θρακική ακτή της Προποντίδας, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και ύστερα από πολύμηνες περιπλανήσεις, διασκορπίστηκαν σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, αλλά περίπου 125 οικογένειες επέλεξαν να εγκατασταθούν στη Νέα Μηχανιώνα.
Στις 14 Μαΐου του 1923, τοποθετήθηκε ο θεμέλιος λίθος στα πρώτα σπίτια που άρχισαν να χτίζονται στη νέα πατρίδα. Σύμβολο της περιοχής και συνδετικός κρίκος με την παλιά πατρίδα, η εικόνα της Παναγίας που μεταφέρθηκε μέσα στο προσφυγικό καράβι, «φύλαξε» τους πρόσφυγες και έγινε γνωστή στην ορθοδοξία ως η θαυματουργή Παναγία Φανερωμένη η Μηχανιώτισσα.
Προέλευση φωτογραφίας: Δήμος Θερμαϊκού.
pestanea
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Πάτρα: 29 μήνες φυλάκισης σε δύο λιμενικούς και έναν ελαιοχρωματιστή
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ωρα κρίσης για 200.000 υπαλλήλους
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ