2013-06-07 12:49:03
Σαν σήμερα, 7 Ιουνίου το 1848, ήρθε στη ζωή, ο σπουδαίος μεταϊμπρεσιονιστής ζωγράφος Paul Gauguin. Αν η ενασχόλησή του με τη ζωγραφική ξεκίνησε ως απλό χόμπι σύντομα κατακυρίευσε τη ζωή του και ο ίδιος κατέληξε να γίνει ένας από τους σπουδαιότερους ζωγράφους του μετιμπρεσιονισμού και ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους όλων των εποχών, ασκώντας τεράστια επιρροή στις μετέπειτα γενιές.
Γεννημένος στο Παρίσι της Γαλλίας, ο νεαρός Gauguin περνάει τα πρώτα χρόνια της ζωής του στο Περού, πατρίδα της μητέρας του, Περού, ύστερα από τη δίωξη που ασκήθηκε στον πατέρα του ως «αντιβοναπαρτιστή». Σε ηλικία 7 ετών η οικογένεια επιστρέφει στη Γαλλία, στην πόλη της Ορλεάνης. Στα 17 του κατατάσσεται στο Γαλλικό Ναυτικό και κάνει τα πρώτα του ταξίδια. Με την ολοκλήρωση της θητείας του το 1870 εγκαθίσταται στο Παρίσι και εργάζεται για κάποιο διάστημα ως χρηματιστής ενώ παράλληλα ξεκινά να ασχολείται με τη ζωγραφική, μαζί με τον φίλο του Emile Schuffenecke. Οι ιμπρεσιονιστές επηρεάζουν σημαντικά το ύφος του αρχικά αλλά σύντομα αρχίζει να διαμορφώνει το δικό του προσωπικό ύφος που είναι ξεχωριστό και καθιστά τα έργα του αναγνωρίσιμα. Βασική γραμμή του είναι να ζωγραφίζει ότι αισθάνεται με την ψυχή και όχι αυτό που βλέπει με τα μάτια του.
Ο ίδιος, έγραψε για την ζωγραφική: «Σε αυτή συνοψίζονται όλες οι αισθήσεις. Μπροστά απ’ αυτή καθένας μπορεί, βάζοντας τη φαντασία του να δουλέψει, να πλάσσει ένα μυθιστόρημα και με μια ματιά μονάχα, να νιώσει το πνεύμα του κυριευμένο από βαθιές αναμνήσεις, δίχως ν’ απαιτείται καμιά προσπάθεια της μνήμης, καθώς όλα συνοψίζονται σε μία μόνο στιγμή. Ολοκληρωμένη τέχνη, η οποία συγκεφαλαιώνει και συμπληρώνει όλες τις άλλες. Όπως συμβαίνει με τη μουσική, η οποία επενεργεί στην ψυχή μέσω των αισθήσεων, έτσι και οι αρμονικοί τόνοι αντιστοιχούν στις αρμονίες των ήχων. Στη ζωγραφική, εντούτοις, επιτυγχάνεται μια ενότητα ακατόρθωτη στη μουσική, στην οποία οι συγχορδίες διαδέχονται η μια την άλλη, γι’ αυτό και η κρίση εργάζεται συνεχώς, προκειμένου να ενώσει το τέλος με την αρχή. Το αυτί, με δυο λόγια, είναι το αισθητήριο όργανο που αντιλαμβάνεται ένα μόνο ερέθισμα κάθε φορά, ενώ η όραση περιλαμβάνει τα πάντα, απλοποιώντας τα, συγχρόνως, κατά βούληση».
Το 1873 παντρεύεται με την Δανέζα Mette-Sophie Gad, με την οποία αποκτά 5 παιδιά μέσα σε μια δεκαετία. Αφιερώνεται όλο και περισσότερο στη ζωγραφική και αποφασίζει να εγκαταλείψει την εργασία του. Οι επακόλουθες οικονομικές δυσκολίες τον κάνουν να μετακομίσει στην Κοπεγχάγη όπου η σύζυγός του είχε συγγενείς, όμως δεν θα αντέξει να μείνει περισσότερο από ένα χρόνο και θα ξαναγυρίσει στο Παρίσι, εγκαταλείποντας γυναίκα και παιδιά στην Κοπεγχάγη, προκειμένου να αφιερωθεί εξ ολοκλήρου στη ζωγραφική.
«Αν ο Pissaro σε ένα πρώτο στάδιο, και εν συνεχεία ο Degas και ο Cezanne υπήρξαν οι πραγματικοί δάσκαλοι του Gauguin, ο οποίος οφείλει στον πρώτο την ιμπρεσιονιστική τεχνική του, στον δεύτερο την αντισυμβατική διάταξη της σύνθεσης και στον τρίτο την οργάνωση με βάση το χρώμα και την αίσθηση της ισορροπίας, ο Πυβί ντε Σαβάν αποτελεί βασικό σημείο αναφοράς στον καινούργιο δρόμο που διάλεξε να ακολουθήσει: εκείνον της διακοσμητικής απλότητας και όλων όσων περικλείει ο όρος “πριμιτιβισμός”» έγραψε η συγγραφέας Elena Ragusa για την επιρροή που δέχθηκε ο καλλιτέχνης ώσπου να βρει το ιδανικό του τρόπο έκφρασης.
Από το 1885 έως το 1891 ζει κυρίως στο Pont-Aven της Βρετάνης, εκτός από τα διαστήματα που πέρασε με τον φίλο του Vinvent Van Gogh στην Arls, και τα σύντομα ταξίδια του στον Παναμά. «Εσείς είστε οπαδός της ζωής στην πρωτεύουσα. Εμένα μου ταιριάζει η ύπαιθρος. Αγαπώ τη Βρετάνη· σε αυτή ανακαλύπτω το άγριο, το πρωτόγονο στοιχείο», έγραφε εκείνη την εποχή σε κάποιο φίλο του. Περνάει περιόδους κατάθλιψης και αποπειράται μάλιστα να αφαιρέσει τη ζωή του χωρίς επιτυχία. Το 1891 παίρνει την απόφαση να εγκαταλείψει τη Γαλλία για την Ταϊτή, όπου θα μείνει έως το 1893. Επιστρέφοντας στο Παρίσι εκθέτει τα εξωτικά έργα του χωρίς όμως να σημειώσει επιτυχία και να βελτιώσει την οικονομική του κατάσταση. Το 1895 φεύγει οριστικά από τη Γαλλία για τις Νήσους Μαρκησίες όπου θα ζήσει μέχρι το θάνατό του στις 8 Μαΐου 1903, σε ηλικία 55 ετών.
«Από την ημέρα του θανάτου του στις μακρινές Νήσους Μαρκέσας της Γαλλικής Πολυνησίας, το όνομα Paul Gauguin ανακαλεί στη συλλογική μνήμη όχι μόνο ένα καλλιτέχνη, αλλά και μια θρυλική προσωπικότητα. Αλλωστε, εξίσου σημαντική με το έργο του είναι και η περιπέτεια που αντικατοπτρίζεται σε αυτό. Πρόκειται για μια περιπέτεια η οποία ξεκινάει, επισήμως, την 1η Απριλίου 1891, όταν σαλπάρει από τη Μασσαλία με προορισμό τον Νότιο Ειρηνικό, στην πραγματικότητα όμως η περιπέτεια είχε ξεκινήσει νωρίτερα, με τις “εξορμήσεις” στον Παναμά και τη Μαρτινίκα, το 1887, ή με τα μικρά διαστήματα παραμονής του στη Βρετάνη ή ενδεχομένως ακόμη πιο νωρίς, την εποχή της νιότης του, όταν όργωνε τις θάλασσες ως ναυτικός» έγραψε για τον σπουδαίο ζωγράφο στο βιβλίο του ο Guillerno Solana «O Gauguin και οι ρίζες του συμβολισμού».
tvxs.gr
Γεννημένος στο Παρίσι της Γαλλίας, ο νεαρός Gauguin περνάει τα πρώτα χρόνια της ζωής του στο Περού, πατρίδα της μητέρας του, Περού, ύστερα από τη δίωξη που ασκήθηκε στον πατέρα του ως «αντιβοναπαρτιστή». Σε ηλικία 7 ετών η οικογένεια επιστρέφει στη Γαλλία, στην πόλη της Ορλεάνης. Στα 17 του κατατάσσεται στο Γαλλικό Ναυτικό και κάνει τα πρώτα του ταξίδια. Με την ολοκλήρωση της θητείας του το 1870 εγκαθίσταται στο Παρίσι και εργάζεται για κάποιο διάστημα ως χρηματιστής ενώ παράλληλα ξεκινά να ασχολείται με τη ζωγραφική, μαζί με τον φίλο του Emile Schuffenecke. Οι ιμπρεσιονιστές επηρεάζουν σημαντικά το ύφος του αρχικά αλλά σύντομα αρχίζει να διαμορφώνει το δικό του προσωπικό ύφος που είναι ξεχωριστό και καθιστά τα έργα του αναγνωρίσιμα. Βασική γραμμή του είναι να ζωγραφίζει ότι αισθάνεται με την ψυχή και όχι αυτό που βλέπει με τα μάτια του.
Ο ίδιος, έγραψε για την ζωγραφική: «Σε αυτή συνοψίζονται όλες οι αισθήσεις. Μπροστά απ’ αυτή καθένας μπορεί, βάζοντας τη φαντασία του να δουλέψει, να πλάσσει ένα μυθιστόρημα και με μια ματιά μονάχα, να νιώσει το πνεύμα του κυριευμένο από βαθιές αναμνήσεις, δίχως ν’ απαιτείται καμιά προσπάθεια της μνήμης, καθώς όλα συνοψίζονται σε μία μόνο στιγμή. Ολοκληρωμένη τέχνη, η οποία συγκεφαλαιώνει και συμπληρώνει όλες τις άλλες. Όπως συμβαίνει με τη μουσική, η οποία επενεργεί στην ψυχή μέσω των αισθήσεων, έτσι και οι αρμονικοί τόνοι αντιστοιχούν στις αρμονίες των ήχων. Στη ζωγραφική, εντούτοις, επιτυγχάνεται μια ενότητα ακατόρθωτη στη μουσική, στην οποία οι συγχορδίες διαδέχονται η μια την άλλη, γι’ αυτό και η κρίση εργάζεται συνεχώς, προκειμένου να ενώσει το τέλος με την αρχή. Το αυτί, με δυο λόγια, είναι το αισθητήριο όργανο που αντιλαμβάνεται ένα μόνο ερέθισμα κάθε φορά, ενώ η όραση περιλαμβάνει τα πάντα, απλοποιώντας τα, συγχρόνως, κατά βούληση».
Το 1873 παντρεύεται με την Δανέζα Mette-Sophie Gad, με την οποία αποκτά 5 παιδιά μέσα σε μια δεκαετία. Αφιερώνεται όλο και περισσότερο στη ζωγραφική και αποφασίζει να εγκαταλείψει την εργασία του. Οι επακόλουθες οικονομικές δυσκολίες τον κάνουν να μετακομίσει στην Κοπεγχάγη όπου η σύζυγός του είχε συγγενείς, όμως δεν θα αντέξει να μείνει περισσότερο από ένα χρόνο και θα ξαναγυρίσει στο Παρίσι, εγκαταλείποντας γυναίκα και παιδιά στην Κοπεγχάγη, προκειμένου να αφιερωθεί εξ ολοκλήρου στη ζωγραφική.
«Αν ο Pissaro σε ένα πρώτο στάδιο, και εν συνεχεία ο Degas και ο Cezanne υπήρξαν οι πραγματικοί δάσκαλοι του Gauguin, ο οποίος οφείλει στον πρώτο την ιμπρεσιονιστική τεχνική του, στον δεύτερο την αντισυμβατική διάταξη της σύνθεσης και στον τρίτο την οργάνωση με βάση το χρώμα και την αίσθηση της ισορροπίας, ο Πυβί ντε Σαβάν αποτελεί βασικό σημείο αναφοράς στον καινούργιο δρόμο που διάλεξε να ακολουθήσει: εκείνον της διακοσμητικής απλότητας και όλων όσων περικλείει ο όρος “πριμιτιβισμός”» έγραψε η συγγραφέας Elena Ragusa για την επιρροή που δέχθηκε ο καλλιτέχνης ώσπου να βρει το ιδανικό του τρόπο έκφρασης.
Από το 1885 έως το 1891 ζει κυρίως στο Pont-Aven της Βρετάνης, εκτός από τα διαστήματα που πέρασε με τον φίλο του Vinvent Van Gogh στην Arls, και τα σύντομα ταξίδια του στον Παναμά. «Εσείς είστε οπαδός της ζωής στην πρωτεύουσα. Εμένα μου ταιριάζει η ύπαιθρος. Αγαπώ τη Βρετάνη· σε αυτή ανακαλύπτω το άγριο, το πρωτόγονο στοιχείο», έγραφε εκείνη την εποχή σε κάποιο φίλο του. Περνάει περιόδους κατάθλιψης και αποπειράται μάλιστα να αφαιρέσει τη ζωή του χωρίς επιτυχία. Το 1891 παίρνει την απόφαση να εγκαταλείψει τη Γαλλία για την Ταϊτή, όπου θα μείνει έως το 1893. Επιστρέφοντας στο Παρίσι εκθέτει τα εξωτικά έργα του χωρίς όμως να σημειώσει επιτυχία και να βελτιώσει την οικονομική του κατάσταση. Το 1895 φεύγει οριστικά από τη Γαλλία για τις Νήσους Μαρκησίες όπου θα ζήσει μέχρι το θάνατό του στις 8 Μαΐου 1903, σε ηλικία 55 ετών.
«Από την ημέρα του θανάτου του στις μακρινές Νήσους Μαρκέσας της Γαλλικής Πολυνησίας, το όνομα Paul Gauguin ανακαλεί στη συλλογική μνήμη όχι μόνο ένα καλλιτέχνη, αλλά και μια θρυλική προσωπικότητα. Αλλωστε, εξίσου σημαντική με το έργο του είναι και η περιπέτεια που αντικατοπτρίζεται σε αυτό. Πρόκειται για μια περιπέτεια η οποία ξεκινάει, επισήμως, την 1η Απριλίου 1891, όταν σαλπάρει από τη Μασσαλία με προορισμό τον Νότιο Ειρηνικό, στην πραγματικότητα όμως η περιπέτεια είχε ξεκινήσει νωρίτερα, με τις “εξορμήσεις” στον Παναμά και τη Μαρτινίκα, το 1887, ή με τα μικρά διαστήματα παραμονής του στη Βρετάνη ή ενδεχομένως ακόμη πιο νωρίς, την εποχή της νιότης του, όταν όργωνε τις θάλασσες ως ναυτικός» έγραψε για τον σπουδαίο ζωγράφο στο βιβλίο του ο Guillerno Solana «O Gauguin και οι ρίζες του συμβολισμού».
tvxs.gr
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ