2013-06-09 12:20:05
Γράφει ο Βασίλης Δημ. Χασιώτης
«Οι διαφορές μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού, αστικής τάξης και προλεταριάτου, κατοίκων των πόλεων και χωρικών, Ανατολής και Δύσης, οι διαφορές μεταξύ συντηρητισμού και επανάστασης, δεξιάς και αριστεράς, εθνικισμού και διεθνισμού, ατομικισμού και κολλεκτιβισμού, λευκών και εγχρώμων, αποίκων και αποικουμένων, οι διαφορές μεταξύ ένοπλης ειρήνης και ψυχρού πολέμου, άνεσης και δυσμορφίας, ελπίδας και απελπισίας, όχι μόνο θα αμβλύνονται όσο πάει, αλλά θα βαδίζουν προς τη ριζική εξάλειψή τους… Δεν είμαστε ακόμα έτοιμοι να συλλάβουμε το νόημα της πορείας και καθόλου δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν οδηγεί σε μιαν ανώτερη ενότητα… Δημοκρατικοποίηση, οικουμενοποίηση, ομοιομορφοποίηση, εξομοίωση και κοινωνικοποίηση, όλα απορρέουν από το ίδιο κέντρο. απ’ όπου απορρέει και η εξουσία της πλανητικής πολιτικής… Φαίνεται ότι όλα οδηγούν και οδηγούνται προς την πανανθρώπινη κοινότητα κι ότι εμείς βαδίζουμε και κατευθυνόμαστε προς τον ίδιο χωρίς τέλος σκοπό
. Η κατάρρευση των παλαιών και ακόμα «επίκαιρων» δομών, η αποδιάρθρωση των οργανώσεων και οργανισμών, των θεσμών και των μορφών, η αποσύνθεση των υπερδομών–κατάρρευση, αποδιάρθρωση και αποσύνθεση του νοήματός τους, γιατί η εμπειρική τους ζωή περιφέρει ακόμα την ύπαρξή της και θ’ αποδειχτεί ικανή να διαιωνισθεί και να εφορμήσει σε ανακαινίσεις- συντελούν στην οικουμενοποίηση.»
Αξελός, Κώστας : Προς την πλανητική σκέψη
Επαναπροσδιορισμός της Αριστεράς σημαίνει το να ξαναδεί την ίδια της την ιδεολογική πλατοφόρμα υπό το φως των νέων παραγωγικών σχέσεων και δυνάμεων που διαμορφώθηκαν στη μεταβιομηχανική αν όχι την ακόμα πιο εξελιγμένη υστεροβιομηχανική εποχή, την εποχή της πληροφορικής και των παγκόσμιων πληροφορικών Δικτύων, ως και των αξιών, ατομικών, κοινωνικών, πολιτικών, οικονομικών, που, σε κάποιο βαθμό, μεγαλύτερο ή μικρότερο κατά περίπτωση, συνδέονται με τις εξελίξεις αυτές, όπως π.χ., το ζήτημα του διεθνισμού, της θέσης και της σχέσης των τάξεων με την πολιτική εξουσία, της σημασίας των νέων κοινωνικών τάξεων που προήλθαν από τη μεταβιομηχανική εξέλιξη, η ανάγκη επανακαθορισμού της ίδιας της έννοιας των συμφερόντων και του «ανταγωνισμού» τους, κ.λπ.
Οφείλει επίσης η Αριστερά, να ξεκαθαρίσει το πώς αντιλαμβάνεται τη σχέση της με την Εξουσία και το ζήτημα της διεκδίκησης αυτής της Εξουσίας, το πώς η Αριστερή της πρόταση τη διαφοροποιεί ως προς τη λειτουργία της και την αποστολή της σε σχέση με την μη – Αριστερή άποψη, και πώς εν τέλει την επαναπροσδιορίζει μέσα στα νέα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα, εθνικά και διεθνή, και απέναντι κυρίως στα μεγάλα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα και το μεταξύ τους σύμπλεγμα. Κι όλα αυτά, μέσα σ’ ένα κοινωνικο-οικονομικό πλαίσιο και εν τέλει μέσα σε μια κοινωνία εν πολλοίς ιδεολογικά «εχθρική» ή και «ξένη» προς τις απόψεις της, ή καλύτερα, προς αρκετά θεμελιώδη ζητήματα που ενδιαφέρουν ή και απασχολούν την κοινωνία και περιέχονται στον όρο «εθνικά θέματα», αλλά και όχι μόνο, όπως π.χ. με το ζήτημα της ιδιωτικής οικονομίας και ιδιωτικής αγοράς, της αποστολής της και των ορίων της, ή ακόμα και σε καθαρά ιδεολογικά ζητήματα, όπως αυτά που ενδεικτικά αναφέρθηκαν παραπάνω, όπως η «πάλη κι σύγκρουση των τάξεων», (και ακόμα – ακόμα αν είναι δόκιμος ο όρος «ταξική σύγκρουση» ή θάπρεπε να χρησιμοποιηθούν άλλοι όροι δηλωτικοί πιο σύγχρονων και πραγματικών ομαδοποιήσεων ευρύτερων συγγενών συμφερόντων), η «δικτατορία» μιας τάξης πάνω στην άλλη και πόσο μπορείς σήμερα να επιμένει η Αριστερά σε τέτοια προοπτική, ο διεθνισμός και πώς παντρεύεται με την κοινωνικά και λαϊκά εμπεδωμένη εθνική συνείδηση, κ.λπ.
Αυτό το ζήτημα του διεθνισμού, είναι κομβικό σημείο στην συζήτηση για τον επαναπροσδιορισμό της Αριστεράς, και εν πολλοίς θα κρίνει και τη προοπτική της, σε βάθος χρόνου και όχι για το επόμενο ο διάστημα, την ίδια της την ύπαρξη, η θα αφομοιωθεί πλήρως στη πράξη από την υπερδεξιά υπερνεοφιλελεύθερη εκδοχή της παγκοσμιοποίησης και του καθόλου περίεργο «αριστερόστροφου» πολυπολιτισμικού «εργαλείου» αυτής της «παγκοσμιοποίησης» (προωθούνται χέρι – χέρι), που όσο κι αν αναζητηθούν λεπτές ή λιγότερο λεπτές διαφορές, χοντρικά, πλέον, μιλάνε για το ίδιο πράγμα. Υπό μια μάλιστα έννοια, ο Αριστερός διεθνισμός της «εργατικής τάξης», υπερακοντίσθηκε από την υπερνεοφιλελεύθερη πολυπολιτισμική παγκοσμιοποίηση, που περιλαμβάνει τους πάντες, την «εργατική τάξη» πρωτίστως, την οποία επιθυμεί «ελευθέρως» να διαβαίνει τα σύνορα των χωρών, μεταφέροντας ταυτόχρονα τις πολιτισμικές της καταβολές πρόθυμες και πρόχειρες προς «αρραβώνα» αν όχι «γάμο» με ντόπιες εργατικές τάξεις, (αυτό είναι το τυρί), και όλως παρεμπιπτόντως, μεταφέροντας και φτηνά εργατικά χέρια και πλεονάσματα εργατικής δύναμης προς δημιουργία κατάλληλων συνθηκών για «επενδυτικώς αναγκαίες» προϋποθέσεις «υγιών» εργασιακών θεσμών, φτηνών μεροκάματων μέσω της δημιουργίας ενός πληθωρικού εφεδρικού στρατού, (αυτό είναι το τυρί). Θεωρώ, ότι η υπερνεοφιλελεύθερη πολυπολιτισμική παγκοσμιοποίηση, όχι μόνο δεν αισθάνεται άβολα με τον Αριστερό διεθνισμό, μα και την βολεύει σε μεγάλο βαθμό, διότι αντλεί απ’ αυτόν και άλλου είδους κοινωνικές νομιμοποιήσεις που τις έχει ανάγκη. Ο Αριστερός διεθνισμός, όπως γενικότερα η Αριστερή ιδεολογία, εμφανίζει κι αυτός ένα «χάσμα προσαρμογής» στις πραγματικές εξελίξεις, με αποτέλεσμα στο ιδεολογικό του επίπεδο να είναι το ίδιο χαοτικός. Τώρα το να πούμε ότι αυτός ο διεθνισμός στη πράξη, δεν «λειτούργησε» ούτε στις πιο ευνοϊκές γι’ αυτόν συνθήκες, κι ότι ήταν οι ίδιες οι «διεθνιστικές εργατικές τάξεις» που τη κάθε φορά, όταν συγκρούονταν εθνικά συμφέροντα των χωρών τους είτε στα πλαίσια πολέμων είτε της ειρήνης, έσπευδαν να στοιχηθούν πίσω από τις εθνικές τους (μη - Αριστερές κυβερνήσεις) κι ακόμα με προθυμία αν όχι με πάθος να ριχτούν στο πόλεμο στηρίζοντας τα εθνικά τους συμφέροντα, ακόμα κι αυτά τυχοδιωκτικά και βάρβαρα επιχειρούνταν σε βάρος άλλων κρατών ΚΑΙ άλλων εργατικών τάξεων, αυτά είναι μαθήματα μεγάλης σημασίας, που όμως, δεν φαίνεται να έτυχαν της ανάλογης προς τη σοβαρότητά τους διαλεκτικής επεξεργασίας.
Η Αριστερά οφείλει πέρα από αρχές και διακηρύξεις και ακτιβιστικές ενέργειες, που κι αυτά ατονούν όσο περνά ο καιρός, να αρχίσει να μιλά «γήινα» και κυρίως να θέσει στη δράση της και το σχεδιασμό της το ζήτημα της αποτελεσματικότητας, ζήτημα στο οποίο κρινόμενη διαχρονικά εκ του απατελέσματός της να πείσει τη κοινωνία και το λαό για τις θέσεις της, απλά : πάσχει βαριά.
Η Αριστερά, οφείλει να κάνει στο ιδεολογικό επίπεδο, αυτό που έκανε στο ιστορικό της ξεκίνημα. Τι έκανε τότε; Προσδιόρισε την ιδεολογία της με βάση της τότε κρατούσα κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα. Το ερώτημα που τίθεται σήμερα στο ιδεολογικό ζήτημα είναι αν η Αριστερά πρέπει να επιλέξει μια νέα «πραγματικότητα», και ποια πρέπει να είναι αυτή, και σε κάθε περίπτωση ποια θα είναι η σχέση αυτής της επαναπροσδιορισμένης ιδεολογίας σε σχέση με πανανθρώπινες και κοινωνικές διαχρονικές αξίες (και ποιες είναι αυτές), ποια είναι η σχέση της με την ίδια την πολιτιστική και πνευματική παράδοση του τόπου της, πριν μιλήσει για την παγκόσμια πνευματική και πολιτιστική κληρονομιά, η αναφορά στην οποία είναι επιτακτική, όπως όμως επιτακτική είναι και η διευκρίνηση του πώς αντιλαμβάνεται την υιοθέτηση ξένων πολιτιστικών και πνευματικών «προτύπων» και «αξιών» όταν δεν είναι απολύτως ή καθόλου συμβατά με τη ντόπια παράδοση, και ποιος και με ποιο τρόπο θα αποφασίζει το «δια ταύτα» σ’ αυτά ή σε τέτοιας κρισιμότητας ζητήματα.
Και βεβαίως, πώς αντιλαμβάνεται την κυβερνητική αποστολή της μέσα στα παραπάνω πλαίσια, εάν και εφόσον ο λαός, για λόγους ανεξάρτητους της ιδεολογικής συμπάθειάς του προς την «αριστερή» ιδεολογία έτσι όπως την κατανοεί ο ίδιος, λιγότερο ή περισσότερο επεξεργασμένα, περισσότερο για λόγους συγκυριακούς, δώσει ένα εκλογικό αποτέλεσμα που θα ευνοούσε την προοπτική μιας αριστερής διακυβέρνησης ή μιας κυβέρνησης με κορμό μία Αριστερή πολιτική δύναμη. Πώς θα συγκεράσει θεμελιώδεις ιδεολογικές της απόψεις με αντίθετες πλειοψηφικές απόψεις της κοινωνίας, η οποία πιθανότατα να έχει εκδηλώσει την εκλογική της προτίμηση προς την Αριστερά, όχι βεβαίως διότι αιφνιδίως η κοινωνία από συντηρητική έγινε «αριστερόστροφη», μα απλά επειδή ένα μείζον καθαρά κοινωνικο-οικονομικό πρόβλημα, όπως η Κρίση που περνάμε και η μνημονιακή πολιτική που επιβλήθηκε ως πολιτική αντιμετώπισής της, κρίνει ότι ο αντιμνημονιακός λόγος κάποιας σημαντικής Αριστερής δύναμης, μπορεί να συμβάλλει αν όχι στη λύση της στην απάλυνση τουλάχιστον των επιπτώσεών της, αλλά ίσαμε εκεί, χωρίς δηλαδή η εντολή του να εκτείνεται καθολικά στο Αριστερό της πρόγραμμα, ιδίως σε ό,τι αφορά τα εθνικά ζητήματα και ζητήματα αναγνώρισης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, αν και σ’ αυτό το τελευταίο, πάντα οι συνθήκες προσδιορισμού των όρων και ορίων λειτουργίας της ποτέ δεν έπαψαν να απασχολούν τη κοινωνία.
Η Αριστερά, αφού επαναπροσδιορίσει την ιδεολογία της οφείλει και να ανασυγκροτηθεί πολιτικά και οργανωτικά εκ νέου στα νέα δεδομένα, κυρίως δε η Αριστερά που έχει αποφασίσει πλέον να ενταχθεί οργανικά στο αστικό πολιτικό σύστημα εξουσίας και να δώσει «εκ των έσω» τον αγώνα της για την διάδοση των σοσιαλιστικών της οραμάτων, πάντα όμως με σεβασμό στη λαϊκή ετυμηγορία και πάντα έτοιμη να εξοβελιστεί από το σύστημα αυτό, όταν και αν ο λαός το αποφασίσει. Η σκέψη ότι θα ήταν δυνατό η Αριστερά να επιδιώξει τη βίαιη επιβολή των αρχών της σε σημαντικά εθνικά και όχι μόνο θέματα, άπαξ και έλθει στη κυβέρνηση, δεν περνά καν από το μυαλό μου, διότι κάτι τέτοιο, θα την έστελνε οριστικά (μέσω βεβαίως των εκλογών), όχι στο περιθώριο μα εκτός πολιτικού συστήματος. Στη δημοκρατία ή πείθεις το λαό, ή δεν τον πείθεις. Ο εξαναγκασμός, και πολύ περισσότερο η εξαπάτηση του λαού, είναι ολοκληρωτισμός, από όπου κι αν προέρχεται. Αυτό ισχύει ακόμα και στη περίπτωση που πιστεύεις (κι έστω ότι δίκαια το πιστεύεις) ότι ο λαός έχει πλανηθεί. Οφείλεις να τον πείσεις.
Οφείλει να αποβάλλει την συχνά όχι άδικη μομφή εναντίον της ότι ορθώνει και αρθρώνει ένα λόγο ελιτίστικο, ότι απεραντολογεί θεωρητικολογώντας, ότι δεν κατέχει τη κουλτούρα και τη τέχνη του «άμεσου πολιτικού λόγου», που με λέξεις απλές, κατανοητές από τον καθένα, απαντά πρακτικά σε πρακτικά ερωτήματα που ο απλός πολίτης θέτει, ο πολίτης που δεν είναι υποχρεωτικό να έχει τελειώσει μια ανώτατη σχολή κοινωνικών ή πολιτικών επιστημών για να μετάσχει σε μια «αριστερή» συζήτηση.
Tromaktiko
«Οι διαφορές μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού, αστικής τάξης και προλεταριάτου, κατοίκων των πόλεων και χωρικών, Ανατολής και Δύσης, οι διαφορές μεταξύ συντηρητισμού και επανάστασης, δεξιάς και αριστεράς, εθνικισμού και διεθνισμού, ατομικισμού και κολλεκτιβισμού, λευκών και εγχρώμων, αποίκων και αποικουμένων, οι διαφορές μεταξύ ένοπλης ειρήνης και ψυχρού πολέμου, άνεσης και δυσμορφίας, ελπίδας και απελπισίας, όχι μόνο θα αμβλύνονται όσο πάει, αλλά θα βαδίζουν προς τη ριζική εξάλειψή τους… Δεν είμαστε ακόμα έτοιμοι να συλλάβουμε το νόημα της πορείας και καθόλου δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν οδηγεί σε μιαν ανώτερη ενότητα… Δημοκρατικοποίηση, οικουμενοποίηση, ομοιομορφοποίηση, εξομοίωση και κοινωνικοποίηση, όλα απορρέουν από το ίδιο κέντρο. απ’ όπου απορρέει και η εξουσία της πλανητικής πολιτικής… Φαίνεται ότι όλα οδηγούν και οδηγούνται προς την πανανθρώπινη κοινότητα κι ότι εμείς βαδίζουμε και κατευθυνόμαστε προς τον ίδιο χωρίς τέλος σκοπό
Αξελός, Κώστας : Προς την πλανητική σκέψη
Επαναπροσδιορισμός της Αριστεράς σημαίνει το να ξαναδεί την ίδια της την ιδεολογική πλατοφόρμα υπό το φως των νέων παραγωγικών σχέσεων και δυνάμεων που διαμορφώθηκαν στη μεταβιομηχανική αν όχι την ακόμα πιο εξελιγμένη υστεροβιομηχανική εποχή, την εποχή της πληροφορικής και των παγκόσμιων πληροφορικών Δικτύων, ως και των αξιών, ατομικών, κοινωνικών, πολιτικών, οικονομικών, που, σε κάποιο βαθμό, μεγαλύτερο ή μικρότερο κατά περίπτωση, συνδέονται με τις εξελίξεις αυτές, όπως π.χ., το ζήτημα του διεθνισμού, της θέσης και της σχέσης των τάξεων με την πολιτική εξουσία, της σημασίας των νέων κοινωνικών τάξεων που προήλθαν από τη μεταβιομηχανική εξέλιξη, η ανάγκη επανακαθορισμού της ίδιας της έννοιας των συμφερόντων και του «ανταγωνισμού» τους, κ.λπ.
Οφείλει επίσης η Αριστερά, να ξεκαθαρίσει το πώς αντιλαμβάνεται τη σχέση της με την Εξουσία και το ζήτημα της διεκδίκησης αυτής της Εξουσίας, το πώς η Αριστερή της πρόταση τη διαφοροποιεί ως προς τη λειτουργία της και την αποστολή της σε σχέση με την μη – Αριστερή άποψη, και πώς εν τέλει την επαναπροσδιορίζει μέσα στα νέα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα, εθνικά και διεθνή, και απέναντι κυρίως στα μεγάλα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα και το μεταξύ τους σύμπλεγμα. Κι όλα αυτά, μέσα σ’ ένα κοινωνικο-οικονομικό πλαίσιο και εν τέλει μέσα σε μια κοινωνία εν πολλοίς ιδεολογικά «εχθρική» ή και «ξένη» προς τις απόψεις της, ή καλύτερα, προς αρκετά θεμελιώδη ζητήματα που ενδιαφέρουν ή και απασχολούν την κοινωνία και περιέχονται στον όρο «εθνικά θέματα», αλλά και όχι μόνο, όπως π.χ. με το ζήτημα της ιδιωτικής οικονομίας και ιδιωτικής αγοράς, της αποστολής της και των ορίων της, ή ακόμα και σε καθαρά ιδεολογικά ζητήματα, όπως αυτά που ενδεικτικά αναφέρθηκαν παραπάνω, όπως η «πάλη κι σύγκρουση των τάξεων», (και ακόμα – ακόμα αν είναι δόκιμος ο όρος «ταξική σύγκρουση» ή θάπρεπε να χρησιμοποιηθούν άλλοι όροι δηλωτικοί πιο σύγχρονων και πραγματικών ομαδοποιήσεων ευρύτερων συγγενών συμφερόντων), η «δικτατορία» μιας τάξης πάνω στην άλλη και πόσο μπορείς σήμερα να επιμένει η Αριστερά σε τέτοια προοπτική, ο διεθνισμός και πώς παντρεύεται με την κοινωνικά και λαϊκά εμπεδωμένη εθνική συνείδηση, κ.λπ.
Αυτό το ζήτημα του διεθνισμού, είναι κομβικό σημείο στην συζήτηση για τον επαναπροσδιορισμό της Αριστεράς, και εν πολλοίς θα κρίνει και τη προοπτική της, σε βάθος χρόνου και όχι για το επόμενο ο διάστημα, την ίδια της την ύπαρξη, η θα αφομοιωθεί πλήρως στη πράξη από την υπερδεξιά υπερνεοφιλελεύθερη εκδοχή της παγκοσμιοποίησης και του καθόλου περίεργο «αριστερόστροφου» πολυπολιτισμικού «εργαλείου» αυτής της «παγκοσμιοποίησης» (προωθούνται χέρι – χέρι), που όσο κι αν αναζητηθούν λεπτές ή λιγότερο λεπτές διαφορές, χοντρικά, πλέον, μιλάνε για το ίδιο πράγμα. Υπό μια μάλιστα έννοια, ο Αριστερός διεθνισμός της «εργατικής τάξης», υπερακοντίσθηκε από την υπερνεοφιλελεύθερη πολυπολιτισμική παγκοσμιοποίηση, που περιλαμβάνει τους πάντες, την «εργατική τάξη» πρωτίστως, την οποία επιθυμεί «ελευθέρως» να διαβαίνει τα σύνορα των χωρών, μεταφέροντας ταυτόχρονα τις πολιτισμικές της καταβολές πρόθυμες και πρόχειρες προς «αρραβώνα» αν όχι «γάμο» με ντόπιες εργατικές τάξεις, (αυτό είναι το τυρί), και όλως παρεμπιπτόντως, μεταφέροντας και φτηνά εργατικά χέρια και πλεονάσματα εργατικής δύναμης προς δημιουργία κατάλληλων συνθηκών για «επενδυτικώς αναγκαίες» προϋποθέσεις «υγιών» εργασιακών θεσμών, φτηνών μεροκάματων μέσω της δημιουργίας ενός πληθωρικού εφεδρικού στρατού, (αυτό είναι το τυρί). Θεωρώ, ότι η υπερνεοφιλελεύθερη πολυπολιτισμική παγκοσμιοποίηση, όχι μόνο δεν αισθάνεται άβολα με τον Αριστερό διεθνισμό, μα και την βολεύει σε μεγάλο βαθμό, διότι αντλεί απ’ αυτόν και άλλου είδους κοινωνικές νομιμοποιήσεις που τις έχει ανάγκη. Ο Αριστερός διεθνισμός, όπως γενικότερα η Αριστερή ιδεολογία, εμφανίζει κι αυτός ένα «χάσμα προσαρμογής» στις πραγματικές εξελίξεις, με αποτέλεσμα στο ιδεολογικό του επίπεδο να είναι το ίδιο χαοτικός. Τώρα το να πούμε ότι αυτός ο διεθνισμός στη πράξη, δεν «λειτούργησε» ούτε στις πιο ευνοϊκές γι’ αυτόν συνθήκες, κι ότι ήταν οι ίδιες οι «διεθνιστικές εργατικές τάξεις» που τη κάθε φορά, όταν συγκρούονταν εθνικά συμφέροντα των χωρών τους είτε στα πλαίσια πολέμων είτε της ειρήνης, έσπευδαν να στοιχηθούν πίσω από τις εθνικές τους (μη - Αριστερές κυβερνήσεις) κι ακόμα με προθυμία αν όχι με πάθος να ριχτούν στο πόλεμο στηρίζοντας τα εθνικά τους συμφέροντα, ακόμα κι αυτά τυχοδιωκτικά και βάρβαρα επιχειρούνταν σε βάρος άλλων κρατών ΚΑΙ άλλων εργατικών τάξεων, αυτά είναι μαθήματα μεγάλης σημασίας, που όμως, δεν φαίνεται να έτυχαν της ανάλογης προς τη σοβαρότητά τους διαλεκτικής επεξεργασίας.
Η Αριστερά οφείλει πέρα από αρχές και διακηρύξεις και ακτιβιστικές ενέργειες, που κι αυτά ατονούν όσο περνά ο καιρός, να αρχίσει να μιλά «γήινα» και κυρίως να θέσει στη δράση της και το σχεδιασμό της το ζήτημα της αποτελεσματικότητας, ζήτημα στο οποίο κρινόμενη διαχρονικά εκ του απατελέσματός της να πείσει τη κοινωνία και το λαό για τις θέσεις της, απλά : πάσχει βαριά.
Η Αριστερά, οφείλει να κάνει στο ιδεολογικό επίπεδο, αυτό που έκανε στο ιστορικό της ξεκίνημα. Τι έκανε τότε; Προσδιόρισε την ιδεολογία της με βάση της τότε κρατούσα κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα. Το ερώτημα που τίθεται σήμερα στο ιδεολογικό ζήτημα είναι αν η Αριστερά πρέπει να επιλέξει μια νέα «πραγματικότητα», και ποια πρέπει να είναι αυτή, και σε κάθε περίπτωση ποια θα είναι η σχέση αυτής της επαναπροσδιορισμένης ιδεολογίας σε σχέση με πανανθρώπινες και κοινωνικές διαχρονικές αξίες (και ποιες είναι αυτές), ποια είναι η σχέση της με την ίδια την πολιτιστική και πνευματική παράδοση του τόπου της, πριν μιλήσει για την παγκόσμια πνευματική και πολιτιστική κληρονομιά, η αναφορά στην οποία είναι επιτακτική, όπως όμως επιτακτική είναι και η διευκρίνηση του πώς αντιλαμβάνεται την υιοθέτηση ξένων πολιτιστικών και πνευματικών «προτύπων» και «αξιών» όταν δεν είναι απολύτως ή καθόλου συμβατά με τη ντόπια παράδοση, και ποιος και με ποιο τρόπο θα αποφασίζει το «δια ταύτα» σ’ αυτά ή σε τέτοιας κρισιμότητας ζητήματα.
Και βεβαίως, πώς αντιλαμβάνεται την κυβερνητική αποστολή της μέσα στα παραπάνω πλαίσια, εάν και εφόσον ο λαός, για λόγους ανεξάρτητους της ιδεολογικής συμπάθειάς του προς την «αριστερή» ιδεολογία έτσι όπως την κατανοεί ο ίδιος, λιγότερο ή περισσότερο επεξεργασμένα, περισσότερο για λόγους συγκυριακούς, δώσει ένα εκλογικό αποτέλεσμα που θα ευνοούσε την προοπτική μιας αριστερής διακυβέρνησης ή μιας κυβέρνησης με κορμό μία Αριστερή πολιτική δύναμη. Πώς θα συγκεράσει θεμελιώδεις ιδεολογικές της απόψεις με αντίθετες πλειοψηφικές απόψεις της κοινωνίας, η οποία πιθανότατα να έχει εκδηλώσει την εκλογική της προτίμηση προς την Αριστερά, όχι βεβαίως διότι αιφνιδίως η κοινωνία από συντηρητική έγινε «αριστερόστροφη», μα απλά επειδή ένα μείζον καθαρά κοινωνικο-οικονομικό πρόβλημα, όπως η Κρίση που περνάμε και η μνημονιακή πολιτική που επιβλήθηκε ως πολιτική αντιμετώπισής της, κρίνει ότι ο αντιμνημονιακός λόγος κάποιας σημαντικής Αριστερής δύναμης, μπορεί να συμβάλλει αν όχι στη λύση της στην απάλυνση τουλάχιστον των επιπτώσεών της, αλλά ίσαμε εκεί, χωρίς δηλαδή η εντολή του να εκτείνεται καθολικά στο Αριστερό της πρόγραμμα, ιδίως σε ό,τι αφορά τα εθνικά ζητήματα και ζητήματα αναγνώρισης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, αν και σ’ αυτό το τελευταίο, πάντα οι συνθήκες προσδιορισμού των όρων και ορίων λειτουργίας της ποτέ δεν έπαψαν να απασχολούν τη κοινωνία.
Η Αριστερά, αφού επαναπροσδιορίσει την ιδεολογία της οφείλει και να ανασυγκροτηθεί πολιτικά και οργανωτικά εκ νέου στα νέα δεδομένα, κυρίως δε η Αριστερά που έχει αποφασίσει πλέον να ενταχθεί οργανικά στο αστικό πολιτικό σύστημα εξουσίας και να δώσει «εκ των έσω» τον αγώνα της για την διάδοση των σοσιαλιστικών της οραμάτων, πάντα όμως με σεβασμό στη λαϊκή ετυμηγορία και πάντα έτοιμη να εξοβελιστεί από το σύστημα αυτό, όταν και αν ο λαός το αποφασίσει. Η σκέψη ότι θα ήταν δυνατό η Αριστερά να επιδιώξει τη βίαιη επιβολή των αρχών της σε σημαντικά εθνικά και όχι μόνο θέματα, άπαξ και έλθει στη κυβέρνηση, δεν περνά καν από το μυαλό μου, διότι κάτι τέτοιο, θα την έστελνε οριστικά (μέσω βεβαίως των εκλογών), όχι στο περιθώριο μα εκτός πολιτικού συστήματος. Στη δημοκρατία ή πείθεις το λαό, ή δεν τον πείθεις. Ο εξαναγκασμός, και πολύ περισσότερο η εξαπάτηση του λαού, είναι ολοκληρωτισμός, από όπου κι αν προέρχεται. Αυτό ισχύει ακόμα και στη περίπτωση που πιστεύεις (κι έστω ότι δίκαια το πιστεύεις) ότι ο λαός έχει πλανηθεί. Οφείλεις να τον πείσεις.
Οφείλει να αποβάλλει την συχνά όχι άδικη μομφή εναντίον της ότι ορθώνει και αρθρώνει ένα λόγο ελιτίστικο, ότι απεραντολογεί θεωρητικολογώντας, ότι δεν κατέχει τη κουλτούρα και τη τέχνη του «άμεσου πολιτικού λόγου», που με λέξεις απλές, κατανοητές από τον καθένα, απαντά πρακτικά σε πρακτικά ερωτήματα που ο απλός πολίτης θέτει, ο πολίτης που δεν είναι υποχρεωτικό να έχει τελειώσει μια ανώτατη σχολή κοινωνικών ή πολιτικών επιστημών για να μετάσχει σε μια «αριστερή» συζήτηση.
Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Αρχαίο δημόσιο κτίριο ανακαλύφτηκε στο βυθό της Ζακύνθου
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ