2013-06-11 14:18:04
Γράφει ο Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Η επιχείρηση καπιταλιστικής ανασυγκρότησης στο φάσμα των στόχων της εντείνει την επίθεση της και στην αντικαπιταλιστική - επαναστατική Αριστερά με άμεσες και έμμεσες μορφές. Δεν αιθεροβατούμε. 'Όχι κυρίως λόγω του υπαρκτού μεγέθους και της επιρροής της, που σημειώνει όμως αξιοσημείωτη αυξητική τάση, αλλά περισσότερο λόγω της δυνατότητας, υπαρκτής σε συνθήκες κρίσης, όπου αποδειγμένα το μικρό και το μεγάλο αλλάζουν θέση, επικίνδυνης εκτίναξης της επιρροής της.
«Εκκαθάριση» αριστερού εδάφους
Παράλληλα, σε συνθήκες της στρατηγικής για το σύστημα ανασυγκρότησης του νέου διπολισμού, ιδιαίτερη σημασία αποκτά η «εκκαθάριση» του αριστερού εδάφους πέριξ του ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να περιορίζεται η επιρροή και η όσμωση με την αριστερή του πτέρυγα.
Σε αυτές τις συνθήκες, εννοείται η ρεφορμιστική αντίληψη ήπιων και ανεκτών από το σύστημα μεταρρυθμίσεων, οριακά έστω βελτιωτικών, σε μιαν καθημαγμένη κοινωνία. Η ρεφορμιστική αντίληψη όμως διαπερνά και αριστερά τμήματα, στην κορυφή και τη βάση.
Απηυδισμένα από τη βιαιότητα και αναλγησία του αντιπάλου, την αναντίστοιχη προς την επίθεση αντίδραση των μαζών (περίοδοι πλημμυρίδας αλλά και άμπωτης) και με ροπή σε ταλαντεύσεις, αναζητούν διαφυγή και «λύση» σ ένα νεόκοπο μεταρρυθμισμό. μεταβαπτισμένο σ' επανάσταση και στην ασφάλεια των αστικοδημοκρατικών θεσμών του κράτους.
Ο μεταρρυθμισμός όλων των αποχρώσεων και ο κοινοβουλευτισμός -κυβερνητισμός, απολυτοποιούμενοι και ουδετεροποιούμενοι προς το αστικό κράτος και σύστημα, είναι ο δίδυμος ιός που στοιχειώνει την εργατική τάξη και το κίνημα της από τα πρώτα βήματα της παρουσίας της ως ανεξάρτητης πολιτικής δύναμης (μέσα 19ου αιώνα) αντανακλώντας την αναπόφευκτη ιδεολογικοπολιτική επίδραση της αστικής τάξης σε αυτήν.
Στη σύγχρονη συγκυρία, πολιτικά ρεύματα και διανοούμενοι που ρέπουν προς το μεταρρυθμισμό, δεν είναι οριστικά αλωμένοι απ' αυτόν, όπως οι ενσωματωμένοι ρεφορμιστές. Αποδέχονται την αξία χρήσης της μαρξιστικής θεωρίας, παραμένουν στα πολιτικά όρια της αντικαπιταλιστικής -επαναστατικής Αριστεράς. Επειδή όμως η ταλάντευση, ποικίλλουσα κατά περίπτωση, δεν διαρκεί αιώνια, η επαναστατική Αριστερά επωμίζεται επιτακτικά πλέον το καθήκον (υπαρκτό και αναγκαίο ούτως ή άλλως) να ηγεμονεύσει στο ριζοσπαστικό και στον ευρύτερο, όσο το δυνατόν, αριστερό χώρο.
Η αντικαπιταλιστική Αριστερά οφείλει να αντεπιτεθεί. Το απαιτούν τα αυξανόμενα προβλήματα αλλά και οι αυξανόμενες δυνατότητες της. Με όπλο της το ανανεωμένο, προσαρμοσμένο στη συγκυρία πρόγραμμα, την τεκμηρίωση της επιστημονικότητας και εφικτότητας του, πρέπει να επιδιώξει έναν ευρύτατο διάλογο. Σε αυτήν τη διαδικασία πρέπει να αναδειχτούν και όχι να συγκαλυφθούν οι διαφορές για το χαρακτήρα και το ρόλο της επαναστατικής Αριστεράς, την τακτική και τη στρατηγική, το κράτος, την κυβέρνηση, τα μέτωπα, την οικονομία. Όχι με αφορισμούς, προσβλητικούς πολιτικούς χαρακτηρισμούς, διάλογο κουφών. Ο συντροφικός, καλοπροαίρετος αλλά και ειλικρινής (όχι με σοφιστείες και στρεβλώσεις) διάλογος, είναι για όλους ωφέλιμος. Μεταρρύθμιση λοιπόν ή επανάσταση; Το παλιό ερώτημα (Ρ. Λούξεμπουργκ) είναι άκρως σύγχρονο.
Θεοποίηση της κυβερνητικής εξουσίας
Ο στόχος της αλλαγής ως κοινό αίτημα (με διαμετρικές αντιθέσεις) της Αριστεράς εύλογα θέτει το ερώτημα του φορέα της αλλαγής. Η μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου ταυτίζει το φορέα αυτό με την κυβέρνηση, άρα και ο κόσμος της Αριστεράς (στην πλειοψηφία του) με μιαν αριστερή κυβέρνηση. Τελευταία μάλιστα η έννοια της αριστερής κυβέρνησης προβάλλεται έντονα και στον ευρύτερο χώρο της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Είναι τόσο ριζωμένη στη συνείδηση του πολίτη η πεποίθηση ότι αποκλειστικά η κυβέρνηση λύνει ή δεν λύνει τα προβλήματα, ώστε συνήθως εκδηλώνει την προτίμηση του σε μια κυβέρνηση με γνώμονα μιαν επιδερμική απλώς αντίληψη της ιδεολογίας και της πολιτικής της, χωρίς να εξετάζει σοβαρά το χαρακτήρα των προβλημάτων, το πρόγραμμά της, τον πραγματικό πολιτικό της χαρακτήρα. Πολύ περισσότερο, δεν προβληματίζεται αν τα επίδικα προβλήματα (για παράδειγμα, ριζικές αλλαγές) μια κυβέρνηση, ακόμη και προοδευτική (αν υπάρξει), μπορεί να τα λύσει στο πλαίσιο του συστήματος ή αν λύνονται με εξωκοινοβουλευτικό αγώνα των εργαζομένων.
Αυτή η αντιμετώπιση δεν είναι προϊόν καμιάς ανοησίας των Ελλήνων, αλλά της αδιάλειπτης και μεθοδικής πλύσης εγκεφάλου από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς (ιδιωτικούς και δημόσιους) της άρχουσας τάξης. Μάλιστα, αυτή η θεοποίηση της κυβερνητικής εξουσίας εκφράζεται ακόμη και από πολιτικούς και διανοούμενους της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, που επαινούν τον ΣΥΡΙΖΑ γιατί απλώς έπιασε τον παλμό του κόσμου και πρότεινε την εναλλακτική πρόταση που αυτός απαιτούσε χωρίς να συνεξετάζουν αν η πρόταση ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του.
Πώς καλλιεργείται όμως η αντίληψη της παντοδυναμίας και ουδετερότητας της κυβέρνησης;
Πρώτο, με τη συστηματική, εξ απαλών ονύχων, ιδεολογική χειραγώγηση.
Δεύτερο, με το γενικό εκλογικό δικαίωμα, που ενισχύει την αντίληψη ουδετερότητας του αστικού κοινοβουλίου και της κυβέρνησης.
Τρίτο, με την ταύτιση της κυβέρνησης με την κρατική εξουσία και την άγνοια του πολιτικού συστήματος.
Τέταρτο, με την κυριαρχία των πελατειακών θεσμών και κυρίαρχη την κυβέρνηση, τη Βουλή, τα αστικά κόμματα στο ρόλο αυτό.
Πέμπτο, από την απουσία μεγάλων νικών του κινήματος τα τελευταία χρόνια και τις απεργοσπαστικές και αυταρχικές επιδόσεις των μνημονιακών κυβερνήσεων.
Έκτο, με τη λεγκαλιστική αυταπάτη ότι η κυβέρνηση είναι αταλάντευτος προστάτης των νόμων και των δίκαιων αιτημάτων των πολιτών. Αυτοί οι παράγοντες σε γενικές γραμμές, εξηγούν τις αυταπάτες του κλασικού και νέου ρεφορμισμού.
Ισχύουν όμως, ιδίως για το νέο μεταρρυθμισμό και ιδιαίτεροι παράγοντες:
Πρώτο, η υπερεκτίμηση και απολυτοποίηση της επιτυχίας του ΣΥΡΙΖΑ με την επίκληση απ' αυτόν της αριστερής κυβέρνησης.
Δεύτερο, πιστεύεται ότι ο αριστερός που παρασύρθηκε από την αριστερή ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ, μετά την δεξιά του παρέκκλιση, θα πειστεί από μια πραγματική αριστερή κυβερνητική πρόταση.
Τρίτο, η αυταπάτη για το χαρακτήρα του κράτους. Η αντίληψη ότι οι θεσμοί που νομιμοποιούνται από τη γενική ψήφο είναι ουδέτεροι και κυρίαρχοι στο αστικό κράτος (κυβέρνηση, Βουλή, Τοπική Αυτοδιοίκηση). Οι θεσμοί αυτοί θεωρούνται από το ρεφορμισμό «αδύνατος κρίκος» του αστικού κράτους. Ο δούρειος ίππος, με τον οποίο μπορούν να παρεισφρήσουν με την εκλογική ετυμηγορία οι δυνάμεις της αλλαγής δρώντας νόμιμα, για να μεταλλάξουν το κράτος και την οικονομία και μάλιστα σε σοσιαλιστική κατεύθυνση. Ο αστικοδημοκρατικός φετιχισμός τους κορυφώνεται από τη σχετική φαινομενικότητα της λήψης των αποφάσεων από το δίπολο κοινοβούλιο - κυβέρνηση.
Η έννοια «δεν μπορεί το κίνημα -θα μπορέσει η κυβέρνηση» αποδίδεται παραστατικά από ένα γνωστό μύθο: Οι Έλληνες πολιορκούν επί δέκα χρόνια την Τροία, χωρίς να κατορθώσουν να την εκπορθήσουν. Αποφασίζουν λοιπόν να αλλάξουν τακτική και να αλώσουν την Τροία από μέσα. Κατασκευάζουν το Δούρειο Ίππο, στην κοιλιά του οποίου κρύβονται οι επίλεκτοι Έλληνες (σαν να λέμε η αριστερή κυβέρνηση). Οι Τρώες εισάγουν το Δούρειο Ίππο στην πόλη και οι επίλεκτοι Έλληνες κάμπτουν την αντίσταση τους, με την επικουρία και του εξωτερικού στρατού.
Κατ' αναλογία με την εικόνα, συμπεραίνουμε για την αντίληψη της προτεραιότητας της αριστερής κυβέρνησης. Πρώτο, διαπιστώνεται όχι μια συγκυριακή αδυναμία αλλά η «φύσει» αδυναμία του κινήματος (τελειωτική) να νικήσει τον αντίπαλο. Δεύτερο, αναλαμβάνει ρόλο εκπορθητή, κυρίαρχο και καθοριστικό η «αριστερή» κυβέρνηση, που βαθμιαία δημιουργεί ρήγματα στο φρούριο, μέχρι ολοκληρωτικής κατίσχυσης. Τρίτο, το κίνημα δεν αποχωρεί ούτε αδρανεί. Παραμένει στη σκηνή, σ' ένα ρόλο δευτερεύοντα και βοηθητικό, πολεμώντας απ' έξω, ενώ η αποφασιστική μάχη για την κυριότητα του φρουρίου (εξουσία), δίνεται στο εσωτερικό του. Τέταρτο, η αντίληψη του κυβερνητισμού σαφώς συνδέεται με την κυρίαρχη ιδεολογία και πολιτική, που περιχαρακώνει το συνδικαλιστικό και το εν γένει κίνημα στον περίβολο ανεκτών από το σύστημα, τη συγκυρία και την αστική νομιμότητα διεκδικήσεων.
Σε μια παραλλαγή, ο ρεφορμισμός μη αναγνωρίζοντας στο κίνημα τη δυνατότητα να προκαλέσει ρήγματα και τελικά την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού (αν και προσπαθούν να το συγκαλύψουν με τη δυσερμήνευτη ιδιόλεκτο τους), μηδενίζοντας την αντικαπιταλιστική ανατροπή ως διά μαγείας, παρωδώντας τέλος τη σοσιαλιστική επανάσταση με την «επίθεση στα χειμερινά Ανάκτορα», που αδυνατεί βέβαια να καταλάβει την εξουσία στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, αναγορεύει την αριστερή κυβέρνηση σε κυρίαρχο και καθοριστικό παράγοντα του μετασχηματισμού κράτους και οικονομίας. Στο πλαίσιο βέβαια της αστικής νομιμότητας, χωρίς επανάσταση, αφού την απαξιώνουν ως «στιγμιαία έφοδο», επιφυλάσσοντας για το κίνημα έναν δευτερεύοντα ρόλο καθοδηγούμενο από την ηγεμονική αριστερή κυβέρνηση.
Η ιστορική πραγματικότητα όμως είναι ολοκληρωτικά απορριπτική γι' αυτή τη θέση: Όλες οι σημαντικές μεταρρυθμίσεις -στην τωρινή συγκυρία ακόμη και οι δευτερεύουσες- και φυσικά η κάθε επανάσταση σοσιαλιστική, αντιιμπεριαλιστική, αντιδικτατορική, δεν έγιναν από κάποια νομιμόφρονα καθεστωτική κυβέρνηση με όρους συστήματος, αλλά με την πάλη του κινήματος και των οργάνων του για ριζικές μεταρρυθμίσεις και την επανάσταση.
Ήδη από το 1860 οι Μαρξ και Ένγκελς επισημαίνουν τη δύναμη του εξωκοινοβουλευτικού αγώνα στην εργατική τάξη της Αγγλίας, που χωρίς μάλιστα να εκπροσωπείται στο κοινοβούλιο, κατόρθωσε με τις δυναμικές κινητοποιήσεις της να αποτρέψει την αγγλική αστική τάξη να επέμβει στον αμερικανικό εμφύλιο, υποστηρίζοντας τις δουλοκτητικές νότιες πολιτείες. Έτσι, με τη δράση της και με μεγάλο τίμημα ανεργίας, είχε αποφασιστική συμβολή σε ένα παγκόσμιας σημασίας γεγονός, τη νίκη των βόρειων πολιτειών.
Η πάλη του εργατικού κινήματος με άξονα τις κρίσεις 1873-95 και 1929-1945 αποσπά από την αστική τάξη σοβαρές κατακτήσεις οικονομικές, κοινωνικές (κράτος πρόνοιας) πολιτικές (εργασιακά, πολιτικά δικαιώματα), που βαθμιαία μετά τη «χρυσή τριακονταετία» (1945-75) αποδομούνται με την έλευση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού και τη νεοφιλελεύθερη διαχείριση.
Παράλληλα, ξεσπούν οι πρώτες σοσιαλιστικές επαναστάσεις, δημιουργείται το πρώτο σοσιαλιστικό κράτος, τα κομμουνιστικά κόμματα πρωταγωνιστούν στη συγκρότηση των λαϊκών μετώπων και ηγεμονεύουν στην αντιφασιστική πάλη, εγκαθιδρύονται στη βάση των κινημάτων οι λαϊκές δημοκρατίες, οι κομμουνιστές συμμετέχουν και υποστηρίζουν τις αντιιμπεριαλιστικές επαναστάσεις.
Αλλά και στην τελευταία κρίση και την αγριότητα που τη συνοδεύει, ξεσπούν απανωτές εξεγέρσεις (ακόμη και στη Σουηδία) και απειλούν τη λαίλαπα της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης. Αλήθεια, τι έχουν να αντιπαρατάξουν οι διαπρύσιοι θιασώτες της αριστερής κοινοβουλευτικής κυβέρνησης και οι κεντροαριστερές συμμαχίες;
Από το μιλερανισμό ως τον ευρωκομμουνισμό και τα κεντροαριστερά μέτωπα της δεκαετίας του '90, το αποτέλεσμα αυτής της στρατηγικής είναι ήττες οδυνηρές και διαλυτικές. Αλλά και οι αριστερές κυβερνήσεις της Χιλής και της Βενεζουέλας, ακόμη και η σοσιαλδημοκρατική της Αργεντινής, δεν επιβεβαιώνουν την άποψή τους, όπως βαυκαλίζονται, αλλά την άποψη του επαναστατικού δρόμου. Αφενός, προέκυψαν σε συνθήκες μεγάλης ανόδου του κινήματος (εξεγέρσεις στη Βενεζουέλα και Αργεντινάζο). Αφετέρου, καθηλώθηκαν στην αυταπάτη της αστικής νομιμότητας και δεν προχώρησαν στην επαναστατική τομή, αν και υπήρχαν εξεγερσιακές διαθέσεις. Αποτέλεσμα, η επιβολή δικτατορίας στη Χιλή χωρίς αντίσταση, ενώ και στη Βενεζουέλα η ίδια ολιγωρία δημιουργεί ήδη ασφυκτική πίεση για την παλιννόστηση μιας αντιδραστικής ολιγαρχίας.
Η εγγενής λογική του συστήματος, η αντιδραστικοποίηση του στη συγκυρία, η συσσώρευση πλούσιας εμπειρίας ελάχιστα περιθώρια για αυταπάτες επιτρέπουν.
Όμως, όχι απλώς η ανάδειξη της αριστερής κυβέρνησης, χωρίς ανάδειξη ισχυρού κινήματος, αλλά κυρίως η αντίληψη του βαθμιαίου (πόλεμος θέσεων) και απρόσκοπτου μετασχηματισμού της κοινωνίας μέχρι το σοσιαλισμό, χωρίς κατασταλτική ανατροπή πιστοποιεί τις ισχυρές αυταπάτες για την αστική νομιμότητα.
Η αστική τάξη αν ανεχτεί ή αν σε πρώτη φάση δεν μπορέσει να αποτρέψει την προσωρινή απώλεια ενός μέρους της εξουσίας της, μετατοπίζει την εξουσία της ουσιαστικά στους κατασταλτικούς μηχανισμούς που παρεμβαίνουν άμεσα και δυναμικά για να εκβιάσουν την ενσωμάτωση της αριστερής κυβέρνησης ή να επιχειρήσουν τη βίαιη εκπαραθύρωσή της.
Επιπτώσεις της κυριαρχίας του κυβερνητικού φετιχισμού
Η έμφαση της συζήτησης για την πρόταξη της αριστερής κυβέρνησης εκφράζει τον κυβερνητικό φετιχισμό που κυριαρχεί στην ελληνική κοινωνία και τη δυσπιστία ή και άρνηση της επαναστατικής λογικής. Η υλοποίηση του αντικαπιταλιστικού προγράμματος είναι ασύμβατη με μιαν αστική κυβέρνηση, έστω και αριστερή, περιθωριοποιεί το κίνημα, υποκαθιστά τον επαναστατικό δρόμο με το μεταρρυθμισμό.
Πρώτο: Το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα είναι ανεφάρμοστο από μια κυβέρνηση της Αριστεράς, γιατί προϋποθέτει ότι η άρχουσα τάξη παθητικά θα παρακολουθεί την αποδόμησή της.
Δεύτερο: Η άμεση πρόταση μιας εναλλακτικής αριστερής κυβέρνησης είναι ανεδαφική, γιατί μόνο ως υποπροϊόν έντονης ανάπτυξης της ταξικής πάλης και ανάπτυξης του κινήματος μπορεί να εμφανιστεί.
Τρίτο: Ακόμη κι αν προκύψει χωρίς αυτή την προϋπόθεση ως ιστορική εξαίρεση, χωρίς τη στήριξη του κινήματος γρήγορα θα καταρρεύσει.
Τέταρτο: Δεν καθορίζεται ο χαρακτήρας μιας τέτοιας κυβέρνησης και με ακρίβεια η πολιτική της σε αντιδιαστολή με το Τέταρτο Συνέδριο της Διεθνούς, που με επίταση το επικαλούνται, το οποίο όμως προσδιόριζε πέντε είδη εργατικής κυβέρνησης και όριζε αιτιολογημένα σε ποιες ήταν θεμιτή η συμμετοχή των κομμουνιστών. Δεν είναι επιπολαιότητα η υποστήριξη μιας αριστερής κυβέρνησης χωρίς να προσδιορίζεται συγκεκριμένα ο χαρακτήρας και η αποστολή της;
Πέμπτο: Η προτεραιότητα της αριστερής κυβέρνησης (χρονική και παραγωγική) έναντι του κινήματος, οδηγεί στην υποβάθμισή του, στη θέση συμπληρώματος της αριστερής κυβέρνησης. Βέβαια, δεν παραδέχονται την υποβάθμιση αυτή. Αλλά και μόνη η άμεση πρόταξη της κυβέρνησης έναντι του κινήματος, υποδηλώνει την υποβάθμισή του και μάλιστα ως δομικής σχέσης, όχι ως συγκυριακής περίπτωσης.
Έκτο: Αλλά και αντίστροφα ο σχηματισμός μιας τέτοιας κυβέρνησης δεν ευνοεί την ενίσχυση ενός ριζοσπαστικού κινήματος. Μάλλον την χαλιναγωγεί προς αποφυγή εμπλοκών με την άρχουσα τάξη.
Έβδομο: Επειδή εκτός απρόοπτου η αυτοδυναμία αποκλείεται, είναι σχεδόν βέβαιες οι ετερόκλητες συμμαχίες, με τις ανάλογες επιπτώσεις.
Όγδοο: Η πρόταση αριστερής κυβέρνησης ευνοεί την παρεμφερή πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ. Η μορφική σύγκλιση (κυβέρνηση Αριστεράς),παρά το διαφορετικό περιεχόμενο, ευνοεί τον ΣΥΡΙΖΑ που ηγεμονεύει σε αυτήν την πρόταση. Αντικειμενικά, θα ενισχύονται οι πιέσεις του ΣΥΡΙΖΑ για συμμαχία, αφού θα συμπίπτουν στο κύριο, την αριστερή κυβέρνηση, ενώ και ο κόσμος αυθόρμητα θα απαιτεί συμμαχία και συγκυβέρνηση των υποστηρικτών της αριστερής κυβέρνησης.
Ένατο: Οι κομμουνιστές δεν απορρίπτουν από θέση αρχής μιαν αριστερή κυβέρνηση. Την θεωρούν όμως απλό ενδεχόμενο (όχι νομοτέλεια!) «υποπροϊόν» της ανάπτυξης της ταξικής πάλης και του κινήματος, μορφή πάλης, θετική για την επαναστατική διαδικασία, αν πριν τη βέβαιη ανατροπή της αποτελέσει μορφή περάσματος στην επανάσταση.
Νεο-ρεφορμισμός: Εγκλωβισμός στον καπιταλισμό
Οι οπαδοί του κυβερνητισμού - κοινοβουλευτισμού και του νεο-μεταρρυθμισμού, με φανατισμό νεοπροσύλητου, δεν θέτουν μόνο μια θεωρητική και πολιτική πρόταση προς συζήτηση και γόνιμο προβληματισμό. Την ανάγουν σε απόλυτη και μοναδική αλήθεια: Μονόδρομος της μετάβασης είναι ένας κοινοβουλευτικός περίπατος (όχι η ταξική αξιοποίηση του αστικού κοινοβουλίου), ένας απρόσκοπτος κυβερνητισμός, ενώ μια διαρκής εξελικτική διαδικασία «διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων», αυτοχαρακτηρίζεται «ξεκίνημα της επαναστατικής διαδικασίας» και προώθηση της.
Η μεταβατική αντικαπιταλιστική πολιτική δεν θεωρείται απλώς εσφαλμένη, αλλά ως απουσία πολιτικής. Άλλοι διατείνονται ότι «η επαναστατική Αριστερά δεν μπορεί και δεν πρέπει να σκέφτεται μόνο με όρους αναπαραγωγής, οργανωτικής ανάπτυξης και αριστερής αντιπολίτευσης σε μια ρεφορμιστική Αριστερά στην οποία θα έχει εκχωρήσει τη δυνατότητα να κάνει πολιτική». Σε άλλη παραλλαγή, στην αντικαπιταλιστική Αριστερά καταλογίζεται έλλειψη πολιτικής παρέμβασης και περιορισμός στη λογική «αριστερόμετρου» και «ομίλου μαρξιστικών μελετών». Αλλού η αναγκαιότητα της αριστερής κυβέρνησης ως μονόδρομου μετάβασης θεμελιώνεται δια της εις άτοπον απαγωγής. Μόνοι τους ορίζουν ότι η αντικαπιταλιστική πρόταση που απορρίπτει την αριστερή κυβέρνηση ισοδυναμεί με τη δικτατορία του προλεταριάτου, την επίθεση στα Χειμερινά Ανάκτορα, με «εμφύλιο πόλεμο», ότι «αντί να ανοίγει έμπρακτα τη διαδικασία σοσιαλιστικής μετάβασης ταυτίζεται άμεσα με το σοσιαλισμό».
Η θεωρητική ακροβασία και λαθροχειρία αυτών των διατυπώσεων είναι κραυγαλέα και μικρόψυχη. Η μεταβατική αντικαπιταλιστική πρόταση μεταμορφώνεται σε ένα σκιάχτρο χοντροκομμένης «υπερεπαναστσπκότητας», ταυτίζεται με πς «χιλιαστικές απόψεις» του ΚΚΕ, την άρνηση παρεμβατικής τακτικής και την αναμονή απλώς «του Αγίου Σοσιαλισμού», για να στιγματιστεί ως ανορθολογική, ανιστόρητη, σεχταριστική. Κι έτσι να «πέσει στα μάτια» ενός διευρυνόμενου αριστερού προοδευτικού κοινού, που προσβλέπει στην αντικαπιταλιστική - επαναστατική Αριστερά ως εναλλακτική, νέα Αριστερά, υπερβατική του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ.
Είναι όμως, αυτός καλοπροαίρετος και γόνιμος διάλογος μαρξιστών; Με ποια σουρεαλιστική λογική ταυτίζεται το μεταβατικό πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με το στρατηγικό αναχωρητισμό του ΚΚΕ; Είναι δυνατόν να απευθύνεται στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ η αιτίαση για την ανυπαρξία ουσιαστικά μεταβατικής πρότασης, όταν πρώτη επεξεργάστηκε και πρότεινε ένα συνεκτικό, ολοκληρωμένο, ρεαλιστικό πρόγραμμα, που συναρθρώνεται ως γέφυρα με την επαναστατική διαδικασία;
Το χείριστο και καθοριστικό: Ο κυβερνητισμός - κοινοβουλευτισμός, ο λεγκαλισμός, ο υπερτονισμός των μεταρρυθμίσεων δεν αποτελούν απλώς εκτροπή από την επαναστατική αντίληψη, αλλά αρθρώνονται με έναν ολοκληρωμένο, εφ' όλης της ύλης, μεταρρυθμισμό - εξελικτικισμό, που στο νεορεφορμισμό μεταμφιέζεται σε επανάσταση.
Δεν έπεται ασφαλώς ότι όποιος προβάλλει τέτοιες απόψεις ή ορισμένες απ' αυτές πρεσβεύει το ιδεολόγημα ως όλον. Αυτό το ιδεολόγημα προτείνει διαρκή εξελικτική διαδικασία που μετεξελίσσεται σε «επανάσταση», χωρίς όμως επαναστατική τομή, αποφασιστική αναμέτρηση για την εξουσία, χωρίς συντριβή του αστικού κρατικού μηχανισμού, χωρίς εγκαθίδρυση της εργατικής εξουσίας (όχι βέβαια με μορφή μονόπρακτου). Οι πρόδρομες στιγμές της επαναστατικής τομής (επαναστατική κατάσταση, δυαδική εξουσία, εξέγερση) εγκαταλείπονται ή ενσωματώνονται στους αστικούς μηχανισμούς. Δεν απορρίπτουν ρητά αλλά υπόρρητα την επανάσταση, ταυτίζοντας την χλευαστικά με την «επίθεση στα Χειμερινά Ανάκτορα» (η οποία όμως είναι εξέγερση, στιγμή της επανάστασης). Προφανώς, υιοθετούν την πουλαντζιανή αντίληψη του κράτους - σχέση, θεωρώντας ότι για την αλλαγή του συσχετισμού στους κόλπους του, κομβικό στοιχείο θα αποτελέσει η κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας.
aristeroblog.gr
Η επιχείρηση καπιταλιστικής ανασυγκρότησης στο φάσμα των στόχων της εντείνει την επίθεση της και στην αντικαπιταλιστική - επαναστατική Αριστερά με άμεσες και έμμεσες μορφές. Δεν αιθεροβατούμε. 'Όχι κυρίως λόγω του υπαρκτού μεγέθους και της επιρροής της, που σημειώνει όμως αξιοσημείωτη αυξητική τάση, αλλά περισσότερο λόγω της δυνατότητας, υπαρκτής σε συνθήκες κρίσης, όπου αποδειγμένα το μικρό και το μεγάλο αλλάζουν θέση, επικίνδυνης εκτίναξης της επιρροής της.
«Εκκαθάριση» αριστερού εδάφους
Παράλληλα, σε συνθήκες της στρατηγικής για το σύστημα ανασυγκρότησης του νέου διπολισμού, ιδιαίτερη σημασία αποκτά η «εκκαθάριση» του αριστερού εδάφους πέριξ του ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να περιορίζεται η επιρροή και η όσμωση με την αριστερή του πτέρυγα.
Σε αυτές τις συνθήκες, εννοείται η ρεφορμιστική αντίληψη ήπιων και ανεκτών από το σύστημα μεταρρυθμίσεων, οριακά έστω βελτιωτικών, σε μιαν καθημαγμένη κοινωνία. Η ρεφορμιστική αντίληψη όμως διαπερνά και αριστερά τμήματα, στην κορυφή και τη βάση.
Απηυδισμένα από τη βιαιότητα και αναλγησία του αντιπάλου, την αναντίστοιχη προς την επίθεση αντίδραση των μαζών (περίοδοι πλημμυρίδας αλλά και άμπωτης) και με ροπή σε ταλαντεύσεις, αναζητούν διαφυγή και «λύση» σ ένα νεόκοπο μεταρρυθμισμό. μεταβαπτισμένο σ' επανάσταση και στην ασφάλεια των αστικοδημοκρατικών θεσμών του κράτους.
Ο μεταρρυθμισμός όλων των αποχρώσεων και ο κοινοβουλευτισμός -κυβερνητισμός, απολυτοποιούμενοι και ουδετεροποιούμενοι προς το αστικό κράτος και σύστημα, είναι ο δίδυμος ιός που στοιχειώνει την εργατική τάξη και το κίνημα της από τα πρώτα βήματα της παρουσίας της ως ανεξάρτητης πολιτικής δύναμης (μέσα 19ου αιώνα) αντανακλώντας την αναπόφευκτη ιδεολογικοπολιτική επίδραση της αστικής τάξης σε αυτήν.
Στη σύγχρονη συγκυρία, πολιτικά ρεύματα και διανοούμενοι που ρέπουν προς το μεταρρυθμισμό, δεν είναι οριστικά αλωμένοι απ' αυτόν, όπως οι ενσωματωμένοι ρεφορμιστές. Αποδέχονται την αξία χρήσης της μαρξιστικής θεωρίας, παραμένουν στα πολιτικά όρια της αντικαπιταλιστικής -επαναστατικής Αριστεράς. Επειδή όμως η ταλάντευση, ποικίλλουσα κατά περίπτωση, δεν διαρκεί αιώνια, η επαναστατική Αριστερά επωμίζεται επιτακτικά πλέον το καθήκον (υπαρκτό και αναγκαίο ούτως ή άλλως) να ηγεμονεύσει στο ριζοσπαστικό και στον ευρύτερο, όσο το δυνατόν, αριστερό χώρο.
Η αντικαπιταλιστική Αριστερά οφείλει να αντεπιτεθεί. Το απαιτούν τα αυξανόμενα προβλήματα αλλά και οι αυξανόμενες δυνατότητες της. Με όπλο της το ανανεωμένο, προσαρμοσμένο στη συγκυρία πρόγραμμα, την τεκμηρίωση της επιστημονικότητας και εφικτότητας του, πρέπει να επιδιώξει έναν ευρύτατο διάλογο. Σε αυτήν τη διαδικασία πρέπει να αναδειχτούν και όχι να συγκαλυφθούν οι διαφορές για το χαρακτήρα και το ρόλο της επαναστατικής Αριστεράς, την τακτική και τη στρατηγική, το κράτος, την κυβέρνηση, τα μέτωπα, την οικονομία. Όχι με αφορισμούς, προσβλητικούς πολιτικούς χαρακτηρισμούς, διάλογο κουφών. Ο συντροφικός, καλοπροαίρετος αλλά και ειλικρινής (όχι με σοφιστείες και στρεβλώσεις) διάλογος, είναι για όλους ωφέλιμος. Μεταρρύθμιση λοιπόν ή επανάσταση; Το παλιό ερώτημα (Ρ. Λούξεμπουργκ) είναι άκρως σύγχρονο.
Θεοποίηση της κυβερνητικής εξουσίας
Ο στόχος της αλλαγής ως κοινό αίτημα (με διαμετρικές αντιθέσεις) της Αριστεράς εύλογα θέτει το ερώτημα του φορέα της αλλαγής. Η μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου ταυτίζει το φορέα αυτό με την κυβέρνηση, άρα και ο κόσμος της Αριστεράς (στην πλειοψηφία του) με μιαν αριστερή κυβέρνηση. Τελευταία μάλιστα η έννοια της αριστερής κυβέρνησης προβάλλεται έντονα και στον ευρύτερο χώρο της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Είναι τόσο ριζωμένη στη συνείδηση του πολίτη η πεποίθηση ότι αποκλειστικά η κυβέρνηση λύνει ή δεν λύνει τα προβλήματα, ώστε συνήθως εκδηλώνει την προτίμηση του σε μια κυβέρνηση με γνώμονα μιαν επιδερμική απλώς αντίληψη της ιδεολογίας και της πολιτικής της, χωρίς να εξετάζει σοβαρά το χαρακτήρα των προβλημάτων, το πρόγραμμά της, τον πραγματικό πολιτικό της χαρακτήρα. Πολύ περισσότερο, δεν προβληματίζεται αν τα επίδικα προβλήματα (για παράδειγμα, ριζικές αλλαγές) μια κυβέρνηση, ακόμη και προοδευτική (αν υπάρξει), μπορεί να τα λύσει στο πλαίσιο του συστήματος ή αν λύνονται με εξωκοινοβουλευτικό αγώνα των εργαζομένων.
Αυτή η αντιμετώπιση δεν είναι προϊόν καμιάς ανοησίας των Ελλήνων, αλλά της αδιάλειπτης και μεθοδικής πλύσης εγκεφάλου από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς (ιδιωτικούς και δημόσιους) της άρχουσας τάξης. Μάλιστα, αυτή η θεοποίηση της κυβερνητικής εξουσίας εκφράζεται ακόμη και από πολιτικούς και διανοούμενους της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, που επαινούν τον ΣΥΡΙΖΑ γιατί απλώς έπιασε τον παλμό του κόσμου και πρότεινε την εναλλακτική πρόταση που αυτός απαιτούσε χωρίς να συνεξετάζουν αν η πρόταση ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του.
Πώς καλλιεργείται όμως η αντίληψη της παντοδυναμίας και ουδετερότητας της κυβέρνησης;
Πρώτο, με τη συστηματική, εξ απαλών ονύχων, ιδεολογική χειραγώγηση.
Δεύτερο, με το γενικό εκλογικό δικαίωμα, που ενισχύει την αντίληψη ουδετερότητας του αστικού κοινοβουλίου και της κυβέρνησης.
Τρίτο, με την ταύτιση της κυβέρνησης με την κρατική εξουσία και την άγνοια του πολιτικού συστήματος.
Τέταρτο, με την κυριαρχία των πελατειακών θεσμών και κυρίαρχη την κυβέρνηση, τη Βουλή, τα αστικά κόμματα στο ρόλο αυτό.
Πέμπτο, από την απουσία μεγάλων νικών του κινήματος τα τελευταία χρόνια και τις απεργοσπαστικές και αυταρχικές επιδόσεις των μνημονιακών κυβερνήσεων.
Έκτο, με τη λεγκαλιστική αυταπάτη ότι η κυβέρνηση είναι αταλάντευτος προστάτης των νόμων και των δίκαιων αιτημάτων των πολιτών. Αυτοί οι παράγοντες σε γενικές γραμμές, εξηγούν τις αυταπάτες του κλασικού και νέου ρεφορμισμού.
Ισχύουν όμως, ιδίως για το νέο μεταρρυθμισμό και ιδιαίτεροι παράγοντες:
Πρώτο, η υπερεκτίμηση και απολυτοποίηση της επιτυχίας του ΣΥΡΙΖΑ με την επίκληση απ' αυτόν της αριστερής κυβέρνησης.
Δεύτερο, πιστεύεται ότι ο αριστερός που παρασύρθηκε από την αριστερή ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ, μετά την δεξιά του παρέκκλιση, θα πειστεί από μια πραγματική αριστερή κυβερνητική πρόταση.
Τρίτο, η αυταπάτη για το χαρακτήρα του κράτους. Η αντίληψη ότι οι θεσμοί που νομιμοποιούνται από τη γενική ψήφο είναι ουδέτεροι και κυρίαρχοι στο αστικό κράτος (κυβέρνηση, Βουλή, Τοπική Αυτοδιοίκηση). Οι θεσμοί αυτοί θεωρούνται από το ρεφορμισμό «αδύνατος κρίκος» του αστικού κράτους. Ο δούρειος ίππος, με τον οποίο μπορούν να παρεισφρήσουν με την εκλογική ετυμηγορία οι δυνάμεις της αλλαγής δρώντας νόμιμα, για να μεταλλάξουν το κράτος και την οικονομία και μάλιστα σε σοσιαλιστική κατεύθυνση. Ο αστικοδημοκρατικός φετιχισμός τους κορυφώνεται από τη σχετική φαινομενικότητα της λήψης των αποφάσεων από το δίπολο κοινοβούλιο - κυβέρνηση.
Η έννοια «δεν μπορεί το κίνημα -θα μπορέσει η κυβέρνηση» αποδίδεται παραστατικά από ένα γνωστό μύθο: Οι Έλληνες πολιορκούν επί δέκα χρόνια την Τροία, χωρίς να κατορθώσουν να την εκπορθήσουν. Αποφασίζουν λοιπόν να αλλάξουν τακτική και να αλώσουν την Τροία από μέσα. Κατασκευάζουν το Δούρειο Ίππο, στην κοιλιά του οποίου κρύβονται οι επίλεκτοι Έλληνες (σαν να λέμε η αριστερή κυβέρνηση). Οι Τρώες εισάγουν το Δούρειο Ίππο στην πόλη και οι επίλεκτοι Έλληνες κάμπτουν την αντίσταση τους, με την επικουρία και του εξωτερικού στρατού.
Κατ' αναλογία με την εικόνα, συμπεραίνουμε για την αντίληψη της προτεραιότητας της αριστερής κυβέρνησης. Πρώτο, διαπιστώνεται όχι μια συγκυριακή αδυναμία αλλά η «φύσει» αδυναμία του κινήματος (τελειωτική) να νικήσει τον αντίπαλο. Δεύτερο, αναλαμβάνει ρόλο εκπορθητή, κυρίαρχο και καθοριστικό η «αριστερή» κυβέρνηση, που βαθμιαία δημιουργεί ρήγματα στο φρούριο, μέχρι ολοκληρωτικής κατίσχυσης. Τρίτο, το κίνημα δεν αποχωρεί ούτε αδρανεί. Παραμένει στη σκηνή, σ' ένα ρόλο δευτερεύοντα και βοηθητικό, πολεμώντας απ' έξω, ενώ η αποφασιστική μάχη για την κυριότητα του φρουρίου (εξουσία), δίνεται στο εσωτερικό του. Τέταρτο, η αντίληψη του κυβερνητισμού σαφώς συνδέεται με την κυρίαρχη ιδεολογία και πολιτική, που περιχαρακώνει το συνδικαλιστικό και το εν γένει κίνημα στον περίβολο ανεκτών από το σύστημα, τη συγκυρία και την αστική νομιμότητα διεκδικήσεων.
Σε μια παραλλαγή, ο ρεφορμισμός μη αναγνωρίζοντας στο κίνημα τη δυνατότητα να προκαλέσει ρήγματα και τελικά την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού (αν και προσπαθούν να το συγκαλύψουν με τη δυσερμήνευτη ιδιόλεκτο τους), μηδενίζοντας την αντικαπιταλιστική ανατροπή ως διά μαγείας, παρωδώντας τέλος τη σοσιαλιστική επανάσταση με την «επίθεση στα χειμερινά Ανάκτορα», που αδυνατεί βέβαια να καταλάβει την εξουσία στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, αναγορεύει την αριστερή κυβέρνηση σε κυρίαρχο και καθοριστικό παράγοντα του μετασχηματισμού κράτους και οικονομίας. Στο πλαίσιο βέβαια της αστικής νομιμότητας, χωρίς επανάσταση, αφού την απαξιώνουν ως «στιγμιαία έφοδο», επιφυλάσσοντας για το κίνημα έναν δευτερεύοντα ρόλο καθοδηγούμενο από την ηγεμονική αριστερή κυβέρνηση.
Η ιστορική πραγματικότητα όμως είναι ολοκληρωτικά απορριπτική γι' αυτή τη θέση: Όλες οι σημαντικές μεταρρυθμίσεις -στην τωρινή συγκυρία ακόμη και οι δευτερεύουσες- και φυσικά η κάθε επανάσταση σοσιαλιστική, αντιιμπεριαλιστική, αντιδικτατορική, δεν έγιναν από κάποια νομιμόφρονα καθεστωτική κυβέρνηση με όρους συστήματος, αλλά με την πάλη του κινήματος και των οργάνων του για ριζικές μεταρρυθμίσεις και την επανάσταση.
Ήδη από το 1860 οι Μαρξ και Ένγκελς επισημαίνουν τη δύναμη του εξωκοινοβουλευτικού αγώνα στην εργατική τάξη της Αγγλίας, που χωρίς μάλιστα να εκπροσωπείται στο κοινοβούλιο, κατόρθωσε με τις δυναμικές κινητοποιήσεις της να αποτρέψει την αγγλική αστική τάξη να επέμβει στον αμερικανικό εμφύλιο, υποστηρίζοντας τις δουλοκτητικές νότιες πολιτείες. Έτσι, με τη δράση της και με μεγάλο τίμημα ανεργίας, είχε αποφασιστική συμβολή σε ένα παγκόσμιας σημασίας γεγονός, τη νίκη των βόρειων πολιτειών.
Η πάλη του εργατικού κινήματος με άξονα τις κρίσεις 1873-95 και 1929-1945 αποσπά από την αστική τάξη σοβαρές κατακτήσεις οικονομικές, κοινωνικές (κράτος πρόνοιας) πολιτικές (εργασιακά, πολιτικά δικαιώματα), που βαθμιαία μετά τη «χρυσή τριακονταετία» (1945-75) αποδομούνται με την έλευση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού και τη νεοφιλελεύθερη διαχείριση.
Παράλληλα, ξεσπούν οι πρώτες σοσιαλιστικές επαναστάσεις, δημιουργείται το πρώτο σοσιαλιστικό κράτος, τα κομμουνιστικά κόμματα πρωταγωνιστούν στη συγκρότηση των λαϊκών μετώπων και ηγεμονεύουν στην αντιφασιστική πάλη, εγκαθιδρύονται στη βάση των κινημάτων οι λαϊκές δημοκρατίες, οι κομμουνιστές συμμετέχουν και υποστηρίζουν τις αντιιμπεριαλιστικές επαναστάσεις.
Αλλά και στην τελευταία κρίση και την αγριότητα που τη συνοδεύει, ξεσπούν απανωτές εξεγέρσεις (ακόμη και στη Σουηδία) και απειλούν τη λαίλαπα της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης. Αλήθεια, τι έχουν να αντιπαρατάξουν οι διαπρύσιοι θιασώτες της αριστερής κοινοβουλευτικής κυβέρνησης και οι κεντροαριστερές συμμαχίες;
Από το μιλερανισμό ως τον ευρωκομμουνισμό και τα κεντροαριστερά μέτωπα της δεκαετίας του '90, το αποτέλεσμα αυτής της στρατηγικής είναι ήττες οδυνηρές και διαλυτικές. Αλλά και οι αριστερές κυβερνήσεις της Χιλής και της Βενεζουέλας, ακόμη και η σοσιαλδημοκρατική της Αργεντινής, δεν επιβεβαιώνουν την άποψή τους, όπως βαυκαλίζονται, αλλά την άποψη του επαναστατικού δρόμου. Αφενός, προέκυψαν σε συνθήκες μεγάλης ανόδου του κινήματος (εξεγέρσεις στη Βενεζουέλα και Αργεντινάζο). Αφετέρου, καθηλώθηκαν στην αυταπάτη της αστικής νομιμότητας και δεν προχώρησαν στην επαναστατική τομή, αν και υπήρχαν εξεγερσιακές διαθέσεις. Αποτέλεσμα, η επιβολή δικτατορίας στη Χιλή χωρίς αντίσταση, ενώ και στη Βενεζουέλα η ίδια ολιγωρία δημιουργεί ήδη ασφυκτική πίεση για την παλιννόστηση μιας αντιδραστικής ολιγαρχίας.
Η εγγενής λογική του συστήματος, η αντιδραστικοποίηση του στη συγκυρία, η συσσώρευση πλούσιας εμπειρίας ελάχιστα περιθώρια για αυταπάτες επιτρέπουν.
Όμως, όχι απλώς η ανάδειξη της αριστερής κυβέρνησης, χωρίς ανάδειξη ισχυρού κινήματος, αλλά κυρίως η αντίληψη του βαθμιαίου (πόλεμος θέσεων) και απρόσκοπτου μετασχηματισμού της κοινωνίας μέχρι το σοσιαλισμό, χωρίς κατασταλτική ανατροπή πιστοποιεί τις ισχυρές αυταπάτες για την αστική νομιμότητα.
Η αστική τάξη αν ανεχτεί ή αν σε πρώτη φάση δεν μπορέσει να αποτρέψει την προσωρινή απώλεια ενός μέρους της εξουσίας της, μετατοπίζει την εξουσία της ουσιαστικά στους κατασταλτικούς μηχανισμούς που παρεμβαίνουν άμεσα και δυναμικά για να εκβιάσουν την ενσωμάτωση της αριστερής κυβέρνησης ή να επιχειρήσουν τη βίαιη εκπαραθύρωσή της.
Επιπτώσεις της κυριαρχίας του κυβερνητικού φετιχισμού
Η έμφαση της συζήτησης για την πρόταξη της αριστερής κυβέρνησης εκφράζει τον κυβερνητικό φετιχισμό που κυριαρχεί στην ελληνική κοινωνία και τη δυσπιστία ή και άρνηση της επαναστατικής λογικής. Η υλοποίηση του αντικαπιταλιστικού προγράμματος είναι ασύμβατη με μιαν αστική κυβέρνηση, έστω και αριστερή, περιθωριοποιεί το κίνημα, υποκαθιστά τον επαναστατικό δρόμο με το μεταρρυθμισμό.
Πρώτο: Το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα είναι ανεφάρμοστο από μια κυβέρνηση της Αριστεράς, γιατί προϋποθέτει ότι η άρχουσα τάξη παθητικά θα παρακολουθεί την αποδόμησή της.
Δεύτερο: Η άμεση πρόταση μιας εναλλακτικής αριστερής κυβέρνησης είναι ανεδαφική, γιατί μόνο ως υποπροϊόν έντονης ανάπτυξης της ταξικής πάλης και ανάπτυξης του κινήματος μπορεί να εμφανιστεί.
Τρίτο: Ακόμη κι αν προκύψει χωρίς αυτή την προϋπόθεση ως ιστορική εξαίρεση, χωρίς τη στήριξη του κινήματος γρήγορα θα καταρρεύσει.
Τέταρτο: Δεν καθορίζεται ο χαρακτήρας μιας τέτοιας κυβέρνησης και με ακρίβεια η πολιτική της σε αντιδιαστολή με το Τέταρτο Συνέδριο της Διεθνούς, που με επίταση το επικαλούνται, το οποίο όμως προσδιόριζε πέντε είδη εργατικής κυβέρνησης και όριζε αιτιολογημένα σε ποιες ήταν θεμιτή η συμμετοχή των κομμουνιστών. Δεν είναι επιπολαιότητα η υποστήριξη μιας αριστερής κυβέρνησης χωρίς να προσδιορίζεται συγκεκριμένα ο χαρακτήρας και η αποστολή της;
Πέμπτο: Η προτεραιότητα της αριστερής κυβέρνησης (χρονική και παραγωγική) έναντι του κινήματος, οδηγεί στην υποβάθμισή του, στη θέση συμπληρώματος της αριστερής κυβέρνησης. Βέβαια, δεν παραδέχονται την υποβάθμιση αυτή. Αλλά και μόνη η άμεση πρόταξη της κυβέρνησης έναντι του κινήματος, υποδηλώνει την υποβάθμισή του και μάλιστα ως δομικής σχέσης, όχι ως συγκυριακής περίπτωσης.
Έκτο: Αλλά και αντίστροφα ο σχηματισμός μιας τέτοιας κυβέρνησης δεν ευνοεί την ενίσχυση ενός ριζοσπαστικού κινήματος. Μάλλον την χαλιναγωγεί προς αποφυγή εμπλοκών με την άρχουσα τάξη.
Έβδομο: Επειδή εκτός απρόοπτου η αυτοδυναμία αποκλείεται, είναι σχεδόν βέβαιες οι ετερόκλητες συμμαχίες, με τις ανάλογες επιπτώσεις.
Όγδοο: Η πρόταση αριστερής κυβέρνησης ευνοεί την παρεμφερή πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ. Η μορφική σύγκλιση (κυβέρνηση Αριστεράς),παρά το διαφορετικό περιεχόμενο, ευνοεί τον ΣΥΡΙΖΑ που ηγεμονεύει σε αυτήν την πρόταση. Αντικειμενικά, θα ενισχύονται οι πιέσεις του ΣΥΡΙΖΑ για συμμαχία, αφού θα συμπίπτουν στο κύριο, την αριστερή κυβέρνηση, ενώ και ο κόσμος αυθόρμητα θα απαιτεί συμμαχία και συγκυβέρνηση των υποστηρικτών της αριστερής κυβέρνησης.
Ένατο: Οι κομμουνιστές δεν απορρίπτουν από θέση αρχής μιαν αριστερή κυβέρνηση. Την θεωρούν όμως απλό ενδεχόμενο (όχι νομοτέλεια!) «υποπροϊόν» της ανάπτυξης της ταξικής πάλης και του κινήματος, μορφή πάλης, θετική για την επαναστατική διαδικασία, αν πριν τη βέβαιη ανατροπή της αποτελέσει μορφή περάσματος στην επανάσταση.
Νεο-ρεφορμισμός: Εγκλωβισμός στον καπιταλισμό
Οι οπαδοί του κυβερνητισμού - κοινοβουλευτισμού και του νεο-μεταρρυθμισμού, με φανατισμό νεοπροσύλητου, δεν θέτουν μόνο μια θεωρητική και πολιτική πρόταση προς συζήτηση και γόνιμο προβληματισμό. Την ανάγουν σε απόλυτη και μοναδική αλήθεια: Μονόδρομος της μετάβασης είναι ένας κοινοβουλευτικός περίπατος (όχι η ταξική αξιοποίηση του αστικού κοινοβουλίου), ένας απρόσκοπτος κυβερνητισμός, ενώ μια διαρκής εξελικτική διαδικασία «διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων», αυτοχαρακτηρίζεται «ξεκίνημα της επαναστατικής διαδικασίας» και προώθηση της.
Η μεταβατική αντικαπιταλιστική πολιτική δεν θεωρείται απλώς εσφαλμένη, αλλά ως απουσία πολιτικής. Άλλοι διατείνονται ότι «η επαναστατική Αριστερά δεν μπορεί και δεν πρέπει να σκέφτεται μόνο με όρους αναπαραγωγής, οργανωτικής ανάπτυξης και αριστερής αντιπολίτευσης σε μια ρεφορμιστική Αριστερά στην οποία θα έχει εκχωρήσει τη δυνατότητα να κάνει πολιτική». Σε άλλη παραλλαγή, στην αντικαπιταλιστική Αριστερά καταλογίζεται έλλειψη πολιτικής παρέμβασης και περιορισμός στη λογική «αριστερόμετρου» και «ομίλου μαρξιστικών μελετών». Αλλού η αναγκαιότητα της αριστερής κυβέρνησης ως μονόδρομου μετάβασης θεμελιώνεται δια της εις άτοπον απαγωγής. Μόνοι τους ορίζουν ότι η αντικαπιταλιστική πρόταση που απορρίπτει την αριστερή κυβέρνηση ισοδυναμεί με τη δικτατορία του προλεταριάτου, την επίθεση στα Χειμερινά Ανάκτορα, με «εμφύλιο πόλεμο», ότι «αντί να ανοίγει έμπρακτα τη διαδικασία σοσιαλιστικής μετάβασης ταυτίζεται άμεσα με το σοσιαλισμό».
Η θεωρητική ακροβασία και λαθροχειρία αυτών των διατυπώσεων είναι κραυγαλέα και μικρόψυχη. Η μεταβατική αντικαπιταλιστική πρόταση μεταμορφώνεται σε ένα σκιάχτρο χοντροκομμένης «υπερεπαναστσπκότητας», ταυτίζεται με πς «χιλιαστικές απόψεις» του ΚΚΕ, την άρνηση παρεμβατικής τακτικής και την αναμονή απλώς «του Αγίου Σοσιαλισμού», για να στιγματιστεί ως ανορθολογική, ανιστόρητη, σεχταριστική. Κι έτσι να «πέσει στα μάτια» ενός διευρυνόμενου αριστερού προοδευτικού κοινού, που προσβλέπει στην αντικαπιταλιστική - επαναστατική Αριστερά ως εναλλακτική, νέα Αριστερά, υπερβατική του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ.
Είναι όμως, αυτός καλοπροαίρετος και γόνιμος διάλογος μαρξιστών; Με ποια σουρεαλιστική λογική ταυτίζεται το μεταβατικό πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με το στρατηγικό αναχωρητισμό του ΚΚΕ; Είναι δυνατόν να απευθύνεται στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ η αιτίαση για την ανυπαρξία ουσιαστικά μεταβατικής πρότασης, όταν πρώτη επεξεργάστηκε και πρότεινε ένα συνεκτικό, ολοκληρωμένο, ρεαλιστικό πρόγραμμα, που συναρθρώνεται ως γέφυρα με την επαναστατική διαδικασία;
Το χείριστο και καθοριστικό: Ο κυβερνητισμός - κοινοβουλευτισμός, ο λεγκαλισμός, ο υπερτονισμός των μεταρρυθμίσεων δεν αποτελούν απλώς εκτροπή από την επαναστατική αντίληψη, αλλά αρθρώνονται με έναν ολοκληρωμένο, εφ' όλης της ύλης, μεταρρυθμισμό - εξελικτικισμό, που στο νεορεφορμισμό μεταμφιέζεται σε επανάσταση.
Δεν έπεται ασφαλώς ότι όποιος προβάλλει τέτοιες απόψεις ή ορισμένες απ' αυτές πρεσβεύει το ιδεολόγημα ως όλον. Αυτό το ιδεολόγημα προτείνει διαρκή εξελικτική διαδικασία που μετεξελίσσεται σε «επανάσταση», χωρίς όμως επαναστατική τομή, αποφασιστική αναμέτρηση για την εξουσία, χωρίς συντριβή του αστικού κρατικού μηχανισμού, χωρίς εγκαθίδρυση της εργατικής εξουσίας (όχι βέβαια με μορφή μονόπρακτου). Οι πρόδρομες στιγμές της επαναστατικής τομής (επαναστατική κατάσταση, δυαδική εξουσία, εξέγερση) εγκαταλείπονται ή ενσωματώνονται στους αστικούς μηχανισμούς. Δεν απορρίπτουν ρητά αλλά υπόρρητα την επανάσταση, ταυτίζοντας την χλευαστικά με την «επίθεση στα Χειμερινά Ανάκτορα» (η οποία όμως είναι εξέγερση, στιγμή της επανάστασης). Προφανώς, υιοθετούν την πουλαντζιανή αντίληψη του κράτους - σχέση, θεωρώντας ότι για την αλλαγή του συσχετισμού στους κόλπους του, κομβικό στοιχείο θα αποτελέσει η κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας.
aristeroblog.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Το νέο λογότυπο του ΠΑΟΚ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ