2013-06-21 23:51:04
Γράφει ο Σταύρος Μαυρουδέας
Στις 10/4/2013 το Open Europe (ένα κριτικά φιλο-ευρωπαϊκό κέντρο μελετών) δημοσίευσε τη είδηση – που αγνοήθηκε από... τα ελληνικά ΜΜΕ – ότι ο πολύς πρώην επίτροπος κ.Μπόλσκενστεϊν (γνωστός από την περιώνυμη οδηγία του περί κινητικότητας (sic!) των εργαζομένων) ζητά την έξοδο της Ολλανδίας από το ευρώ και τη δημιουργία μίας νέας νομισματικής ένωσης των οικονομικά ισχυρών ευρωπαϊκών χωρών.
Σε συνέντευξη του στην ολλανδική εφημερίδα Algemeen Dagblad υποστήριξε ότι η ΟΝΕ έχει αποτύχει και εμποδίζει την Ευρώπη να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα της. Αυτό που θα έπρεπε κατά τη γνώμη του να γίνει είναι να ενισχυθεί η Κοινή Αγορά. Η άποψη αυτή δεν είναι πρωτοφανής αλλά αυτό που κάνει την είδηση σημαίνουσα είναι ότι ο Φ.Μπόλκενστεϊν είναι ο πρώτος πρώην επίτροπος της Κομισιόν που προτείνει δημόσια την διάλυση του ευρώ.Το παραγνωρισμένο αυτό ειδησάριο έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την χώρα μας, την Κύπρο και τις άλλες ευρω-περιφερειακές χώρες γιατί δείχνει τις δεύτερες σκέψεις και σχέδια των ηγεμονικών ευρωπαϊκών αστικών τάξεων
. Ιδιαίτερα αφορά προβληματισμούς για την ΟΝΕ και μία ενδεχόμενη ριζική αναδιάρθρωση της ευρωπαϊκής ιμπεριαλιστικής ενοποίησης. Τι συμβαίνει ξαφνικά και ιθύνοντες παράγοντες των ηγεμονικών καπιταλισμών της ΕΕ αρχίζουν να διακινούν τέτοιους προβληματισμούς; Γιατί θίγεται και μάλιστα από ευρωπαϊκούς (και όχι υπερατλαντικούς) κύκλους η κορωνίδα της ευρωπαϊκής ιμπεριαλιστικής ενοποίησης (η ΟΝΕ);
Σε ένα προηγούμενο κείμενο («Η αρχή του τέλους του ελληνικού δράματος;» είχα αναφερθεί στα εναλλακτικά σενάρια που επεξεργάζονται τα ηγεμονικά κέντρα της ΕΕ στην περίπτωση που η κρίση της τελευταίας διευρυνθεί και βαθύνει περισσότερο (όπως συμβαίνει σήμερα). Είναι πλέον γνωστό ότι μεταξύ των σεναρίων είναι και η διάσπαση της ΕΕ σε μία πρώτη ταχύτητα με κοινό νόμισμα (το ευρώ) και μία περιφερειακή ζώνη χωρών με δικά τους νομίσματα αλλά εξαρτημένα από το ευρώ. Το σενάριο αυτό είναι ουσιαστικά παραλλαγή των αποτυχημένων συστημάτων νομισματικής σύνδεσης που προηγήθηκαν της ΟΝΕ (σχέδιο Βέρνερ, «φίδι στο τούνελ» και Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (ΕΝΣ)).
Ένας προθάλαμος τους υπάρχει άλλωστε και είναι ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ΕΜΣΙ) 2. Σε αυτών υπάγονται τα νομίσματα των υπό ένταξη στην ΟΝΕ χωρών καθώς και η Δανική κορώνα. Κατά βάση ένα νόμισμα που υπάγεται στον ΕΜΣΙ 2 μπορεί να κυμαίνεται μέσα σε ένα εύρος ±15% σε σχέση με μία κεντρική ισοτιμία του έναντι του ευρώ (η Δανική κορώνα έχει οικειοθελώς μικρότερο περιθώριο διακύμανσης). Μία τέτοια ζώνη νομισμάτων-εξαρτημάτων του ευρώ δεν δίνει καμία ουσιαστική οικονομική ανεξαρτησία στις χώρες τους. Πρακτικά τα νομίσματα τους γίνονται φθηνά εξαρτήματα του ευρώ, η διαχείριση της φθίνουσας ανταγωνιστικότητας τους γίνεται λίγο πιο ευέλικτη (καθώς αποκτούν δυνατότητες ελεγχόμενης υποτίμησης) που όμως είναι, είτε άμεσα είτε έμμεσα, υπό τον έλεγχο των χωρών του ευρώ. Ταυτόχρονα τα περιουσιακά στοιχεία και οι μισθοί υποτιμώνται και συνεπώς διευκολύνονται οι ξένες επενδύσεις και ο έλεγχος της οικονομίας από κεφάλαια της ζώνης του ευρώ. Κατά συνέπεια, όλα τα εργαλεία οικονομικής πολιτικής (δημοσιονομική, νομισματική, συναλλαγματική, εμπορική και βιομηχανική) παραμένουν δέσμια των ευρωπαίων ηγεμόνων και απλά η διαχείριση τους γίνεται λίγο πιο ελαστική. Σε καμία όμως περίπτωση οι χώρες αυτές δεν αποκτούν τη δυνατότητα αυτόνομης χάραξης πολιτικής. Με την μέθοδο αυτή θα επιδιωχθεί να διατηρηθεί ο σκληρός πυρήνας της ΕΕ φτιάχνοντας και τυπικά μία μαλακή περιφέρεια γύρω του εξαρτημένη από αυτόν και πιο αδύναμη από πριν.
Τα εναλλακτικά αυτά σενάρια αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερο ενδιαφέρον καθώς η λαϊκή δυσαρέσκεια, σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες, αυξάνει ταχύτατα. Όλες οι πρόσφατες σχετικές δημοσκοπήσεις στη χώρα μας καταδεικνύουν την ραγδαία άνοδο του πολιτικού αντι-ευρωπαϊσμού, δηλαδή της λαϊκής απέχθειας όχι μόνο προς το ευρώ αλλά (και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία) προς την Ευρωπαϊκή Ένωση συνολικά. Φυσικά οι δημοσκοπήσεις οφείλουν να αντιμετωπίζονται με τις δέουσες επιφυλάξεις αλλά εν προκειμένω (και δεδομένης της προσκόλλησης της αστικής τάξης στην ΕΕ) μάλλον υποεκτιμούν τις τάσεις αυτές.
Το ζήτημα της στάσης απέναντι στο ευρώ βρίσκεται εκ των πραγμάτων στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης. Η ελληνική αστική τάξη και οι ευρωπαίοι πάτρωνες της έθεσαν πρώτες το δίλημμα μέσα ή έξω από το ευρώ εκτιμώντας βάσιμα ότι αυτό θα λειτουργήσει τρομοκρατικά και θα παγώσει την πάνδημη απέχθεια στο Μνημόνιο. Το δίλημμα αυτό πράγματι έχει λειτουργήσει μέχρι σήμερα και έτσι διατηρήθηκαν οι μνημονιακές δυνάμεις στην κυβέρνηση παρά την κατάρρευση της κυβέρνησης Παπανδρέου και τον εξευτελισμό αυτής του Παπαδήμου. Δύο στοιχεία στηρίζουν το δίλημμα αυτό. Το πρώτο είναι ο ενδόμυχος φόβος πλατειών λαϊκών στρωμάτων εμπρός στο άγνωστο μίας ανεξέλεγκτης αλλαγής νομίσματος. Ο φόβος αυτός τροφοδοτείται από το δεύτερο και πιο κρίσιμο στοιχείο: την απουσία μίας ρεαλιστικής εναλλακτικής αριστερής πρότασης. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μία πρόταση χωρίς συνοχή που απλά χαϊδεύει αυτιά και παίζει τυχοδιωκτικά και με κατεστημένα συμφέροντα ενώ ουσιαστικά αποδέχεται την αστική κόκκινη γραμμή δηλαδή την παραμονή μέσα στην ΕΕ. Το ΚΚΕ δεν έχει καμία πρόταση και μεταθέτει όλες τις λύσεις στο σοσιαλισμό που θεωρεί ότι θα έλθει μάλλον με ευχέλαια. Τέλος η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες για την διαμόρφωση ενός αριστερού μεταβατικού προγράμματος (δηλαδή την διαμόρφωση μίας ρεαλιστικής εναλλακτικής πρότασης σοσιαλιστικής προοπτικής), απέχει αρκετά από αυτό.
Ο τρομοκρατικός αυτός εκβιασμός της αστικής τάξης λειτούργησε μέχρι τώρα αποτελεσματικά. Όμως όσο η Μνημονιακή στρατηγική αποτυγχάνει, όσο η κρίση βαθαίνει και η φτωχοποίηση και η ανεργία απλώνονται σε ευρύτερα λαϊκά στρώματα τόσο η ισχύς του εκβιασμού αυτού μειώνεται: τι σημασία έχει η αξία του ευρώ όταν έχουμε ελάχιστα από αυτό στην τσέπη μας; Γι’ αυτό και αυξανόμενες λαϊκές μάζες αρχίζουν να τοποθετούνται εναντίον της ΕΕ και του ευρώ.
Η εξέλιξη αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική για τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις εκείνες που αποβλέπουν σε μία φιλολαϊκή διέξοδο από την κρίση. Είναι πλέον φανερό ότι μία τέτοια διέξοδος αποτελεί μία κυριολεκτικά τιτάνια προσπάθεια καθώς η αστική τάξη δεσμεύει ολοένα και περισσότερο τη χώρα στο Μνημονιακό αδιέξοδο. Ακόμη και για τα πιο μικρά βήματα βελτίωσης της κατάστασης απαιτείται μία ριζική πολιτική, κοινωνική και οικονομική αναμόρφωση της χώρας γιατί μόνο έτσι θα κατορθωθεί να ορθοποδήσει ξανά η τελευταία προς όφελος της μεγάλης εργαζόμενης πλειοψηφίας και όχι μίας δράκας καπιταλιστών και των ξένων εταίρων και πατρώνων τους.
Η συγκυρία αυτή δίνει στην κομμουνιστική Αριστερά σοβαρές δυνατότητες παρέμβασης αλλά και ανάλογα προβλήματα. Κατ’ αρχήν οι ίδιες οι αντικειμενικές εξελίξεις καταδεικνύουν την ιστορική χρεωκοπία του καπιταλιστικού συστήματος. Πρόκειται πλέον για ένα σύστημα που μόνο οπισθοδρόμηση μπορεί να προσφέρει στην κοινωνία. Κατά συνέπεια η ανάγκη ενός δικαιότερου και πιο αποτελεσματικού συστήματος, του σοσιαλισμού (που φυσικά δεν πρέπει να ταυτίζεται με την αποτυχημένη ύστερη εμπειρία του Ανατολικού μπλοκ) γίνεται ξανά επίκαιρη. Όμως αυτή η ιστορική αναγκαιότητα δεν εγγράφεται σήμερα στην άμεση πολιτική και κοινωνική ατζέντα καθώς τόσο οι λαϊκές και εργαζόμενες μάζες αλλά ακόμη και οι αριστερές και κομμουνιστικές πολιτικές δυνάμεις είναι ανέτοιμες γι’ αυτό. Αλλά ακόμη και αν ήταν αλλιώς πάντα απαιτείται ένα πολιτικό πρόγραμμα μετάβασης. Όλες οι μεγάλες κοινωνικές ανατροπές προχώρησαν με βάση τέτοια προγράμματα γιατί δεν είναι στιγμιαίες πράξεις (ηρωικές έφοδοι για ονειροφαντασμένους) αλλά μακρόχρονες επίπονες διαδικασίες με προϋποθέσεις, βήματα και καμπές. Ιδιαίτερα, το πρόγραμμα κάθε μεγάλης ανατροπής πρέπει να συνδέει απαντήσεις στα άμεσα προβλήματα της συγκεκριμένης ιστορικής συγκυρίας με την γενική στρατηγική κατεύθυνση του. Η Γαλλική Επανάσταση είχε ένα τέτοιο μεταβατικό πρόγραμμα: ελευθερία (πολιτικής, κοινωνικής αλλά και οικονομικής δράσης (laissez-faire) έναντι των φεουδαλικών απαγορεύσεων και αυστηρών ρυθμίσεων), ισότητα (μόνο πολιτική ισότητα) και αδελφότητα (η κοινωνία δεν μπορεί να αδιαφορεί εάν τμήματα της δεινοπαθούν και πρέπει να τα υποστηρίξει). Η Οκτωβριανή Επανάσταση είχε αντίστοιχα το δικό της μεταβατικό (μίνιμουμ κατά το Λένιν) πρόγραμμα: ειρήνη, γη και όλη η εξουσία στα σοβιέτ. Φυσικά τα προγράμματα αυτά δεν συνιστά κανένα ενδιάμεσο ιστορικό στάδιο, όπως διάφορες πολιτικά αγράμματες κριτικές υποστηρίζουν.
Ποιο πρέπει να είναι το αριστερό μεταβατικό πρόγραμμα σήμερα στη χώρα μας; Το πρώτο πράγμα που πρέπει να προσδιορισθεί είναι η στρατηγική κατεύθυνση του. Οφείλει να είναι ένα πρόγραμμα που να δηλώνει ρητά ότι στρατηγική προοπτική του είναι ο σοσιαλισμός. Το δεύτερο πράγμα που πρέπει να κάνει είναι να ορίσει τον βασικό του κόμβο, το σημείο εκείνο στο οποίο αποκρυσταλλώνονται συγκεκριμένα (μέσα στη συγκεκριμένη ιστορική κατάσταση) οι βασικές αντιθέσεις μεταξύ των εργαζομένων και των καπιταλιστών.
Ποιος πρέπει να είναι ο κεντρικός κόμβος της ρεαλιστικής αριστερής πρότασης διεξόδου από την κρίση; Η επιλογή με βάση το δίλημμα της αστικής τάξης – δηλαδή με ή εναντίον του ευρώ – είναι παραπλανητική. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να πάρει κανείς – και ιδιαίτερα η Αριστερά που σέβεται το ρόλο της – ρητή θέση εναντίον του ευρώ. Οι περιέργως (;) όμοιες υπεκφυγές του Α.Τσίπρα (από «το ευρώ δεν είναι φετίχ» στο «ευρώ εθνικό νόμισμα») και της Α.Παπαρήγα («καταστροφή η έξοδος από το ευρώ») καμία σχέση δεν έχουν με την ζητούμενη αριστερή πρόταση διεξόδου και μόνο σαν δεκανίκια του συστήματος λειτουργούν.
Όμως πρέπει να είναι καθαρό ότι η έξοδος από το ευρώ έχει νόημα σαν τμήμα μίας ευρύτερης αριστερής πρότασης διεξόδου που κεντρικός της άξονας οφείλει να είναι η συνολική αποδέσμευση από την ΕΕ. Το βασικό πρόβλημα της οικονομίας δεν είναι το νόμισμα αλλά η αποδιάρθρωση της παραγωγικής δομής της και η εξάρτηση της από τις αναπτυγμένες οικονομίες της ΕΕ. Αν δεν υπάρξει μία φιλολαϊκή παραγωγική αναδιάρθρωση της κανένα μεσοπρόθεσμο μέτρο δεν είναι αποτελεσματικό. Για να γίνει μία τέτοια ανασυγκρότηση απαιτείται δημόσιος κοινωνικός σχεδιασμός της οικονομίας, δημόσια ιδιοκτησία των στρατηγικών τομέων και αντίστοιχη βιομηχανική πολιτική (στοχευμένες παρεμβάσεις, δασμολογική προστασία κλάδων κλπ.). Όλα αυτά απαγορεύονται από τα θεσπίσματα της ΕΕ και την Κοινή Αγορά. Για να ξεπερασθεί η διάλυση της παραγωγικής δομής και για να αξιοποιηθούν οι πλουτοπαραγωγικοί πόροι προς όφελος του λαού χρειάζεται ένα συγκροτημένο σχέδιο στόχων και πολιτικών. Καμία ιδιωτική πρωτοβουλία δεν θα επωμισθεί το κόστος και τον κίνδυνο μιας τέτοιας αναδιάρθρωσης, ιδιαίτερα μέσα σε συνθήκες κρίσης και οξυμένης ταξικής σύγκρουσης. Μόνο ένα ρεαλιστικό σχέδιο οικονομικής ανοικοδόμησης σοσιαλιστικής προοπτικής μπορεί το επιτύχει. Για να μπορέσει να υλοποιηθεί μία τέτοια κατεύθυνση είναι απαραίτητη η συνολική αποδέσμευση από την ΕΕ.
Αυτός ο κεντρικός μακροπρόθεσμος στόχος πρέπει να στηριχθεί με 6 βραχυπρόθεσμους άξονες:
(1) Στάση πληρωμών (για απαλλαγή από το εξωτερικό χρέος).
(2) Επιβολή ελέγχων στην κίνηση των κεφαλαίων (για αποτροπή της φυγής κεφαλαίων στο εξωτερικό).
(3) Κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος (για να επιβιώσει και να χρησιμοποιηθεί για την χρηματοδότηση της οικονομίας).
(4) Σύστημα προοδευτικής φορολογίας (για να εξευρεθούν πόροι από την φορολόγηση του μεγάλου κεφαλαίου και των υψηλών εισοδημάτων).
(5) Ελεγχόμενη διολίσθηση της ισοτιμίας του νομίσματος (για να διευκολυνθεί η ανταγωνιστικότητα) σε συνδυασμό με ένα σύστημα ελέγχου των τιμών (για να μην υπάρξουν αδικαιολόγητες πληθωριστικές αυξήσεις ιδιαίτερα στα είδη μαζικής κατανάλωσης). Η πολιτική αυτή θα διευκολύνει επίσης την παραγωγική αναγέννηση της οικονομίας με την υποκατάσταση εισαγωγών από εγχώριες δραστηριότητες.
(6) Στοχευμένη εξωτερική οικονομική και εμπορική πολιτική, δηλαδή οικοδόμηση ειδικών σχέσεων και συμφωνιών με χώρες ιδιαίτερα για κρίσιμα βασικά προϊόντα (π.χ. πετρέλαιο).
Μόνο μέσα στο πλαίσιο αυτό έχει νόημα η έξοδος από το ευρώ. Αλλιώς κινδυνεύει κανείς να γίνει «τυφεκιοφόρος του εχθρού», δηλαδή να τροφοδοτήσει τα εναλλακτικά σχέδια των ηγεμόνων της ΕΕ για ζώνη νομισμάτων- εξαρτημάτων του ευρώ ή/και την ενδεχόμενη απονενοημένη επιλογή της ελληνικής αστικής τάξης (μετά από μία ολοκληρωτική αποτυχία του Μνημονίου) να βγει από την ΟΝΕ φορτώνοντας ξανά όλα τα βάρη στην μεγάλη εργαζόμενη κοινωνική πλειοψηφία.
stopeuroee.wordpress.com
Στις 10/4/2013 το Open Europe (ένα κριτικά φιλο-ευρωπαϊκό κέντρο μελετών) δημοσίευσε τη είδηση – που αγνοήθηκε από... τα ελληνικά ΜΜΕ – ότι ο πολύς πρώην επίτροπος κ.Μπόλσκενστεϊν (γνωστός από την περιώνυμη οδηγία του περί κινητικότητας (sic!) των εργαζομένων) ζητά την έξοδο της Ολλανδίας από το ευρώ και τη δημιουργία μίας νέας νομισματικής ένωσης των οικονομικά ισχυρών ευρωπαϊκών χωρών.
Σε συνέντευξη του στην ολλανδική εφημερίδα Algemeen Dagblad υποστήριξε ότι η ΟΝΕ έχει αποτύχει και εμποδίζει την Ευρώπη να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα της. Αυτό που θα έπρεπε κατά τη γνώμη του να γίνει είναι να ενισχυθεί η Κοινή Αγορά. Η άποψη αυτή δεν είναι πρωτοφανής αλλά αυτό που κάνει την είδηση σημαίνουσα είναι ότι ο Φ.Μπόλκενστεϊν είναι ο πρώτος πρώην επίτροπος της Κομισιόν που προτείνει δημόσια την διάλυση του ευρώ.Το παραγνωρισμένο αυτό ειδησάριο έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την χώρα μας, την Κύπρο και τις άλλες ευρω-περιφερειακές χώρες γιατί δείχνει τις δεύτερες σκέψεις και σχέδια των ηγεμονικών ευρωπαϊκών αστικών τάξεων
Σε ένα προηγούμενο κείμενο («Η αρχή του τέλους του ελληνικού δράματος;» είχα αναφερθεί στα εναλλακτικά σενάρια που επεξεργάζονται τα ηγεμονικά κέντρα της ΕΕ στην περίπτωση που η κρίση της τελευταίας διευρυνθεί και βαθύνει περισσότερο (όπως συμβαίνει σήμερα). Είναι πλέον γνωστό ότι μεταξύ των σεναρίων είναι και η διάσπαση της ΕΕ σε μία πρώτη ταχύτητα με κοινό νόμισμα (το ευρώ) και μία περιφερειακή ζώνη χωρών με δικά τους νομίσματα αλλά εξαρτημένα από το ευρώ. Το σενάριο αυτό είναι ουσιαστικά παραλλαγή των αποτυχημένων συστημάτων νομισματικής σύνδεσης που προηγήθηκαν της ΟΝΕ (σχέδιο Βέρνερ, «φίδι στο τούνελ» και Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (ΕΝΣ)).
Ένας προθάλαμος τους υπάρχει άλλωστε και είναι ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ΕΜΣΙ) 2. Σε αυτών υπάγονται τα νομίσματα των υπό ένταξη στην ΟΝΕ χωρών καθώς και η Δανική κορώνα. Κατά βάση ένα νόμισμα που υπάγεται στον ΕΜΣΙ 2 μπορεί να κυμαίνεται μέσα σε ένα εύρος ±15% σε σχέση με μία κεντρική ισοτιμία του έναντι του ευρώ (η Δανική κορώνα έχει οικειοθελώς μικρότερο περιθώριο διακύμανσης). Μία τέτοια ζώνη νομισμάτων-εξαρτημάτων του ευρώ δεν δίνει καμία ουσιαστική οικονομική ανεξαρτησία στις χώρες τους. Πρακτικά τα νομίσματα τους γίνονται φθηνά εξαρτήματα του ευρώ, η διαχείριση της φθίνουσας ανταγωνιστικότητας τους γίνεται λίγο πιο ευέλικτη (καθώς αποκτούν δυνατότητες ελεγχόμενης υποτίμησης) που όμως είναι, είτε άμεσα είτε έμμεσα, υπό τον έλεγχο των χωρών του ευρώ. Ταυτόχρονα τα περιουσιακά στοιχεία και οι μισθοί υποτιμώνται και συνεπώς διευκολύνονται οι ξένες επενδύσεις και ο έλεγχος της οικονομίας από κεφάλαια της ζώνης του ευρώ. Κατά συνέπεια, όλα τα εργαλεία οικονομικής πολιτικής (δημοσιονομική, νομισματική, συναλλαγματική, εμπορική και βιομηχανική) παραμένουν δέσμια των ευρωπαίων ηγεμόνων και απλά η διαχείριση τους γίνεται λίγο πιο ελαστική. Σε καμία όμως περίπτωση οι χώρες αυτές δεν αποκτούν τη δυνατότητα αυτόνομης χάραξης πολιτικής. Με την μέθοδο αυτή θα επιδιωχθεί να διατηρηθεί ο σκληρός πυρήνας της ΕΕ φτιάχνοντας και τυπικά μία μαλακή περιφέρεια γύρω του εξαρτημένη από αυτόν και πιο αδύναμη από πριν.
Τα εναλλακτικά αυτά σενάρια αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερο ενδιαφέρον καθώς η λαϊκή δυσαρέσκεια, σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες, αυξάνει ταχύτατα. Όλες οι πρόσφατες σχετικές δημοσκοπήσεις στη χώρα μας καταδεικνύουν την ραγδαία άνοδο του πολιτικού αντι-ευρωπαϊσμού, δηλαδή της λαϊκής απέχθειας όχι μόνο προς το ευρώ αλλά (και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία) προς την Ευρωπαϊκή Ένωση συνολικά. Φυσικά οι δημοσκοπήσεις οφείλουν να αντιμετωπίζονται με τις δέουσες επιφυλάξεις αλλά εν προκειμένω (και δεδομένης της προσκόλλησης της αστικής τάξης στην ΕΕ) μάλλον υποεκτιμούν τις τάσεις αυτές.
Το ζήτημα της στάσης απέναντι στο ευρώ βρίσκεται εκ των πραγμάτων στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης. Η ελληνική αστική τάξη και οι ευρωπαίοι πάτρωνες της έθεσαν πρώτες το δίλημμα μέσα ή έξω από το ευρώ εκτιμώντας βάσιμα ότι αυτό θα λειτουργήσει τρομοκρατικά και θα παγώσει την πάνδημη απέχθεια στο Μνημόνιο. Το δίλημμα αυτό πράγματι έχει λειτουργήσει μέχρι σήμερα και έτσι διατηρήθηκαν οι μνημονιακές δυνάμεις στην κυβέρνηση παρά την κατάρρευση της κυβέρνησης Παπανδρέου και τον εξευτελισμό αυτής του Παπαδήμου. Δύο στοιχεία στηρίζουν το δίλημμα αυτό. Το πρώτο είναι ο ενδόμυχος φόβος πλατειών λαϊκών στρωμάτων εμπρός στο άγνωστο μίας ανεξέλεγκτης αλλαγής νομίσματος. Ο φόβος αυτός τροφοδοτείται από το δεύτερο και πιο κρίσιμο στοιχείο: την απουσία μίας ρεαλιστικής εναλλακτικής αριστερής πρότασης. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μία πρόταση χωρίς συνοχή που απλά χαϊδεύει αυτιά και παίζει τυχοδιωκτικά και με κατεστημένα συμφέροντα ενώ ουσιαστικά αποδέχεται την αστική κόκκινη γραμμή δηλαδή την παραμονή μέσα στην ΕΕ. Το ΚΚΕ δεν έχει καμία πρόταση και μεταθέτει όλες τις λύσεις στο σοσιαλισμό που θεωρεί ότι θα έλθει μάλλον με ευχέλαια. Τέλος η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες για την διαμόρφωση ενός αριστερού μεταβατικού προγράμματος (δηλαδή την διαμόρφωση μίας ρεαλιστικής εναλλακτικής πρότασης σοσιαλιστικής προοπτικής), απέχει αρκετά από αυτό.
Ο τρομοκρατικός αυτός εκβιασμός της αστικής τάξης λειτούργησε μέχρι τώρα αποτελεσματικά. Όμως όσο η Μνημονιακή στρατηγική αποτυγχάνει, όσο η κρίση βαθαίνει και η φτωχοποίηση και η ανεργία απλώνονται σε ευρύτερα λαϊκά στρώματα τόσο η ισχύς του εκβιασμού αυτού μειώνεται: τι σημασία έχει η αξία του ευρώ όταν έχουμε ελάχιστα από αυτό στην τσέπη μας; Γι’ αυτό και αυξανόμενες λαϊκές μάζες αρχίζουν να τοποθετούνται εναντίον της ΕΕ και του ευρώ.
Η εξέλιξη αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική για τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις εκείνες που αποβλέπουν σε μία φιλολαϊκή διέξοδο από την κρίση. Είναι πλέον φανερό ότι μία τέτοια διέξοδος αποτελεί μία κυριολεκτικά τιτάνια προσπάθεια καθώς η αστική τάξη δεσμεύει ολοένα και περισσότερο τη χώρα στο Μνημονιακό αδιέξοδο. Ακόμη και για τα πιο μικρά βήματα βελτίωσης της κατάστασης απαιτείται μία ριζική πολιτική, κοινωνική και οικονομική αναμόρφωση της χώρας γιατί μόνο έτσι θα κατορθωθεί να ορθοποδήσει ξανά η τελευταία προς όφελος της μεγάλης εργαζόμενης πλειοψηφίας και όχι μίας δράκας καπιταλιστών και των ξένων εταίρων και πατρώνων τους.
Η συγκυρία αυτή δίνει στην κομμουνιστική Αριστερά σοβαρές δυνατότητες παρέμβασης αλλά και ανάλογα προβλήματα. Κατ’ αρχήν οι ίδιες οι αντικειμενικές εξελίξεις καταδεικνύουν την ιστορική χρεωκοπία του καπιταλιστικού συστήματος. Πρόκειται πλέον για ένα σύστημα που μόνο οπισθοδρόμηση μπορεί να προσφέρει στην κοινωνία. Κατά συνέπεια η ανάγκη ενός δικαιότερου και πιο αποτελεσματικού συστήματος, του σοσιαλισμού (που φυσικά δεν πρέπει να ταυτίζεται με την αποτυχημένη ύστερη εμπειρία του Ανατολικού μπλοκ) γίνεται ξανά επίκαιρη. Όμως αυτή η ιστορική αναγκαιότητα δεν εγγράφεται σήμερα στην άμεση πολιτική και κοινωνική ατζέντα καθώς τόσο οι λαϊκές και εργαζόμενες μάζες αλλά ακόμη και οι αριστερές και κομμουνιστικές πολιτικές δυνάμεις είναι ανέτοιμες γι’ αυτό. Αλλά ακόμη και αν ήταν αλλιώς πάντα απαιτείται ένα πολιτικό πρόγραμμα μετάβασης. Όλες οι μεγάλες κοινωνικές ανατροπές προχώρησαν με βάση τέτοια προγράμματα γιατί δεν είναι στιγμιαίες πράξεις (ηρωικές έφοδοι για ονειροφαντασμένους) αλλά μακρόχρονες επίπονες διαδικασίες με προϋποθέσεις, βήματα και καμπές. Ιδιαίτερα, το πρόγραμμα κάθε μεγάλης ανατροπής πρέπει να συνδέει απαντήσεις στα άμεσα προβλήματα της συγκεκριμένης ιστορικής συγκυρίας με την γενική στρατηγική κατεύθυνση του. Η Γαλλική Επανάσταση είχε ένα τέτοιο μεταβατικό πρόγραμμα: ελευθερία (πολιτικής, κοινωνικής αλλά και οικονομικής δράσης (laissez-faire) έναντι των φεουδαλικών απαγορεύσεων και αυστηρών ρυθμίσεων), ισότητα (μόνο πολιτική ισότητα) και αδελφότητα (η κοινωνία δεν μπορεί να αδιαφορεί εάν τμήματα της δεινοπαθούν και πρέπει να τα υποστηρίξει). Η Οκτωβριανή Επανάσταση είχε αντίστοιχα το δικό της μεταβατικό (μίνιμουμ κατά το Λένιν) πρόγραμμα: ειρήνη, γη και όλη η εξουσία στα σοβιέτ. Φυσικά τα προγράμματα αυτά δεν συνιστά κανένα ενδιάμεσο ιστορικό στάδιο, όπως διάφορες πολιτικά αγράμματες κριτικές υποστηρίζουν.
Ποιο πρέπει να είναι το αριστερό μεταβατικό πρόγραμμα σήμερα στη χώρα μας; Το πρώτο πράγμα που πρέπει να προσδιορισθεί είναι η στρατηγική κατεύθυνση του. Οφείλει να είναι ένα πρόγραμμα που να δηλώνει ρητά ότι στρατηγική προοπτική του είναι ο σοσιαλισμός. Το δεύτερο πράγμα που πρέπει να κάνει είναι να ορίσει τον βασικό του κόμβο, το σημείο εκείνο στο οποίο αποκρυσταλλώνονται συγκεκριμένα (μέσα στη συγκεκριμένη ιστορική κατάσταση) οι βασικές αντιθέσεις μεταξύ των εργαζομένων και των καπιταλιστών.
Ποιος πρέπει να είναι ο κεντρικός κόμβος της ρεαλιστικής αριστερής πρότασης διεξόδου από την κρίση; Η επιλογή με βάση το δίλημμα της αστικής τάξης – δηλαδή με ή εναντίον του ευρώ – είναι παραπλανητική. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να πάρει κανείς – και ιδιαίτερα η Αριστερά που σέβεται το ρόλο της – ρητή θέση εναντίον του ευρώ. Οι περιέργως (;) όμοιες υπεκφυγές του Α.Τσίπρα (από «το ευρώ δεν είναι φετίχ» στο «ευρώ εθνικό νόμισμα») και της Α.Παπαρήγα («καταστροφή η έξοδος από το ευρώ») καμία σχέση δεν έχουν με την ζητούμενη αριστερή πρόταση διεξόδου και μόνο σαν δεκανίκια του συστήματος λειτουργούν.
Όμως πρέπει να είναι καθαρό ότι η έξοδος από το ευρώ έχει νόημα σαν τμήμα μίας ευρύτερης αριστερής πρότασης διεξόδου που κεντρικός της άξονας οφείλει να είναι η συνολική αποδέσμευση από την ΕΕ. Το βασικό πρόβλημα της οικονομίας δεν είναι το νόμισμα αλλά η αποδιάρθρωση της παραγωγικής δομής της και η εξάρτηση της από τις αναπτυγμένες οικονομίες της ΕΕ. Αν δεν υπάρξει μία φιλολαϊκή παραγωγική αναδιάρθρωση της κανένα μεσοπρόθεσμο μέτρο δεν είναι αποτελεσματικό. Για να γίνει μία τέτοια ανασυγκρότηση απαιτείται δημόσιος κοινωνικός σχεδιασμός της οικονομίας, δημόσια ιδιοκτησία των στρατηγικών τομέων και αντίστοιχη βιομηχανική πολιτική (στοχευμένες παρεμβάσεις, δασμολογική προστασία κλάδων κλπ.). Όλα αυτά απαγορεύονται από τα θεσπίσματα της ΕΕ και την Κοινή Αγορά. Για να ξεπερασθεί η διάλυση της παραγωγικής δομής και για να αξιοποιηθούν οι πλουτοπαραγωγικοί πόροι προς όφελος του λαού χρειάζεται ένα συγκροτημένο σχέδιο στόχων και πολιτικών. Καμία ιδιωτική πρωτοβουλία δεν θα επωμισθεί το κόστος και τον κίνδυνο μιας τέτοιας αναδιάρθρωσης, ιδιαίτερα μέσα σε συνθήκες κρίσης και οξυμένης ταξικής σύγκρουσης. Μόνο ένα ρεαλιστικό σχέδιο οικονομικής ανοικοδόμησης σοσιαλιστικής προοπτικής μπορεί το επιτύχει. Για να μπορέσει να υλοποιηθεί μία τέτοια κατεύθυνση είναι απαραίτητη η συνολική αποδέσμευση από την ΕΕ.
Αυτός ο κεντρικός μακροπρόθεσμος στόχος πρέπει να στηριχθεί με 6 βραχυπρόθεσμους άξονες:
(1) Στάση πληρωμών (για απαλλαγή από το εξωτερικό χρέος).
(2) Επιβολή ελέγχων στην κίνηση των κεφαλαίων (για αποτροπή της φυγής κεφαλαίων στο εξωτερικό).
(3) Κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος (για να επιβιώσει και να χρησιμοποιηθεί για την χρηματοδότηση της οικονομίας).
(4) Σύστημα προοδευτικής φορολογίας (για να εξευρεθούν πόροι από την φορολόγηση του μεγάλου κεφαλαίου και των υψηλών εισοδημάτων).
(5) Ελεγχόμενη διολίσθηση της ισοτιμίας του νομίσματος (για να διευκολυνθεί η ανταγωνιστικότητα) σε συνδυασμό με ένα σύστημα ελέγχου των τιμών (για να μην υπάρξουν αδικαιολόγητες πληθωριστικές αυξήσεις ιδιαίτερα στα είδη μαζικής κατανάλωσης). Η πολιτική αυτή θα διευκολύνει επίσης την παραγωγική αναγέννηση της οικονομίας με την υποκατάσταση εισαγωγών από εγχώριες δραστηριότητες.
(6) Στοχευμένη εξωτερική οικονομική και εμπορική πολιτική, δηλαδή οικοδόμηση ειδικών σχέσεων και συμφωνιών με χώρες ιδιαίτερα για κρίσιμα βασικά προϊόντα (π.χ. πετρέλαιο).
Μόνο μέσα στο πλαίσιο αυτό έχει νόημα η έξοδος από το ευρώ. Αλλιώς κινδυνεύει κανείς να γίνει «τυφεκιοφόρος του εχθρού», δηλαδή να τροφοδοτήσει τα εναλλακτικά σχέδια των ηγεμόνων της ΕΕ για ζώνη νομισμάτων- εξαρτημάτων του ευρώ ή/και την ενδεχόμενη απονενοημένη επιλογή της ελληνικής αστικής τάξης (μετά από μία ολοκληρωτική αποτυχία του Μνημονίου) να βγει από την ΟΝΕ φορτώνοντας ξανά όλα τα βάρη στην μεγάλη εργαζόμενη κοινωνική πλειοψηφία.
stopeuroee.wordpress.com
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Λαμία: Θα επαναληφθεί η δίκη για την πολύκροτη υπόθεση του Θανάση Παύλου
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΟΦΗ: Έτσι υποδέχτηκαν τον Γκαλέτι
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ