2012-04-05 19:40:54
Η φράση τράπεζες-ζόμπι έγινε ευρέως γνωστή σε διεθνή κλίμακα λόγω της ιαπωνικής κρίσης.
Όμως, έχει χρησιμοποιηθεί επανειλημμένα για να περιγράψει την κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει τράπεζες αλλά και επιχειρήσεις σε διάφορες χώρες κατά τη διάρκεια χρηματοοικονομικών κρίσεων.
Το φρεσκάρισμα της μνήμης ίσως είναι απαραίτητο.
Η κατάρρευση της αγοράς ακινήτων και των ιαπωνικών μετοχών από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 ήταν η αρχή μιας παρατεταμένης περιόδου στασιμότητας για την ιαπωνική οικονομία.
Ο βασικός δείκτης του Χρηματιστηρίου του Τόκιο απώλεσε το 60% περίπου της αξίας του μεταξύ των ετών 1989 και 1992.
Οι τιμές των επαγγελματικών ακινήτων μειώθηκαν κατά 50% σε μια περίοδο 10 ετών που ξεκίνησε το 1992.
Η κατάρρευση των μετοχικών αξιών και των ακινήτων υπονόμευσε την αξία των ενεχύρων με βάση τα οποία είχαν δοθεί πολλά δάνεια, προκαλώντας μεγάλο πρόβλημα στο τραπεζικό σύστημα της χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου.
Η αντίδραση των πολιτικών και των εποπτικών αρχών ήταν ουσιαστικά η άρνηση του προβλήματος, με αποτέλεσμα να καθυστερήσει πολύ η αναδιάρθρωση του κλάδου.
Η κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας έριξε ρευστότητα στην αγορά, μειώνοντας τα επιτόκια παρέμβασης κοντά στο 0%, ενώ η κυβέρνηση εγγυήθηκε τις καταθέσεις των τραπεζών για να μην υπάρξει πανικός. Ένας μικρός αριθμός τραπεζών αναγκάστηκε από τις αρχές να αναγνωρίσει τις ζημίες από τα δάνεια που έδιναν σε μη βιώσιμες επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα να εθνικοποιηθούν.
Όμως, οι υπόλοιπες τράπεζες συνέχισαν να παρέχουν πιστώσεις, ποντάροντας στο ότι η οικονομία θα έπαιρνε πάνω της και οι εταιρείες θα ανέκαμπταν στο μέλλον ή θα σώζονταν από το κράτος.
Μάλιστα, οι πολιτικοί και οι εποπτικές αρχές τις ενθάρρυναν να αναχρηματοδοτούν υφιστάμενα δάνεια για να διατηρήσουν στη ζωή εταιρείες που θα είχαν χρεοκοπήσει υπό διαφορετικές συνθήκες.
Το επιχείρημα ήταν ότι η ύφεση θα ήταν βαθύτερη αν δεν έδιναν πιστώσεις σε επιχειρήσεις που τις χρειάζονταν, ιδίως στις μικρές και τις μεσαίες.
Φυσικά, οι ιαπωνικές τράπεζες θα έπρεπε να ικανοποιούν τους ελάχιστους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας.
Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια οικονομικής στασιμότητας για να κατανοήσουν οι Αρχές ότι το κρύψιμο των προβλημάτων κάτω από το χαλί δεν συνιστούσε λύση.
Για τη διόρθωση του λάθους και την ανακεφαλαιοποίηση των ιαπωνικών τραπεζών απαιτήθηκε το ισοδύναμο των 550 δισ. δολαρίων μεταξύ των ετών 1998 και 2003.
Από τη σύγκριση της πολιτικής που ακολούθησαν οι ιαπωνικές τράπεζες εκείνη την περίοδο και οι ελληνικές σήμερα και τη στάση των εποπτικών και των πολιτικών αρχών μπορεί κανείς να διακρίνει αρκετές ομοιότητες.
Φυσικά, υπάρχουν κάποιες μεγάλες διαφορές.
Η αναδιάρθρωση του ελληνικού δημοσίου προκάλεσε μεγάλες απώλειες στις εγχώριες τράπεζες λόγω της έκθεσης που είχαν σε κρατικά χρεόγραφα και δάνεια προς δημόσιες επιχειρήσεις με την εγγύηση του κράτους.
Δεν συνέβη το ίδιο με τα ιαπωνικά πιστωτικά ιδρύματα.
Όμως, η πλειονότητα των ανθρώπων της αγοράς φαίνεται να συμμερίζεται την άποψη ότι η BlackRock Solutions ήταν αρκετά ελαστική στο θέμα των προβλέψεων για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Υπενθυμίζεται ότι η BlackRock δεν έλεγξε για εξωχώριες εταιρείες (offshore), που ίσως συνδέονται με τράπεζες.
Κοινώς, υπάρχει η αίσθηση ότι οι επιπρόσθετες προβλέψεις υπολείπονται κατά πάσα πιθανότητα των απαιτούμενων.
Οι ελληνικές τράπεζες δεν ευθύνονται ασφαλώς για τη χρεοκοπία του ελληνικού δημοσίου, παρότι έκαναν το λάθος να υποβοηθήσουν τη συνέχιση λανθασμένων οικονομικών πολιτικών, χρηματοδοτώντας τες, γιατί ευελπιστούσαν σε σημαντικά κέρδη και ενίοτε τους το ζητούσαν (π.χ. τηλεφωνήματα από τον ΟΔΔΗΧ).
Όμως, οι ίδιες έχουν επίσης ευθύνες γιατί απέτυχαν να προβλέψουν εγκαίρως την εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης και να λάβουν εγκαίρως δραστικά μέτρα για να την αντιμετωπίσουν.
Ως εκ τούτου, τα κεφάλαια που απαιτούνται σήμερα για να καλύψουν τις κεφαλαιακές ανάγκες τους είναι πολύ μεγαλύτερα από αυτά που θα χρειάζονταν αν είχαν κινηθεί πιο επιθετικά και γρήγορα νωρίς.
Σήμερα, οι διοικήσεις τους δίνουν μάχη οπισθοφυλακής για να διασώσουν τις θέσεις τους και τα συμφέροντα των βασικών μετόχων τους.
Είναι απολύτως κατανοητό.
Όμως, τα κεφάλαια και το ρίσκο της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών τα αναλαμβάνουν οι Έλληνες φορολογούμενοι.
Το συμφέρον των φορολογουμένων επιτάσσει να βγούν όλοι οι σκελετοί από τα ντουλάπια, να καταγραφούν οι ζημίες και να ανακεφαλαιοποιηθούν οι τράπεζες, ώστε να μην καταντήσουν ζόμπι, καταδικάζοντας την οικονομία σε στασιμότητα.
Αν θα κρατικοποιηθούν για κάποιο διάστημα ή όχι είναι δευτερεύον θέμα, αφού έτσι κι αλλιώς θα είναι στο περισκόπιο της τρόικας και θα ιδιωτικοποιηθούν ξανά για να μειωθεί το χρέος.
Το σημαντικό είναι να πειστούν οι αγορές ότι οι ελληνικές τράπεζες αναγνώρισαν όλες τις ζημίες και «καθάρισαν» τα βιβλία τους από τοξικά ομόλογα και δάνεια μέσω της ανακεφαλαιοποίησης.
Άλλωστε, το λιγότερο που θέλει η ελληνική οικονομία είναι τράπεζες που διατηρούνται τεχνητά στη ζωή με συστήματα υποστήριξης, κοινώς, είναι ζωντανές-νεκρές όπως κάποτε στην Ιαπωνία.
Dr. Money πηγή: euro2day.gr
Όμως, έχει χρησιμοποιηθεί επανειλημμένα για να περιγράψει την κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει τράπεζες αλλά και επιχειρήσεις σε διάφορες χώρες κατά τη διάρκεια χρηματοοικονομικών κρίσεων.
Το φρεσκάρισμα της μνήμης ίσως είναι απαραίτητο.
Η κατάρρευση της αγοράς ακινήτων και των ιαπωνικών μετοχών από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 ήταν η αρχή μιας παρατεταμένης περιόδου στασιμότητας για την ιαπωνική οικονομία.
Ο βασικός δείκτης του Χρηματιστηρίου του Τόκιο απώλεσε το 60% περίπου της αξίας του μεταξύ των ετών 1989 και 1992.
Οι τιμές των επαγγελματικών ακινήτων μειώθηκαν κατά 50% σε μια περίοδο 10 ετών που ξεκίνησε το 1992.
Η κατάρρευση των μετοχικών αξιών και των ακινήτων υπονόμευσε την αξία των ενεχύρων με βάση τα οποία είχαν δοθεί πολλά δάνεια, προκαλώντας μεγάλο πρόβλημα στο τραπεζικό σύστημα της χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου.
Η αντίδραση των πολιτικών και των εποπτικών αρχών ήταν ουσιαστικά η άρνηση του προβλήματος, με αποτέλεσμα να καθυστερήσει πολύ η αναδιάρθρωση του κλάδου.
Η κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας έριξε ρευστότητα στην αγορά, μειώνοντας τα επιτόκια παρέμβασης κοντά στο 0%, ενώ η κυβέρνηση εγγυήθηκε τις καταθέσεις των τραπεζών για να μην υπάρξει πανικός. Ένας μικρός αριθμός τραπεζών αναγκάστηκε από τις αρχές να αναγνωρίσει τις ζημίες από τα δάνεια που έδιναν σε μη βιώσιμες επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα να εθνικοποιηθούν.
Όμως, οι υπόλοιπες τράπεζες συνέχισαν να παρέχουν πιστώσεις, ποντάροντας στο ότι η οικονομία θα έπαιρνε πάνω της και οι εταιρείες θα ανέκαμπταν στο μέλλον ή θα σώζονταν από το κράτος.
Μάλιστα, οι πολιτικοί και οι εποπτικές αρχές τις ενθάρρυναν να αναχρηματοδοτούν υφιστάμενα δάνεια για να διατηρήσουν στη ζωή εταιρείες που θα είχαν χρεοκοπήσει υπό διαφορετικές συνθήκες.
Το επιχείρημα ήταν ότι η ύφεση θα ήταν βαθύτερη αν δεν έδιναν πιστώσεις σε επιχειρήσεις που τις χρειάζονταν, ιδίως στις μικρές και τις μεσαίες.
Φυσικά, οι ιαπωνικές τράπεζες θα έπρεπε να ικανοποιούν τους ελάχιστους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας.
Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια οικονομικής στασιμότητας για να κατανοήσουν οι Αρχές ότι το κρύψιμο των προβλημάτων κάτω από το χαλί δεν συνιστούσε λύση.
Για τη διόρθωση του λάθους και την ανακεφαλαιοποίηση των ιαπωνικών τραπεζών απαιτήθηκε το ισοδύναμο των 550 δισ. δολαρίων μεταξύ των ετών 1998 και 2003.
Από τη σύγκριση της πολιτικής που ακολούθησαν οι ιαπωνικές τράπεζες εκείνη την περίοδο και οι ελληνικές σήμερα και τη στάση των εποπτικών και των πολιτικών αρχών μπορεί κανείς να διακρίνει αρκετές ομοιότητες.
Φυσικά, υπάρχουν κάποιες μεγάλες διαφορές.
Η αναδιάρθρωση του ελληνικού δημοσίου προκάλεσε μεγάλες απώλειες στις εγχώριες τράπεζες λόγω της έκθεσης που είχαν σε κρατικά χρεόγραφα και δάνεια προς δημόσιες επιχειρήσεις με την εγγύηση του κράτους.
Δεν συνέβη το ίδιο με τα ιαπωνικά πιστωτικά ιδρύματα.
Όμως, η πλειονότητα των ανθρώπων της αγοράς φαίνεται να συμμερίζεται την άποψη ότι η BlackRock Solutions ήταν αρκετά ελαστική στο θέμα των προβλέψεων για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Υπενθυμίζεται ότι η BlackRock δεν έλεγξε για εξωχώριες εταιρείες (offshore), που ίσως συνδέονται με τράπεζες.
Κοινώς, υπάρχει η αίσθηση ότι οι επιπρόσθετες προβλέψεις υπολείπονται κατά πάσα πιθανότητα των απαιτούμενων.
Οι ελληνικές τράπεζες δεν ευθύνονται ασφαλώς για τη χρεοκοπία του ελληνικού δημοσίου, παρότι έκαναν το λάθος να υποβοηθήσουν τη συνέχιση λανθασμένων οικονομικών πολιτικών, χρηματοδοτώντας τες, γιατί ευελπιστούσαν σε σημαντικά κέρδη και ενίοτε τους το ζητούσαν (π.χ. τηλεφωνήματα από τον ΟΔΔΗΧ).
Όμως, οι ίδιες έχουν επίσης ευθύνες γιατί απέτυχαν να προβλέψουν εγκαίρως την εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης και να λάβουν εγκαίρως δραστικά μέτρα για να την αντιμετωπίσουν.
Ως εκ τούτου, τα κεφάλαια που απαιτούνται σήμερα για να καλύψουν τις κεφαλαιακές ανάγκες τους είναι πολύ μεγαλύτερα από αυτά που θα χρειάζονταν αν είχαν κινηθεί πιο επιθετικά και γρήγορα νωρίς.
Σήμερα, οι διοικήσεις τους δίνουν μάχη οπισθοφυλακής για να διασώσουν τις θέσεις τους και τα συμφέροντα των βασικών μετόχων τους.
Είναι απολύτως κατανοητό.
Όμως, τα κεφάλαια και το ρίσκο της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών τα αναλαμβάνουν οι Έλληνες φορολογούμενοι.
Το συμφέρον των φορολογουμένων επιτάσσει να βγούν όλοι οι σκελετοί από τα ντουλάπια, να καταγραφούν οι ζημίες και να ανακεφαλαιοποιηθούν οι τράπεζες, ώστε να μην καταντήσουν ζόμπι, καταδικάζοντας την οικονομία σε στασιμότητα.
Αν θα κρατικοποιηθούν για κάποιο διάστημα ή όχι είναι δευτερεύον θέμα, αφού έτσι κι αλλιώς θα είναι στο περισκόπιο της τρόικας και θα ιδιωτικοποιηθούν ξανά για να μειωθεί το χρέος.
Το σημαντικό είναι να πειστούν οι αγορές ότι οι ελληνικές τράπεζες αναγνώρισαν όλες τις ζημίες και «καθάρισαν» τα βιβλία τους από τοξικά ομόλογα και δάνεια μέσω της ανακεφαλαιοποίησης.
Άλλωστε, το λιγότερο που θέλει η ελληνική οικονομία είναι τράπεζες που διατηρούνται τεχνητά στη ζωή με συστήματα υποστήριξης, κοινώς, είναι ζωντανές-νεκρές όπως κάποτε στην Ιαπωνία.
Dr. Money πηγή: euro2day.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
«Λυπητερή» και από την ΕΠΟ σε ΠΑΟ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Γιατί όλους μας άγγιξε....
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ