2013-06-26 11:54:03
Η αποχή θα είναι πιθανότατα η πρώτη δύναμη στις γερμανικές εκλογές, όπως προκύπτει από μελέτη του πολιτικού ιδρύματος Friedrich Ebert.
«Η αποχή θέτει υπό αμφισβήτηση τη δημοκρατία». «Οι εκλογείς πηγαίνουν διακοπές». «Πρώτο κόμμα η αποχή;». Αυτά είναι μερικά από τα συμπεράσματα ή τα ερωτήματα μελέτης του πολιτικού ιδρύματος Friedrich Ebert, η οποία προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία ενόψει των βουλευτικών εκλογών του Σεπτεμβρίου στη Γερμανία. Όπως επισημαίνει ο ερευνητής και μέχρι πρότινος καθηγητής παιδαγωγικής στο πανεπιστήμιο του Αμβούργου Χορστ Οπασχόφσκι, ο αριθμός των ψηφοφόρων που απέχουν από την εκλογική διαδικασία έχει τριπλασιαστεί από τη δεκαετία του εβδομήντα και είχε φτάσει το 30% στις εκλογές του 2009.
Στις επικείμενες εκλογές η αποχή δεν αποκλείεται να αναδειχθεί «πρώτο κόμμα». Ήδη το 2009 ο αριθμός όσων απείχαν ξεπέρασε το 40% σε μεγάλα κρατίδια της Γερμανίας όπως η Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, αλλά και σε μεγάλες πόλεις, όπως το Αμβούργο και η Βρέμη.
«Η δυσθυμία των πολιτών για τους πολιτικούς αυξάνεται με δραματικούς ρυθμούς στη Γερμανία. Ο πιο βασικός λόγος είναι ότι οι περισσότεροι πολιτικοί δεν αποπνέουν πλέον ειλικρίνεια και εμπιστοσύνη, το 86% των Γερμανών αυτό ισχυρίζεται. Επίσης πολλοί υποστηρίζουν ότι τα κόμματα ενδιαφέρονται περισσότερο για τη διατήρηση της εξουσίας, παρά για τα αιτήματα των πολιτών». Σε αυτό το συμπέρασμα έχει καταλήξει ο Χορστ Οπασχόφσκι μετά από έρευνα σε αντιπροσωπευτικό δείγμα 1.000 ατόμων άνω των 14 ετών. Η έρευνα του ιδρύματος Friedrich Ebert εστιάζει σε 3.500 άτομα και καταλήγει σε παρόμοια συμπεράσματα, ενώ καταδεικνύει επιπλέον ότι η αποχή δεν περιορίζεται στους νεότερους ψηφοφόρους, αλλά κατανέμεται σε όλες τις ηλικίες.
«Σε διαφορετικούς κόσμους» πολιτικοί και ψηφοφόροι
Όπως εξηγεί ο Γερμανός ερευνητής «οι πολίτες και οι πολιτικοί απομακρύνονται όλο και περισσότερο ο ένας από τον άλλον. Είναι σαν να ζουν σε διαφορετικούς κόσμους, πολλές κοινωνιολογικές μελέτες το επιβεβαιώνουν αυτό. Επιπλέον η ʻδημοκρατία των κομμάτωνʼ απορρίπτει νεωτερικά στοιχεία, όπως οι πρωτοβουλίες πολιτών ή τα δημοψηφίσματα, σαν να τα θεωρεί ενοχλητικά και να θέλει να απομονωθεί στον εαυτό της».
Ο αρμόδιος ερευνητής του ιδρύματος Friedrich Ebert Ντίτμαρ Μόλτχαγκεν συμπληρώνει και άλλο ένα στοιχείο, που θα μπορούσε να παρακινήσει πιο πολλούς να συμμετάσχουν στις εκλογές: την αίσθηση ότι οι πολιτικοί αποφεύγουν τις «κοκορομαχίες» μεταξύ τους και είναι διατεθειμένοι να συνεργαστούν, για να επιλύσουν τα προβλήματα των πολιτών.
Μέχρι στιγμής αυτό δεν συμβαίνει στον επιθυμητό βαθμό, όπως προκύπτει από την έρευνα του ιδρύματος Friedrich Ebert. Πάντως η συμμετοχή δεν εξαρτάται μόνο από τους πολιτικούς, αλλά και από τους ίδιους τους ψηφοφόρους, εκτιμά ο Ντίτμαρ Μόλτχαγκεν. «Βλέπουμε ότι όσοι απέχουν μονίμως από τις εκλογές προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από κατώτερα κοινωνικά στρώματα, έχουν χαμηλότερη μόρφωση και χαμηλότερο εισόδημα. Όσοι διαθέτουν μεγαλύτερο εισόδημα δείχνουν και μεγαλύτερο ενδιαφέρον συμμετοχής και το αποτέλεσμα όλης αυτής της διεργασίας είναι μία αλλοίωση στην εκπροσώπηση του εκλογικού σώματος. Γιατί από τη στιγμή που συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα δεν συμμετέχουν, δεν μπορούν να επιλέξουν και εκείνους που θα εκπροσωπούσαν τα συμφέροντά τους».
Ευκαιρία για τους λαϊκιστές, κίνδυνος για τη δημοκρατία
Ο Χορστ Οπασχόφσκι θεωρεί ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μία κρίση, αλλά και σε μία ευκαιρία της δημοκρατίας, μία προοπτική για να διορθωθούν τα κακώς κείμενα. «Το ζήτημα είναι να αλλάξουν οι ίδιοι οι πολιτικοί, να επιδείξουν και πάλι ειλικρίνεια και αυθεντικότητα» λέει ο Γερμανός ερευνητής. Από την πλευρά του, ο ερευνητής του ιδρύματος Friedrich Ebert Ντίτμαρ Μόλτχαγκεν προειδοποιεί: «Υπάρχουν δύο κίνδυνοι: ο πρώτος είναι η νομιμότητα της εκπροσώπησης, διότι όταν ένα κόμμα κερδίζει εκλογές με 30 ή 35% σημαίνει ότι το έχουν επιλέξει μόλις το 13 ή 14% όσων έχουν δικαίωμα ψήφου, κάτι που δεν δείχνει ευρύ λαϊκό έρεισμα. Και υπάρχει κίνδυνος να το εκμεταλλευθούν αυτό διάφοροι λαϊκιστές, σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες βλέπουμε ήδη τα ακροδεξιά κόμματα να προσελκύουν τους απογοητευμένους ψηφοφόρους, δεν αποκλείεται να συμβεί κάποτε κάτι παρόμοιο και στη Γερμανία».
Ο ψυχολόγος και κοινωνιολόγος Κλάους Χούρελμαν, ειδικευμένος σε θέματα νεολαίας, προτείνει λύσεις με παιδαγωγική αξία, όπως οι «δοκιμαστικές εκλογές» που γίνονται σε πολλά κρατίδια της Γερμανίας λίγο πριν ή και ταυτόχρονα με τις βουλευτικές εκλογές, απευθύνονται σε ενδιαφερόμενους που δεν έχουν συμπληρώσει τα 18 τους χρόνια και ουσιαστικά αποτελούν προσομοίωση της εκλογικής διαδικασίας.
«Έχουμε κάνει πολύ καλές εμπειρίες με τις ʻδοκιμαστικές εκλογέςʼ για ανηλίκους. Είναι μία ευκαιρία για τους νέους ανθρώπους να ζήσουν την εμπειρία της εκλογικής διαδικασίας και όλες οι έρευνες δείχνουν ότι αυτή η εμπειρία της ενεργού συμμετοχής σε συνδυασμό με την κατάλληλη ενημέρωση εντείνει το ενδιαφέρον για τα κοινά και μπορεί να οδηγήσει αργότερα σε μεγαλύτερη συμμετοχή στις εκλογές» λέει ο Γερμανός ερευνητής.
DW
Greek Finance Forum Tromaktiko
«Η αποχή θέτει υπό αμφισβήτηση τη δημοκρατία». «Οι εκλογείς πηγαίνουν διακοπές». «Πρώτο κόμμα η αποχή;». Αυτά είναι μερικά από τα συμπεράσματα ή τα ερωτήματα μελέτης του πολιτικού ιδρύματος Friedrich Ebert, η οποία προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία ενόψει των βουλευτικών εκλογών του Σεπτεμβρίου στη Γερμανία. Όπως επισημαίνει ο ερευνητής και μέχρι πρότινος καθηγητής παιδαγωγικής στο πανεπιστήμιο του Αμβούργου Χορστ Οπασχόφσκι, ο αριθμός των ψηφοφόρων που απέχουν από την εκλογική διαδικασία έχει τριπλασιαστεί από τη δεκαετία του εβδομήντα και είχε φτάσει το 30% στις εκλογές του 2009.
Στις επικείμενες εκλογές η αποχή δεν αποκλείεται να αναδειχθεί «πρώτο κόμμα». Ήδη το 2009 ο αριθμός όσων απείχαν ξεπέρασε το 40% σε μεγάλα κρατίδια της Γερμανίας όπως η Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, αλλά και σε μεγάλες πόλεις, όπως το Αμβούργο και η Βρέμη.
«Η δυσθυμία των πολιτών για τους πολιτικούς αυξάνεται με δραματικούς ρυθμούς στη Γερμανία. Ο πιο βασικός λόγος είναι ότι οι περισσότεροι πολιτικοί δεν αποπνέουν πλέον ειλικρίνεια και εμπιστοσύνη, το 86% των Γερμανών αυτό ισχυρίζεται. Επίσης πολλοί υποστηρίζουν ότι τα κόμματα ενδιαφέρονται περισσότερο για τη διατήρηση της εξουσίας, παρά για τα αιτήματα των πολιτών». Σε αυτό το συμπέρασμα έχει καταλήξει ο Χορστ Οπασχόφσκι μετά από έρευνα σε αντιπροσωπευτικό δείγμα 1.000 ατόμων άνω των 14 ετών. Η έρευνα του ιδρύματος Friedrich Ebert εστιάζει σε 3.500 άτομα και καταλήγει σε παρόμοια συμπεράσματα, ενώ καταδεικνύει επιπλέον ότι η αποχή δεν περιορίζεται στους νεότερους ψηφοφόρους, αλλά κατανέμεται σε όλες τις ηλικίες.
«Σε διαφορετικούς κόσμους» πολιτικοί και ψηφοφόροι
Όπως εξηγεί ο Γερμανός ερευνητής «οι πολίτες και οι πολιτικοί απομακρύνονται όλο και περισσότερο ο ένας από τον άλλον. Είναι σαν να ζουν σε διαφορετικούς κόσμους, πολλές κοινωνιολογικές μελέτες το επιβεβαιώνουν αυτό. Επιπλέον η ʻδημοκρατία των κομμάτωνʼ απορρίπτει νεωτερικά στοιχεία, όπως οι πρωτοβουλίες πολιτών ή τα δημοψηφίσματα, σαν να τα θεωρεί ενοχλητικά και να θέλει να απομονωθεί στον εαυτό της».
Ο αρμόδιος ερευνητής του ιδρύματος Friedrich Ebert Ντίτμαρ Μόλτχαγκεν συμπληρώνει και άλλο ένα στοιχείο, που θα μπορούσε να παρακινήσει πιο πολλούς να συμμετάσχουν στις εκλογές: την αίσθηση ότι οι πολιτικοί αποφεύγουν τις «κοκορομαχίες» μεταξύ τους και είναι διατεθειμένοι να συνεργαστούν, για να επιλύσουν τα προβλήματα των πολιτών.
Μέχρι στιγμής αυτό δεν συμβαίνει στον επιθυμητό βαθμό, όπως προκύπτει από την έρευνα του ιδρύματος Friedrich Ebert. Πάντως η συμμετοχή δεν εξαρτάται μόνο από τους πολιτικούς, αλλά και από τους ίδιους τους ψηφοφόρους, εκτιμά ο Ντίτμαρ Μόλτχαγκεν. «Βλέπουμε ότι όσοι απέχουν μονίμως από τις εκλογές προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από κατώτερα κοινωνικά στρώματα, έχουν χαμηλότερη μόρφωση και χαμηλότερο εισόδημα. Όσοι διαθέτουν μεγαλύτερο εισόδημα δείχνουν και μεγαλύτερο ενδιαφέρον συμμετοχής και το αποτέλεσμα όλης αυτής της διεργασίας είναι μία αλλοίωση στην εκπροσώπηση του εκλογικού σώματος. Γιατί από τη στιγμή που συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα δεν συμμετέχουν, δεν μπορούν να επιλέξουν και εκείνους που θα εκπροσωπούσαν τα συμφέροντά τους».
Ευκαιρία για τους λαϊκιστές, κίνδυνος για τη δημοκρατία
Ο Χορστ Οπασχόφσκι θεωρεί ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μία κρίση, αλλά και σε μία ευκαιρία της δημοκρατίας, μία προοπτική για να διορθωθούν τα κακώς κείμενα. «Το ζήτημα είναι να αλλάξουν οι ίδιοι οι πολιτικοί, να επιδείξουν και πάλι ειλικρίνεια και αυθεντικότητα» λέει ο Γερμανός ερευνητής. Από την πλευρά του, ο ερευνητής του ιδρύματος Friedrich Ebert Ντίτμαρ Μόλτχαγκεν προειδοποιεί: «Υπάρχουν δύο κίνδυνοι: ο πρώτος είναι η νομιμότητα της εκπροσώπησης, διότι όταν ένα κόμμα κερδίζει εκλογές με 30 ή 35% σημαίνει ότι το έχουν επιλέξει μόλις το 13 ή 14% όσων έχουν δικαίωμα ψήφου, κάτι που δεν δείχνει ευρύ λαϊκό έρεισμα. Και υπάρχει κίνδυνος να το εκμεταλλευθούν αυτό διάφοροι λαϊκιστές, σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες βλέπουμε ήδη τα ακροδεξιά κόμματα να προσελκύουν τους απογοητευμένους ψηφοφόρους, δεν αποκλείεται να συμβεί κάποτε κάτι παρόμοιο και στη Γερμανία».
Ο ψυχολόγος και κοινωνιολόγος Κλάους Χούρελμαν, ειδικευμένος σε θέματα νεολαίας, προτείνει λύσεις με παιδαγωγική αξία, όπως οι «δοκιμαστικές εκλογές» που γίνονται σε πολλά κρατίδια της Γερμανίας λίγο πριν ή και ταυτόχρονα με τις βουλευτικές εκλογές, απευθύνονται σε ενδιαφερόμενους που δεν έχουν συμπληρώσει τα 18 τους χρόνια και ουσιαστικά αποτελούν προσομοίωση της εκλογικής διαδικασίας.
«Έχουμε κάνει πολύ καλές εμπειρίες με τις ʻδοκιμαστικές εκλογέςʼ για ανηλίκους. Είναι μία ευκαιρία για τους νέους ανθρώπους να ζήσουν την εμπειρία της εκλογικής διαδικασίας και όλες οι έρευνες δείχνουν ότι αυτή η εμπειρία της ενεργού συμμετοχής σε συνδυασμό με την κατάλληλη ενημέρωση εντείνει το ενδιαφέρον για τα κοινά και μπορεί να οδηγήσει αργότερα σε μεγαλύτερη συμμετοχή στις εκλογές» λέει ο Γερμανός ερευνητής.
DW
Greek Finance Forum Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ