2012-04-05 20:52:05
Του Charles A. Kupchan
Μια κρίση διακυβέρνησης ταλανίζει τις πιο προηγμένες δημοκρατίες του κόσμου. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ευρώπη και η Ιαπωνία αντιμετωπίζουν ταυτοχρόνως πολιτική καθίζηση. Η παγκοσμιοποίηση έχει δημιουργήσει ένα διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ αυτού που οι ψηφοφόροι ζητούν από τις κυβερνήσεις τους και αυτού που εκείνες είναι σε θέση να τους προσφέρουν. Η δυσαρμονία ανάμεσα στο αυξανόμενο αίτημα για σωστή διακυβέρνηση και στην ελαττούμενη παροχή της, είναι μια από τις πιο σοβαρές προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο δυτικός κόσμος σήμερα.
Οι ψηφοφόροι στις βιομηχανικές δημοκρατίες προσβλέπουν στις κυβερνήσεις τους, επιζητώντας από αυτές να αντιδράσουν στην πτώση του βιοτικού επιπέδου και την αυξανόμενη ανισότητα, που απορρέουν από τη χωρίς προηγούμενο ροή αγαθών, υπηρεσιών και κεφαλαίων. Οι λαοί προσδοκούν, επίσης, οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποί τους να διαχειριστούν το ζήτημα της διογκούμενης μετανάστευσης, της υπερθέρμανσης του πλανήτη και άλλων αναπόφευκτων επιπτώσεων του παγκοσμιοποιημένου κόσμου μας. Όμως, οι δυτικές κυβερνήσεις δεν ανταποκρίνονται σ’ αυτό το καθήκον.
Η παγκοσμιοποίηση καθιστά λιγότερο αποτελεσματικά τα πολιτικά εργαλεία που έχουν στη διάθεσή τους, ενώ παράλληλα εκμηδενίζει την παραδοσιακή κυριαρχία της Δύσης στις διεθνείς υποθέσεις, πυροδοτώντας την «άνοδο των υπολοίπων» [χωρών]. Η αδυναμία των δημοκρατικών κυβερνήσεων να ικανοποιήσουν τις ανάγκες της ευρύτερης λαϊκής βάσης, αύξησε με τη σειρά της τη λαϊκή δυσφορία, υπονομεύοντας περαιτέρω τη νομιμότητα και την αποτελεσματικότητα των αντιπροσωπευτικών θεσμών.
Αυτή η κρίση διακυβέρνησης εντός του δυτικού κόσμου, συμβαίνει σε μια ιδιαιτέρως ακατάλληλη στιγμή. Το διεθνές σύστημα βρίσκεται εν μέσω τεκτονικών αλλαγών, λόγω της διάχυσης του πλούτου και της ισχύος σε νέες περιοχές. Υποτίθεται ότι η παγκοσμιοποίηση θα λειτουργούσε προς όφελος των φιλελεύθερων κοινωνιών, οι οποίες προφανώς ήταν απολύτως κατάλληλες για να εκμεταλλευτούν τη γρήγορη και ασταθή φύση της παγκόσμιας αγοράς. Αντ’ αυτού, όμως, οι λαοί στις προηγμένες δημοκρατίες της Βόρειας Αμερικής, της Ευρώπης και της Ανατολικής Ασίας υπέστησαν σκληρό πλήγμα, ακριβώς για τον λόγο ότι οι οικονομίες των χωρών τους είναι ώριμες και ανοιχτές στον κόσμο.
Αντιθέτως, η Βραζιλία, η Ινδία, η Τουρκία και άλλες ανερχόμενες δημοκρατίες, επωφελούνται από τη μετατόπιση της οικονομικής ζωτικότητας από τον ανεπτυγμένο προς τον αναπτυσσόμενο κόσμο. Ειδικότερα η Κίνα αποδεικνύεται εξαιρετικά ικανή στο να δρέπει τα οφέλη της παγκοσμιοποίησης χωρίς παράλληλα να επιβαρύνεται από τις υποχρεώσεις της, κυρίως επειδή διατήρησε τον έλεγχο επί των μέσων άσκησης πολιτικής, πράγμα που παραμέλησαν οι φιλελεύθεροι ανταγωνιστές της. Ο κρατικός καπιταλισμός έχει εμφανή πλεονεκτήματα, τουλάχιστον προς το παρόν. Κατά συνέπεια, αυτό που διακυβεύεται σήμερα δεν είναι μόνο η υλική πρωτοκαθεδρία της Δύσης, αλλά και η αξιοπιστία της εκδοχής της για τη νεωτερικότητα. Αν οι φιλελεύθερες δημοκρατίες δεν αποκαταστήσουν την πολιτική και οικονομική ευρωστία τους, τα πολιτικά και γεωπολιτικά δεδομένα του 21ου αιώνα θα εξελιχθούν στο απόλυτο χάος.
ΕΛΑΦΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΒΟΛΕΙΣ
Η παγκοσμιοποίηση διεύρυνε τον συνολικό πλούτο και έδωσε τη δυνατότητα στις αναπτυσσόμενες χώρες να πετύχουν μια χωρίς προηγούμενο ευημερία. Η διασπορά των επενδύσεων, το εμπόριο και τα δίκτυα επικοινωνίας βάθυναν την αλληλεξάρτηση και τα εν δυνάμει ειρηνευτικά αποτελέσματά τους, ενώ παράλληλα συνέβαλαν στο άνοιγμα των μη δημοκρατικών χωρών και στην ενδυνάμωση λαϊκών εξεγέρσεων. Ταυτόχρονα, όμως, η παγκοσμιοποίηση και η ψηφιακή οικονομία από την οποία εξαρτάται, αποτελούν την κύρια πηγή της τρέχουσας κρίσης διακυβέρνησης που αντιμετωπίζει η Δύση. Η αποβιομηχάνιση και η ανάθεση υπηρεσιών σε τρίτους, το παγκόσμιο εμπόριο και οι δημοσιονομικές ανισορροπίες, το πλεόνασμα κεφαλαίων και οι «φούσκες» στις πιστώσεις και τα περιουσιακά στοιχεία, όλες αυτές οι επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης επιβάλλουν δοκιμασίες και ανασφάλεια, που ήταν άγνωστες σε αρκετές γενιές. Τα δεινά που απορρέουν από την οικονομική κρίση, που ξεκίνησε το 2008, είναι ιδιαιτέρως έντονα, αλλά τα θεμελιώδη προβλήματα είχαν αρχίσει πολύ νωρίτερα. Στο μεγαλύτερο μέρος των τελευταίων είκοσι χρόνων, οι τακτικές αποδοχές της μεσαίας τάξης στις μεγαλύτερες δημοκρατίες του κόσμου παρέμειναν στάσιμες και η οικονομική ανισότητα παρουσίασε δραστική άνοδο, καθώς η παγκοσμιοποίηση αντάμειψε πλουσιοπάροχα τους κερδισμένους αλλά ξέχασε τους πολλούς χαμένους.
Αυτές οι τάσεις δεν αποτελούν προσωρινά υποπροϊόντα του οικονομικού κύκλου ούτε οφείλονται σε κατεξοχήν ανεπάρκεια ελέγχου του χρηματοπιστωτικού τομέα, στις φορολογικές ελαφρύνσεις που επιβλήθηκαν εν καιρώ πανάκριβων πολέμων ή σε άλλες λανθασμένες πολιτικές. Όπως κατέδειξαν στην πρόσφατη μελέτη τους με τίτλο «The Way Forward» οι οικονομικοί αναλυτές Ντάνιελ Άλπερτ, Ρόμπερτ Χόκετ και Νούριελ Ρουμπινί, η μισθολογική στασιμότητα και η αυξανόμενη ανισότητα αποτελούν συνέπειες της ένταξης στην παγκόσμια οικονομία δισεκατομμυρίων χαμηλόμισθων εργατών, καθώς επίσης και της αύξησης της παραγωγικότητας που προήλθε από την εφαρμογή της πληροφορικής στον τομέα της μεταποίησης. Οι εξελίξεις αυτές ώθησαν την παγκόσμια παραγωγή σε επίπεδα πολύ υψηλότερα από τη ζήτηση, επιβάλλοντας βαρύ τίμημα στους υψηλά αμειβόμενους εργαζόμενους των χωρών της βιομηχανικής Δύσης. Η συνακόλουθη απορρύθμιση και δυσαρέσκεια των εκλογικών σωμάτων στη Δύση, μεγιστοποιήθηκαν από την όξυνση των υπερεθνικών κινδύνων της παγκοσμιοποίησης, όπως είναι το διεθνές έγκλημα, η τρομοκρατία, η ανεπιθύμητη μετανάστευση και η περιβαλλοντική υποβάθμιση. Σε αυτό το δυσάρεστο μίγμα έρχεται να προστεθεί η επανάσταση της πληροφορίας. Το διαδίκτυο και η πλησμονή των μέσων μαζικής επικοινωνίας φαίνεται ότι μάλλον πυροδοτούν την ιδεολογική πόλωση, παρά καλλιεργούν τον εποικοδομητικό διάλογο.
Οι ψηφοφόροι που έρχονται αντιμέτωποι με την οικονομική απειλή, την κοινωνική παράλυση και τον πολιτικό διχασμό, προσβλέπουν στους εκλεγμένους αντιπροσώπους τους για βοήθεια. Όμως, όσο η παγκοσμιοποίηση τροφοδοτεί αυτήν την επείγουσα ανάγκη για μια ανθρώπινη διακυβέρνηση, τόσο, από την άλλη μεριά, βεβαιώνει ότι μια τέτοια μέριμνα δεν μπορεί να υπάρξει. Για τρεις βασικούς λόγους οι κυβερνήσεις στη βιομηχανική Δύση έχουν εισέλθει σε περίοδο έκδηλης αναποτελεσματικότητας.
Πρώτον, η παγκοσμιοποίηση κατέστησε αναποτελεσματικά πολλά από τα παραδοσιακά πολιτικά εργαλεία που χρησιμοποιούσαν οι φιλελεύθερες δημοκρατίες. Η Ουάσιγκτον κατέφευγε τακτικά στη δημοσιονομική και νομισματική πολιτική για να ρυθμίσει την οικονομική της απόδοση. Εν μέσω, όμως, του παγκόσμιου ανταγωνισμού και ενός χωρίς προηγούμενο χρέους, η αμερικανική οικονομία μοιάζει να μην αντιδρά στις ενέσεις τόνωσης των δαπανών ή στους πρόσφατους ελιγμούς της Ομοσπονδιακής Τράπεζας όσον αφορά τα επιτόκια. Το εύρος και η ταχύτητα των εμπορικών και χρηματοοικονομικών ροών σημαίνουν ότι αποφάσεις και εξελίξεις που συμβαίνουν αλλού (η αδιαλλαξία του Πεκίνου όσον αφορά την τιμή του γουάν, η υποτονική αντίδραση της Ευρώπης απέναντι στην οικονομική κρίση που την πλήττει, οι ενέργειες των επενδυτών και των οίκων αξιολόγησης, η βελτίωση της ποιότητας στα τελευταία μοντέλα της Hyundai) ξεπερνούν σε σπουδαιότητα τις αποφάσεις που λαμβάνονται στην Ουάσιγκτον. Οι ευρωπαϊκές δημοκρατίες εδώ και πολλά χρόνια βασίζονταν στη νομισματική πολιτική για να ρυθμίζουν τις διακυμάνσεις στην εθνική οικονομική απόδοση. Όμως, από τη στιγμή που εντάχθηκαν στη ευρωζώνη, απώλεσαν αυτήν τη δυνατότητα. Τα τελευταία είκοσι χρόνια, η Ιαπωνία δοκίμασε τη μια μετά την άλλη στρατηγική αναθέρμανσης της οικονομίας, αλλά χωρίς να δει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Απλούστατα, στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο, οι δημοκρατίες έχουν λιγότερο έλεγχο επί των αποτελεσμάτων, σε σύγκριση με ό,τι είχαν συνηθίσει.
Δεύτερον, πολλά από τα προβλήματα που οι ψηφοφόροι στη Δύση ζητούν από τις κυβερνήσεις τους να επιλύσουν, απαιτούν ένα επίπεδο διεθνούς συνεργασίας, που σήμερα είναι ανέφικτο. Η μετάγγιση της ισχύος από τη Δύση στους «υπόλοιπους», σημαίνει ότι σήμερα υπάρχουν πολλοί νέοι μάγειροι στην κουζίνα. Η αποτελεσματική δράση δεν επαφίεται πλέον κατεξοχήν στη συνεργασία μεταξύ δημοκρατιών με παρεμφερή τρόπο σκέψης. Αντιθέτως, εξαρτάται από τη συνεργασία ενός ευρύτερου και πιο ποικίλου κύκλου κρατών. Οι Ηνωμένες Πολιτείες προσβλέπουν τώρα στο G-20 για την αποκατάσταση της ισορροπίας στη διεθνή οικονομία. Όμως, η συναίνεση μεταξύ κρατών που βρίσκονται σε διαφορετικό στάδιο ανάπτυξης και ακολουθούν αποκλίνουσες μεθόδους στην οικονομική διακυβέρνηση, είναι πολύ δύσκολη υπόθεση. Προκλήσεις όπως η αντιμετώπιση της υπερθέρμανσης του πλανήτη ή η αποτελεσματική απομόνωση του Ιράν, ομοίως εξαρτώνται από μια συλλογική προσπάθεια, που σαφώς είναι ανέφικτη.
Τρίτον, οι δημοκρατίες μπορούν να είναι ευέλικτες και οικείες, όταν το εκλογικό τους σώμα είναι ικανοποιημένο και απολαμβάνει μιας συναίνεσης που γεννήθηκε από τις αυξημένες προσδοκίες. Είναι, όμως, αδέξιες και βραδυκίνητες όταν οι πολίτες τους είναι καταπτοημένοι και διχασμένοι. Μια πολιτική συγκρότηση, στο πλαίσιο της οποίας η διακυβέρνηση εξαρτάται από τη λαϊκή συμμετοχή, τον θεσμικό έλεγχο και τις ισορροπίες, σε συνδυασμό με τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις ομάδες συμφερόντων, είναι λύση που έχει καλύτερα αποτελέσματα στην κατανομή αγαθών παρά στον επιμερισμό θυσιών. Ωστόσο, οι θυσίες είναι αυτό ακριβώς που απαιτείται για να αποκατασταθεί η οικονομική ευρωστία, γεγονός που φέρνει τις δυτικές κυβερνήσεις αντιμέτωπες με την άχαρη προοπτική εφαρμογής πολιτικών που απειλούν να εξασθενίσουν την εκλογική απήχησή τους.
ΕΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑ, ΤΡΙΑ ΑΡΩΜΑΤΑ
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η έντονη κομματική αντιπαράθεση παραλύει το πολιτικό σύστημα. Η υφέρπουσα αιτία είναι η κακή κατάσταση της αμερικανικής οικονομίας. Από το 2008, πολλοί Αμερικανοί έχουν χάσει το σπίτι τους, τη δουλειά τους και τη συνταξιοδοτική αποταμίευση. Αυτές οι αποτυχίες ακολουθούν κατά πόδας τις διαδοχικές δεκαετίες της στασιμότητας στις αποδοχές της μεσαίας τάξης. Μέσα στην τελευταία δεκαετία, το εισόδημα του μέσου νοικοκυριού στις Ηνωμένες Πολιτείες μειώθηκε πάνω από 10%. Εν τω μεταξύ, η εισοδηματική ανισότητα αυξήθηκε σταθερά, καθιστώντας τις Ηνωμένες Πολιτείες τη χώρα με τη μεγαλύτερη ανισότητα στον βιομηχανικό κόσμο. Η κύρια αιτία για την επιδείνωση της θέσης του Αμερικανού εργαζομένου είναι ο παγκόσμιος ανταγωνισμός. Οι θέσεις εργασίας μετατοπίστηκαν σε άλλες χώρες. Επιπροσθέτως, πολλές από τις πλέον ανταγωνιστικές εταιρείες στον χώρο της ψηφιακής οικονομίας δεν στηρίζονται σε μεγάλες επενδύσεις. Η εκτιμώμενη αξία του Facebook είναι περίπου 70 δισεκατομμύρια δολάρια και απασχολεί χονδρικά δύο χιλιάδες εργαζομένους, τη στιγμή που η General Motors με αξία υπολογιζόμενη στα 35 δισεκατομμύρια δολάρια, απασχολεί 77.000 υπαλλήλους στις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλους 208.000 διεθνώς. Είναι φανερό ότι πλούτος των εταιρειών αιχμής των Ηνωμένων Πολιτειών δεν σταλάζει στη μεσαία τάξη.
Αυτή η σκληρή οικονομική πραγματικότητα συμβάλλει στην αναβίωση των ιδεολογικών και κομματικών διαιρέσεων, που για καιρό είχαν σιγήσει λόγω της οικονομικής ευμάρειας του λαού. Στη διάρκεια των δεκαετιών που ακολούθησαν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η εκτεταμένη σε πολλά κοινωνικά στρώματα ευημερία, έσπρωξε προς το πολιτικό κέντρο τόσο τους Δημοκρατικούς όσο και τους Ρεπουμπλικάνους. Σήμερα, όμως, το Καπιτώλιο είναι σε γενικές γραμμές απαλλαγμένο τόσο από κεντρώους όσο και από τον δικομματισμό. Οι Δημοκρατικοί προπαγανδίζουν υπέρ της παροχής περισσοτέρων κινήτρων, υπέρ των ελαφρύνσεων για τους ανέργους και υπέρ της φορολόγησης των πλουσίων. Από την άλλη, οι Ρεπουμπλικάνοι αξιώνουν δραστικές περικοπές στο μέγεθος και στις δαπάνες του κυβερνητικού μηχανισμού. Η επιτάχυνση της αποσάθρωσης του κέντρου επιτεύχθηκε με την αναδιάταξη των εκλογικών περιφερειών των κομμάτων, με την επικράτηση ενός είδους ΜΜΕ, που μάλλον προκαλούν τα γεγονότα παρά πληροφορούν, και με ένα ανώμαλο σύστημα χρηματοδότησης των προεκλογικών εκστρατειών, που έχει γίνει αιχμάλωτο ειδικών συμφερόντων.
Η συνακόλουθη πόλωση έχει δέσει κόμπο τη χώρα. Ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα είχε επίγνωση της κατάστασης και γι’ αυτό, όταν ανέλαβε την εξουσία υποσχέθηκε να γίνει ένας «μετα-κομματικός» πρόεδρος. Όμως, η αποτυχία των μεγάλων προσπαθειών του Ομπάμα να αναθερμάνει την οικονομία και να αποκαταστήσει τη δικομματική συνεργασία έκαναν ορατή τη συστημική φύση της οικονομικής και πολιτικής δυσλειτουργίας της χώρας. Το πακέτο στήριξης της οικονομίας, ύψους 787 δισεκατομμυρίων δολαρίων, που πέρασε χωρίς την υποστήριξη ούτε ενός Ρεπουμπλικάνου βουλευτή, δεν στάθηκε ικανό να αναζωογονήσει μια οικονομία που μαστίζεται από το χρέος, την απουσία θέσεων εργασίας για τη μεσαία τάξη και την παγκόσμια οικονομική ύφεση. Από τη στιγμή που το 2010 οι Ρεπουμπλικάνοι απέκτησαν την πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων, η κομματική αντιπαράθεση όρθωσε εμπόδια στην πρόοδο όλων σχεδόν των θεμάτων. Νομοσχέδια για την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης είτε δεν ψηφίζονται ή είναι τόσο άνευρα που έχουν ελάχιστο αντίκτυπο. Η μεταρρύθμιση στο ζήτημα της μετανάστευσης και η νομοθεσία για τον περιορισμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη δεν βρίσκονται καν στο τραπέζι.
Η αναποτελεσματική διακυβέρνηση, σε συνδυασμό με τις καθημερινές δόσεις κομματικής χολής, έχουν ρίξει τη δημοτικότητα του Κογκρέσου στα ιστορικά χαμηλότερα επίπεδα. Η διάχυτη απογοήτευση γέννησε το κίνημα Occupy Wall Street, τις πρώτες από την εποχή του πολέμου του Βιετνάμ μαζικές κινητοποιήσεις διαρκείας. Η δυσαρέσκεια του εκλογικού σώματος βαθαίνει τις προκλήσεις της διακυβέρνησης, καθώς ευάλωτοι πολιτικοί εξυπηρετούν τα στενά συμφέροντα της κομματικής βάσης και το πολιτικό σύστημα της χώρας χάνει κι αυτόν τον λίγο αέρα που είχε στα πανιά του.
Εν τω μεταξύ, η κρίση διακυβέρνησης στην Ευρώπη, λαμβάνει τη μορφή μιας επανεθνικοποίησης της πολιτικής της. Οι λαοί εξεγείρονται κατά του διπλού πλήγματος, από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και από την παγκοσμιοποίηση. Ως αποτέλεσμα, τα κράτη-μέλη της Ε.Ε αρπάζονται με μεγάλη ζέση από τα προνόμια της εθνικής κυριαρχίας, θέτοντας σε κίνδυνο το πρόγραμμα της ευρωπαϊκής πολιτικής και οικονομικής ολοκλήρωσης, που ενεργοποιήθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όπως και στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οικονομικές συνθήκες αποτελούν τη ρίζα του προβλήματος. Στη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών, σημείωσαν πτώση τα εισοδήματα της μεσαίας τάξης στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές οικονομίες, ενώ η ανισότητα αυξήθηκε. Η ανεργία στην Ισπανία βρίσκεται στο 20%, ενώ ακόμη και η Γερμανία, η προεξάρχουσα οικονομία στην Ε.Ε, είδε τη μεσαία τάξη της να συρρικνώνεται κατά 13% μεταξύ του 2000 και του 2008. Όσοι διολισθαίνουν μέσα από τις ρωγμές, διαπιστώνουν ότι το δίχτυ ασφαλείας από κάτω, είναι σαθρό. Τα γενναιόδωρα συστήματα προνοίας της Ευρώπης, αυτά που κατέστησαν ασύμφορα ενόψει του παγκόσμιου ανταγωνισμού, έχουν δραματικά αποδυναμωθεί. Η λιτότητα, που προήλθε από την τρέχουσα κρίση χρέους στην ευρωζώνη, απλώς έκανε τα πράγματα χειρότερα. Οι Έλληνες είναι τόσο εξοργισμένοι με την επιβαλλόμενη από την Ε.Ε λιτότητα, όσο και οι Γερμανοί από την υποχρέωσή τους να διασώσουν τους οικονομικά αργοκίνητους της Ευρώπης.
Ο γηράσκων πληθυσμός της Ευρώπης έχει αναγάγει σε οικονομική αναγκαιότητα τη μετανάστευση. Εντούτοις, η απουσία προόδου στην πορεία ένταξης των μουσουλμάνων μεταναστών στο κοινωνικό σύνολο, επέτεινε τις ανησυχίες σχετικά με την προθυμία της Ε.Ε να δεχθεί περισσότερους ξένους στους κόλπους της. Ευνοημένα από αυτές τις ανησυχίες είναι τα κόμματα της ακροδεξιάς. Ο σκληρός εθνικισμός τους βάζει στο στόχαστρο όχι μόνο τους μετανάστες αλλά και την ίδια την Ε.Ε. Η αλλαγή των γενεών προσθέτει και αυτή το δικό της βάρος στον αλλοτινό λαϊκό ενθουσιασμό για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Οι Ευρωπαίοι που διατηρούν μνήμες από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο βλέπου την Ε.Ε ως τον δρόμο διαφυγής της Ευρώπης από το αιματοβαμμένο παρελθόν της. Όμως, οι νεώτεροι Ευρωπαίοι δεν διαθέτουν παρελθόν από το οποίο να θέλουν να ξεφύγουν. Ενώ οι μεγαλύτεροι από αυτούς έβλεπαν την ευρωπαϊκή προοπτική ως ζήτημα πίστης, οι σημερινοί ηγέτες και τα εκλογικά σώματα τείνουν να αποτιμούν την αξία της Ε.Ε μέσω ενός ψυχρού -και συχνά αρνητικού- υπολογισμού κόστους και οφέλους.
Η συλλογική διακυβέρνηση που η Ε.Ε έχει απεγνωσμένα ανάγκη προκειμένου να ευδοκιμήσει σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο, δεν συμβαδίζει αρμονικά με ένα πολιτικό ρεύμα που καθίσταται σαφώς εχθρικό προς την ευρωπαϊκή προοπτική. Οι θεσμοί της Ευρώπης θα μπορούσαν να εκπέσουν στο επίπεδο της πολιτικής της, πράγμα που στην πράξη θα υποβίβαζε την Ε.Ε σε κάτι λίγο καλύτερο από έναν εμπορικό συνασπισμό. Στον αντίποδα όμως, οι εθνικές πολιτικές θα μπορούσαν να εμπλουτιστούν με ένα νέο ευρωπαϊκό κάλεσμα, το οποίο θα δημιουργούσε νέα αίσθηση νομιμοποίησης σε μια ολοένα και πιο επιφανειακή ένωση. Η δεύτερη περίπτωση είναι σαφώς προτιμότερη, αλλά θα απαιτήσει ηγεσία και αποφασιστικότητα, η οποία -τουλάχιστον επί του παρόντος- δεν διαφαίνεται πουθενά.
Η Ιαπωνία από την πλευρά της, εμφανίζεται πολιτικά κλυδωνιζόμενη από το 2006, όταν παραιτήθηκε από τη θέση του πρωθυπουργού ο Γιουνισίρο Κοϊζούμι. Από τότε, το Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (LPD), το οποίο κυριάρχησε στην ιαπωνική πολιτική ζωή σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταπολεμικής εποχής, διολίσθησε σοβαρά και το 2009 έχασε την εξουσία, προς όφελος του Δημοκρατικού Κόμματος της Ιαπωνίας (DPJ). Η παγίωση του δικομματικού συστήματος ενείχε τη δυνατότητα βελτίωσης της διακυβέρνησης, αλλά αντιθέτως παρήγαγε μόνο αδιέξοδο και μείωση της εμπιστοσύνης του κοινού. Η Ιαπωνία άλλαξε έξι πρωθυπουργούς μέσα στα τελευταία πέντε χρόνια. Το περασμένο καλοκαίρι η δημόσια αποδοχή για το DPJ έφθασε το 18%. Τα δύο μεγάλα κόμματα είναι εσωτερικά διχασμένα, στον ίδιο βαθμό που βρίσκονται σε διαμάχη μεταξύ τους. Η χάραξη πολιτικής έχει καθηλωθεί ακόμη και όσον αφορά επείγοντα ζητήματα. Χρειάστηκαν πάνω από εκατό ημέρες για να ψηφιστεί από τη Δίαιτα νόμος για την ανακούφιση των θυμάτων από τον περυσινό σεισμό, το τσουνάμι και την πυρηνική καταστροφή.
Το πρόβλημα ξεκίνησε το 1991 με την έκρηξη της φούσκας των περιουσιακών στοιχείων. Επρόκειτο για ένα πλήγμα που αποκάλυψε βαθύτερα προβλήματα στην οικονομία της χώρας και που οδήγησε σε μια «χαμένη δεκαετία» ύφεσης. Οι ιαπωνικές βιομηχανίες υπέστησαν ζημίες καθώς οι θέσεις εργασίας και οι επενδύσεις στράφηκαν προς την Κίνα και τους «ασιατικούς τίγρεις». Το κοινωνικό συμβόλαιο που παραδοσιακά ίσχυε στη χώρα και βάσει του οποίου οι επιχειρήσεις παρείχαν απασχόληση για όλη τη διάρκεια του εργασιακού βίου και ικανοποιητικές συντάξεις, δεν ήταν πλέον βιώσιμο. Οι δύο τελευταίες δεκαετίες επισώρευσαν μεγάλη κάμψη στα εισοδήματα της μεσαίας τάξης, αύξηση στην ανισότητα και άνοδο στον δείκτη φτώχιας, από το 7% περίπου που ήταν κατά τη δεκαετία του 1980, στο 16% το 2009. Το 1989 η Ιαπωνία ήρθε τέταρτη στην παγκόσμια κατάταξη όσον αφορά το κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Μέχρι το 2010, είχε κατρακυλήσει στην 24η θέση.
Θέλοντας να αντιμετωπίσει τέτοια προβλήματα σαν αυτά που προαναφέρθηκαν, ο Κοϊζούμι ανέλαβε φιλόδοξες προσπάθειες για να φιλελευθεροποιήσει την οικονομία και να μειώσει την εξουσία των γραφειοκρατών και των ομάδων συμφερόντων. Η χαρισματική προσωπικότητά του και η ευρεία κοινοβουλευτική στήριξη συνέβαλαν στην επίτευξη σημαντικής προόδου, αλλά οι διάδοχοι που ανέλαβαν και στα δύο κόμματα ήταν πολύ αδύναμοι για να μπορέσουν συνεχίσουν με την ίδια δυναμική. Έκτοτε η Ιαπωνία έχει κολλήσει στη γη του πουθενά και είναι εκτεθειμένη στην αποδιάρθρωση μιας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, χωρίς να είναι ούτε τόσο φιλελεύθερη ούτε να διαθέτει στρατηγικά πλεονεκτήματα που θα την έκαναν αποτελεσματικά ανταγωνιστική.
ΠΙΚΡΟ ΦΑΡΜΑΚΟ
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η κρίση διακυβέρνησης που αντιμετωπίζει η Δύση συμπίπτει με την τόνωση της πολιτικής ισχύος των αναδυομένων δυνάμεων. Το οικονομικό και πολιτικό σφρίγος μετατοπίζεται από τον πυρήνα στην περιφέρεια του διεθνούς συστήματος. Και ενώ τα πλέον ανοιχτά κράτη του κόσμου χάνουν τον έλεγχο με την ένταξή τους στο παγκοσμιοποιημένο σύστημα, οι ανελεύθερες χώρες, όπως η Κίνα, σκοπίμως διατηρούν τις κοινωνίες τους κάτω από σφιχτό έλεγχο, μέσω του συγκεντρωτισμού στη λήψη των αποφάσεων, με τη λογοκρισία των ΜΜΕ, και τις επιτηρούμενες από το κράτος αγορές. Εάν οι μεγαλύτερες δημοκρατίες συνεχίσουν να χάνουν την αίγλη τους όσο οι αναπτυσσόμενες χώρες ακολουθούν ανοδική πορεία, η εκτυλισσόμενη μετατόπιση της παγκόσμιας ισχύος θα γίνει σημαντικά πιο αποσταθεροποιητική. Αντιθέτως, μια νέα ευθυγράμμιση της διεθνούς ιεραρχίας ενδεχομένως να γίνει πιο συντεταγμένα, αν οι δημοκρατίες της Δύσης ανακτήσουν τις απώλειες και προτείνουν αποφασιστικές ηγεσίες.
Αυτό που απαιτείται δεν είναι τίποτα λιγότερο από μια συναρπαστική απάντηση του 21ου αιώνα στις δομικές εντάσεις ανάμεσα στη δημοκρατία, τον καπιταλισμό και την παγκοσμιοποίηση. Αυτή η νέα πολιτική ατζέντα θα πρέπει να στοχεύει στην επαναβεβαίωση του λαϊκού ελέγχου επί της πολιτικής οικονομίας, κατευθύνοντας την κρατική παρέμβαση προς αποτελεσματικές ενέργειες τόσο ως προς την οικονομική πραγματικότητα των παγκόσμιων αγορών όσο και απέναντι στις απαιτήσεις των μαζικών κοινωνιών για μια δίκαιη μοιρασιά των ανταμοιβών και των θυσιών.
Η Δύση θα πρέπει να ακολουθήσει τρεις αδρές στρατηγικές για να ανταποκριθεί σε αυτήν την πρόκληση και κατ’ αυτόν τον τρόπο να εξοπλίσει καλύτερα τους δημοκρατικούς θεσμούς της μέσα στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο. Πρώτον, όταν έρχονται αντιμέτωπες με τον κρατικό καπιταλισμό και τη μεγάλη ισχύ των διεθνών αγορών, οι δυτικές δημοκρατίες δεν έχουν άλλη επιλογή από το να δεσμευθούν σε έναν πρωτοφανούς κλίμακας στρατηγικό σχεδιασμό της οικονομικής δραστηριότητας. Θα απαιτηθούν κρατικές επενδύσεις σε θέσεις εργασίας, σε υποδομές, στην εκπαίδευση και στην έρευνα, προκειμένου να αποκατασταθεί η οικονομική ανταγωνιστικότητα. Δεύτερον, οι ηγέτες θα πρέπει να επιδιώξουν να διοχετεύσουν τη δυσαρέσκεια του εκλογικού σώματος προς μεταρρυθμιστικούς στόχους, μέσω μιας προοδευτικής εκδοχής του λαϊκισμού. Ακολουθώντας πολιτικές που δίνουν το προβάδισμα στο μαζικό κοινό και όχι στους κομματικούς οπαδούς ή στα ειδικά συμφέροντα, οι πολιτικοί όχι μόνο μπορούν να αποκαταστήσουν τη δημοτικότητά τους αλλά και να αναζωογονήσουν τους δημοκρατικούς θεσμούς και αξίες όπως αυτές της ιδιότητας του πολίτη και της θυσίας. Τρίτον, οι δυτικές κυβερνήσεις θα πρέπει να καθοδηγήσουν το εκλογικό σώμα μακριά από τον πειρασμό της εσωστρέφειας. Όπως με σαφήνεια δείχνει η ιστορία, στους δύσκολους καιρούς τροφοδοτείται ο προστατευτισμός και ο απομονωτισμός. Όμως, η παγκοσμιοποίηση ήρθε για να μείνει, και δεν υπάρχει εναλλακτική λύση οπισθοχώρησης.
Καμία από αυτές τις στρατηγικές δεν θα είναι εύκολη στην εφαρμογή της. Από την άλλη, η υιοθέτηση όλων αυτών μαζί, θα απαιτήσει τον συνδυασμό μιας εξαιρετικής ηγεσίας και πολιτικού θάρρους. Μέχρι, όμως, να σχεδιαστεί και να υλοποιηθεί μια τέτοια ατζέντα, η δημοκρατική δυσφορία θα επιμένει.
Πηγή kostasxan.blogspot.com
Μια κρίση διακυβέρνησης ταλανίζει τις πιο προηγμένες δημοκρατίες του κόσμου. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ευρώπη και η Ιαπωνία αντιμετωπίζουν ταυτοχρόνως πολιτική καθίζηση. Η παγκοσμιοποίηση έχει δημιουργήσει ένα διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ αυτού που οι ψηφοφόροι ζητούν από τις κυβερνήσεις τους και αυτού που εκείνες είναι σε θέση να τους προσφέρουν. Η δυσαρμονία ανάμεσα στο αυξανόμενο αίτημα για σωστή διακυβέρνηση και στην ελαττούμενη παροχή της, είναι μια από τις πιο σοβαρές προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο δυτικός κόσμος σήμερα.
Οι ψηφοφόροι στις βιομηχανικές δημοκρατίες προσβλέπουν στις κυβερνήσεις τους, επιζητώντας από αυτές να αντιδράσουν στην πτώση του βιοτικού επιπέδου και την αυξανόμενη ανισότητα, που απορρέουν από τη χωρίς προηγούμενο ροή αγαθών, υπηρεσιών και κεφαλαίων. Οι λαοί προσδοκούν, επίσης, οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποί τους να διαχειριστούν το ζήτημα της διογκούμενης μετανάστευσης, της υπερθέρμανσης του πλανήτη και άλλων αναπόφευκτων επιπτώσεων του παγκοσμιοποιημένου κόσμου μας. Όμως, οι δυτικές κυβερνήσεις δεν ανταποκρίνονται σ’ αυτό το καθήκον.
Η παγκοσμιοποίηση καθιστά λιγότερο αποτελεσματικά τα πολιτικά εργαλεία που έχουν στη διάθεσή τους, ενώ παράλληλα εκμηδενίζει την παραδοσιακή κυριαρχία της Δύσης στις διεθνείς υποθέσεις, πυροδοτώντας την «άνοδο των υπολοίπων» [χωρών]. Η αδυναμία των δημοκρατικών κυβερνήσεων να ικανοποιήσουν τις ανάγκες της ευρύτερης λαϊκής βάσης, αύξησε με τη σειρά της τη λαϊκή δυσφορία, υπονομεύοντας περαιτέρω τη νομιμότητα και την αποτελεσματικότητα των αντιπροσωπευτικών θεσμών.
Αυτή η κρίση διακυβέρνησης εντός του δυτικού κόσμου, συμβαίνει σε μια ιδιαιτέρως ακατάλληλη στιγμή. Το διεθνές σύστημα βρίσκεται εν μέσω τεκτονικών αλλαγών, λόγω της διάχυσης του πλούτου και της ισχύος σε νέες περιοχές. Υποτίθεται ότι η παγκοσμιοποίηση θα λειτουργούσε προς όφελος των φιλελεύθερων κοινωνιών, οι οποίες προφανώς ήταν απολύτως κατάλληλες για να εκμεταλλευτούν τη γρήγορη και ασταθή φύση της παγκόσμιας αγοράς. Αντ’ αυτού, όμως, οι λαοί στις προηγμένες δημοκρατίες της Βόρειας Αμερικής, της Ευρώπης και της Ανατολικής Ασίας υπέστησαν σκληρό πλήγμα, ακριβώς για τον λόγο ότι οι οικονομίες των χωρών τους είναι ώριμες και ανοιχτές στον κόσμο.
Αντιθέτως, η Βραζιλία, η Ινδία, η Τουρκία και άλλες ανερχόμενες δημοκρατίες, επωφελούνται από τη μετατόπιση της οικονομικής ζωτικότητας από τον ανεπτυγμένο προς τον αναπτυσσόμενο κόσμο. Ειδικότερα η Κίνα αποδεικνύεται εξαιρετικά ικανή στο να δρέπει τα οφέλη της παγκοσμιοποίησης χωρίς παράλληλα να επιβαρύνεται από τις υποχρεώσεις της, κυρίως επειδή διατήρησε τον έλεγχο επί των μέσων άσκησης πολιτικής, πράγμα που παραμέλησαν οι φιλελεύθεροι ανταγωνιστές της. Ο κρατικός καπιταλισμός έχει εμφανή πλεονεκτήματα, τουλάχιστον προς το παρόν. Κατά συνέπεια, αυτό που διακυβεύεται σήμερα δεν είναι μόνο η υλική πρωτοκαθεδρία της Δύσης, αλλά και η αξιοπιστία της εκδοχής της για τη νεωτερικότητα. Αν οι φιλελεύθερες δημοκρατίες δεν αποκαταστήσουν την πολιτική και οικονομική ευρωστία τους, τα πολιτικά και γεωπολιτικά δεδομένα του 21ου αιώνα θα εξελιχθούν στο απόλυτο χάος.
ΕΛΑΦΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΒΟΛΕΙΣ
Η παγκοσμιοποίηση διεύρυνε τον συνολικό πλούτο και έδωσε τη δυνατότητα στις αναπτυσσόμενες χώρες να πετύχουν μια χωρίς προηγούμενο ευημερία. Η διασπορά των επενδύσεων, το εμπόριο και τα δίκτυα επικοινωνίας βάθυναν την αλληλεξάρτηση και τα εν δυνάμει ειρηνευτικά αποτελέσματά τους, ενώ παράλληλα συνέβαλαν στο άνοιγμα των μη δημοκρατικών χωρών και στην ενδυνάμωση λαϊκών εξεγέρσεων. Ταυτόχρονα, όμως, η παγκοσμιοποίηση και η ψηφιακή οικονομία από την οποία εξαρτάται, αποτελούν την κύρια πηγή της τρέχουσας κρίσης διακυβέρνησης που αντιμετωπίζει η Δύση. Η αποβιομηχάνιση και η ανάθεση υπηρεσιών σε τρίτους, το παγκόσμιο εμπόριο και οι δημοσιονομικές ανισορροπίες, το πλεόνασμα κεφαλαίων και οι «φούσκες» στις πιστώσεις και τα περιουσιακά στοιχεία, όλες αυτές οι επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης επιβάλλουν δοκιμασίες και ανασφάλεια, που ήταν άγνωστες σε αρκετές γενιές. Τα δεινά που απορρέουν από την οικονομική κρίση, που ξεκίνησε το 2008, είναι ιδιαιτέρως έντονα, αλλά τα θεμελιώδη προβλήματα είχαν αρχίσει πολύ νωρίτερα. Στο μεγαλύτερο μέρος των τελευταίων είκοσι χρόνων, οι τακτικές αποδοχές της μεσαίας τάξης στις μεγαλύτερες δημοκρατίες του κόσμου παρέμειναν στάσιμες και η οικονομική ανισότητα παρουσίασε δραστική άνοδο, καθώς η παγκοσμιοποίηση αντάμειψε πλουσιοπάροχα τους κερδισμένους αλλά ξέχασε τους πολλούς χαμένους.
Αυτές οι τάσεις δεν αποτελούν προσωρινά υποπροϊόντα του οικονομικού κύκλου ούτε οφείλονται σε κατεξοχήν ανεπάρκεια ελέγχου του χρηματοπιστωτικού τομέα, στις φορολογικές ελαφρύνσεις που επιβλήθηκαν εν καιρώ πανάκριβων πολέμων ή σε άλλες λανθασμένες πολιτικές. Όπως κατέδειξαν στην πρόσφατη μελέτη τους με τίτλο «The Way Forward» οι οικονομικοί αναλυτές Ντάνιελ Άλπερτ, Ρόμπερτ Χόκετ και Νούριελ Ρουμπινί, η μισθολογική στασιμότητα και η αυξανόμενη ανισότητα αποτελούν συνέπειες της ένταξης στην παγκόσμια οικονομία δισεκατομμυρίων χαμηλόμισθων εργατών, καθώς επίσης και της αύξησης της παραγωγικότητας που προήλθε από την εφαρμογή της πληροφορικής στον τομέα της μεταποίησης. Οι εξελίξεις αυτές ώθησαν την παγκόσμια παραγωγή σε επίπεδα πολύ υψηλότερα από τη ζήτηση, επιβάλλοντας βαρύ τίμημα στους υψηλά αμειβόμενους εργαζόμενους των χωρών της βιομηχανικής Δύσης. Η συνακόλουθη απορρύθμιση και δυσαρέσκεια των εκλογικών σωμάτων στη Δύση, μεγιστοποιήθηκαν από την όξυνση των υπερεθνικών κινδύνων της παγκοσμιοποίησης, όπως είναι το διεθνές έγκλημα, η τρομοκρατία, η ανεπιθύμητη μετανάστευση και η περιβαλλοντική υποβάθμιση. Σε αυτό το δυσάρεστο μίγμα έρχεται να προστεθεί η επανάσταση της πληροφορίας. Το διαδίκτυο και η πλησμονή των μέσων μαζικής επικοινωνίας φαίνεται ότι μάλλον πυροδοτούν την ιδεολογική πόλωση, παρά καλλιεργούν τον εποικοδομητικό διάλογο.
Οι ψηφοφόροι που έρχονται αντιμέτωποι με την οικονομική απειλή, την κοινωνική παράλυση και τον πολιτικό διχασμό, προσβλέπουν στους εκλεγμένους αντιπροσώπους τους για βοήθεια. Όμως, όσο η παγκοσμιοποίηση τροφοδοτεί αυτήν την επείγουσα ανάγκη για μια ανθρώπινη διακυβέρνηση, τόσο, από την άλλη μεριά, βεβαιώνει ότι μια τέτοια μέριμνα δεν μπορεί να υπάρξει. Για τρεις βασικούς λόγους οι κυβερνήσεις στη βιομηχανική Δύση έχουν εισέλθει σε περίοδο έκδηλης αναποτελεσματικότητας.
Πρώτον, η παγκοσμιοποίηση κατέστησε αναποτελεσματικά πολλά από τα παραδοσιακά πολιτικά εργαλεία που χρησιμοποιούσαν οι φιλελεύθερες δημοκρατίες. Η Ουάσιγκτον κατέφευγε τακτικά στη δημοσιονομική και νομισματική πολιτική για να ρυθμίσει την οικονομική της απόδοση. Εν μέσω, όμως, του παγκόσμιου ανταγωνισμού και ενός χωρίς προηγούμενο χρέους, η αμερικανική οικονομία μοιάζει να μην αντιδρά στις ενέσεις τόνωσης των δαπανών ή στους πρόσφατους ελιγμούς της Ομοσπονδιακής Τράπεζας όσον αφορά τα επιτόκια. Το εύρος και η ταχύτητα των εμπορικών και χρηματοοικονομικών ροών σημαίνουν ότι αποφάσεις και εξελίξεις που συμβαίνουν αλλού (η αδιαλλαξία του Πεκίνου όσον αφορά την τιμή του γουάν, η υποτονική αντίδραση της Ευρώπης απέναντι στην οικονομική κρίση που την πλήττει, οι ενέργειες των επενδυτών και των οίκων αξιολόγησης, η βελτίωση της ποιότητας στα τελευταία μοντέλα της Hyundai) ξεπερνούν σε σπουδαιότητα τις αποφάσεις που λαμβάνονται στην Ουάσιγκτον. Οι ευρωπαϊκές δημοκρατίες εδώ και πολλά χρόνια βασίζονταν στη νομισματική πολιτική για να ρυθμίζουν τις διακυμάνσεις στην εθνική οικονομική απόδοση. Όμως, από τη στιγμή που εντάχθηκαν στη ευρωζώνη, απώλεσαν αυτήν τη δυνατότητα. Τα τελευταία είκοσι χρόνια, η Ιαπωνία δοκίμασε τη μια μετά την άλλη στρατηγική αναθέρμανσης της οικονομίας, αλλά χωρίς να δει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Απλούστατα, στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο, οι δημοκρατίες έχουν λιγότερο έλεγχο επί των αποτελεσμάτων, σε σύγκριση με ό,τι είχαν συνηθίσει.
Δεύτερον, πολλά από τα προβλήματα που οι ψηφοφόροι στη Δύση ζητούν από τις κυβερνήσεις τους να επιλύσουν, απαιτούν ένα επίπεδο διεθνούς συνεργασίας, που σήμερα είναι ανέφικτο. Η μετάγγιση της ισχύος από τη Δύση στους «υπόλοιπους», σημαίνει ότι σήμερα υπάρχουν πολλοί νέοι μάγειροι στην κουζίνα. Η αποτελεσματική δράση δεν επαφίεται πλέον κατεξοχήν στη συνεργασία μεταξύ δημοκρατιών με παρεμφερή τρόπο σκέψης. Αντιθέτως, εξαρτάται από τη συνεργασία ενός ευρύτερου και πιο ποικίλου κύκλου κρατών. Οι Ηνωμένες Πολιτείες προσβλέπουν τώρα στο G-20 για την αποκατάσταση της ισορροπίας στη διεθνή οικονομία. Όμως, η συναίνεση μεταξύ κρατών που βρίσκονται σε διαφορετικό στάδιο ανάπτυξης και ακολουθούν αποκλίνουσες μεθόδους στην οικονομική διακυβέρνηση, είναι πολύ δύσκολη υπόθεση. Προκλήσεις όπως η αντιμετώπιση της υπερθέρμανσης του πλανήτη ή η αποτελεσματική απομόνωση του Ιράν, ομοίως εξαρτώνται από μια συλλογική προσπάθεια, που σαφώς είναι ανέφικτη.
Τρίτον, οι δημοκρατίες μπορούν να είναι ευέλικτες και οικείες, όταν το εκλογικό τους σώμα είναι ικανοποιημένο και απολαμβάνει μιας συναίνεσης που γεννήθηκε από τις αυξημένες προσδοκίες. Είναι, όμως, αδέξιες και βραδυκίνητες όταν οι πολίτες τους είναι καταπτοημένοι και διχασμένοι. Μια πολιτική συγκρότηση, στο πλαίσιο της οποίας η διακυβέρνηση εξαρτάται από τη λαϊκή συμμετοχή, τον θεσμικό έλεγχο και τις ισορροπίες, σε συνδυασμό με τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις ομάδες συμφερόντων, είναι λύση που έχει καλύτερα αποτελέσματα στην κατανομή αγαθών παρά στον επιμερισμό θυσιών. Ωστόσο, οι θυσίες είναι αυτό ακριβώς που απαιτείται για να αποκατασταθεί η οικονομική ευρωστία, γεγονός που φέρνει τις δυτικές κυβερνήσεις αντιμέτωπες με την άχαρη προοπτική εφαρμογής πολιτικών που απειλούν να εξασθενίσουν την εκλογική απήχησή τους.
ΕΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑ, ΤΡΙΑ ΑΡΩΜΑΤΑ
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η έντονη κομματική αντιπαράθεση παραλύει το πολιτικό σύστημα. Η υφέρπουσα αιτία είναι η κακή κατάσταση της αμερικανικής οικονομίας. Από το 2008, πολλοί Αμερικανοί έχουν χάσει το σπίτι τους, τη δουλειά τους και τη συνταξιοδοτική αποταμίευση. Αυτές οι αποτυχίες ακολουθούν κατά πόδας τις διαδοχικές δεκαετίες της στασιμότητας στις αποδοχές της μεσαίας τάξης. Μέσα στην τελευταία δεκαετία, το εισόδημα του μέσου νοικοκυριού στις Ηνωμένες Πολιτείες μειώθηκε πάνω από 10%. Εν τω μεταξύ, η εισοδηματική ανισότητα αυξήθηκε σταθερά, καθιστώντας τις Ηνωμένες Πολιτείες τη χώρα με τη μεγαλύτερη ανισότητα στον βιομηχανικό κόσμο. Η κύρια αιτία για την επιδείνωση της θέσης του Αμερικανού εργαζομένου είναι ο παγκόσμιος ανταγωνισμός. Οι θέσεις εργασίας μετατοπίστηκαν σε άλλες χώρες. Επιπροσθέτως, πολλές από τις πλέον ανταγωνιστικές εταιρείες στον χώρο της ψηφιακής οικονομίας δεν στηρίζονται σε μεγάλες επενδύσεις. Η εκτιμώμενη αξία του Facebook είναι περίπου 70 δισεκατομμύρια δολάρια και απασχολεί χονδρικά δύο χιλιάδες εργαζομένους, τη στιγμή που η General Motors με αξία υπολογιζόμενη στα 35 δισεκατομμύρια δολάρια, απασχολεί 77.000 υπαλλήλους στις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλους 208.000 διεθνώς. Είναι φανερό ότι πλούτος των εταιρειών αιχμής των Ηνωμένων Πολιτειών δεν σταλάζει στη μεσαία τάξη.
Αυτή η σκληρή οικονομική πραγματικότητα συμβάλλει στην αναβίωση των ιδεολογικών και κομματικών διαιρέσεων, που για καιρό είχαν σιγήσει λόγω της οικονομικής ευμάρειας του λαού. Στη διάρκεια των δεκαετιών που ακολούθησαν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η εκτεταμένη σε πολλά κοινωνικά στρώματα ευημερία, έσπρωξε προς το πολιτικό κέντρο τόσο τους Δημοκρατικούς όσο και τους Ρεπουμπλικάνους. Σήμερα, όμως, το Καπιτώλιο είναι σε γενικές γραμμές απαλλαγμένο τόσο από κεντρώους όσο και από τον δικομματισμό. Οι Δημοκρατικοί προπαγανδίζουν υπέρ της παροχής περισσοτέρων κινήτρων, υπέρ των ελαφρύνσεων για τους ανέργους και υπέρ της φορολόγησης των πλουσίων. Από την άλλη, οι Ρεπουμπλικάνοι αξιώνουν δραστικές περικοπές στο μέγεθος και στις δαπάνες του κυβερνητικού μηχανισμού. Η επιτάχυνση της αποσάθρωσης του κέντρου επιτεύχθηκε με την αναδιάταξη των εκλογικών περιφερειών των κομμάτων, με την επικράτηση ενός είδους ΜΜΕ, που μάλλον προκαλούν τα γεγονότα παρά πληροφορούν, και με ένα ανώμαλο σύστημα χρηματοδότησης των προεκλογικών εκστρατειών, που έχει γίνει αιχμάλωτο ειδικών συμφερόντων.
Η συνακόλουθη πόλωση έχει δέσει κόμπο τη χώρα. Ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα είχε επίγνωση της κατάστασης και γι’ αυτό, όταν ανέλαβε την εξουσία υποσχέθηκε να γίνει ένας «μετα-κομματικός» πρόεδρος. Όμως, η αποτυχία των μεγάλων προσπαθειών του Ομπάμα να αναθερμάνει την οικονομία και να αποκαταστήσει τη δικομματική συνεργασία έκαναν ορατή τη συστημική φύση της οικονομικής και πολιτικής δυσλειτουργίας της χώρας. Το πακέτο στήριξης της οικονομίας, ύψους 787 δισεκατομμυρίων δολαρίων, που πέρασε χωρίς την υποστήριξη ούτε ενός Ρεπουμπλικάνου βουλευτή, δεν στάθηκε ικανό να αναζωογονήσει μια οικονομία που μαστίζεται από το χρέος, την απουσία θέσεων εργασίας για τη μεσαία τάξη και την παγκόσμια οικονομική ύφεση. Από τη στιγμή που το 2010 οι Ρεπουμπλικάνοι απέκτησαν την πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων, η κομματική αντιπαράθεση όρθωσε εμπόδια στην πρόοδο όλων σχεδόν των θεμάτων. Νομοσχέδια για την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης είτε δεν ψηφίζονται ή είναι τόσο άνευρα που έχουν ελάχιστο αντίκτυπο. Η μεταρρύθμιση στο ζήτημα της μετανάστευσης και η νομοθεσία για τον περιορισμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη δεν βρίσκονται καν στο τραπέζι.
Η αναποτελεσματική διακυβέρνηση, σε συνδυασμό με τις καθημερινές δόσεις κομματικής χολής, έχουν ρίξει τη δημοτικότητα του Κογκρέσου στα ιστορικά χαμηλότερα επίπεδα. Η διάχυτη απογοήτευση γέννησε το κίνημα Occupy Wall Street, τις πρώτες από την εποχή του πολέμου του Βιετνάμ μαζικές κινητοποιήσεις διαρκείας. Η δυσαρέσκεια του εκλογικού σώματος βαθαίνει τις προκλήσεις της διακυβέρνησης, καθώς ευάλωτοι πολιτικοί εξυπηρετούν τα στενά συμφέροντα της κομματικής βάσης και το πολιτικό σύστημα της χώρας χάνει κι αυτόν τον λίγο αέρα που είχε στα πανιά του.
Εν τω μεταξύ, η κρίση διακυβέρνησης στην Ευρώπη, λαμβάνει τη μορφή μιας επανεθνικοποίησης της πολιτικής της. Οι λαοί εξεγείρονται κατά του διπλού πλήγματος, από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και από την παγκοσμιοποίηση. Ως αποτέλεσμα, τα κράτη-μέλη της Ε.Ε αρπάζονται με μεγάλη ζέση από τα προνόμια της εθνικής κυριαρχίας, θέτοντας σε κίνδυνο το πρόγραμμα της ευρωπαϊκής πολιτικής και οικονομικής ολοκλήρωσης, που ενεργοποιήθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όπως και στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οικονομικές συνθήκες αποτελούν τη ρίζα του προβλήματος. Στη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών, σημείωσαν πτώση τα εισοδήματα της μεσαίας τάξης στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές οικονομίες, ενώ η ανισότητα αυξήθηκε. Η ανεργία στην Ισπανία βρίσκεται στο 20%, ενώ ακόμη και η Γερμανία, η προεξάρχουσα οικονομία στην Ε.Ε, είδε τη μεσαία τάξη της να συρρικνώνεται κατά 13% μεταξύ του 2000 και του 2008. Όσοι διολισθαίνουν μέσα από τις ρωγμές, διαπιστώνουν ότι το δίχτυ ασφαλείας από κάτω, είναι σαθρό. Τα γενναιόδωρα συστήματα προνοίας της Ευρώπης, αυτά που κατέστησαν ασύμφορα ενόψει του παγκόσμιου ανταγωνισμού, έχουν δραματικά αποδυναμωθεί. Η λιτότητα, που προήλθε από την τρέχουσα κρίση χρέους στην ευρωζώνη, απλώς έκανε τα πράγματα χειρότερα. Οι Έλληνες είναι τόσο εξοργισμένοι με την επιβαλλόμενη από την Ε.Ε λιτότητα, όσο και οι Γερμανοί από την υποχρέωσή τους να διασώσουν τους οικονομικά αργοκίνητους της Ευρώπης.
Ο γηράσκων πληθυσμός της Ευρώπης έχει αναγάγει σε οικονομική αναγκαιότητα τη μετανάστευση. Εντούτοις, η απουσία προόδου στην πορεία ένταξης των μουσουλμάνων μεταναστών στο κοινωνικό σύνολο, επέτεινε τις ανησυχίες σχετικά με την προθυμία της Ε.Ε να δεχθεί περισσότερους ξένους στους κόλπους της. Ευνοημένα από αυτές τις ανησυχίες είναι τα κόμματα της ακροδεξιάς. Ο σκληρός εθνικισμός τους βάζει στο στόχαστρο όχι μόνο τους μετανάστες αλλά και την ίδια την Ε.Ε. Η αλλαγή των γενεών προσθέτει και αυτή το δικό της βάρος στον αλλοτινό λαϊκό ενθουσιασμό για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Οι Ευρωπαίοι που διατηρούν μνήμες από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο βλέπου την Ε.Ε ως τον δρόμο διαφυγής της Ευρώπης από το αιματοβαμμένο παρελθόν της. Όμως, οι νεώτεροι Ευρωπαίοι δεν διαθέτουν παρελθόν από το οποίο να θέλουν να ξεφύγουν. Ενώ οι μεγαλύτεροι από αυτούς έβλεπαν την ευρωπαϊκή προοπτική ως ζήτημα πίστης, οι σημερινοί ηγέτες και τα εκλογικά σώματα τείνουν να αποτιμούν την αξία της Ε.Ε μέσω ενός ψυχρού -και συχνά αρνητικού- υπολογισμού κόστους και οφέλους.
Η συλλογική διακυβέρνηση που η Ε.Ε έχει απεγνωσμένα ανάγκη προκειμένου να ευδοκιμήσει σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο, δεν συμβαδίζει αρμονικά με ένα πολιτικό ρεύμα που καθίσταται σαφώς εχθρικό προς την ευρωπαϊκή προοπτική. Οι θεσμοί της Ευρώπης θα μπορούσαν να εκπέσουν στο επίπεδο της πολιτικής της, πράγμα που στην πράξη θα υποβίβαζε την Ε.Ε σε κάτι λίγο καλύτερο από έναν εμπορικό συνασπισμό. Στον αντίποδα όμως, οι εθνικές πολιτικές θα μπορούσαν να εμπλουτιστούν με ένα νέο ευρωπαϊκό κάλεσμα, το οποίο θα δημιουργούσε νέα αίσθηση νομιμοποίησης σε μια ολοένα και πιο επιφανειακή ένωση. Η δεύτερη περίπτωση είναι σαφώς προτιμότερη, αλλά θα απαιτήσει ηγεσία και αποφασιστικότητα, η οποία -τουλάχιστον επί του παρόντος- δεν διαφαίνεται πουθενά.
Η Ιαπωνία από την πλευρά της, εμφανίζεται πολιτικά κλυδωνιζόμενη από το 2006, όταν παραιτήθηκε από τη θέση του πρωθυπουργού ο Γιουνισίρο Κοϊζούμι. Από τότε, το Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (LPD), το οποίο κυριάρχησε στην ιαπωνική πολιτική ζωή σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταπολεμικής εποχής, διολίσθησε σοβαρά και το 2009 έχασε την εξουσία, προς όφελος του Δημοκρατικού Κόμματος της Ιαπωνίας (DPJ). Η παγίωση του δικομματικού συστήματος ενείχε τη δυνατότητα βελτίωσης της διακυβέρνησης, αλλά αντιθέτως παρήγαγε μόνο αδιέξοδο και μείωση της εμπιστοσύνης του κοινού. Η Ιαπωνία άλλαξε έξι πρωθυπουργούς μέσα στα τελευταία πέντε χρόνια. Το περασμένο καλοκαίρι η δημόσια αποδοχή για το DPJ έφθασε το 18%. Τα δύο μεγάλα κόμματα είναι εσωτερικά διχασμένα, στον ίδιο βαθμό που βρίσκονται σε διαμάχη μεταξύ τους. Η χάραξη πολιτικής έχει καθηλωθεί ακόμη και όσον αφορά επείγοντα ζητήματα. Χρειάστηκαν πάνω από εκατό ημέρες για να ψηφιστεί από τη Δίαιτα νόμος για την ανακούφιση των θυμάτων από τον περυσινό σεισμό, το τσουνάμι και την πυρηνική καταστροφή.
Το πρόβλημα ξεκίνησε το 1991 με την έκρηξη της φούσκας των περιουσιακών στοιχείων. Επρόκειτο για ένα πλήγμα που αποκάλυψε βαθύτερα προβλήματα στην οικονομία της χώρας και που οδήγησε σε μια «χαμένη δεκαετία» ύφεσης. Οι ιαπωνικές βιομηχανίες υπέστησαν ζημίες καθώς οι θέσεις εργασίας και οι επενδύσεις στράφηκαν προς την Κίνα και τους «ασιατικούς τίγρεις». Το κοινωνικό συμβόλαιο που παραδοσιακά ίσχυε στη χώρα και βάσει του οποίου οι επιχειρήσεις παρείχαν απασχόληση για όλη τη διάρκεια του εργασιακού βίου και ικανοποιητικές συντάξεις, δεν ήταν πλέον βιώσιμο. Οι δύο τελευταίες δεκαετίες επισώρευσαν μεγάλη κάμψη στα εισοδήματα της μεσαίας τάξης, αύξηση στην ανισότητα και άνοδο στον δείκτη φτώχιας, από το 7% περίπου που ήταν κατά τη δεκαετία του 1980, στο 16% το 2009. Το 1989 η Ιαπωνία ήρθε τέταρτη στην παγκόσμια κατάταξη όσον αφορά το κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Μέχρι το 2010, είχε κατρακυλήσει στην 24η θέση.
Θέλοντας να αντιμετωπίσει τέτοια προβλήματα σαν αυτά που προαναφέρθηκαν, ο Κοϊζούμι ανέλαβε φιλόδοξες προσπάθειες για να φιλελευθεροποιήσει την οικονομία και να μειώσει την εξουσία των γραφειοκρατών και των ομάδων συμφερόντων. Η χαρισματική προσωπικότητά του και η ευρεία κοινοβουλευτική στήριξη συνέβαλαν στην επίτευξη σημαντικής προόδου, αλλά οι διάδοχοι που ανέλαβαν και στα δύο κόμματα ήταν πολύ αδύναμοι για να μπορέσουν συνεχίσουν με την ίδια δυναμική. Έκτοτε η Ιαπωνία έχει κολλήσει στη γη του πουθενά και είναι εκτεθειμένη στην αποδιάρθρωση μιας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, χωρίς να είναι ούτε τόσο φιλελεύθερη ούτε να διαθέτει στρατηγικά πλεονεκτήματα που θα την έκαναν αποτελεσματικά ανταγωνιστική.
ΠΙΚΡΟ ΦΑΡΜΑΚΟ
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η κρίση διακυβέρνησης που αντιμετωπίζει η Δύση συμπίπτει με την τόνωση της πολιτικής ισχύος των αναδυομένων δυνάμεων. Το οικονομικό και πολιτικό σφρίγος μετατοπίζεται από τον πυρήνα στην περιφέρεια του διεθνούς συστήματος. Και ενώ τα πλέον ανοιχτά κράτη του κόσμου χάνουν τον έλεγχο με την ένταξή τους στο παγκοσμιοποιημένο σύστημα, οι ανελεύθερες χώρες, όπως η Κίνα, σκοπίμως διατηρούν τις κοινωνίες τους κάτω από σφιχτό έλεγχο, μέσω του συγκεντρωτισμού στη λήψη των αποφάσεων, με τη λογοκρισία των ΜΜΕ, και τις επιτηρούμενες από το κράτος αγορές. Εάν οι μεγαλύτερες δημοκρατίες συνεχίσουν να χάνουν την αίγλη τους όσο οι αναπτυσσόμενες χώρες ακολουθούν ανοδική πορεία, η εκτυλισσόμενη μετατόπιση της παγκόσμιας ισχύος θα γίνει σημαντικά πιο αποσταθεροποιητική. Αντιθέτως, μια νέα ευθυγράμμιση της διεθνούς ιεραρχίας ενδεχομένως να γίνει πιο συντεταγμένα, αν οι δημοκρατίες της Δύσης ανακτήσουν τις απώλειες και προτείνουν αποφασιστικές ηγεσίες.
Αυτό που απαιτείται δεν είναι τίποτα λιγότερο από μια συναρπαστική απάντηση του 21ου αιώνα στις δομικές εντάσεις ανάμεσα στη δημοκρατία, τον καπιταλισμό και την παγκοσμιοποίηση. Αυτή η νέα πολιτική ατζέντα θα πρέπει να στοχεύει στην επαναβεβαίωση του λαϊκού ελέγχου επί της πολιτικής οικονομίας, κατευθύνοντας την κρατική παρέμβαση προς αποτελεσματικές ενέργειες τόσο ως προς την οικονομική πραγματικότητα των παγκόσμιων αγορών όσο και απέναντι στις απαιτήσεις των μαζικών κοινωνιών για μια δίκαιη μοιρασιά των ανταμοιβών και των θυσιών.
Η Δύση θα πρέπει να ακολουθήσει τρεις αδρές στρατηγικές για να ανταποκριθεί σε αυτήν την πρόκληση και κατ’ αυτόν τον τρόπο να εξοπλίσει καλύτερα τους δημοκρατικούς θεσμούς της μέσα στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο. Πρώτον, όταν έρχονται αντιμέτωπες με τον κρατικό καπιταλισμό και τη μεγάλη ισχύ των διεθνών αγορών, οι δυτικές δημοκρατίες δεν έχουν άλλη επιλογή από το να δεσμευθούν σε έναν πρωτοφανούς κλίμακας στρατηγικό σχεδιασμό της οικονομικής δραστηριότητας. Θα απαιτηθούν κρατικές επενδύσεις σε θέσεις εργασίας, σε υποδομές, στην εκπαίδευση και στην έρευνα, προκειμένου να αποκατασταθεί η οικονομική ανταγωνιστικότητα. Δεύτερον, οι ηγέτες θα πρέπει να επιδιώξουν να διοχετεύσουν τη δυσαρέσκεια του εκλογικού σώματος προς μεταρρυθμιστικούς στόχους, μέσω μιας προοδευτικής εκδοχής του λαϊκισμού. Ακολουθώντας πολιτικές που δίνουν το προβάδισμα στο μαζικό κοινό και όχι στους κομματικούς οπαδούς ή στα ειδικά συμφέροντα, οι πολιτικοί όχι μόνο μπορούν να αποκαταστήσουν τη δημοτικότητά τους αλλά και να αναζωογονήσουν τους δημοκρατικούς θεσμούς και αξίες όπως αυτές της ιδιότητας του πολίτη και της θυσίας. Τρίτον, οι δυτικές κυβερνήσεις θα πρέπει να καθοδηγήσουν το εκλογικό σώμα μακριά από τον πειρασμό της εσωστρέφειας. Όπως με σαφήνεια δείχνει η ιστορία, στους δύσκολους καιρούς τροφοδοτείται ο προστατευτισμός και ο απομονωτισμός. Όμως, η παγκοσμιοποίηση ήρθε για να μείνει, και δεν υπάρχει εναλλακτική λύση οπισθοχώρησης.
Καμία από αυτές τις στρατηγικές δεν θα είναι εύκολη στην εφαρμογή της. Από την άλλη, η υιοθέτηση όλων αυτών μαζί, θα απαιτήσει τον συνδυασμό μιας εξαιρετικής ηγεσίας και πολιτικού θάρρους. Μέχρι, όμως, να σχεδιαστεί και να υλοποιηθεί μια τέτοια ατζέντα, η δημοκρατική δυσφορία θα επιμένει.
Πηγή kostasxan.blogspot.com
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
EKTAKTO: Ένταση στο Σύνταγμα
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΕΚΤΑΚΤΟ: 'Ενταση στο Σύνταγμα.
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ