2013-07-01 00:37:53
Κάποτε σ’ ένα χωριό εδώ κοντά, εμφανίστηκε ένα τέρας, ένα θεριό και πήγε και κατοίκησε μέσα στο χωριοπήγαδο εκεί που κόρες λυγερές με τα σταμνιά τους κάθε μέρα παίρνανε νερό κι αγόρια σαν τα κρύα τα νερά κλέβανε πότε πότε τα κορίτσια.
Ήτανε το νερό η ζωή και το ξερε αυτό το θερίο. Γι αυτό πήγε και κατοίκησε μες στο πηγάδι, σου λέει άμα ορίζω το νερό, ορίζω τους ανθρώπους, όλα δικά μου θα ‘ναι με μιας, ό,τι ζητώ και ρέγομαι θα μου το προσφέρουν.
Και πράγματι έτσι έγινε. Μια μέρα από κείνες στέρεψε το πηγάδι. Πανικός έπεσε στο χωριό, η έλλειψη ρευστότητος όλους τους τρόμαξε, δεν ξέρανε τι να πούνε και τι να κάνουνε, πού να την αποδώσουνε τέτοια κακοτυχία.
Μαζευτήκανε οι προύχοντες πάνω από το πηγάδι και βάλανε τα δυνατά τους να σκεφτούν κάποια αιτία και κάποια λύση για το πρόβλημα. Φωνάξανε και τους γερόντους, τότες τους εκτιμούσαν ακόμα τους γερόντους, δεν τους θωρούσανε σαν ναυάγια και ρετάλια της ζωής, μα για σοφούς τους είχανε κι ακούγανε τις ορμήνιες τους
Κι απάνω λοιπόν στην περίσκεψη, να σου και πετάγεται το θεριό μέσα από το πηγάδι. Τρία κεφάλια είχε και τρία στόματα, εγώ βαστώ το νερό, τους είπε με το ένα του το στόμα, και γουρλώσανε τα μάτια τους. Για να το αφήνω να τρέχει και να μπορείτε να το πάρετε, θα μου ρίχνετε μες στο πηγάδι ένα παλικάρι ή μια κοπελιά όποτε το ζητήσω, είπε μετά με το άλλο του το στόμα. Μόλις στερεύει το νερό θα ξέρετε πως θέλω το μερδικό μου από σας για να το ξαναφήσω, έκλεισε ό,τι είχε να πει με το τρίτο του το στόμα και ξαναχάθηκε στου πηγαδιού τον πάτο.
Είδανε κι αποείδανε οι προύχοντες και οι γερόντοι οι σοφοί, κι αποφασίσανε να θυσιάσουν στην αρχή καμπόσους νιους και κοπελιές ίσαμε να δούνε με τι τρόπο θα μπορέσουν να κάμουν ζάφτι το θεριό. Για το καλό του χωριού ρίχνανε στο ηγάδι κάθε μήνα κι ένα από τα παιδιά τους, να χορταίνει το θεριό, να αφήνει το νερό τους
Μέχρι που ένα παλικάρι μετά από καιρό, το νίκησε το θεριό, το κάρφωσε με το δόρυ του και έτσι όπως το σήκωνε ψηλά κρεμάστηκε αυτό από τα κλαριά του πλάτανου κι απόμεινε ξεκοιλιασμένο εκεί απάνω. Ήρθανε τότες όλοι οι χωριανοί από κάτω και το είδανε, πιάσανε τότε τον χορό, φωνάξανε τα όργανα και κάνανε πανηγύρι, το οποίο βάστηξε για χρόνια κι ακόμα θα βαστούσε αν δεν εμφανιζόταν ένα άλλο θεριό κι αυτό με τρία κεφάλια.
Κάποτε ήτανε το νερό η ζωή. Και τώρα είναι. Αλλά οι καταναλωτές νομίζουν ότι είναι το χρήμα. Και η έλλειψη ρευστότητας αφορά το χρήμα πλέον κι όχι το νερό. Και το θεριό είναι παρόν ξανά. Και ζητά πάλι θυσίες καταναλωτών για να αφήνει το χρήμα να ρέει. Όλα ίδια με το παραμύθι μας ως εδώ.
Μόνο το παλικάρι που ξεκοίλιασε το θεριό και ξανάδωσε ζωή στο χωριό, μονάχα αυτό μας λείπει. Διότι η μετάλλαξη του ανθρώπου σε καταναλωτή, αφάνισε και την παλικαριά, το τσαγανό, αφάνισε την ψυχή κι έκαμε τους ανθρώπους γυαλιστερούς και άψυχους. Τέρμα πια τα παλικάρια.
Του Γιάννη Μακριδάκη
RAMNOUSIA
pestanea
Ήτανε το νερό η ζωή και το ξερε αυτό το θερίο. Γι αυτό πήγε και κατοίκησε μες στο πηγάδι, σου λέει άμα ορίζω το νερό, ορίζω τους ανθρώπους, όλα δικά μου θα ‘ναι με μιας, ό,τι ζητώ και ρέγομαι θα μου το προσφέρουν.
Και πράγματι έτσι έγινε. Μια μέρα από κείνες στέρεψε το πηγάδι. Πανικός έπεσε στο χωριό, η έλλειψη ρευστότητος όλους τους τρόμαξε, δεν ξέρανε τι να πούνε και τι να κάνουνε, πού να την αποδώσουνε τέτοια κακοτυχία.
Μαζευτήκανε οι προύχοντες πάνω από το πηγάδι και βάλανε τα δυνατά τους να σκεφτούν κάποια αιτία και κάποια λύση για το πρόβλημα. Φωνάξανε και τους γερόντους, τότες τους εκτιμούσαν ακόμα τους γερόντους, δεν τους θωρούσανε σαν ναυάγια και ρετάλια της ζωής, μα για σοφούς τους είχανε κι ακούγανε τις ορμήνιες τους
Κι απάνω λοιπόν στην περίσκεψη, να σου και πετάγεται το θεριό μέσα από το πηγάδι. Τρία κεφάλια είχε και τρία στόματα, εγώ βαστώ το νερό, τους είπε με το ένα του το στόμα, και γουρλώσανε τα μάτια τους. Για να το αφήνω να τρέχει και να μπορείτε να το πάρετε, θα μου ρίχνετε μες στο πηγάδι ένα παλικάρι ή μια κοπελιά όποτε το ζητήσω, είπε μετά με το άλλο του το στόμα. Μόλις στερεύει το νερό θα ξέρετε πως θέλω το μερδικό μου από σας για να το ξαναφήσω, έκλεισε ό,τι είχε να πει με το τρίτο του το στόμα και ξαναχάθηκε στου πηγαδιού τον πάτο.
Είδανε κι αποείδανε οι προύχοντες και οι γερόντοι οι σοφοί, κι αποφασίσανε να θυσιάσουν στην αρχή καμπόσους νιους και κοπελιές ίσαμε να δούνε με τι τρόπο θα μπορέσουν να κάμουν ζάφτι το θεριό. Για το καλό του χωριού ρίχνανε στο ηγάδι κάθε μήνα κι ένα από τα παιδιά τους, να χορταίνει το θεριό, να αφήνει το νερό τους
Μέχρι που ένα παλικάρι μετά από καιρό, το νίκησε το θεριό, το κάρφωσε με το δόρυ του και έτσι όπως το σήκωνε ψηλά κρεμάστηκε αυτό από τα κλαριά του πλάτανου κι απόμεινε ξεκοιλιασμένο εκεί απάνω. Ήρθανε τότες όλοι οι χωριανοί από κάτω και το είδανε, πιάσανε τότε τον χορό, φωνάξανε τα όργανα και κάνανε πανηγύρι, το οποίο βάστηξε για χρόνια κι ακόμα θα βαστούσε αν δεν εμφανιζόταν ένα άλλο θεριό κι αυτό με τρία κεφάλια.
Κάποτε ήτανε το νερό η ζωή. Και τώρα είναι. Αλλά οι καταναλωτές νομίζουν ότι είναι το χρήμα. Και η έλλειψη ρευστότητας αφορά το χρήμα πλέον κι όχι το νερό. Και το θεριό είναι παρόν ξανά. Και ζητά πάλι θυσίες καταναλωτών για να αφήνει το χρήμα να ρέει. Όλα ίδια με το παραμύθι μας ως εδώ.
Μόνο το παλικάρι που ξεκοίλιασε το θεριό και ξανάδωσε ζωή στο χωριό, μονάχα αυτό μας λείπει. Διότι η μετάλλαξη του ανθρώπου σε καταναλωτή, αφάνισε και την παλικαριά, το τσαγανό, αφάνισε την ψυχή κι έκαμε τους ανθρώπους γυαλιστερούς και άψυχους. Τέρμα πια τα παλικάρια.
Του Γιάννη Μακριδάκη
RAMNOUSIA
pestanea
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ