2013-07-01 11:19:04
του Μανόλη Παντινάκη
Ζωή με πολλά «αγκάθια» κι όμως στα αμείλικτα χρόνια με την ένδεια, τα «αγκάθια» και η αγάπη του αντρόγυνου έγιναν μακροζωία. Τα τέσσερα παιδιά που είδαν το φως της ζωής μέσα στην κατοχή και μεταπολεμικά, από μικρά μάζεψαν πέτρα-πέτρα τις δυσκολίες να ανατραφούν και σήμερα, συνταξιούχοι πλέον, στυλώνουν την έγνοιά στους γεννήτορές τους, σ’ αυτούς που τους μάλαξαν με αγώνα και στέρηση Ο Γιώργος Ζαχαριουδάκης «ο Ζαχαριάς της κατοχής», και η λεβέντισσα του Χρυσούλα ζουν στο χωριουδάκι Μουρνέ Ρεθύμνου των πενήντα ανθρώπων, ολόκληρα εβδομήντα δυο χρόνια μαζί, ακουμπούν και σήμερα όπως από την πρώτη στιγμή ο ένας στο πλάι του άλλου, και είναι ο πρώτος 97 χρόνων και η γυναίκα-στήριγμά του στα 93 της.
Γιατρό και νοσοκομείο δε γνώρισαν παρά σε μια-δυο… επείγουσες περιπτώσεις, οι εξετάσεις ρουτίνας που υποβάλλονται φέρνουν αποτελέσματα υγείας «μικρών παιδιών» και οι δείκτες μέτρησης της χοληστερίνης, του σακχάρου και του αιματοκρίτη είναι στα φυσιολογικά όρια. Είναι μια πρωτοτυπία στις σημερινές εποχές των μεταλλαγμένων και των εκτός εποχής αγαθών της φύσης με τα δηλητήρια!
Το ποτηράκι το κρασί δεν λείπει ποτέ από το γεύμα του αιωνόβιου Ζαχαριά το μεσημέρι, και είναι έτοιμος να… δροσίσει τον ουρανίσκο του και με μια τσικουδιά, όμως τα παιδιά του λειτουργούν ως… γιατροί και του το απαγορεύουν! Μέχρι και πριν πέντε χρόνια, η πολυδουλεμένη ηρωίδα του σπιτιού του μάζευε με ταχύτητα… αστραπής τον καρπό από τους ελαιώνες και παλαιότερα τον έβαζε στα σακιά, «τον φόρτωνε η ίδια στο μουλάρι και τον μετέφερε στο σπίτι ή στο ελαιουργείο…»
Κι όμως, αυτός ο ρωμαλέος της ζωής με την φιλόξενη διάθεση και τα παραδοσιακά αισθήματα των απλών και γενναίων Κρητικών που έδωσε το ζωογόνο συστατικό της ύπαρξής του στην οικογένειά, έφτασε σήμερα να χρειάζεται ο ίδιος από τεχνητά μέσα οξυγόνο, για να αντιμετωπίσει τα αναπνευστικά του προβλήματα και… βοηθό για να κάνει λίγα βήματα. Ευτυχώς, το τσιγάρο που τριάντα χρόνια το είχε… μόνιμη συντροφιά και παρηγοριά του, το άφησε τώρα και είκοσι οχτώ χρόνια από τα δάχτυλά του, και οι πνεύμονες του καθάρισαν από τη νικοτίνη. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι παραμένει με χαρακτηριστικά… νέου και δεν σκιάζεται από τα δυσβάσταχτα μέτρα των καιρών που επιβάλλονται και ο πληθυσμός λυγίζει…
«ΑΦΗΝΑΜΕ ΤΗ ΓΗ ΝΑ ΔΟΥΛΕΨΕΙ…»
«Εγώ γεννήθηκα στη Μουρνέ το 1916 από γονείς αγρότες και είχα άλλα εφτά αδέρφια και τώρα ζω μόνο εγώ», λέει για τη ζωή του. «Ο πατέρας μου ήτανε μεγάλος νοικοκύρης, είχε πρόβατα, μερικές κατσίκες κι ένα ζευγάρι κι έκανε χωράφι και φύτευε. Δε στερηθήκαμε κι εγώ δούλευα σκληρά, είχα βόδια και καλλιεργούσα στάρι, ταγή, όσπρια κι άλλα πουλούσα και άλλα είχα για το σπίτι για να μεγαλώσουν τα τέσσερα παιδιά μου…»
Συγκρίνοντας τις «καθαρές εποχές» του με τις σημερινές, θεωρεί ότι είναι «όπως η μέρα με τη νύχτα», γιατί «τότε τρώγαμε καθαρές τροφές από τη γη», το κάθε προϊόν παραγόταν «στον καιρό του» και η ανάπτυξη των φυτών γίνονταν με τη βοήθεια φυσικών ουσιών και όχι… παρά φύση με χημικά λιπάσματα και φυτοφάρμακα… «Δε βάζαμε εμείς φυτοφάρμακα για να βοηθήσομε να γεννήσουν πιο γρήγορα, δεν υπήρχαν κιόλας! Δεν υπήρχαν τα θερμοκήπια για να βγάζομε σε άλλη εποχή κηπευτικά. Αφήναμε τη γη να δουλέψει και να μεγαλώσει τον καρπό όπως ήξερε! Γι αυτό και σήμερα βλέπεις και έχει απλωθεί ο καρκίνος και θερίζει…»
Η διατροφή του υπερήλικα και της συζύγου του δεν ήταν εξεζητημένη! Η γη που πάλεψαν και τα μαρτύρια, τους έδωσαν μακροβιότητα και σήμερα δεν αλλάζουν το μοντέλο που καθιέρωσαν από τα πρώτα χρόνια τους. Λιτοί και οι δυο χωρίς απαιτήσεις, πορεύονται έστω κι αν οι δεκαετίες που τραβούν στην πλάτη έχουν αδυνατήσει κάποιες αισθήσεις τους.
«Από παιδάκι», συμπληρώνει, «έτρωγα ότι βγάζαμε από το χωράφι και ότι μας έδιδε η μάνα γη, τα χόρτα, τις πατάτες, τα όσπρια, τα κηπευτικά και το ψάρι που αγοράζαμε όταν το έφερνε ο ψαράς και είχαμε λεφτά να το πάρουμε! Κρέας παίρναμε από τα ζώα που είχαμε στο σπίτι και το κρέας ήταν καθαρό γιατί εμείς τα μεγαλώναμε και δεν τα ταΐζαμε ζωοτροφές…»
«ΔΕΝ ΘΥΜΑΜΑΙ ΤΗΝ ΕΑΥΤΗ ΜΟΥ ΝΑ ΚΑΘΙΣΕΙ…»
Η καλόκαρδη Χρυσούλα Ζαχαριουδάκη δε θυμάται από κοριτσάκι «να κάθισε να ησυχάσει!» Όταν το 1940 έβαλε μπροστά το σπιτικό της, αφοσιωμένη μάνα μέσα στη λαίλαπα των αδυσώπητων εποχών, έπεσε στη μάχη της οικογένειας. Ακόμα κι όταν το 1943, που γερμανικές δυνάμεις αναζητούσαν για να εκτελέσουν τον σύζυγό της, άντεξε έγκυος τότε στο δεύτερο παιδί της τον Μανώλη. Κοντά της εκείνες τις μαύρες μέρες στα πρώτα χρόνια του ο πρώτος της γιος ο Κώστας που αντίκρισε τη γερμανική βαρβαρότητα και συνέχεια το μένος τους που «κατάστρεψαν τα πάντα μέσα στο σπίτι», επιβάλλοντας αντίποινα, αφού δεν είχαν καταφέρει να τον εντοπίσουν. Η δύστυχη μάνα έμεινε με ακμαία τη γενναία της ψυχή, μόνη και απροστάτευτη, όμως δεν λύγισε…
«Έχω περάσει τόσα εμπόδια και στενοχώριες που δεν τις έχει περάσει άνθρωπος!» λέει χωρίς ίχνος μεμψιμοιρίας και προσθέτει: «Αυτές οι δυσκολίες μας έκαναν δυνατούς και θαρρώ πως αυτές μας δίδουν χρόνια και ζούμε. Πεινούσαμε, δυστυχούσαμε, τυραννιστήκαμε για να φάμε ένα κομμάτι ψωμί, περιπέτειες πού να σου λέω, αλλά και πάλι ζήσαμε, δόξα τω θεώ! Ευτυχώς βγάλαμε καλά παιδιά κι αυτά από μικρά ήταν στη δουλειά, πώς αλλιώς να ζήσουν; Έμαθαν…»
Θεωρεί και η ίδια, πως ο σημερινός άνθρωπος «έχει πάρα πολύ εξασθενήσει» και μια σειρά παραγόντων ευνοούν στην αύξηση των ποσοστών θνησιμότητας. Δηλαδή, εξηγεί, «οι αρρώστιες δεν είναι μόνο από τις τροφές που καταναλώνουν αλλά και από το άγχος και το περιβάλλον», και συμπληρώνει: «Πιο καλά ζούσαν οι παλιοί και γι αυτό ήταν και πιο γεροί. Τώρα έχει σαπίσει ο κόσμος με τα περίσσια! Να μη λέει πως δυσκολεύεται γιατί η δική μας ήτανε πεινασμένη και τυραννισμένη…»
Η ΣΥΛΛΗΨΗ ΚΑΙ Η ΑΠΟΔΡΑΣΗ
Όμως, το γεγονός που «μοίρασε» τη ζωή του Ζαχαριά, ήταν αυτό της σύλληψης και φυλάκισής του από περίπολο δέκα εφτά Γερμανών στην περιοχή του «Λάκκου» του χωριού του, τον Ιούνιο του 1943. Διηγείται ο ίδιος: «Αλωνίζαμε, ήταν Ιούνιος και πήγα για να πάρω από το αλώνι ταγή για τα κοτόπουλα που είχαμε στο σπίτι. Μέσα στα άχυρα είχα κρύψει ένα όπλο, αλλά είχα στήσει και τέλια για να πιάσω λαγούς! Ήλθε η περίπολος που έψαχνε αντάρτες, ο αδελφός μου ο Θοδωρής τους είδε και έφυγε και έπιασαν εμένα, με πήγαν στο Σπήλι και με έκλεισαν στη φάμπρικα του Θεοδωράκη. Εγώ, από την πρώτη στιγμή σκεφτόμουν πώς να φύγω, κοίταξα από τη σκεπή με τον τσίγκο αλλά κάτι αντιλήφθηκε ο σκοπός, μπήκε μέσα, εγώ έκανα πως κοιμόμουν, με είδε, είπε «γκουτ» και έφυγε.
Με ένα σίδερο που βρήκα έβγαλα την κλειδαριά της πόρτας χωρίς να με πάρει χαμπάρι, και έρποντας με την κοιλιά κατάφερα να φτάσω ως τον φάραγγα και από εκεί στην πάνω μεριά του χωριού. Ο σκοπός, μάλλον, κοιμόταν! Πήγα στη φάμπρικα του Μιλτιάδη στον Άγιο Κύριλλο και γύρισα στο χωριό. Στο σπίτι βρήκα τη γυναίκα μου και έκλαιγε και το γιό μου τον Κώστα. Της λέω «πως ότι και να γίνει και να σας σκοτώσουν εγώ δε θα ξαναγυρίσω στο σπίτι». Γύριζα ένα μήνα στα βουνά και οι Γερμανοί για να με εκδικηθούν, πήγαν στο σπίτι και έσπασαν ότι υπήρχε μέσα, πιθάρια με ότι είχαν μέσα και άλλα χρειαζούμενα…»
Το αντρόγυνο των υπερηλίκων συνεχίζει να ζει στο «Μετόχι», στο τελευταίο σπίτι της Μουρνέ, απλά και χωρίς να επιζητά κάτι περισσότερο από τη ζωή τους. Συνεχίζουν και τώρα… ερωτευμένοι σαν νέοι να ακουμπούν ο ένας στον άλλο και να κάνουν αναδρομή στις μνήμες τους.
Δε ζήτησαν ποτέ ούτε συντάξεις αντιστασιακών, ούτε εύνοια από την εξουσία κι ας συνεχίζει να τους ροκανίζει τη ζωή, να τους πλήττει τη σύνταξη- βοήθημα ζητώντας τους οι ίδιοι να πληρώνουν τη… δωρεά φαρμακευτική τους περίθαλψη και να καλούν το Ζαχαριά κάθε μήνα στο νοσοκομείο για να… πιστοποιήσουν οι γιατροί στο ταμείο του την πάθησή του ώστε να συνεχίσουν να του καταβάλλουν τα ψίχουλα της αναπηρίας του... Ο άνθρωπος είναι 97 χρόνων!
madeincreta.gr
Ζωή με πολλά «αγκάθια» κι όμως στα αμείλικτα χρόνια με την ένδεια, τα «αγκάθια» και η αγάπη του αντρόγυνου έγιναν μακροζωία. Τα τέσσερα παιδιά που είδαν το φως της ζωής μέσα στην κατοχή και μεταπολεμικά, από μικρά μάζεψαν πέτρα-πέτρα τις δυσκολίες να ανατραφούν και σήμερα, συνταξιούχοι πλέον, στυλώνουν την έγνοιά στους γεννήτορές τους, σ’ αυτούς που τους μάλαξαν με αγώνα και στέρηση Ο Γιώργος Ζαχαριουδάκης «ο Ζαχαριάς της κατοχής», και η λεβέντισσα του Χρυσούλα ζουν στο χωριουδάκι Μουρνέ Ρεθύμνου των πενήντα ανθρώπων, ολόκληρα εβδομήντα δυο χρόνια μαζί, ακουμπούν και σήμερα όπως από την πρώτη στιγμή ο ένας στο πλάι του άλλου, και είναι ο πρώτος 97 χρόνων και η γυναίκα-στήριγμά του στα 93 της.
Γιατρό και νοσοκομείο δε γνώρισαν παρά σε μια-δυο… επείγουσες περιπτώσεις, οι εξετάσεις ρουτίνας που υποβάλλονται φέρνουν αποτελέσματα υγείας «μικρών παιδιών» και οι δείκτες μέτρησης της χοληστερίνης, του σακχάρου και του αιματοκρίτη είναι στα φυσιολογικά όρια. Είναι μια πρωτοτυπία στις σημερινές εποχές των μεταλλαγμένων και των εκτός εποχής αγαθών της φύσης με τα δηλητήρια!
Το ποτηράκι το κρασί δεν λείπει ποτέ από το γεύμα του αιωνόβιου Ζαχαριά το μεσημέρι, και είναι έτοιμος να… δροσίσει τον ουρανίσκο του και με μια τσικουδιά, όμως τα παιδιά του λειτουργούν ως… γιατροί και του το απαγορεύουν! Μέχρι και πριν πέντε χρόνια, η πολυδουλεμένη ηρωίδα του σπιτιού του μάζευε με ταχύτητα… αστραπής τον καρπό από τους ελαιώνες και παλαιότερα τον έβαζε στα σακιά, «τον φόρτωνε η ίδια στο μουλάρι και τον μετέφερε στο σπίτι ή στο ελαιουργείο…»
Κι όμως, αυτός ο ρωμαλέος της ζωής με την φιλόξενη διάθεση και τα παραδοσιακά αισθήματα των απλών και γενναίων Κρητικών που έδωσε το ζωογόνο συστατικό της ύπαρξής του στην οικογένειά, έφτασε σήμερα να χρειάζεται ο ίδιος από τεχνητά μέσα οξυγόνο, για να αντιμετωπίσει τα αναπνευστικά του προβλήματα και… βοηθό για να κάνει λίγα βήματα. Ευτυχώς, το τσιγάρο που τριάντα χρόνια το είχε… μόνιμη συντροφιά και παρηγοριά του, το άφησε τώρα και είκοσι οχτώ χρόνια από τα δάχτυλά του, και οι πνεύμονες του καθάρισαν από τη νικοτίνη. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι παραμένει με χαρακτηριστικά… νέου και δεν σκιάζεται από τα δυσβάσταχτα μέτρα των καιρών που επιβάλλονται και ο πληθυσμός λυγίζει…
«ΑΦΗΝΑΜΕ ΤΗ ΓΗ ΝΑ ΔΟΥΛΕΨΕΙ…»
«Εγώ γεννήθηκα στη Μουρνέ το 1916 από γονείς αγρότες και είχα άλλα εφτά αδέρφια και τώρα ζω μόνο εγώ», λέει για τη ζωή του. «Ο πατέρας μου ήτανε μεγάλος νοικοκύρης, είχε πρόβατα, μερικές κατσίκες κι ένα ζευγάρι κι έκανε χωράφι και φύτευε. Δε στερηθήκαμε κι εγώ δούλευα σκληρά, είχα βόδια και καλλιεργούσα στάρι, ταγή, όσπρια κι άλλα πουλούσα και άλλα είχα για το σπίτι για να μεγαλώσουν τα τέσσερα παιδιά μου…»
Συγκρίνοντας τις «καθαρές εποχές» του με τις σημερινές, θεωρεί ότι είναι «όπως η μέρα με τη νύχτα», γιατί «τότε τρώγαμε καθαρές τροφές από τη γη», το κάθε προϊόν παραγόταν «στον καιρό του» και η ανάπτυξη των φυτών γίνονταν με τη βοήθεια φυσικών ουσιών και όχι… παρά φύση με χημικά λιπάσματα και φυτοφάρμακα… «Δε βάζαμε εμείς φυτοφάρμακα για να βοηθήσομε να γεννήσουν πιο γρήγορα, δεν υπήρχαν κιόλας! Δεν υπήρχαν τα θερμοκήπια για να βγάζομε σε άλλη εποχή κηπευτικά. Αφήναμε τη γη να δουλέψει και να μεγαλώσει τον καρπό όπως ήξερε! Γι αυτό και σήμερα βλέπεις και έχει απλωθεί ο καρκίνος και θερίζει…»
Η διατροφή του υπερήλικα και της συζύγου του δεν ήταν εξεζητημένη! Η γη που πάλεψαν και τα μαρτύρια, τους έδωσαν μακροβιότητα και σήμερα δεν αλλάζουν το μοντέλο που καθιέρωσαν από τα πρώτα χρόνια τους. Λιτοί και οι δυο χωρίς απαιτήσεις, πορεύονται έστω κι αν οι δεκαετίες που τραβούν στην πλάτη έχουν αδυνατήσει κάποιες αισθήσεις τους.
«Από παιδάκι», συμπληρώνει, «έτρωγα ότι βγάζαμε από το χωράφι και ότι μας έδιδε η μάνα γη, τα χόρτα, τις πατάτες, τα όσπρια, τα κηπευτικά και το ψάρι που αγοράζαμε όταν το έφερνε ο ψαράς και είχαμε λεφτά να το πάρουμε! Κρέας παίρναμε από τα ζώα που είχαμε στο σπίτι και το κρέας ήταν καθαρό γιατί εμείς τα μεγαλώναμε και δεν τα ταΐζαμε ζωοτροφές…»
«ΔΕΝ ΘΥΜΑΜΑΙ ΤΗΝ ΕΑΥΤΗ ΜΟΥ ΝΑ ΚΑΘΙΣΕΙ…»
Η καλόκαρδη Χρυσούλα Ζαχαριουδάκη δε θυμάται από κοριτσάκι «να κάθισε να ησυχάσει!» Όταν το 1940 έβαλε μπροστά το σπιτικό της, αφοσιωμένη μάνα μέσα στη λαίλαπα των αδυσώπητων εποχών, έπεσε στη μάχη της οικογένειας. Ακόμα κι όταν το 1943, που γερμανικές δυνάμεις αναζητούσαν για να εκτελέσουν τον σύζυγό της, άντεξε έγκυος τότε στο δεύτερο παιδί της τον Μανώλη. Κοντά της εκείνες τις μαύρες μέρες στα πρώτα χρόνια του ο πρώτος της γιος ο Κώστας που αντίκρισε τη γερμανική βαρβαρότητα και συνέχεια το μένος τους που «κατάστρεψαν τα πάντα μέσα στο σπίτι», επιβάλλοντας αντίποινα, αφού δεν είχαν καταφέρει να τον εντοπίσουν. Η δύστυχη μάνα έμεινε με ακμαία τη γενναία της ψυχή, μόνη και απροστάτευτη, όμως δεν λύγισε…
«Έχω περάσει τόσα εμπόδια και στενοχώριες που δεν τις έχει περάσει άνθρωπος!» λέει χωρίς ίχνος μεμψιμοιρίας και προσθέτει: «Αυτές οι δυσκολίες μας έκαναν δυνατούς και θαρρώ πως αυτές μας δίδουν χρόνια και ζούμε. Πεινούσαμε, δυστυχούσαμε, τυραννιστήκαμε για να φάμε ένα κομμάτι ψωμί, περιπέτειες πού να σου λέω, αλλά και πάλι ζήσαμε, δόξα τω θεώ! Ευτυχώς βγάλαμε καλά παιδιά κι αυτά από μικρά ήταν στη δουλειά, πώς αλλιώς να ζήσουν; Έμαθαν…»
Θεωρεί και η ίδια, πως ο σημερινός άνθρωπος «έχει πάρα πολύ εξασθενήσει» και μια σειρά παραγόντων ευνοούν στην αύξηση των ποσοστών θνησιμότητας. Δηλαδή, εξηγεί, «οι αρρώστιες δεν είναι μόνο από τις τροφές που καταναλώνουν αλλά και από το άγχος και το περιβάλλον», και συμπληρώνει: «Πιο καλά ζούσαν οι παλιοί και γι αυτό ήταν και πιο γεροί. Τώρα έχει σαπίσει ο κόσμος με τα περίσσια! Να μη λέει πως δυσκολεύεται γιατί η δική μας ήτανε πεινασμένη και τυραννισμένη…»
Η ΣΥΛΛΗΨΗ ΚΑΙ Η ΑΠΟΔΡΑΣΗ
Όμως, το γεγονός που «μοίρασε» τη ζωή του Ζαχαριά, ήταν αυτό της σύλληψης και φυλάκισής του από περίπολο δέκα εφτά Γερμανών στην περιοχή του «Λάκκου» του χωριού του, τον Ιούνιο του 1943. Διηγείται ο ίδιος: «Αλωνίζαμε, ήταν Ιούνιος και πήγα για να πάρω από το αλώνι ταγή για τα κοτόπουλα που είχαμε στο σπίτι. Μέσα στα άχυρα είχα κρύψει ένα όπλο, αλλά είχα στήσει και τέλια για να πιάσω λαγούς! Ήλθε η περίπολος που έψαχνε αντάρτες, ο αδελφός μου ο Θοδωρής τους είδε και έφυγε και έπιασαν εμένα, με πήγαν στο Σπήλι και με έκλεισαν στη φάμπρικα του Θεοδωράκη. Εγώ, από την πρώτη στιγμή σκεφτόμουν πώς να φύγω, κοίταξα από τη σκεπή με τον τσίγκο αλλά κάτι αντιλήφθηκε ο σκοπός, μπήκε μέσα, εγώ έκανα πως κοιμόμουν, με είδε, είπε «γκουτ» και έφυγε.
Με ένα σίδερο που βρήκα έβγαλα την κλειδαριά της πόρτας χωρίς να με πάρει χαμπάρι, και έρποντας με την κοιλιά κατάφερα να φτάσω ως τον φάραγγα και από εκεί στην πάνω μεριά του χωριού. Ο σκοπός, μάλλον, κοιμόταν! Πήγα στη φάμπρικα του Μιλτιάδη στον Άγιο Κύριλλο και γύρισα στο χωριό. Στο σπίτι βρήκα τη γυναίκα μου και έκλαιγε και το γιό μου τον Κώστα. Της λέω «πως ότι και να γίνει και να σας σκοτώσουν εγώ δε θα ξαναγυρίσω στο σπίτι». Γύριζα ένα μήνα στα βουνά και οι Γερμανοί για να με εκδικηθούν, πήγαν στο σπίτι και έσπασαν ότι υπήρχε μέσα, πιθάρια με ότι είχαν μέσα και άλλα χρειαζούμενα…»
Το αντρόγυνο των υπερηλίκων συνεχίζει να ζει στο «Μετόχι», στο τελευταίο σπίτι της Μουρνέ, απλά και χωρίς να επιζητά κάτι περισσότερο από τη ζωή τους. Συνεχίζουν και τώρα… ερωτευμένοι σαν νέοι να ακουμπούν ο ένας στον άλλο και να κάνουν αναδρομή στις μνήμες τους.
Δε ζήτησαν ποτέ ούτε συντάξεις αντιστασιακών, ούτε εύνοια από την εξουσία κι ας συνεχίζει να τους ροκανίζει τη ζωή, να τους πλήττει τη σύνταξη- βοήθημα ζητώντας τους οι ίδιοι να πληρώνουν τη… δωρεά φαρμακευτική τους περίθαλψη και να καλούν το Ζαχαριά κάθε μήνα στο νοσοκομείο για να… πιστοποιήσουν οι γιατροί στο ταμείο του την πάθησή του ώστε να συνεχίσουν να του καταβάλλουν τα ψίχουλα της αναπηρίας του... Ο άνθρωπος είναι 97 χρόνων!
madeincreta.gr
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Aθωώθηκε ο Πατρινός Αρτέμης Σώρρας για την υπόθεση των 600 δις
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Επαναφέρει το αίτημα για εκλογές ο Τσίπρας
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ