2013-07-02 00:56:04
Η ΕΕ, ουσιαστικά «έθαψε» την ιδέα της τραπεζικής ένωσης. Πρόκειται για μία απόφαση που θα έχει βαθιές οικονομικές συνέπειες για την ευρωζώνη. Πεθαίνει έτσι η τελευταία ελπίδα για μία εκκαθάριση η οποία θα μπορούσε να δώσει τέλος στην ύφεση στην περιφέρεια της ευρωζώνης. Στο θαυμαστό καινούριο κόσμο του καθεστώτος εξυγίανσης της ΕΕ, όλοι οι κίνδυνοι θα κατανέμονται μεταξύ των διαφόρων τραπεζικών πιστωτών, οι οποίοι είναι ως επί το πλείστον εγχώρια θεσμικά όργανα, και των κρατών προέλευσης των τραπεζών.
Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, τη συγκέντρωση των αρχηγών των κυβερνήσεων της ΕΕ, έχει εδώ και καιρό επικρατήσει σιωπή σχετικά με την τελετουργική υπόσχεση του Ιουνίου 2012, να σπάσει το δεσμό μεταξύ κρατών και τραπεζών. Η συμφωνία της περασμένης εβδομάδας δεν έσπασε την υπόσχεση. Ούτε καν την αραίωσε. Έχει επιβεβαιωθεί.
Ωστόσο, δεν δοθεί το δικαίωμα στον Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης να παρέχει άμεση βοήθεια στις τράπεζες –μέχρι το ποσό των €60 δις; Δεν είναι άλλωστε ένα θεσμικό όργανο που έχει σχεδιαστεί για να παρέχει βοήθεια στα μέλη της ευρωζώνης; Πράγματι, του έχει δοθεί το δικαίωμα, αλλά υπάρχει μια παγίδα
. Για κάθε ευρώ που χρησιμοποιεί ο ΕΜΣ για την ανακεφαλαιοποίηση μιας τράπεζας, οφείλει να καταχωρεί δύο ευρώ ως εγγύηση για τη διατήρηση της πιστοληπτικής του ικανότητας. Αν ο ΕΜΣ αποφάσιζε να χρησιμοποιήσει το σύνολο των €60 δις, το σύνολο της διαθέσιμης δωρεάν πιστοληπτικής του ικανότητας θα συρρικνωνόταν κατά περίπου €200 δις –ένα επίπεδο το οποίο δεν είναι αρκετό για να πληροί τις προϋποθέσεις που είναι πιθανό πως θα αντιμετωπίσει τα επόμενα χρόνια. Με τον τρόπο που είναι σχεδιασμένο το ταμείο τραπεζικής ανακεφαλαιοποίηση των €60 δις, οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης θα έχουν ισχυρό κίνητρο να μην το χρησιμοποιήσουν καν ως ταμείο ανακεφαλαιοποίησης. Το προσωπικό μου συμπέρασμα είναι ότι τα €60 δις δεν είναι εκεί για να χρησιμοποιηθούν. Και, όπως υποστήριξα την περασμένη εβδομάδα, οι απώλειες του τραπεζικού συστήματος είναι τόσο μεγάλες που το ποσό αυτό θα έκανε έτσι κι αλλιώς ελάχιστη διαφορά.
Στη θεωρία, ένας κανόνας για τα bail-in, θα έπρεπε να μετατοπίζει μέρος του οικονομικού βάρους μακριά από τη χώρα προέλευσης της τράπεζας. Αλλά, αυτό λειτουργεί μόνο στο βαθμό που ορισμένοι από τους μετόχους και τους ομολογιούχους είναι αλλοδαποί. Το πρόβλημα είναι ότι οι τράπεζες έχουν γίνει περισσότερο εθνικές από την έναρξη της κρίσης. Είναι οι αγοραστές έσχατης ανάγκης του εθνικού χρέους των τραπεζών τους.
Σε αντάλλαγμα, οι κυβερνήσεις στηρίζουν τις τράπεζες της χώρας τους. Οι περισσότεροι από τους πιστωτές τους είναι εγχώριοι. Επομένως, έχει ελάχιστη σημασία εάν οι η ισπανική κυβέρνηση διασώσει τις τράπεζές της, ή εάν η διάσωση γίνει με τη συμμετοχή κυρίως Ισπανών ομολογιούχων. Σε τελευταία ανάλυση, το σύνολο των κινδύνων παραμένει εντός Ισπανίας. Ως εκ τούτου, το τελικό αποτέλεσμα συνεπάγεται ευθύνη του ισπανικού κράτους.
Ο δείκτης του χρέους που λειτουργεί ως οδηγός για τη συνολική φερεγγυότητα μίας χώρας δεν είναι η πολυσυζητημένη αναλογία καθαρού δημόσιου χρέους προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν, αλλά του συνολικού εξωτερικού χρέους, με συνδυασμό του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα.
Στην περίπτωση της Ισπανίας, ο δείκτης αυτός κυμαινόταν στο 170 τοις εκατό του ΑΕΠ στο τέλος του 2012, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας. Για την Ισπανία, μία τραπεζική ένωση που κόβει το δεσμό μεταξύ κράτους και τραπεζών θα ήταν η απαραίτητη, και ενδεχομένως ακόμη και επαρκής, εγγύηση για τη συνέχιση της συμμετοχής της στη νομισματική ένωση. Ωστόσο, κάτι τέτοιο θα ίσχυε μόνο εφόσον η πολιτική στήριξη για τη δημοσιονομική προσαρμογή και οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις, παραμείνουν στη θέση τους. Χωρίς αυτή την εγγύηση, δε μπορώ να φανταστώ πως θα γίνει κάτι τέτοιο.
Πέρυσι, όταν οι φορείς χάραξης πολιτικής παρουσίασαν την τραπεζική ένωση ως ένα λιγότερο επαχθές μέτρο από τη δημοσιονομική ένωση, ήταν ήδη σαφές ότι είτε δεν είχαν πάρει στα σοβαρά το έργο ή τουλάχιστον δεν το είχαν πάρει στα σοβαρά ως μέσο επίλυσης κρίσεων. Καθώς θα συνειδητοποιούμε την πραγματικότητα του νέου καθεστώτος, είναι πολύ πιθανό να επανέλθουν δριμύτερες οι αμφιβολίες σχετικά με τη βιωσιμότητα της νομισματικής ένωσης.
Υπό κανονικές συνθήκες, ακόμη και το μη βιώσιμο μπορεί να κρατήσει για απίστευτα μεγάλο χρονικό διάστημα. Ωστόσο, δε μπορούμε να μιλάμε για κανονικές συνθήκες τη στιγμή που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα τα τραπεζικά συστήματα αρκετών μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών.
Η κατάσταση στην Ιταλία είναι διαφορετική από ότι στην Ισπανία, από διάφορες απόψεις. Οι τράπεζες της Ιταλίας δεν κάθονται πάνω σε βουνά χρέους από επισφαλή στεγαστικά δάνεια. Η Ιταλία έχει χαμηλότερη θέση ως προς το ακαθάριστο εξωτερικό χρέος, στο 124 τοις εκατό του ΑΕΠ. Ωστόσο, το πρόβλημα στην Ιταλία έχει να κάνει με έναν φαύλο κύκλο πιστωτικής κρίσης, ύφεσης, και ενός δημοσίου τομέα με ελάχιστα δημοσιονομικά περιθώρια ελιγμών για να διορθώσει το ανεπαρκώς κεφαλαιοποιημένο τραπεζικό του σύστημα. Η εστίαση της νέας κυβέρνησης σε ένα δευτερεύον σχέδιο για μείωση της ανεργίας των νέων είναι απίστευτα άστοχο, τη στιγμή που το πραγματικό πρόβλημα είναι η κρίση ρευστότητας. Με την αύξηση των επιτοκίων στην παγκόσμια αγορά, η χώρα πλησιάζει όλο και περισσότερο σε ένα πρόγραμμα του ΕΜΣ, το οποίο θα προκαλέσει στη συνέχεια τις αγορές ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Αλλά, η ΕΚΤ δεν είναι σε θέση να ανακεφαλαιοποιήσει τις ιταλικές τράπεζες. Ούτε και ο ΕΜΣ. Σύμφωνα με τη Mediobanca, την ιταλική τράπεζα επενδύσεων, η Ιταλία είναι σοβαρά περιορισμένη στο πόσο ιδιωτικό πλούτο μπορεί να χρησιμοποιήσει για να αντλήσει κεφάλαια, δεδομένου ότι οι φόροι περιουσίας είναι ήδη σε υψηλά επίπεδα. Έτσι, ακόμη και η βιωσιμότητα της Ιταλίας στην ευρωζώνη, δεν είναι εξασφαλισμένη σε περίπτωση απουσίας μίας τραπεζικής ένωσης κοινής ευθύνης.
Πώς έφτασαν τα πράγματα σε αυτό το σημείο; Η δική μου ερμηνεία πριν από έναν χρόνο, ήταν ότι η πλειοψηφία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ήταν αρκετά σοβαρή όσον αφορά την τραπεζική ένωση η οποία θα ακολουθούταν από μία δημοσιονομική ένωση στο μέλλον. Η Γερμανία δεν είχε πειστεί ακόμη. Στη συνέχεια, ήρθε η πολυσυζητημένη υπόσχεση από την ΕΚΤ το περασμένο καλοκαίρι. Και αυτό ήταν που «σκότωσε» την τραπεζική ένωση. Οι πολιτικοί δεν έβλεπαν πια την ανάγκη για πολιτικές που θα ήταν δύσκολο να «πουλήσουν» πίσω στην πατρίδα.
Υπάρχει ακόμη ένα έργο με την ονομασία «τραπεζική ένωση», ωστόσο θα είναι άνευ σημασίας για την κρίση. Αυτό αφήνει την ΕΚΤ. Υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορεί να κάνει η κεντρική τράπεζα, ωστόσο δε μπορεί να διορθώσει τις τράπεζες.
banksnews.gr
Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, τη συγκέντρωση των αρχηγών των κυβερνήσεων της ΕΕ, έχει εδώ και καιρό επικρατήσει σιωπή σχετικά με την τελετουργική υπόσχεση του Ιουνίου 2012, να σπάσει το δεσμό μεταξύ κρατών και τραπεζών. Η συμφωνία της περασμένης εβδομάδας δεν έσπασε την υπόσχεση. Ούτε καν την αραίωσε. Έχει επιβεβαιωθεί.
Ωστόσο, δεν δοθεί το δικαίωμα στον Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης να παρέχει άμεση βοήθεια στις τράπεζες –μέχρι το ποσό των €60 δις; Δεν είναι άλλωστε ένα θεσμικό όργανο που έχει σχεδιαστεί για να παρέχει βοήθεια στα μέλη της ευρωζώνης; Πράγματι, του έχει δοθεί το δικαίωμα, αλλά υπάρχει μια παγίδα
Στη θεωρία, ένας κανόνας για τα bail-in, θα έπρεπε να μετατοπίζει μέρος του οικονομικού βάρους μακριά από τη χώρα προέλευσης της τράπεζας. Αλλά, αυτό λειτουργεί μόνο στο βαθμό που ορισμένοι από τους μετόχους και τους ομολογιούχους είναι αλλοδαποί. Το πρόβλημα είναι ότι οι τράπεζες έχουν γίνει περισσότερο εθνικές από την έναρξη της κρίσης. Είναι οι αγοραστές έσχατης ανάγκης του εθνικού χρέους των τραπεζών τους.
Σε αντάλλαγμα, οι κυβερνήσεις στηρίζουν τις τράπεζες της χώρας τους. Οι περισσότεροι από τους πιστωτές τους είναι εγχώριοι. Επομένως, έχει ελάχιστη σημασία εάν οι η ισπανική κυβέρνηση διασώσει τις τράπεζές της, ή εάν η διάσωση γίνει με τη συμμετοχή κυρίως Ισπανών ομολογιούχων. Σε τελευταία ανάλυση, το σύνολο των κινδύνων παραμένει εντός Ισπανίας. Ως εκ τούτου, το τελικό αποτέλεσμα συνεπάγεται ευθύνη του ισπανικού κράτους.
Ο δείκτης του χρέους που λειτουργεί ως οδηγός για τη συνολική φερεγγυότητα μίας χώρας δεν είναι η πολυσυζητημένη αναλογία καθαρού δημόσιου χρέους προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν, αλλά του συνολικού εξωτερικού χρέους, με συνδυασμό του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα.
Στην περίπτωση της Ισπανίας, ο δείκτης αυτός κυμαινόταν στο 170 τοις εκατό του ΑΕΠ στο τέλος του 2012, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας. Για την Ισπανία, μία τραπεζική ένωση που κόβει το δεσμό μεταξύ κράτους και τραπεζών θα ήταν η απαραίτητη, και ενδεχομένως ακόμη και επαρκής, εγγύηση για τη συνέχιση της συμμετοχής της στη νομισματική ένωση. Ωστόσο, κάτι τέτοιο θα ίσχυε μόνο εφόσον η πολιτική στήριξη για τη δημοσιονομική προσαρμογή και οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις, παραμείνουν στη θέση τους. Χωρίς αυτή την εγγύηση, δε μπορώ να φανταστώ πως θα γίνει κάτι τέτοιο.
Πέρυσι, όταν οι φορείς χάραξης πολιτικής παρουσίασαν την τραπεζική ένωση ως ένα λιγότερο επαχθές μέτρο από τη δημοσιονομική ένωση, ήταν ήδη σαφές ότι είτε δεν είχαν πάρει στα σοβαρά το έργο ή τουλάχιστον δεν το είχαν πάρει στα σοβαρά ως μέσο επίλυσης κρίσεων. Καθώς θα συνειδητοποιούμε την πραγματικότητα του νέου καθεστώτος, είναι πολύ πιθανό να επανέλθουν δριμύτερες οι αμφιβολίες σχετικά με τη βιωσιμότητα της νομισματικής ένωσης.
Υπό κανονικές συνθήκες, ακόμη και το μη βιώσιμο μπορεί να κρατήσει για απίστευτα μεγάλο χρονικό διάστημα. Ωστόσο, δε μπορούμε να μιλάμε για κανονικές συνθήκες τη στιγμή που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα τα τραπεζικά συστήματα αρκετών μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών.
Η κατάσταση στην Ιταλία είναι διαφορετική από ότι στην Ισπανία, από διάφορες απόψεις. Οι τράπεζες της Ιταλίας δεν κάθονται πάνω σε βουνά χρέους από επισφαλή στεγαστικά δάνεια. Η Ιταλία έχει χαμηλότερη θέση ως προς το ακαθάριστο εξωτερικό χρέος, στο 124 τοις εκατό του ΑΕΠ. Ωστόσο, το πρόβλημα στην Ιταλία έχει να κάνει με έναν φαύλο κύκλο πιστωτικής κρίσης, ύφεσης, και ενός δημοσίου τομέα με ελάχιστα δημοσιονομικά περιθώρια ελιγμών για να διορθώσει το ανεπαρκώς κεφαλαιοποιημένο τραπεζικό του σύστημα. Η εστίαση της νέας κυβέρνησης σε ένα δευτερεύον σχέδιο για μείωση της ανεργίας των νέων είναι απίστευτα άστοχο, τη στιγμή που το πραγματικό πρόβλημα είναι η κρίση ρευστότητας. Με την αύξηση των επιτοκίων στην παγκόσμια αγορά, η χώρα πλησιάζει όλο και περισσότερο σε ένα πρόγραμμα του ΕΜΣ, το οποίο θα προκαλέσει στη συνέχεια τις αγορές ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Αλλά, η ΕΚΤ δεν είναι σε θέση να ανακεφαλαιοποιήσει τις ιταλικές τράπεζες. Ούτε και ο ΕΜΣ. Σύμφωνα με τη Mediobanca, την ιταλική τράπεζα επενδύσεων, η Ιταλία είναι σοβαρά περιορισμένη στο πόσο ιδιωτικό πλούτο μπορεί να χρησιμοποιήσει για να αντλήσει κεφάλαια, δεδομένου ότι οι φόροι περιουσίας είναι ήδη σε υψηλά επίπεδα. Έτσι, ακόμη και η βιωσιμότητα της Ιταλίας στην ευρωζώνη, δεν είναι εξασφαλισμένη σε περίπτωση απουσίας μίας τραπεζικής ένωσης κοινής ευθύνης.
Πώς έφτασαν τα πράγματα σε αυτό το σημείο; Η δική μου ερμηνεία πριν από έναν χρόνο, ήταν ότι η πλειοψηφία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ήταν αρκετά σοβαρή όσον αφορά την τραπεζική ένωση η οποία θα ακολουθούταν από μία δημοσιονομική ένωση στο μέλλον. Η Γερμανία δεν είχε πειστεί ακόμη. Στη συνέχεια, ήρθε η πολυσυζητημένη υπόσχεση από την ΕΚΤ το περασμένο καλοκαίρι. Και αυτό ήταν που «σκότωσε» την τραπεζική ένωση. Οι πολιτικοί δεν έβλεπαν πια την ανάγκη για πολιτικές που θα ήταν δύσκολο να «πουλήσουν» πίσω στην πατρίδα.
Υπάρχει ακόμη ένα έργο με την ονομασία «τραπεζική ένωση», ωστόσο θα είναι άνευ σημασίας για την κρίση. Αυτό αφήνει την ΕΚΤ. Υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορεί να κάνει η κεντρική τράπεζα, ωστόσο δε μπορεί να διορθώσει τις τράπεζες.
banksnews.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Και άλλο ομόλογο θα αποπληρώσει στο ακέραιο την Παρασκευή η Αθήνα
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Γελάστε με ωραίες στιγμές του ποδοσφαίρου!
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ