2013-07-10 10:11:04
Φωτογραφία για Δίκη Μαρί: Ένοχοι Παπακώστας και τρεις υπηρεσιακοί, αθώοι Μ. Κυπριανού και τέως Υπαρχηγός ΕΦ
Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Κύπρου, που σήμερα ανακοίνωσε στη Λάρνακα την απόφαση του για τη φονική έκρηξη στο Μαρί, βρήκε ένοχο στις κατηγορίες της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας και της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης τον πρώην Υπουργό Αμυνας Κώστα Παπακώστα.

Διαβάστε την απόφαση του Κακουργιοδικείου εδώ.

Το Κακουργιοδικείο βρήκε, επίσης, ενόχους στην κατηγορία της πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης τον Διευθυντή της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Ανδρέα Νικολάου και τους τελούντες σε διαθεσιμότητα Αναπληρωτή Διευθυντή της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Χαράλαμπο Χαραλάμπους και Διοικητή της ΕΜΑΚ Ανδρέα Λοϊζίδη.

Ο πρώην Υπουργός Εξωτερικών Μάρκος Κυπριανού και ο τέως Υπαρχηγός της Εθνικής Φρουράς Σάββας Αργυρού κρίθηκαν αθώοι από το Δικαστήριο και απαλλάχθηκαν όλων των κατηγοριών που αντιμετώπιζαν.

Σε μια κατάμεστη από συγγενείς των θυμάτων της φονικής έκρηξης στο Μαρί και των 6 κατηγορουμένων, δημοσιογράφων και αστυνομικών, ο Πρόεδρος του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Κύπρου Τεύκρος Οικονόμου άρχισε λίγο μετά τις εννέα το πρωί την ανάγνωση της αποτελούμενης από 612 σελίδες απόφασης. Η ανάγνωση ολοκληρώθηκε λίγο πριν τις δύο το μεσημέρι, διήρκεσε δηλαδή περίπου πέντε ώρες και δεν έγινε καμία διακοπή.

Διαβάζοντας την απόφαση, ο κ. Οικονόμου είπε ότι αυτή χωρίζεται σε οκτώ μέρη, αρχίζοντας από το ιστορικό της υπόθεσης, στο οποίο «παρατίθεται μαρτυρία που έγινε κοινώς αποδεκτή, η οποία περιγράφει την εξέλιξη της όλης ιστορίας, από τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών μέχρι την έκρηξη, ενώ για την απόφαση που λήφθηκε για εκφόρτωση του φορτίου του πλοίου «Monchegorsk» στην Κύπρο την έλαβε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας (Δημήτρης Χριστόφιας), ενώ σχετικά με την τοποθέτηση του φορτίου στη Ναυτική Βάση στο Μαρί, το Δικαστήριο αναφέρθηκε σε πρακτικό σύσκεψης που έγινε στις 12.2.2009, υπό την αιγίδα του Υπουργού Άμυνας, στο οποίο καταγράφεται ότι «η Κυπριακή κυβέρνηση έλαβε την απόφαση εκφόρτωσης και φύλαξης του υλικού αυτού σε κατάλληλους χώρους εντός της Ναυτικής Βάσης «Ευάγγελος Φλωράκης» (ΝΒΕΦ) στη περιοχή Μαρί την Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου 2009».

Σημειώνεται ακόμα ότι ενώ ακόμα το φορτίο βρισκόταν στο πλοίο, σε σύσκεψη που έγινε στις 6/2/2009 στα γραφεία της Διοίκησης Λιμενικής και Ναυτικής Αστυνομίας, έγινε εισήγηση για μετακίνηση του πλοίου από το αγκυροβόλιο Λεμεσού στο αγκυροβόλιο Βασιλικού, η οποία όμως απορρίφθηκε διότι, μεταξύ άλλων, ο προτεινόμενος χώρος γειτνίαζε με τον Ηλεκτροπαραγωγό Σταθμό Βασιλικού, το μεγαλύτερο Ηλεκτροπαραγωγό Σταθμό της Κύπρου.

Στην απόφαση του Κακουργιοδικείου αναφέρεται ότι «ως βασικός μάρτυρας παρουσιάστηκε ο συνταγματάρχης Γιώργος Γεωργιάδης για τη μαρτυρία του οποίου χρειάστηκαν οκτώ δικάσιμοι, ενώ το Δικαστήριο έκρινε ότι η μαρτυρία του καλύπτεται στο μεγαλύτερο της μέρος από άλλη μαρτυρία και λαμβάνοντας υπόψη ότι η μαρτυρία του ήταν εγγενώς ύποπτη και επισφαλής επέλεξε να μην τη χρησιμοποιήσει σε βάρος των κατηγορουμένων, αλλά να εξονυχίσει όλη την άλλη μαρτυρία και επί αυτής να προβεί σε ευρήματα».

Κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, το Δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή των κατηγορουμένων ότι «δεν είχαν αντίληψη του κινδύνου επειδή τους είχε παραπλανήσει ο Γεωργιάδης, λέγοντας τους ότι «η πυρίτιδα καίγεται και δεν εκρήγνυται» και επειδή δεν είχαν τις κατάλληλες προειδοποιήσεις. Ειδικότερα, απέρριψε τους ισχυρισμούς του Διευθυντή και του Αναπληρωτή Διευθυντή της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας ότι δεν γνώριζαν πως η πυρίτιδα είναι εκρηκτικό ή επικίνδυνο υλικό».

Στην απόφαση του Κακουργιοδικείου προστίθεται πως «συζητήθηκε ειδικότερα το θέμα του καθήκοντος επιμέλειας που μπορεί να έχουν υπουργοί και μέλη της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας» και σημειώνει ότι «ως προς τους υπουργούς, υποδείχθηκε ότι αυτοί υπόκεινται στις ίδιες δικονομικές και ουσιαστικές ρυθμίσεις από πλευράς ποινικού δικαίου, χωρίς να διαφοροποιούνται από άλλα πρόσωπα».

Στην απόφαση αναφέρεται πως «η απόφαση για εκφόρτωση και κατάσχεση του φορτίου ήταν μια ορθή πολιτική απόφαση, επιβεβλημένη εκ των διεθνών υποχρεώσεων της χώρας», ενώ τονίστηκε ότι «το φορτίο εκφορτώθηκε στην Κύπρο χωρίς απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, το οποίο σύμφωνα με το Σύνταγμα είναι το όργανο που ασκεί την εκτελεστική εξουσία επί παντός θέματος, εξαιρουμένων των αρμοδιοτήτων που ρητώς διαφυλάσσονται υπέρ του Προέδρου και του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας. Ούτε εκ των υστέρων τέθηκε η απόφαση του Προέδρου της Δημοκρατίας ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου προς έγκριση, ενώ το σοβαρό αυτό ζήτημα ουδέποτε συζητήθηκε στο αρμόδιο σώμα, το Υπουργικό Συμβούλιο».

Αφού αναφέρεται ότι «η δίωξη οποιουδήποτε είναι αποκλειστική αρμοδιότητα του Γενικού Εισαγγελέα», στην απόφαση σημειώνεται πως «το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να κρίνει, ούτε είναι σε θέση να γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους ο Γενικός Εισαγγελέας δεν κατηγόρησε τα εν λόγω πρόσωπα. Το ζήτημα όμως τίθεται για να καταδειχθεί ότι, εξ αντικειμένου, με τον χειρισμό που έγινε, δεν μπόρεσαν να αποκαλυφθούν οι περιστάσεις υπό τις οποίες δόθηκε η διαταγή Μπισμπίκα, όπως θα μπορούσε ενδεχομένως να γίνει εάν ο Μπισμπίκας ήταν κατηγορούμενος. Σημειώνουμε ότι αντί (και) του Μπισμπίκα διώχθηκε αρχικά ο Τσαλικίδης, ο οποίος δεν δημιούργησε την κατάσταση, χωρίς όμως συνέχεια».

Αναφορικά με το θέμα καθήκοντος ενέργειας που είχε ή όχι ο κάθε κατηγορούμενος, το Δικαστήριο σημειώνει πως ο 2ος κατηγορούμενος πρώην ΥΠΑΜ Κώστας Παπακώστας «κρίθηκε ότι είχε συγκεκριμένη ευθύνη αλλά και εξουσίες για το φορτίο και ότι αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά σε σχέση με τον κατηγορούμενο 1 (πρώην ΥΠΕΞ Μάρκο Κυπριανού). Κρίθηκε ότι είχε τον έλεγχο του φορτίου γιατί το φορτίο παρελήφθη εν γνώσει του από το Υπουργείο του προς φύλαξη και επειδή τοποθετήθηκε σε χώρο της Εθνικής Φρουράς επί της οποίας είχε εποπτεία. Δεν είχε λόγο για την τελική τύχη του φορτίου. Όμως, είχε την εξουσία να ελέγξει τον τρόπο αποθήκευσης ή εν πάση περιπτώσει να παρέμβει μετά που του τέθηκε το ζήτημα των κινδύνων από την παρατεταμένη φύλαξη του σε υπαίθρια στοιβάδα. Είχε την εξουσία να διατάξει τη λήψη μέτρων οποτεδήποτε και ιδιαίτερα όταν κατέστη σαφές ότι οι «πολιτικοί λόγοι» διαιώνιζαν το πρόβλημα, ακόμα πιο ιδιαίτερα όταν ενημερώθηκε για το ενδεχόμενο έκρηξης και όλως ιδιαιτέρως όταν ενημερώθηκε για το συμβάν της 4.7.2011, οπότε και ανέλαβε την ευθύνη χειρισμού του προβλήματος και την ευθύνη λήψης αποφάσεων για την αντιμετώπιση του, ο ίδιος”.

Για τον 1ο κατηγορούμενο, πρώην ΥΠΕΞ Μάρκο Κυπριανού στην απόφαση του Δικαστηρίου αναφέρεται ότι «η μαρτυρία που προσφέρθηκε δεν στοιχειοθετεί ότι ο κατηγορούμενος 1 «διαχειριζόταν τα θέματα των 98 εμπορευματοκιβωτίων» όπως του αποδίδει το κατηγορητήριο, ούτε ότι «δημιούργησε τον κίνδυνο» όπως του αποδίδει η εναρκτήρια δήλωση. Γενικότερα, ο κατηγορούμενος 1 δεν είχε τον έλεγχο του φορτίου υπό την έννοια του άρθρου 225 ή άλλως πως. Δεν είναι το Υπουργείο του που το παρέλαβε προς φύλαξη, το φορτίο δεν φυλάχθηκε από υπηρεσία επί της οποίας είχε εποπτεία, δεν είχε εξουσία να διατάξει τη λήψη μέτρων σε σχέση με τον τρόπο φύλαξης. Γενικώς, ελλείπει το στοιχείο της αναγκαίας σύνδεσης του με το φορτίο, έτσι ώστε να μπορούσε να θεωρηθεί ότι ως Υπουργός Εξωτερικών είχε σχέση εγγύτητας προς τα θύματα».

Σημειώνεται ακόμα ότι «ο κατηγορούμενος 1 χωρίς να έχει την ευθύνη ή τον έλεγχο ή εξουσίες επί του φορτίου, διαχειριζόταν την πολιτική διάσταση του προβλήματος, εφαρμόζοντας την πολιτική του Προέδρου της Δημοκρατίας», ενώ «ασκώντας την πολιτική που του ανατέθηκε δεν έλαβε υπόψη ή και εκώφευσε στις προειδοποιήσεις για τον κίνδυνο».

Για τον κατηγορούμενο 3, Υπαρχηγό του ΓΕΕΦ Σάββα Αργυρού στην απόφαση του Κακουργιοδικείου αναφέρεται πώς «από τη μαρτυρία και τα επιχειρήματα της κατηγορούσας αρχής δεν έχει αποδειχθεί στον απαιτούμενο βαθμό ότι αυτός είχε καθήκον ενεργείας, ούτε ότι εν πάση περιπτώσει είχε εξουσία να δώσει διαταγές σε σχέση με το φορτίο, από τη στιγμή που αυτό τοποθετήθηκε με τον τρόπο που τοποθετήθηκε με τη διαταγή του προηγούμενου Αρχηγού ΓΕΕΦ και παρέμεινε εκεί εν γνώσει του μετέπειτα Αρχηγού ΓΕΕΦ».

Για τους κατηγορούμενους 4, 5 και 6, δηλαδή τον Διευθυντή της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Ανδρέα Νικολάου και τους τελούντες σε διαθεσιμότητα Αναπληρωτή Διευθυντή της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Χαράλαμπο Χαραλάμπους και Διοικητή της ΕΜΑΚ Ανδρέα Λοϊζίδη, στην απόφαση αναφέρεται ότι «το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτοί είχαν καθήκον ενεργείας πρωτίστως έναντι των πυροσβεστών. Είχαν καθήκον, να μεριμνήσουν για την ασφάλεια τους, λαμβάνοντας μέτρα προστασίας από κινδύνους που ήταν ευλόγως προβλεπτοί και θα μπορούσαν να εξουδετερωθούν με εύλογα μέτρα. Είχαν ειδικότερα καθήκον, να τους προειδοποιήσουν για την ύπαρξη τέτοιων κινδύνων. Περιπλέον, είχαν υποχρέωση να ενεργήσουν με εύλογη επιμέλεια έναντι όλων όσοι ήταν προβλεπτό ότι θα επηρεάζονταν, όπως ήταν το προσωπικό της Ναυτικής Βάσης».

Προστίθεται ακόμα ότι το Δικαστήριο έκρινε πως «νομικό καθήκον να αποτρέψουν τον κίνδυνο είχαν οι κατηγορούμενοι 2,4,5 και 6 και όχι οι κατηγορούμενοι 1 και 3 τους οποίους αθώωσε».

Αναφορικά με το θέμα της ανθρωποκτονίας ή της πρόκλησης θανάτου από αμέλεια το Δικαστήριο εξέτασε «τη διαφορά μεταξύ των προνοιών στις οποίες στηρίζεται το κατηγορητήριο, δηλαδή των προνοιών του άρθρου 205 του Ποινικού Κώδικα (ανθρωποκτονία) από τις πρόνοιες του άρθρου 210 (πρόκληση θανάτου από αλόγιστη πράξη)» και ανέτρεξε σε νομολογία της Ινδίας στην οποία ισχύουν παρόμοιες πρόνοιες, της Αυστραλίας και της Αγγλίας.

Τελικά το δικαστήριο απεφάνθη, με βάση το σύνολο της σχετικής μαρτυρίας πως «δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο κατηγορούμενος 2 (πρώην ΥΠΑΜ Κώστας Παπακώστας) είχε γνώση όχι απλώς ενός δυνητικού κινδύνου, αλλά μιας πραγματικής πιθανότητας κινδύνου θανάτου» αφού αρχικά είχε «γνώση για τους εγγενείς κινδύνους του φορτίου και στη συνέχεια, άρχισε να ενημερώνεται περαιτέρω, αφού πληροφορήθηκε για την υπαίθρια στοιβάδα και τους κινδύνους αυτανάφλεξης από τις ψηλές θερμοκρασίες και για τον κίνδυνο έκρηξης, ενώ στη σύσκεψη της 7.2.2011, σαφώς είχε επίγνωση όχι απλώς της δυνατότητας, αλλά μιας πραγματικής πιθανότητας να προκληθεί μαζικός θάνατος, όπως ο ίδιος τελικά δεν το αρνήθηκε, πλην όμως αντί για κίνδυνο έκρηξης μιλούσε για κίνδυνο μαζικής πυρκαγιάς στο φορτίο, αλλά και στα πυρομαχικά της Βάσης».

Στην απόφαση σημειώνεται ακόμα ότι στα μέσα του τρίτου καλοκαιριού σημειώθηκε η έκρηξη σε ένα από τα εμπορευματοκιβώτια στις 4 Ιουλίου 2011 και μετά την ενημέρωση της οποίας έτυχε την επομένη και την μεθεπομένη του συμβάντος ο κατηγορούμενος 2 «είχε πλήρη εικόνα της κορύφωσης του κινδύνου. Τότε πλέον, η σκιά του θανάτου βάραινε απειλητικά πάνω από το Μαρί. Ο κίνδυνος θανάτου ήταν αδιαμφισβήτητα ορατός. Ο κατηγορούμενος 2 δεν επικαλέστηκε οποιοδήποτε υποκειμενικό πρόβλημα που ευλόγως θα τον δικαιολογούσε να μην αντιληφθεί τέτοιο κίνδυνο από τα δεδομένα που γνώριζε. Δεν έχουμε αμφιβολία ότι είχε επίγνωση ορατού κινδύνου θανάτου, πλην όμως δεν ανταποκρίθηκε στο επιβαλλόμενο επίπεδο ευθύνης».

Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι «δεν αποδίδει στον κατηγορούμενο 2 αδιαφορία υπό την έννοια ότι δεν είχε ανησυχία για το αποτέλεσμα» και σημείωσε πως «εκείνο που έχει τελικά βαρύνουσα σημασία είναι η πλήρης απραξία, παρά την εκφρασθείσα κατά καιρούς ανησυχία. Είναι φανερή η επιλογή του κατηγορούμενου 2, και αυτή ήταν τελικά η στάση του έναντι της ηθικής διάστασης του προβλήματος, να ακολουθήσει ή να συνεργήσει ή να ανεχθεί μια τακτική που παρέπεμπε παρελκυστικά το πρόβλημα ξανά και ξανά στο απροσδιόριστο μέλλον και εν τέλει στη μοίρα. Δεν παραβλέπουμε το γενικότερο πλαίσιο μέσα στο οποίο ενήργησε, έχουμε ήδη διαπιστώσει ότι αυτό δεν διαγράφει τις νομικές του ευθύνες. Δεν διαγράφει όμως, ούτε την ηθική απαξία της επιλογής του να εθελοτυφλήσει μπροστά σε τέτοιο κίνδυνο για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα και με τέτοιες προειδοποιήσεις για τον παράγοντα χρόνο. Ο κίνδυνος και οι προειδοποιήσεις ήταν τέτοιες ώστε το γεγονός ότι δεν ελήφθη υπό τέτοιες περιστάσεις ποτέ κανένα μέτρο, ενώ κατά τα άλλα τούτο ήταν ευχερές, να υποδηλώνει εν τέλει αδιαφορία τέτοια ώστε να πρόκειται για υπαίτια αμέλεια εν τη εννοία του άρθρου 205» (ανθρωποκτονία από αμέλεια).

Για τους κατηγορούμενους 4, 5 και 6, το Δικαστήριο, σύμφωνα με την απόφαση ανέφερε πως «είχαν αντίληψη ενός πραγματικού κινδύνου θανάτου. Σε αντίθεση όμως με τον κατηγορούμενο 2, δεν είχαν ευθύνη για τη φύλαξη του φορτίου, δεν είχαν μακρά εμπλοκή με το πρόβλημα, δεν είχαν προηγούμενη ενημέρωση. Η δική τους ευθύνη δεν ήταν πρωτογενής, υπό την έννοια ότι διατηρούσαν οι ίδιοι την επικίνδυνη κατάσταση, αλλά έγκειται στο ότι παρέλειψαν να χειριστούν ως όφειλαν την επικίνδυνη κατάσταση. Ειδικότερα οι κατηγορούμενοι 4 και 5, στο τέλος ενήργησαν απεγνωσμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να μην μπορεί να τους αποδοθεί αδιαφορία μέχρι τέλους. Δεν είναι δίκαιο να τοποθετηθούν στο ίδιο επίπεδο αμέλειας με τον κατηγορούμενο 2. Άλλωστε, ακόμα κι αν το θέμα θα ήταν περαιτέρω συζητήσιμο, θα αρκούσαν εύλογες αμφιβολίες για το βαθμό της υπαιτιότητας τους ώστε να ενταχθούν στα πλαίσια του άρθρου 210ΠΚ» (πρόκληση θανάτου από αμέλεια.)

Στην απόφαση γίνεται αναφορά για τις ενέργειες των θυμάτων και σημειώνεται πως «έγινε εισήγηση ότι όσοι είχαν κληθεί στις 11.7.2011 για να επιληφθούν της πυρκαγιάς, ήταν πλήρως εκπαιδευμένοι και γνώριζαν ότι με βάση πάγιες διαταγές και οδηγίες θα έπρεπε να απομακρύνουν το προσωπικό σε απόσταση ασφαλείας. Όμως, οι χειριζόμενοι το επεισόδιο, παραβιάζοντας τα νόμιμα καθήκοντα τους, δημιούργησαν μια νέα κατάσταση πραγμάτων, με αποτέλεσμα να διακοπεί ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των ενεργειών των κατηγορουμένων και του τελικού τραγικού αποτελέσματος».

Όπως ανέφερε ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου διαβάζοντας την απόφαση, ο Διοικητής του Ναυτικού Πλοίαρχος Ιωαννίδης Ανδρέας, ο αρχιλοχίας της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Ανδρέας Παπαδόπουλος, αλλά και οι υπόλοιποι «βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια χωρίς προηγούμενο κρίση και με δύσκολα διλήμματα. Ο Ιωαννίδης γνώριζε ότι το φορτίο ήταν ύψιστης σημασίας και ότι ετύγχανε χειρισμού από την ηγεσία της ΕΦ και ενδιέφερε την πολιτική ηγεσία. Ο ίδιος δεν είχε καμιά επίσημη ενημέρωση και καμιά αρμοδιότητα. Παρά ταύτα, βρισκόταν μέσα σε χώρο όπου είχε την ευθύνη, χωρίς όμως να έχει ευθύνη για το ίδιο το φορτίο. Ήταν μια αλλόκοτη κατάσταση στα πλαίσια της οποίας ο Ιωαννίδης κλήθηκε να χειριστεί την κρίση τις πρωινές ώρες της 11.7.2011, αναγκασμένος να λάβει αποφάσεις υπό τις πλέον πιεστικές συνθήκες για το υψίστης σημασίας φορτίο, την ασφάλεια της Ναυτικής Βάσης και του προσωπικού της, αλλά και την ασφάλεια του ηλεκτροπαραγωγού σταθμού».

Προστίθεται ακόμα ότι «δεν είχε γίνει καμιά προεργασία προς αντιμετώπιση ενδεχόμενης κρίσης και ακόμα και κατά την κορύφωση της κρίσης και ενώ ο Ιωαννίδης βρισκόταν σε τηλεφωνική επαφή με τον Α/ΓΕΕΦ, δεν έλαβε διαταγές όπως θα ήταν το αναμενόμενο προκειμένου για ένα πειθαρχημένο στρατιωτικό σώμα, αλλά αφέθηκε να αντιμετωπίσει μόνος του τα διλήμματα και την κρίση».

Τα ίδια ισχύουν, σύμφωνα με την απόφαση του Κακουργιοδικείου και για τον αρχιλοχία Ανδρέα Παπαδόπουλο και τους άλλους πυροσβέστες, οι οποίοι ««πριν ανταποκριθούν στο επεισόδιο δεν είχαν καμιά γνώση», ενώ το πραγματικό ερώτημα που έχει «ηθικό υπόβαθρο, δεν αφορά την αντίδραση ενός λοχία σε στιγμές κρίσης, αλλά τις υποχρεώσεις των ηγητόρων του, οι οποίοι ενώ είχαν την ευκαιρία για νηφάλια ανάλυση και λήψη μέτρων χωρίς πίεση και αγωνία, δεν τον προειδοποίησαν, δεν τον καθοδήγησαν και τον άφησαν να αντιμετωπίσει την κρίσιμη κατάσταση, αναμένοντας από τον ίδιο να τους ερωτήσει».

Το Δικαστήριο έθεσε μάλιστα το ουσιαστικό ερώτημα «κατά πόσο, οι ενέργειες των θυμάτων ήταν τέτοιας φύσεως, ώστε υπό το σύνολο των περιστάσεων, να θεωρηθεί ότι δεν είναι δίκαιο να αποδοθεί ευθύνη στους κατηγορούμενους για τις δικές τους παραλείψεις. Η απάντηση είναι ότι η ηθική απαξία της συμπεριφοράς των κατηγορουμένων παραμένει και οι παραλείψεις τους συνεχίζουν να είναι ενεργές και ουσιαστικές αιτίες του θανάτου των θυμάτων».

Αντίθετα, προστίθεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου «στερείται ηθικού και νομικού ερείσματος η αντίληψη ότι «η επιλογή» των θυμάτων, όσων είχαν «επιλογή», να παραμείνουν σε ό,τι αντιλαμβάνονταν εκείνες τις ώρες ως το χρέος τους, για το οποίο έδωσαν τη ζωή τους, διαγράφει τις παραλείψεις των υπαιτίων οι οποίες τους έθεσαν ή τους άφησαν στη δεινή και αγωνιώδη εκείνη κατάσταση».

Ανακοινώνοντας εν κατακλείδι τις αποφάσεις του Κακουργιοδικείου ο Πρόεδρος του Σώματος Τεύκρος Οικονόμου είπε ότι ο Κατηγορούμενος 1 (πρώην ΥΠΕΞ Μάρκος Κυπριανού) αθωώνεται και απαλλάσσεται από όλες τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει.

Ο Κατηγορούμενος 2 (πρώην ΥΠΑΜ Κώστας Παπακώστας) κρίνεται ένοχος σύμφωνα με τα άρθρα 205 και 210 του Ποινικού Κώδικα, δηλαδή για ανθρωποκτονία εξ αμέλειας και για πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης.

Ο Κατηγορούμενος 3 (Υπαρχηγός ΓΕΕΦ Σάββας Αργυρού) αθωώνεται και απαλλάσσεται από όλες τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει.

Ο Κατηγορούμενος 4 (Διευθυντής της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Ανδρέας Νικολάου) κρίνεται ένοχος σύμφωνα με το άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα, δηλαδή για πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης.

Ο Κατηγορούμενος 5 (Αναπληρωτής Διευθυντής της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Χαράλαμπο Χαραλάμπους) κρίνεται ένοχος σύμφωνα με το άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα, δηλαδή για πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης.

Ο Κατηγορούμενος 6 (Διοικητής της ΕΜΑΚ Ανδρέας Λοϊζίδης) κρίνεται ένοχος σύμφωνα με το άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα δηλαδή για πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης.

Η ανακοίνωση της απόφασης του Κακουργιοδικείου έγινε δεκτή χωρίς επεισόδια, τουλάχιστον εντός της αίθουσας από τους συγγενείς τόσο των θυμάτων όσο και των κατηγορουμένων. Ωστόσο, η μητέρα των δίδυμων ναυτών Πόπη Χριστοφόρου φώναξε στο Δικαστήριο πως η απόφαση «είναι απαγχονισμός της Δικαιοσύνης».

Σημειώνεται ότι με βάση το Ποινικό Κώδικα το άρθρο 210 προνοεί φυλάκιση μέχρι 4 χρόνων ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις 2.500 λίρες (4,271,5 ευρώ), ενώ το άρθρο 205 προνοεί ποινή διά βίου φυλάκισης.

offsite.com.cy
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ