2013-07-13 11:26:03
Φωτογραφία για Πέντε παιδιά στο ερείπιο της «Κάτω Ρούγας»
του Μανόλη Παντινάκη

Μια μάνα και πέντε μικρά παιδάκια μέσα στο ερείπιο! Εκεί και μέσα στην ταραχή του πολέμου, στις εκτελέσεις και στην καταστροφή, έστησε τις πολεμίστρες της ζωής για να αναθραφούν με όσα τραύματα τους πλήγωσαν την ψυχή... ο Στέλιος, η Ειρήνη, η Χαρούλα, η Ελένη και ο Λευτέρης το στεροβύζι! Κι όλες αυτές οι εμπειρίες της φρίκης ξαναγυρίζουν γεμάτες πίκρες-δηλητήριο, όταν οι νοσταλγοί του Χίτλερ δίχως τον στοιχειώδη σεβασμό στη μνήμη των νεκρών-ηρώων, τον επαναφέρουν ως τον… μεγάλο ηγέτη των λαών και τον στεφανώνουν!

Κι αν έχεις χάσει τον πατέρα στο πλέον «τρυφερά» σου χρόνια που τα «τύλιξαν» με το πέπλο τους «η φτώχεια και η κακομοιριά», ταράζεσαι, αλλά σιωπάς! Όπως ο Στέλιος Νικολακάκης στα Πάνω Σαχτούρια, που είδε στις 4 Μαΐου του ’44 το χωριό του να σκεπάζεται από τα ερείπια και το Σεπτέμβριο να φέρνουν στο σπίτι του το μαντάτο που τον λύγισε ότι στις φυλακές της Αγιάς έπεφτε νεκρός από τα χιτλερικά πυρά ο πατέρας του Ας έχουν περάσει εβδομήντα χρόνια από τότε! Οι πληγές δεν κλείνουν κι όταν αρχίζει να αφηγείται «βυθίζεται» σε εκείνα τα φρικτά χρόνια που του σημάδεψαν τη ζωή:«Όντε μας εκάψανε ήτανε 4 του Μάη του ’44 κι εγώ ήμουνε 11 χρονώ’
. Είχα και τα άλλα μου αδέρφια, την Ειρήνη, τη Χαρούλα και την Ελένη και τελευταίο το Λευτέρη, που είχενε χρονιάσει. Φαντάσου πέντε κοπέλια και κάτω από τα 11 χρόνια και οι αδερφές μου 7, 5 και 3 χρονώ’ πως αναθραφήκαμε! Να κάψουνε και να ρημάξουνε το χωριό κι ύστερα να σκοτώσουνε με τσ’ άλλους χωριανούς και τον πατέρα μου το Γιάννη στα 44 του χρόνια. Βάλε στο νου σου μια μάνα να πολεμά να αναθρέψει πέντε κοπέλια σε ένα καταστραμμένο σπίτι στην «Κάτω Ρούγα».

»Και αφού μας-ε-κάψανε και πήρανε τσι χωριανούς για την Αγιά τη φυλακή στα Χανιά, αρχίζουνε τα δύσκολα, ζωή- βουνό που έπρεπενε να πολεμίσομενε ούλοι για να ζήσομε. Σχολειό δεν επήγα καθόλου, γιατί δεν υπήρχενε και σχολειό και έρχεται το τελειωτικό στο Σεπτέμβρη που σκοτώσανε με τσ’ άλλους χωριανούς και τον πατέρα μου. Μείναμε πέντε ορφανά με μια χήρα μάνα που πάλευενε για να μεγαλώσομε μέσα στη φτώχια και στην κακομοιριά και μέσα στο χάλασμα του σπιτιού μας…»

ΑΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΟΙ ΧΩΡΙΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ…

Μέσα στο μαύρο του θανάτου και στα αποκαΐδια της καταστροφής, φάνηκε αμέσως το μεγάλο έλλειμμα του αφέντη, που νοικοκύρης του σπιτιού έδινε προστασία και κατευθύνσεις. «Το μαντάτο που μαυρόντυσε το χωριό το μάθαμε γιαμιάς! Μπήκαμε στο χάλασμα και σιγά-σιγά ο παππούς μου και χωριανοί το σκεπάσαμε όπου μπορούσαμε και μείναμε όπως-όπως. Η ζωή ήτανε μαύρη σαν το θάνατο που μας ήβρε! Το χειμώνα αν βρίσκαμε κανένα χόρτο και το καλοκαίρι τίποτα κηπευτικό από το περιβολάκι και κανένα κουνελάκι. Ότι έβγαζενε η γης τρώγαμε, πως αλλιώς να σταθούμε στη μεγάλη μπόρα, μεγάλες δυσκολίες και τις πλια φορές αξεπέραστες…»

Όμως η πατρική συμβουλή και καθοδήγηση στην κακοδαιμονία, φάνηκε αναγκαία όταν πια ο Στέλιος Νικολακάκης έφτασε στα 14 με 15 του χρόνια. Τότε ήταν που ζητούσε τα φώτα του στη ζωή και σαν μεγαλύτερος από τους άλλους τέσσερις χρειάζονταν να παλέψει σαν μεγάλος και ώριμος άντρας, δίπλα στη μάνα για να μεγαλώσουν τα μικρότερα παιδιά.

«Τότες, σ’ αυτή την ηλικία, μου φάνηκενε πόσο αναγκαίος ήτανε ο πατέρας μου στο σπίτι και στη ζωή. Δεν είχα πού να πάω και με τι να ασχοληθώ κι έκανα τον αγρότη. Παντρεύτηκα ύστερα και στα 28 μου χρόνια έφυγα μετανάστης στο Βέλγιο και δούλεψα στσι φάμπρικες που βγάζανε κάρβουνο. Έκατσα δυο χρόνια, μάζεψα μερικά λεφτά και γύρισα στο χωριό…

»Οργίζομαι σήμερο και αγανακτώ με τα όσα ακούω να λένε από τη Χρυσή Αυγή για το Χίτλερ. Μπορούνε αυτοί να μου φέρουνε τον πατέρα μου και τόσους χωριανούς πίσω; Τι να πω με αυτά που λένε! Γατέχω μόνο πως ούλοι μας εκμεταλλεύουνται…»

Όταν πια τελειώνει η περιγραφή της μαρτυρικής ανατροφής του ίδιου και των τεσσάρων άλλων αδελφών του, διακρίνεις να επανέρχεται η ψυχική του γαλήνη. Το να επιστρέφει εβδομήντα χρόνια πίσω και σε χρόνους που τους «έπλασαν» η φωτιά και το ατσάλι, δεν είναι μια ιστοριούλα ή ένα παραμυθάκι! Ο μπάρμπας Στέλιος είναι το παιδί του πολέμου σε ένα μαρτυρικό χωριό, που τα λαμπερά του μάτια άστραψαν και το μυαλό του θόλωσε βλέποντας τη γερμανική βαρβαρότητα… Πίνει το καφεδάκι του και οι εικόνες της φρίκης ξεπετάγονται και γίνονται θηρία!

madeincreta.gr
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ