2013-07-21 21:43:04
Ανάμεσα στα σπίτια που ερειπώνουν και έχουν εγκαταλειφθεί, ξεπροβάλλει κι ένα-δυο που είναι ζωντανό, με ανοιχτές τις πόρτες και τα λουλούδια στην αυλή να ανθίζουν και να ευωδιάζουν. Μένουν ίσα με σαράντα πέντε ψυχές και ανάμεσά τους μετρημένοι νέοι, που δεν θέλησαν να ξεριζωθούν. Οι Βρύσες στον Άη Βασίλη αντέχουν ακόμη και όσοι τις στέριωσαν στην καρδιά τους, ζουν με τις αναμνήσεις και τα γλυκά ακούσματα τις νύχτες και το ξημέρωμα στις γειτονιές, του λαϊκού λυράρη Βασίλη Γρηγοράκη και τη μεγάλη καρδιά του γλεντοκόπου Φίλιππου Παυλάκη Αυτοί οι δυο πρωτίστως, που κάθε μέρα… γύρευε ο ένας τον άλλο, και μερικοί άλλοι χωριανοί δεν άφηναν το χωριό του «Σιδέρωτα» να ησυχάσει μέρα και νύχτα και από εκεί και μετά… συνήθισαν να ανεβαίνουν στις ρούγες, να χτυπούν μεσάνυχτα και ξημέρωμα τα σπίτια και οι νοικοκυραίοι να σηκώνονται αγουροξυπνημένοι αλλά με καλή διάθεση από τα κρεβάτια τους και να ετοιμάζουν στο δίσκο τα ποτήρια με την τσικουδιά. Έτσι γίνονταν στις δεκαετίες του ’70 και ’80 κι αυτές οι μουσικές επισκέψεις έμειναν στην ιστορία!
Τώρα, όσοι απόμειναν αγκομαχούν να κρατήσουν και μπαίνοντας στο καφενείο της Σωτηρίας, νιώθεις τη σκιά και ακούς τη φωνή του Φίλιππου να σε καλεί για μια ρακή, που ύστερα θα γίνουν δυο, τρείς και στο τέλος θα αδειάσει το μπουκάλι και θα ξαναγεμίσει. Αισθάνεσαι και το Ζαχαρογιάννη, μια βιβλική μορφή, με τα «παχιά» μουστάκια και το σαρίκι, μόνο στο τραπεζάκι, να «κατεβάζει» σαν το… νερό το κρασί από την κούπα και το στομάχι του χώνευε τα πάντα, ακόμα και το… ξύδι.
Σε αυτή τη στενάχωρη, πληθυσμιακά, κοινωνία που ρίζωσε ψηλά στο βουνό και τη μπαστάρδεψαν τα τελευταία χρόνια, χάριν του κέρδους οι αεροστρόβιλοι γερμανικής έμπνευσης, οι νέοι μόνιμοι κάτοικοι σπανίζουν και άντε να τους βρεις στην πλατεία. Τα Σαββατοκύριακα κάτι γίνεται μ’ αυτούς που έρχονται «από τη Χώρα» και ίσως περισσότερο καλύτερα, τους μήνες του καλοκαιριού που φτάνουν οι απόδημοι από την Αθήνα και αλλού και κάποιες μέρες γιορτάζουν, όχι όμως όπως παλαιά που κάθε μέρα ήταν και… γιορτή και κάποιον, ας ήταν και από την παρέα τον… γιόρταζαν έξω από το επίσημο εορτολόγιο! Μα φέτος, τα κύματα δε θα φέρουν πολλούς…
ΜΟΝΙΜΑ Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ
Ο Δημήτρης Νικάκης, τόλμησε να μείνει στον τόπο του…
Μόνιμα βρίσκεται στην πλατεία ο Δημήτρης Νικάκης, που ρίσκαρε πριν μια δεκαπενταετία, η επένδυσή του επιδοτήθηκε από το πρόγραμμα του αγροτοτουρισμού και δημιούργησε μια μονάδα ταβέρνας και καφέ, όμως δεν μπορούσε να προβλέψει πως θα έρχονταν και οι ανάποδες μέρες και ο πληθυσμός θα δεινοπαθούσε, όπως πως και το χωριό θα άρχισε να αδειάζει.
Έμεινε, λοιπόν, με τρεις της ηλικίας του, το Μαθιό τον ξάδελφό του και τα αδέλφια Φραγκεδάκη μα η κατάσταση δεν σώζεται!
Τα παιδιά του μακαρίτη του Φίλιππου Παυλάκη έφυγαν στις πόλεις από χρόνια γιατί βρήκαν εκεί καλύτερη τύχη, ο Μιχάλης, ανερχόμενος καλλιτέχνης της λύρας και ο Μανώλης που καθιερώθηκε στον κλάδο των ξενοδοχείων και τα κορίτσια, γυναίκες πλέον δεν έμειναν. Το ίδιο και οι απόγονοι του Βασίλη Γρηγοράκη που και αυτοί μπήκαν στη ζωή της πόλης του Ρεθύμνου, όμως κάποιες μέρες της βδομάδας τους καλεί το χώμα τους και γυρίζουν, έστω και για λίγο!
Ο Μανώλης Παυλάκης που εκείνη τη μέρα βρέθηκε στις Βρύσες και θα έφευγε το απόγευμα για τη δουλειά του, θλίβεται για την εξέλιξη
Είχε πάρει πού είχε πάρει τον κατήφορο, ήλθαν και τα μνημόνια και εγκλώβισαν τους πάντες, ακόμα και τους αποδήμους που θα «κατηφόριζαν» για να πάρουν αναπνοές και να γυρίσουν.
Διαπιστώνει, λοιπόν, ότι «οι χωριανοί αγαπούν τον τόπο τους, αλλά οικονομικοί λόγοι θα τους φράξουν το δρόμο να έλθουν και ειδικά σε εκείνους που άφησαν τα σπίτια τους και οι γονείς τους δε ζουν». Προβλέπει, λοιπόν, ότι «φέτος θα είναι χειρότερα από πέρυσι και θα έλθουν λίγοι γιατί τα έξοδα είναι πολλά».
Ο Δημήτρης Νικάκης που εργάζονταν για έξι χρόνια σερβιτόρος στην πόλη του Ρεθύμνου, στα τέλη της δεκαετίας του ’90, αποφάσισε να πάρει ο ίδιος τις τύχες στα χέρια του: «Το είδα έτσι, το είδα αλλιώς», λέει,«άλλες εποχές τότε και πήρα την απόφαση να μείνω στο χωριό. Μπήκα στο πρόγραμμα του αγροτοτουρισμού και έκανα αυτή την επιχείρηση για να ζήσω. Η απόφαση δεν ήταν δύσκολη γιατί έψαχνα ευκαιρία να γυρίσω, αναζητούσα πώς να σου το πω, το νερό και τις παρέες! Τώρα τι να κάνω τώρα που τα έξοδα του μαγαζιού είναι πολλά, τα έσοδα είναι ελάχιστα και πολλές φορές ανύπαρκτα, και οι υποχρεώσεις τρέχουν και δε βγαίνω;
O κόσμος έχει φύγει και όσοι έμειναν όταν πεθάνουν θα κλείσουν οι πόρτες των σπιτιών τους και θα ανοίγουν τα Σαββατοκύριακα και τα καλοκαίρια. Τι να κάνω και πού να πάω; Θα το δω στην πορεία των καιρών!»
Τώρα έμειναν οι λίγοι και εδώ χρόνο με το χρόνο θα γίνονται και πιο λίγοι; Μήπως, τα επόμενα χρόνια θα σημάνει η επιστροφή και θα δούμε μια νέα εσωτερική μετανάστευση, όπως η παρατεταμένη των φτωχών χρόνων μετά τον πόλεμο, και θα εγκαταλείπονται οι μεγαλουπόλεις; Δύσκολο έως αδύνατο…
madeincreta.gr
Τώρα, όσοι απόμειναν αγκομαχούν να κρατήσουν και μπαίνοντας στο καφενείο της Σωτηρίας, νιώθεις τη σκιά και ακούς τη φωνή του Φίλιππου να σε καλεί για μια ρακή, που ύστερα θα γίνουν δυο, τρείς και στο τέλος θα αδειάσει το μπουκάλι και θα ξαναγεμίσει. Αισθάνεσαι και το Ζαχαρογιάννη, μια βιβλική μορφή, με τα «παχιά» μουστάκια και το σαρίκι, μόνο στο τραπεζάκι, να «κατεβάζει» σαν το… νερό το κρασί από την κούπα και το στομάχι του χώνευε τα πάντα, ακόμα και το… ξύδι.
Σε αυτή τη στενάχωρη, πληθυσμιακά, κοινωνία που ρίζωσε ψηλά στο βουνό και τη μπαστάρδεψαν τα τελευταία χρόνια, χάριν του κέρδους οι αεροστρόβιλοι γερμανικής έμπνευσης, οι νέοι μόνιμοι κάτοικοι σπανίζουν και άντε να τους βρεις στην πλατεία. Τα Σαββατοκύριακα κάτι γίνεται μ’ αυτούς που έρχονται «από τη Χώρα» και ίσως περισσότερο καλύτερα, τους μήνες του καλοκαιριού που φτάνουν οι απόδημοι από την Αθήνα και αλλού και κάποιες μέρες γιορτάζουν, όχι όμως όπως παλαιά που κάθε μέρα ήταν και… γιορτή και κάποιον, ας ήταν και από την παρέα τον… γιόρταζαν έξω από το επίσημο εορτολόγιο! Μα φέτος, τα κύματα δε θα φέρουν πολλούς…
ΜΟΝΙΜΑ Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ
Ο Δημήτρης Νικάκης, τόλμησε να μείνει στον τόπο του…
Μόνιμα βρίσκεται στην πλατεία ο Δημήτρης Νικάκης, που ρίσκαρε πριν μια δεκαπενταετία, η επένδυσή του επιδοτήθηκε από το πρόγραμμα του αγροτοτουρισμού και δημιούργησε μια μονάδα ταβέρνας και καφέ, όμως δεν μπορούσε να προβλέψει πως θα έρχονταν και οι ανάποδες μέρες και ο πληθυσμός θα δεινοπαθούσε, όπως πως και το χωριό θα άρχισε να αδειάζει.
Έμεινε, λοιπόν, με τρεις της ηλικίας του, το Μαθιό τον ξάδελφό του και τα αδέλφια Φραγκεδάκη μα η κατάσταση δεν σώζεται!
Τα παιδιά του μακαρίτη του Φίλιππου Παυλάκη έφυγαν στις πόλεις από χρόνια γιατί βρήκαν εκεί καλύτερη τύχη, ο Μιχάλης, ανερχόμενος καλλιτέχνης της λύρας και ο Μανώλης που καθιερώθηκε στον κλάδο των ξενοδοχείων και τα κορίτσια, γυναίκες πλέον δεν έμειναν. Το ίδιο και οι απόγονοι του Βασίλη Γρηγοράκη που και αυτοί μπήκαν στη ζωή της πόλης του Ρεθύμνου, όμως κάποιες μέρες της βδομάδας τους καλεί το χώμα τους και γυρίζουν, έστω και για λίγο!
Ο Μανώλης Παυλάκης που εκείνη τη μέρα βρέθηκε στις Βρύσες και θα έφευγε το απόγευμα για τη δουλειά του, θλίβεται για την εξέλιξη
Είχε πάρει πού είχε πάρει τον κατήφορο, ήλθαν και τα μνημόνια και εγκλώβισαν τους πάντες, ακόμα και τους αποδήμους που θα «κατηφόριζαν» για να πάρουν αναπνοές και να γυρίσουν.
Διαπιστώνει, λοιπόν, ότι «οι χωριανοί αγαπούν τον τόπο τους, αλλά οικονομικοί λόγοι θα τους φράξουν το δρόμο να έλθουν και ειδικά σε εκείνους που άφησαν τα σπίτια τους και οι γονείς τους δε ζουν». Προβλέπει, λοιπόν, ότι «φέτος θα είναι χειρότερα από πέρυσι και θα έλθουν λίγοι γιατί τα έξοδα είναι πολλά».
Ο Δημήτρης Νικάκης που εργάζονταν για έξι χρόνια σερβιτόρος στην πόλη του Ρεθύμνου, στα τέλη της δεκαετίας του ’90, αποφάσισε να πάρει ο ίδιος τις τύχες στα χέρια του: «Το είδα έτσι, το είδα αλλιώς», λέει,«άλλες εποχές τότε και πήρα την απόφαση να μείνω στο χωριό. Μπήκα στο πρόγραμμα του αγροτοτουρισμού και έκανα αυτή την επιχείρηση για να ζήσω. Η απόφαση δεν ήταν δύσκολη γιατί έψαχνα ευκαιρία να γυρίσω, αναζητούσα πώς να σου το πω, το νερό και τις παρέες! Τώρα τι να κάνω τώρα που τα έξοδα του μαγαζιού είναι πολλά, τα έσοδα είναι ελάχιστα και πολλές φορές ανύπαρκτα, και οι υποχρεώσεις τρέχουν και δε βγαίνω;
O κόσμος έχει φύγει και όσοι έμειναν όταν πεθάνουν θα κλείσουν οι πόρτες των σπιτιών τους και θα ανοίγουν τα Σαββατοκύριακα και τα καλοκαίρια. Τι να κάνω και πού να πάω; Θα το δω στην πορεία των καιρών!»
Τώρα έμειναν οι λίγοι και εδώ χρόνο με το χρόνο θα γίνονται και πιο λίγοι; Μήπως, τα επόμενα χρόνια θα σημάνει η επιστροφή και θα δούμε μια νέα εσωτερική μετανάστευση, όπως η παρατεταμένη των φτωχών χρόνων μετά τον πόλεμο, και θα εγκαταλείπονται οι μεγαλουπόλεις; Δύσκολο έως αδύνατο…
madeincreta.gr
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ειρήνη Παρίση: H καυτή τραγουδίστρια δροσίζεται στη Ζάκυνθο
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΓΙΑΝΝΙΩΤΗΣ : ΧΑΡΟΥΜΕΝΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ