2013-07-22 12:59:04
του Μανόλη Παντινάκη
Η ζωή της είναι «μια ολόκληρη εφημερίδα» από τότε που γεννήθηκε! Και της είπαν ότι «ήτανε Χριστόγεννα του ‘31 γιατί με πήγανε και με βαφτίσανε στα Καλύβια».
Στη μικρή κοινωνία των Ακτούντων, του ολιγάριθμου οικισμού προχωρώντας προς τα νότια που ανέβηκε στο λόφο και τη συγκροτούν ίσαμε πενήντα νοματαίοι, οι πιο πολλοί απόμαχοι της δουλειάς, ανέβηκε τα σκαλιά της ηλικίας της η Μαρία Μουρνιανάκη-Φωτάκη. Σήμερα, λοιπόν, στα 82 της χρόνια δεν τη …βάζει ο τόπος την αεικίνητη!
«Η γενιά η δική μου έχει χρόνια κι εγώ τρώγω απ’ ούλα αλλά λίγο κάθε φορά…»
Όταν, λοιπόν, αυτή την κινητικότητα δεν την απορροφήσει ένα μικρό ή μεγάλο γεγονός του χωριού της, ευχάριστο ή δυσάρεστο, τη «ρουφάει» το βουνό ή το χωράφι που ξεχύνεται γεμάτη ενέργεια για να πάρει τα καλά της γης, βοτάνια ή αγριόχορτα.
Αυτά τα φάρμακα που γεννά η φύση, η σβέλτη και δυναμική γερόντισσα μάνα και γιαγιά των δυο παιδιών, των εννέα εγγονιών και των έντεκα δισέγγονων έως τώρα, θα τα προωθήσει στα σπίτια τους και κάποια θα κρατήσει ακόμη και για τα παζάρια που θα φτάσει «Είμαι ο πασάς των εγγονιών μου», θα πει με τη ζωντανή φωνή της. Ασθενοφόρο δε γνωρίζει και τις λίγες φορές που το είδαν τα μάτια της ήταν, ευτυχώς, για εκείνη αχρείαστο!
Το είδε και την ξεσήκωσε εκείνο το πρωινό στη γειτονιά της Παναγίας του χωριού της, όταν έφτασε για να παραλάβει μια ηλικιωμένη μουρνιανάκη ηλικιωμένη ακτούντα λουλούδια κήπος αυλή συγχωριανή της, όμως εκείνη, αγύριστο κεφάλι, παρά τις παρακλήσεις των κατοίκων που είχαν μαζευτεί, αρνούνταν επίμονα και στο τέλος για να γλιτώσει από το ιατρικό πλήρωμα που προσπαθούσε να τη μεταπείσει, υπέγραψε και πήρε η ίδια τις ευθύνες για την εξέλιξη της υγείας της.
«Άστηνε, ίντα θα κάμομε αφού δε θέλει! Να πάει στο νοσοκομείο, να τη δούνε οι γιατροί, να τσι πούνε ίντα θα κάνει και να γιαείρει», έλεγε σε υψηλούς τόνους στο «πηγαδάκι» των συγχωριανών της όταν γύρισε από τις… διαπραγματεύσεις με την ηλικιωμένη ασθενή. Είδε και η ίδια πως «τα παρακάλια» έβρισκαν (δυστυχώς) τοίχο και εγκατέλειψε όπως και όλοι!
Και σαν έφτασε στο σπίτι της, εκεί κοντά, ξεμπέρδεψε την κλειδαριά της πόρτας που ήταν σε ένα κομμάτι σχοινάκι, λες και το σχοινάκι θα έσωζε την κατάσταση! «Να εγώ τη δένω κιόλας», παρατηρεί γιατί πιστεύει με τον μουρνιανάκη ηλικιωμένη ακτούντα λουλούδια κήπος αυλή τρόπο αυτό θα αποτρέψει τη δράση των κακοποιών που έτσι κι αλλιώς εκεί δε φτάνουν, γιατί δεν έχει… ψωμί!
Η αυλή της, που κάποτε ήταν το καφενείο τους και παράλληλα και μικρομπακάλικο, ευωδιάζει από τα αρώματα και τα χρώματα των λουλουδιών που τα περιποιείται σαν παιδιά της καθημερινά και τα ξεδιψάζει «μέρα παρά μέρα». Όποιος και να περάσει από το δρόμο, θα δει τις γλάστρες με τα άνθη και θα σταματήσει για να τα θαυμάσει…
«ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΦΙΛΙΟΤΣΑ ΛΕΒΕΝΤΙΣΣΑ…»
Μικροκαμωμένη και ολιγαρκής «από πάντα τση» είναι της γενιάς «που ο θεός τσ’ έχει γράψει τα χρόνια», θρέφεται με τα αυθεντικά αγαθά της μάνας γης, «δεν έκανε ιδιαίτερα ποτέ τση», κατανάλωνε μικρές ποσότητες αλλά σε συχνά διαστήματα και με τις διατροφικές της τακτικές και την καθημερινή άσκηση καταφέρνει να μη συσσωρεύει πάχος στον οργανισμό της γιατί «το πάχος κάνει κακό πολλώ’ λογιώ’».
Μπορεί ο πρίνος που… σκεπάζει την εκκλησία της Παναγίας στα Ακτούντα να είναι και μισής χιλιετίας…
Η μέρα της δεν ήταν ποτέ στάσιμη σαν «και του ρολογιού τσι δείχτες». Όλες οι εποχές τη… γνωρίζουν στην εξοχή που θα κινήσει για να μαζέψει «αγριόχορτα και αβρονιές», μανουσάκια για να φέρει το άρωμά τους στο σπίτι της, στα σπίτια των παιδιών της και εάν υπάρχει επάρκεια και σε σπίτια άλλων που θα τα ζητήσουν στην περιοχή ή και σε παζάρια.
Θα φέρει και τα άγρια μανιτάρια, το φλισκούνι, κλαδιά φασκομηλιάς, ρίγανη και άλλα βοτάνια και θα τα πάει ως ακούραστη πεζοπόρος μπορεί κάνοντας και απόσταση τεσσάρων και πέντε χιλιομέτρων. Ίσως αυτή η καθημερινή πεζοπορία να της δίδει χρόνια και σβελτάδα… αθλήτριας!
«Μικρό- μικρό με βάφτισενε στα Καλύβια, στην Παναγία την Καλυβιανή, ο Γιάννης Κεχαγιαδάκης από τ’ Ακούμια που γίνηκενε ύστερα παπάς στην Αθήνα», θα πει και θα θυμηθεί τη φράση του όταν πήγαινε μουρνιανάκη ηλικιωμένη ακτούντα λουλούδια κήπος αυλή και τον συναντούσε στην πρωτεύουσα: «Μου ‘ λεγενε, δε γατέχω αν ζει ακόμη, μόλις με θώριενε: Γειά σου φιλιότσα λεβέντισσα και εγώ καταλαβαίνεις πώς ένιωθα!»
Φεύγοντας, μέσα από τη λουλουδιασμένη της αυλή θα σηκώσει το βασανισμένο της χέρι και θα χαιρετήσει με το χαμόγελο της αγνής και παραδοσιακής Κρητικιάς: «Στο καλό και καλό δρόμο στη στράτα σας…». Και όταν πια τη ρωτήσεις για τις δυσκολίες στη ζωή της, θα σου απαντήσει συμπυκνώνοντάς τις σε μια φράση: «Μην τα ρωτάς, είναι ολόκληρη εφημερίδα μόνο καλή ψυχή και καλά ύστερα…»
madeincreta.gr
Η ζωή της είναι «μια ολόκληρη εφημερίδα» από τότε που γεννήθηκε! Και της είπαν ότι «ήτανε Χριστόγεννα του ‘31 γιατί με πήγανε και με βαφτίσανε στα Καλύβια».
Στη μικρή κοινωνία των Ακτούντων, του ολιγάριθμου οικισμού προχωρώντας προς τα νότια που ανέβηκε στο λόφο και τη συγκροτούν ίσαμε πενήντα νοματαίοι, οι πιο πολλοί απόμαχοι της δουλειάς, ανέβηκε τα σκαλιά της ηλικίας της η Μαρία Μουρνιανάκη-Φωτάκη. Σήμερα, λοιπόν, στα 82 της χρόνια δεν τη …βάζει ο τόπος την αεικίνητη!
«Η γενιά η δική μου έχει χρόνια κι εγώ τρώγω απ’ ούλα αλλά λίγο κάθε φορά…»
Όταν, λοιπόν, αυτή την κινητικότητα δεν την απορροφήσει ένα μικρό ή μεγάλο γεγονός του χωριού της, ευχάριστο ή δυσάρεστο, τη «ρουφάει» το βουνό ή το χωράφι που ξεχύνεται γεμάτη ενέργεια για να πάρει τα καλά της γης, βοτάνια ή αγριόχορτα.
Αυτά τα φάρμακα που γεννά η φύση, η σβέλτη και δυναμική γερόντισσα μάνα και γιαγιά των δυο παιδιών, των εννέα εγγονιών και των έντεκα δισέγγονων έως τώρα, θα τα προωθήσει στα σπίτια τους και κάποια θα κρατήσει ακόμη και για τα παζάρια που θα φτάσει «Είμαι ο πασάς των εγγονιών μου», θα πει με τη ζωντανή φωνή της. Ασθενοφόρο δε γνωρίζει και τις λίγες φορές που το είδαν τα μάτια της ήταν, ευτυχώς, για εκείνη αχρείαστο!
Το είδε και την ξεσήκωσε εκείνο το πρωινό στη γειτονιά της Παναγίας του χωριού της, όταν έφτασε για να παραλάβει μια ηλικιωμένη μουρνιανάκη ηλικιωμένη ακτούντα λουλούδια κήπος αυλή συγχωριανή της, όμως εκείνη, αγύριστο κεφάλι, παρά τις παρακλήσεις των κατοίκων που είχαν μαζευτεί, αρνούνταν επίμονα και στο τέλος για να γλιτώσει από το ιατρικό πλήρωμα που προσπαθούσε να τη μεταπείσει, υπέγραψε και πήρε η ίδια τις ευθύνες για την εξέλιξη της υγείας της.
«Άστηνε, ίντα θα κάμομε αφού δε θέλει! Να πάει στο νοσοκομείο, να τη δούνε οι γιατροί, να τσι πούνε ίντα θα κάνει και να γιαείρει», έλεγε σε υψηλούς τόνους στο «πηγαδάκι» των συγχωριανών της όταν γύρισε από τις… διαπραγματεύσεις με την ηλικιωμένη ασθενή. Είδε και η ίδια πως «τα παρακάλια» έβρισκαν (δυστυχώς) τοίχο και εγκατέλειψε όπως και όλοι!
Και σαν έφτασε στο σπίτι της, εκεί κοντά, ξεμπέρδεψε την κλειδαριά της πόρτας που ήταν σε ένα κομμάτι σχοινάκι, λες και το σχοινάκι θα έσωζε την κατάσταση! «Να εγώ τη δένω κιόλας», παρατηρεί γιατί πιστεύει με τον μουρνιανάκη ηλικιωμένη ακτούντα λουλούδια κήπος αυλή τρόπο αυτό θα αποτρέψει τη δράση των κακοποιών που έτσι κι αλλιώς εκεί δε φτάνουν, γιατί δεν έχει… ψωμί!
Η αυλή της, που κάποτε ήταν το καφενείο τους και παράλληλα και μικρομπακάλικο, ευωδιάζει από τα αρώματα και τα χρώματα των λουλουδιών που τα περιποιείται σαν παιδιά της καθημερινά και τα ξεδιψάζει «μέρα παρά μέρα». Όποιος και να περάσει από το δρόμο, θα δει τις γλάστρες με τα άνθη και θα σταματήσει για να τα θαυμάσει…
«ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΦΙΛΙΟΤΣΑ ΛΕΒΕΝΤΙΣΣΑ…»
Μικροκαμωμένη και ολιγαρκής «από πάντα τση» είναι της γενιάς «που ο θεός τσ’ έχει γράψει τα χρόνια», θρέφεται με τα αυθεντικά αγαθά της μάνας γης, «δεν έκανε ιδιαίτερα ποτέ τση», κατανάλωνε μικρές ποσότητες αλλά σε συχνά διαστήματα και με τις διατροφικές της τακτικές και την καθημερινή άσκηση καταφέρνει να μη συσσωρεύει πάχος στον οργανισμό της γιατί «το πάχος κάνει κακό πολλώ’ λογιώ’».
Μπορεί ο πρίνος που… σκεπάζει την εκκλησία της Παναγίας στα Ακτούντα να είναι και μισής χιλιετίας…
Η μέρα της δεν ήταν ποτέ στάσιμη σαν «και του ρολογιού τσι δείχτες». Όλες οι εποχές τη… γνωρίζουν στην εξοχή που θα κινήσει για να μαζέψει «αγριόχορτα και αβρονιές», μανουσάκια για να φέρει το άρωμά τους στο σπίτι της, στα σπίτια των παιδιών της και εάν υπάρχει επάρκεια και σε σπίτια άλλων που θα τα ζητήσουν στην περιοχή ή και σε παζάρια.
Θα φέρει και τα άγρια μανιτάρια, το φλισκούνι, κλαδιά φασκομηλιάς, ρίγανη και άλλα βοτάνια και θα τα πάει ως ακούραστη πεζοπόρος μπορεί κάνοντας και απόσταση τεσσάρων και πέντε χιλιομέτρων. Ίσως αυτή η καθημερινή πεζοπορία να της δίδει χρόνια και σβελτάδα… αθλήτριας!
«Μικρό- μικρό με βάφτισενε στα Καλύβια, στην Παναγία την Καλυβιανή, ο Γιάννης Κεχαγιαδάκης από τ’ Ακούμια που γίνηκενε ύστερα παπάς στην Αθήνα», θα πει και θα θυμηθεί τη φράση του όταν πήγαινε μουρνιανάκη ηλικιωμένη ακτούντα λουλούδια κήπος αυλή και τον συναντούσε στην πρωτεύουσα: «Μου ‘ λεγενε, δε γατέχω αν ζει ακόμη, μόλις με θώριενε: Γειά σου φιλιότσα λεβέντισσα και εγώ καταλαβαίνεις πώς ένιωθα!»
Φεύγοντας, μέσα από τη λουλουδιασμένη της αυλή θα σηκώσει το βασανισμένο της χέρι και θα χαιρετήσει με το χαμόγελο της αγνής και παραδοσιακής Κρητικιάς: «Στο καλό και καλό δρόμο στη στράτα σας…». Και όταν πια τη ρωτήσεις για τις δυσκολίες στη ζωή της, θα σου απαντήσει συμπυκνώνοντάς τις σε μια φράση: «Μην τα ρωτάς, είναι ολόκληρη εφημερίδα μόνο καλή ψυχή και καλά ύστερα…»
madeincreta.gr
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Διαζύγιο βόμβα για τον Ολυμπιονίκη και την Playmate
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ