2013-07-22 17:29:17
Των Σταθη Ν. Καλυβα και Νικου Μαραντζιδη*
Η επιλογή του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Βαγγέλη Διαμαντόπουλου να μας θυμίσει τον Αρη Βελουχιώτη και τη φράση του «καλή αντάμωση στα γουναράδικα», επιβεβαιώνει πανηγυρικά τη βαθύτερη εμπέδωση μιας πολιτικής πρακτικής που βασίζεται στην καταχρηστική ιδιοποίηση της ιστορίας της Κατοχής και του Εμφυλίου για προπαγανδιστικούς σκοπούς.
Η αναφορά στα ιστορικά γεγονότα της δεκαετίας του ’40 γίνεται με τρόπο που αντί να τονίζει την τραγική διάσταση μιας μεγάλης ανθρώπινης και εθνικής καταστροφής έτσι ώστε να μην επαναληφθεί, αντίθετα, απλοποιεί και παραποιεί μια σύνθετη πραγματικότητα, μετατρέποντάς την σε μισαλλόδοξη και φανατική πολιτική συνθηματολογία και προπαγάνδα που επιχειρεί να εκμαιεύσει μιαν εύκολη συναισθηματική αντίδραση από ένα κοινό που έχει εθιστεί στο να τρέφεται από ιστορικούς μύθους και να αναζητά αποδιοπομπαίους τράγους.
Η πρακτική αυτή, που χρησιμοποίησαν στο παρελθόν τόσο η χούντα όσο και ο Αυριανισμός της δεκαετίας του ’80, επανήλθε στο προσκήνιο με τα γεγονότα του Δεκεμβρίου 2008, όταν το σύνθημα «Βάρκιζα Τέλος» έκανε την εμφάνισή του σε κάμποσους τοίχους. Πάνω στη βάση αυτή, βρήκε πάτημα και αναπτύχθηκε η απλουστευτική αντιμνημονιακή ρητορική των τριών τελευταίων ετών. Από το 2010 και μετά, έχουμε γίνει μάρτυρες μιας συστηματικής κατάχρησης και διαστροφής όρων που προέρχονται από τη δεκαετία του ’40 προκειμένου να περιγραφούν άσχετες με την περίοδο αυτή καταστάσεις. Αρκεί να διαπιστώσει κανείς την ευρύτατη διάδοση φρασεολογίας τύπου «κυβέρνηση δωσιλόγων», «Κουίσλιγκ», «Τσολάκογλου» κ.λπ., για να διαπιστώσει την αλήθεια του ισχυρισμού αυτού. Σε ένα ίσως λίγοτερο χυδαίο, αλλά εντελώς εφάμιλλο επίπεδο, την ίδια πρακτική έχει ακολουθήσει ο Αλέξης Τσίπρας με τις συνεχείς αναφορές του στο ΕΑΜ ή στη Βάρκιζα, επενδύοντας σε έναν παραπλανητικό και ψευδεπίγραφο αλλά δυνητικά κερδοφόρο ρεβανσισμό. Οι αναφορές στον Εμφύλιο υιοθετήθηκαν ασμένως και από τη Χρυσή Αυγή που υπερθεματίζει σε χυδαιότητα και ακρότητα.
Πώς όμως φθάσαμε στο σημείο αυτό; Η βαθιά ρίζα του προβλήματος πρέπει να αναζητηθεί στον τρόπο με τον οποίο το εκπαιδευτικό μας σύστημα προσεγγίζει «ευαίσθητα» ιστορικά θέματα, φοβούμενο να τα αγγίξει με τόλμη και σύνεση, καλλιεργώντας με τον τρόπο αυτό την ιστορική άγνοια και την έλλειψη κριτικού πνεύματος. Ειδικότερα για τη δεκαετία του ’40, στο πανεπιστημιακό και ερευνητικό επίπεδο, μια καθόλου αμελητέα μερίδα της κοινότητας των εξειδικευμένων ιστορικών χειρίστηκε την ιστορία της περιόδου αυτής ανώριμα και επιπόλαια, προκρίνοντας μιαν έντονα ιδεολογική ανάγνωση και καταγγέλλοντας συστηματικά κάθε νηφάλια επιστημονική προσέγγιση ως απόπειρα αποϊδεολογικοποίησης και αναθεώρησης της Ιστορίας, συχνά μάλιστα με απροκάλυπτα χυδαίο τρόπο. Σε ένα τρίτο επίπεδο, στρατευμένοι ή ιστορικά ημιμαθείς δημοσιογράφοι, στην προσπάθειά τους να εκλαϊκεύσουν την Ιστορία που δεν διδάσκεται στα σχολεία, διέδωσαν μια εύπεπτη εκδοχή της με τον κλασικό αλλά άστοχο διαχωρισμό σε ήρωες και προδότες, καλούς και κακούς, γερμανοτσολιάδες και κομμουνιστοσυμμορίτες. Τέλος, σε ένα τέταρτο επίπεδο, αρκετοί πολιτικοί χρησιμοποίησαν αντίστοιχες εκδοχές γιατί, απλούστατα, ο συναισθηματισμός που προκαλούν οι μύθοι επιτρέπει τη συγκάλυψη των πραγματικών προβλημάτων, ως άλλοθι για την αποφυγή επεξεργασίας σοβαρών προτάσεων για το μέλλον της χώρας. Πρόκειται για την κλασική συνταγή του λαϊκισμού.
Ως το ξέσπασμα της κρίσης, οι πρακτικές αυτές μπορούσαν να αντιμετωπιστούν ως γραφικές και μάλλον ανώδυνες, ενώ η επιρροή τους παρέμενε περιθωριακή. Η σοβαρή ενασχόληση με την Ιστορία ήταν ένα χόμπι πολυτελείας, ενώ η ευμάρεια επέτρεπε το ξεπέρασμα των τραυμάτων του παρελθόντος δίχως την ανάγκη μιας πραγματικής ιστορικής αυτογνωσίας. Η κρίση όμως, γκρεμίζοντας τη βεβαιότητα πως η Ελλάδα είχε ξεφύγει οριστικά από τις αντιδημοκρατικές και βίαιες παθολογίες του παρελθόντος, επέτρεψε την κατασκευή πρωτόγονων συνθημάτων ποδοσφαιρικού τύπου («ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-Μελιγαλάς» ή «Στο Βίτσι και τον Γράμμο σας χώσαμε στην άμμο»), που βρίσκουν έδαφος σε σημαντικό κομμάτι μιας αποπροσανατολισμένης κοινής γνώμης. Από τη στιγμή μάλιστα που κάποιες πολιτικές ηγεσίες υιοθετούν αυτήν την πρόσληψη της Ιστορίας και μάλιστα την εισάγουν στον κοινοβουλευτικό διάλογο, τη νομιμοποιούν ακόμη περισσότερο και συμβάλλουν στη μεγαλύτερη διάδοσή της.
Καθώς οι γενιές που έζησαν τον εμφύλιο πόλεμο αποχωρούν σιγά σιγά από το προσκήνιο και οι επερχόμενες γενιές, μην έχοντας εκπαιδευθεί στην κριτική ανάγνωση της πρόσφατης ιστορίας μας, διαθέτουν μια περιορισμένη και συχνά διαστρεβλωμένη γνώση της τραγικής διάστασης του αιματηρού αυτού διχασμού, ελλοχεύει ένας μεγάλος κίνδυνος. Δεν υπονοούμε βέβαια την επανάληψη του Εμφυλίου, πράγμα δίχως καμία βάση, αλλά αναφερόμαστε στην καλλιέργεια της πόλωσης, την ενίσχυση της μισαλλοδοξίας και την προετοιμασία του εδάφους για εκδηλώσεις βίας από τους λίγους εκείνους ανισόρροπους και φανατικούς αφελείς που εμπνέονται από τέτοιους μύθους.
Εντέλει, η ικανότητα μιας κοινωνίας να προσεγγίζει κριτικά και νηφάλια το παρελθόν της είναι δείκτης της ποιότητας της παιδείας και του επιπέδου ανάπτυξής της, καθώς και εγγύηση για το δημοκρατικό της μέλλον.
* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Γέιλ. Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα και στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας.
Καθημερινή
InfoGnomon
Η επιλογή του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Βαγγέλη Διαμαντόπουλου να μας θυμίσει τον Αρη Βελουχιώτη και τη φράση του «καλή αντάμωση στα γουναράδικα», επιβεβαιώνει πανηγυρικά τη βαθύτερη εμπέδωση μιας πολιτικής πρακτικής που βασίζεται στην καταχρηστική ιδιοποίηση της ιστορίας της Κατοχής και του Εμφυλίου για προπαγανδιστικούς σκοπούς.
Η αναφορά στα ιστορικά γεγονότα της δεκαετίας του ’40 γίνεται με τρόπο που αντί να τονίζει την τραγική διάσταση μιας μεγάλης ανθρώπινης και εθνικής καταστροφής έτσι ώστε να μην επαναληφθεί, αντίθετα, απλοποιεί και παραποιεί μια σύνθετη πραγματικότητα, μετατρέποντάς την σε μισαλλόδοξη και φανατική πολιτική συνθηματολογία και προπαγάνδα που επιχειρεί να εκμαιεύσει μιαν εύκολη συναισθηματική αντίδραση από ένα κοινό που έχει εθιστεί στο να τρέφεται από ιστορικούς μύθους και να αναζητά αποδιοπομπαίους τράγους.
Η πρακτική αυτή, που χρησιμοποίησαν στο παρελθόν τόσο η χούντα όσο και ο Αυριανισμός της δεκαετίας του ’80, επανήλθε στο προσκήνιο με τα γεγονότα του Δεκεμβρίου 2008, όταν το σύνθημα «Βάρκιζα Τέλος» έκανε την εμφάνισή του σε κάμποσους τοίχους. Πάνω στη βάση αυτή, βρήκε πάτημα και αναπτύχθηκε η απλουστευτική αντιμνημονιακή ρητορική των τριών τελευταίων ετών. Από το 2010 και μετά, έχουμε γίνει μάρτυρες μιας συστηματικής κατάχρησης και διαστροφής όρων που προέρχονται από τη δεκαετία του ’40 προκειμένου να περιγραφούν άσχετες με την περίοδο αυτή καταστάσεις. Αρκεί να διαπιστώσει κανείς την ευρύτατη διάδοση φρασεολογίας τύπου «κυβέρνηση δωσιλόγων», «Κουίσλιγκ», «Τσολάκογλου» κ.λπ., για να διαπιστώσει την αλήθεια του ισχυρισμού αυτού. Σε ένα ίσως λίγοτερο χυδαίο, αλλά εντελώς εφάμιλλο επίπεδο, την ίδια πρακτική έχει ακολουθήσει ο Αλέξης Τσίπρας με τις συνεχείς αναφορές του στο ΕΑΜ ή στη Βάρκιζα, επενδύοντας σε έναν παραπλανητικό και ψευδεπίγραφο αλλά δυνητικά κερδοφόρο ρεβανσισμό. Οι αναφορές στον Εμφύλιο υιοθετήθηκαν ασμένως και από τη Χρυσή Αυγή που υπερθεματίζει σε χυδαιότητα και ακρότητα.
Πώς όμως φθάσαμε στο σημείο αυτό; Η βαθιά ρίζα του προβλήματος πρέπει να αναζητηθεί στον τρόπο με τον οποίο το εκπαιδευτικό μας σύστημα προσεγγίζει «ευαίσθητα» ιστορικά θέματα, φοβούμενο να τα αγγίξει με τόλμη και σύνεση, καλλιεργώντας με τον τρόπο αυτό την ιστορική άγνοια και την έλλειψη κριτικού πνεύματος. Ειδικότερα για τη δεκαετία του ’40, στο πανεπιστημιακό και ερευνητικό επίπεδο, μια καθόλου αμελητέα μερίδα της κοινότητας των εξειδικευμένων ιστορικών χειρίστηκε την ιστορία της περιόδου αυτής ανώριμα και επιπόλαια, προκρίνοντας μιαν έντονα ιδεολογική ανάγνωση και καταγγέλλοντας συστηματικά κάθε νηφάλια επιστημονική προσέγγιση ως απόπειρα αποϊδεολογικοποίησης και αναθεώρησης της Ιστορίας, συχνά μάλιστα με απροκάλυπτα χυδαίο τρόπο. Σε ένα τρίτο επίπεδο, στρατευμένοι ή ιστορικά ημιμαθείς δημοσιογράφοι, στην προσπάθειά τους να εκλαϊκεύσουν την Ιστορία που δεν διδάσκεται στα σχολεία, διέδωσαν μια εύπεπτη εκδοχή της με τον κλασικό αλλά άστοχο διαχωρισμό σε ήρωες και προδότες, καλούς και κακούς, γερμανοτσολιάδες και κομμουνιστοσυμμορίτες. Τέλος, σε ένα τέταρτο επίπεδο, αρκετοί πολιτικοί χρησιμοποίησαν αντίστοιχες εκδοχές γιατί, απλούστατα, ο συναισθηματισμός που προκαλούν οι μύθοι επιτρέπει τη συγκάλυψη των πραγματικών προβλημάτων, ως άλλοθι για την αποφυγή επεξεργασίας σοβαρών προτάσεων για το μέλλον της χώρας. Πρόκειται για την κλασική συνταγή του λαϊκισμού.
Ως το ξέσπασμα της κρίσης, οι πρακτικές αυτές μπορούσαν να αντιμετωπιστούν ως γραφικές και μάλλον ανώδυνες, ενώ η επιρροή τους παρέμενε περιθωριακή. Η σοβαρή ενασχόληση με την Ιστορία ήταν ένα χόμπι πολυτελείας, ενώ η ευμάρεια επέτρεπε το ξεπέρασμα των τραυμάτων του παρελθόντος δίχως την ανάγκη μιας πραγματικής ιστορικής αυτογνωσίας. Η κρίση όμως, γκρεμίζοντας τη βεβαιότητα πως η Ελλάδα είχε ξεφύγει οριστικά από τις αντιδημοκρατικές και βίαιες παθολογίες του παρελθόντος, επέτρεψε την κατασκευή πρωτόγονων συνθημάτων ποδοσφαιρικού τύπου («ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-Μελιγαλάς» ή «Στο Βίτσι και τον Γράμμο σας χώσαμε στην άμμο»), που βρίσκουν έδαφος σε σημαντικό κομμάτι μιας αποπροσανατολισμένης κοινής γνώμης. Από τη στιγμή μάλιστα που κάποιες πολιτικές ηγεσίες υιοθετούν αυτήν την πρόσληψη της Ιστορίας και μάλιστα την εισάγουν στον κοινοβουλευτικό διάλογο, τη νομιμοποιούν ακόμη περισσότερο και συμβάλλουν στη μεγαλύτερη διάδοσή της.
Καθώς οι γενιές που έζησαν τον εμφύλιο πόλεμο αποχωρούν σιγά σιγά από το προσκήνιο και οι επερχόμενες γενιές, μην έχοντας εκπαιδευθεί στην κριτική ανάγνωση της πρόσφατης ιστορίας μας, διαθέτουν μια περιορισμένη και συχνά διαστρεβλωμένη γνώση της τραγικής διάστασης του αιματηρού αυτού διχασμού, ελλοχεύει ένας μεγάλος κίνδυνος. Δεν υπονοούμε βέβαια την επανάληψη του Εμφυλίου, πράγμα δίχως καμία βάση, αλλά αναφερόμαστε στην καλλιέργεια της πόλωσης, την ενίσχυση της μισαλλοδοξίας και την προετοιμασία του εδάφους για εκδηλώσεις βίας από τους λίγους εκείνους ανισόρροπους και φανατικούς αφελείς που εμπνέονται από τέτοιους μύθους.
Εντέλει, η ικανότητα μιας κοινωνίας να προσεγγίζει κριτικά και νηφάλια το παρελθόν της είναι δείκτης της ποιότητας της παιδείας και του επιπέδου ανάπτυξής της, καθώς και εγγύηση για το δημοκρατικό της μέλλον.
* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Γέιλ. Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα και στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας.
Καθημερινή
InfoGnomon
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Oι μεταθέσεις των αστυνομικών στην Α.Δ. Ηλείας
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ