2013-07-28 17:07:40
Richard Lambert*
Το ΑΕΠ παρουσιάζεται ως βασικό βαρόμετρο για την οικονομική πορεία μίας χώρας. Είναι όμως; Πόσο θα άλλαζε η συζήτηση περί ανάπτυξης εάν συνυπολογίζαμε τα έσοδα των νοικοκυριών.
Πέρα από τις ειδήσεις για το βασιλικό βρέφος, ήδη γνωρίζουμε τι θα περιλαμβάνουν τα πρωτοσέλιδα του βρετανικού Τύπου την Παρασκευή. Η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Βρετανίας ανακοινώνει την Πέμπτη την αρχική εκτίμηση για την ανάπτυξη του ΑΕΠ της χώρας κατά το δεύτερο τρίμηνο του έτους. Αυτό το μέγεθος θα παρουσιαστεί ως το βασικό βαρόμετρο της οικονομικής προόδου. Όπως γίνεται σε όλο τον κόσμο, οι πολιτικοί θα υποστηρίξουν ότι το επίπεδο του ΑΕΠ αντικατοπτρίζει την επιτυχία ή την αποτυχία της κυβερνητικής πολιτικής και οι αναλυτές θα συζητήσουν εάν η βελτίωση που καταγράφηκε το πρώτο τρίμηνο αποτελεί ή όχι ένδειξη για ένα καλύτερο μέλλον ή όχι.
Έξω στον πραγματικό κόσμο όμως, τα στοιχεία του ΑΕΠ είναι λίγο ή πολύ ασήμαντα. Ο λόγος είναι πως το ΑΕΠ ήταν ανέκαθεν ένα ελαττωματικό μέτρο για την αποτίμηση της οικονομικής πορείας, ειδικότερα τώρα.
Αυτό δεν ισχύει μόνο επειδή η αρχική εκτίμηση για το ΑΕΠ υπόκειται σε ουσιώδεις αναθεωρήσεις – αν και είναι και αυτό ένα σημαντικό θέμα, όπως ανακαλύψαμε τον προηγούμενο μήνα όταν η στατιστική υπηρεσία ανακοίνωσε ότι η ύφεση που είχε αρχικά ανακοινώσει για τις αρχές του 2012 κατά μαγικό τρόπο εξαφανίστηκε. Ούτε επειδή η ανάπτυξη της παραγωγής μπορεί να δημιουργηθεί βραχυπρόθεσμα με τρόπο που μπορεί να έχουν καταστροφικές μακροπρόθεσμες επιπτώσεις – που επίσης ισχύει όπως έδειξε η εκτίναξη των καταναλωτικών δαπανών του Δημοσίου που ώθησε την παραγωγή τα χρόνια που προηγήθηκαν της κρίσης και συνέβαλαν στη δημιουργία των μαζικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων στη συνέχεια.
Ο βασικός λόγος είναι πως το ΑΕΠ δεν αντιλαμβάνεται την οικονομική ευημερία των πολιτών – και αυτό είναι πολύ σημαντικό μειονέκτημα υπό τις παρούσες συνθήκες.
Τα πραγματικά εισοδήματα συμπιέζονται. Τα νοικοκυριά έχουν ακόμη σημαντικά χρέη. Αυξάνεται ο αριθμός των φτωχών εργαζόμενων – και δεν υπάρχει κανένας λόγος για αναμένει κανείς σημαντική βελτίωση σε αυτούς τους τομείς μέσα στην επόμενη διετία.
Λίγα στοιχεία μπορούν να δώσουν πλήρη εικόνα. Το μέσο εισόδημα σε πραγματικούς όρους μειώθηκε απότομα τη διετία 2011- 2012. Το Ινστιτούτο Δημοσιονομικών Σπουδών θεωρεί ότι η κατάσταση σταθεροποιήθηκε την περίοδο 2012 – 2013, αλλά δηλώνει πως υπάρχουν λόγοι να περιμένει κανείς περαιτέρω μείωση του βιοτικού επιπέδου μέσα στην επόμενη διετία. Μειώνονται επιδόματα και φοροαπαλλαγές και τα πραγματικά εισοδήματα εξακολουθούν να κινούνται πτωτικά. Οι συνολικές αποδοχές συμπεριλαμβανομένων των μπόνους αυξήθηκαν κατά μόλις 1,7% στους 12 μήνες μέχρι το Μάιο – ποσοστό πολύ χαμηλότερο του πληθωρισμού, ενώ η κατάσταση αυτή ισχύει κατά το μεγαλύτερο μέρος της τελευταίας πενταετίας.
Είναι γεγονός ότι τα γενικά στοιχεία για την απασχόληση διατηρήθηκαν σε σχετικά καλά επίπεδα, εξέλιξη όμως, που έχει το τίμημά της. Η εξήγηση είναι πως ο κόσμος αντάλλαξε την αύξηση των μισθών με τις θέσεις εργασίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της IFS, η πλειονότητα των εργαζόμενων ενηλίκων και παιδιών που ζουν σε οικογένειες με έναν εργαζόμενο, βρίσκονται κάτω από τα όρια της φτώχειας, εξέλιξη που εντείνει την ανησυχία για τους εργαζόμενους φτωχούς.
Για πολλά νοικοκυριά, τα χαμηλά ονομαστικά επιτόκια αποτέλεσαν κλειδί επιβίωσης. Σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση της Τράπεζας της Αγγλίας, αναφέρεται ότι το 18% των εξασφαλισμένων δανείων απορροφήθηκε από νοικοκυριά που τους απέμεναν μόλις 200 στερλίνες το μήνα μετά την αφαίρεση των εξόδων για τη συντήρηση του νοικοκυριού και άλλων βασικών δαπανών. Ενδεχόμενη αύξηση των επιτοκίων κατά μία ποσοστιαία μονάδα θα ανάγκαζε τα νοικοκυριά να αναζητήσουν τρόπους αύξησης των εσόδων τους, να μειώσουν τις δαπάνες τους ή να βρουν φθηνότερο στεγαστικό δάνειο. Όλα αυτά όμως, δεν αποτυπώνονται στα στοιχεία για το ΑΕΠ.
Για όλους αυτούς τους λόγους, η Επιτροπή Ανάπτυξης του London Schoοl of Economics, της οποίας ήμουν μέλος, υποστήριξε ότι το ΑΕΠ είναι ανεπαρκής δείκτης της πορείας και πως θα πρέπει να συμπληρωθεί από έναν ευρύτερο δείκτη οικονομικής ευημερίας – που ιδανικά θα παρακολουθεί τα εισοδήματα των νοικοκυριών. Ο δείκτης, δεδομένου ότι αντικατοπτρίζει το μέσο όρο της διανομής εισοδήματος, αποτελεί καλή ένδειξη του βιοτικού επιπέδου για το μέσο νοικοκυριό.
Εάν δοθεί έμφαση στο μέσο εισόδημα των νοικοκυριών τότε θα επηρεαστεί σημαντικά η συζήτηση περί ανάπτυξης, καθώς θα λάβει υπόψη θέματα διανομής, ειδικότερα στα φτωχότερα μέρη της κοινωνίας, παρέχοντας μάλιστα διαφορετικές διαβαθμίσεις για την αποτίμηση των πολιτικών πρωτοβουλιών.
*Ο Richard Lambert είναι ανεξάρτητος σύμβουλος της Deutsche Bank
liberals10
Το ΑΕΠ παρουσιάζεται ως βασικό βαρόμετρο για την οικονομική πορεία μίας χώρας. Είναι όμως; Πόσο θα άλλαζε η συζήτηση περί ανάπτυξης εάν συνυπολογίζαμε τα έσοδα των νοικοκυριών.
Πέρα από τις ειδήσεις για το βασιλικό βρέφος, ήδη γνωρίζουμε τι θα περιλαμβάνουν τα πρωτοσέλιδα του βρετανικού Τύπου την Παρασκευή. Η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Βρετανίας ανακοινώνει την Πέμπτη την αρχική εκτίμηση για την ανάπτυξη του ΑΕΠ της χώρας κατά το δεύτερο τρίμηνο του έτους. Αυτό το μέγεθος θα παρουσιαστεί ως το βασικό βαρόμετρο της οικονομικής προόδου. Όπως γίνεται σε όλο τον κόσμο, οι πολιτικοί θα υποστηρίξουν ότι το επίπεδο του ΑΕΠ αντικατοπτρίζει την επιτυχία ή την αποτυχία της κυβερνητικής πολιτικής και οι αναλυτές θα συζητήσουν εάν η βελτίωση που καταγράφηκε το πρώτο τρίμηνο αποτελεί ή όχι ένδειξη για ένα καλύτερο μέλλον ή όχι.
Έξω στον πραγματικό κόσμο όμως, τα στοιχεία του ΑΕΠ είναι λίγο ή πολύ ασήμαντα. Ο λόγος είναι πως το ΑΕΠ ήταν ανέκαθεν ένα ελαττωματικό μέτρο για την αποτίμηση της οικονομικής πορείας, ειδικότερα τώρα.
Αυτό δεν ισχύει μόνο επειδή η αρχική εκτίμηση για το ΑΕΠ υπόκειται σε ουσιώδεις αναθεωρήσεις – αν και είναι και αυτό ένα σημαντικό θέμα, όπως ανακαλύψαμε τον προηγούμενο μήνα όταν η στατιστική υπηρεσία ανακοίνωσε ότι η ύφεση που είχε αρχικά ανακοινώσει για τις αρχές του 2012 κατά μαγικό τρόπο εξαφανίστηκε. Ούτε επειδή η ανάπτυξη της παραγωγής μπορεί να δημιουργηθεί βραχυπρόθεσμα με τρόπο που μπορεί να έχουν καταστροφικές μακροπρόθεσμες επιπτώσεις – που επίσης ισχύει όπως έδειξε η εκτίναξη των καταναλωτικών δαπανών του Δημοσίου που ώθησε την παραγωγή τα χρόνια που προηγήθηκαν της κρίσης και συνέβαλαν στη δημιουργία των μαζικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων στη συνέχεια.
Ο βασικός λόγος είναι πως το ΑΕΠ δεν αντιλαμβάνεται την οικονομική ευημερία των πολιτών – και αυτό είναι πολύ σημαντικό μειονέκτημα υπό τις παρούσες συνθήκες.
Τα πραγματικά εισοδήματα συμπιέζονται. Τα νοικοκυριά έχουν ακόμη σημαντικά χρέη. Αυξάνεται ο αριθμός των φτωχών εργαζόμενων – και δεν υπάρχει κανένας λόγος για αναμένει κανείς σημαντική βελτίωση σε αυτούς τους τομείς μέσα στην επόμενη διετία.
Λίγα στοιχεία μπορούν να δώσουν πλήρη εικόνα. Το μέσο εισόδημα σε πραγματικούς όρους μειώθηκε απότομα τη διετία 2011- 2012. Το Ινστιτούτο Δημοσιονομικών Σπουδών θεωρεί ότι η κατάσταση σταθεροποιήθηκε την περίοδο 2012 – 2013, αλλά δηλώνει πως υπάρχουν λόγοι να περιμένει κανείς περαιτέρω μείωση του βιοτικού επιπέδου μέσα στην επόμενη διετία. Μειώνονται επιδόματα και φοροαπαλλαγές και τα πραγματικά εισοδήματα εξακολουθούν να κινούνται πτωτικά. Οι συνολικές αποδοχές συμπεριλαμβανομένων των μπόνους αυξήθηκαν κατά μόλις 1,7% στους 12 μήνες μέχρι το Μάιο – ποσοστό πολύ χαμηλότερο του πληθωρισμού, ενώ η κατάσταση αυτή ισχύει κατά το μεγαλύτερο μέρος της τελευταίας πενταετίας.
Είναι γεγονός ότι τα γενικά στοιχεία για την απασχόληση διατηρήθηκαν σε σχετικά καλά επίπεδα, εξέλιξη όμως, που έχει το τίμημά της. Η εξήγηση είναι πως ο κόσμος αντάλλαξε την αύξηση των μισθών με τις θέσεις εργασίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της IFS, η πλειονότητα των εργαζόμενων ενηλίκων και παιδιών που ζουν σε οικογένειες με έναν εργαζόμενο, βρίσκονται κάτω από τα όρια της φτώχειας, εξέλιξη που εντείνει την ανησυχία για τους εργαζόμενους φτωχούς.
Για πολλά νοικοκυριά, τα χαμηλά ονομαστικά επιτόκια αποτέλεσαν κλειδί επιβίωσης. Σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση της Τράπεζας της Αγγλίας, αναφέρεται ότι το 18% των εξασφαλισμένων δανείων απορροφήθηκε από νοικοκυριά που τους απέμεναν μόλις 200 στερλίνες το μήνα μετά την αφαίρεση των εξόδων για τη συντήρηση του νοικοκυριού και άλλων βασικών δαπανών. Ενδεχόμενη αύξηση των επιτοκίων κατά μία ποσοστιαία μονάδα θα ανάγκαζε τα νοικοκυριά να αναζητήσουν τρόπους αύξησης των εσόδων τους, να μειώσουν τις δαπάνες τους ή να βρουν φθηνότερο στεγαστικό δάνειο. Όλα αυτά όμως, δεν αποτυπώνονται στα στοιχεία για το ΑΕΠ.
Για όλους αυτούς τους λόγους, η Επιτροπή Ανάπτυξης του London Schoοl of Economics, της οποίας ήμουν μέλος, υποστήριξε ότι το ΑΕΠ είναι ανεπαρκής δείκτης της πορείας και πως θα πρέπει να συμπληρωθεί από έναν ευρύτερο δείκτη οικονομικής ευημερίας – που ιδανικά θα παρακολουθεί τα εισοδήματα των νοικοκυριών. Ο δείκτης, δεδομένου ότι αντικατοπτρίζει το μέσο όρο της διανομής εισοδήματος, αποτελεί καλή ένδειξη του βιοτικού επιπέδου για το μέσο νοικοκυριό.
Εάν δοθεί έμφαση στο μέσο εισόδημα των νοικοκυριών τότε θα επηρεαστεί σημαντικά η συζήτηση περί ανάπτυξης, καθώς θα λάβει υπόψη θέματα διανομής, ειδικότερα στα φτωχότερα μέρη της κοινωνίας, παρέχοντας μάλιστα διαφορετικές διαβαθμίσεις για την αποτίμηση των πολιτικών πρωτοβουλιών.
*Ο Richard Lambert είναι ανεξάρτητος σύμβουλος της Deutsche Bank
liberals10
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Αισιόδοξος για τη φετινή σεζόν ο Μιραλάς
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Τα 3 εγκλήματα της κυβέρνησης
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ