2013-08-01 12:44:04
Ο Antonyn Beevor έγραψε για τα όσα ακολούθησαν της εκτέλεσης του υπενωμοτάρχη Αντώνη Ζωιδάκη στις 6 Αυγούστου του 1944: «… Οι Γερμανοί έδεσαν τον Ζωιδάκη στο όχημά τους και έφυγαν σέρνοντάς τον πίσω τους, ώσπου πέθανε. Στους Αρμένους δόθηκαν διαταγές να... μείνει το πτώμα του άταφο για αρκετές μέρες ως προειδοποίηση. Όμως, η φρικτή του μοίρα, ιδίως επειδή ήταν ένα αληθινό παλικάρι, όπως έλεγαν οι Κρητικοί, έδωσε δύναμη στις καρδιές…»
Τις πρώτες μέρες του Ιουνίου του ’41 και αφού καταλήφθηκε η Κρήτη, ο Αντώνης Ζωιδάκης που υπηρετούσε ως υπενωμοτάρχης της Χωροφυλακής στο σταθμό της Κισάμου και αφού πολέμησε στο αεροδρόμιο του Μάλεμε, γύρισε στο χωριό του τον Άη Γιάννη Αμαρίου με όπλα και πυρομαχικά των Γερμανών αλεξιπτωτιστών. Σε μια παρέα χωριανών, λοιπόν, που συγκεντρώνονταν σε ένα στενάκι, τους ζήτησε να μην παραδώσουν στις Αρχές κατοχής «ούτε ένα όπλο που κεντά γιατί ια μας χρειαστούνε».
Με τη συγκρότηση των αντιστασιακών ομάδων, πρώτος που εντάσσεται είναι ο υπενωμοτάρχης και συχνά στο χωριό του, έφταναν στρατιωτικές δυνάμεις για να τον συλλάβουν και να ανακόψουν την πατριωτική του δράση. Για τον γενναίο αστυνομικό έγραψε ο Μοςς, όταν τον κάλεσε δυο μέρες πριν την απαγωγή του Κράιπε ο Λη Φέρμορ: «… Ήλθε γεμάτος ενθουσιασμό, αναστατωμένος από τη σκέψη ότι παραλίγο να μείνει έξω από την επιχείρηση αυτή… Ο Αντώνης, αντίθετα από πολλούς άλλους που μιλούν για να μιλούν, σπάνια λέει κάτι που δεν είναι ουσιαστικό… Αφού διακινδύνευσε τη ζωή του τόσο συχνά, ο τρόπος του θανάτου του θα πρέπει να ικανοποίησε την κρητική του καρδιά…»
Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ
Στα μέσα της δεκαετίας του 2000, ο Βαγγέλης Ξηράς στους Αρμένους Ρεθύμνου, που βίωσε το περιστατικό της εκτέλεσης του Ζωιδάκη μου έδωσε τη μαρτυρία του, που περιλαμβάνεται στην έκδοση « Νικητές στο απόσπασμα… το Αμάρι στις φλόγες». Ο ηρωικός αστυνομικός ήταν τότε 34 χρόνων Στα 19 του χρόνια ο Βαγγέλης Ξηράς στις 6 Αυγούστου του ’44 ημέρα του θανάτου του. Είπε, λοιπόν, για την εκτέλεση εξήντα χρόνια μετά: «Ήτονε στσι 6 Αυγούστου του ’44, του Χριστού, πανηγύρι στο χωριό μας. Αυτοί είχανε το-ν- Εγγλέζο τον Τομ στο Αμπελάκι, και κατεβήκανε από ‘κειά και μπήκανε το δρόμο για να περάσουν να πάνε στο-ν-Άη Γιώργη, στου Τζιφάκη.
»Ο οδηγός απού τσι ‘σερνενε, κακώς, τσι πήγαινε από ‘κει. Έπρεπενε να πάει στη ρίζα του Βρύσινα να πορίσει κάτω. Εθεωρήσανε αυτοί απού ‘τανε παρέα, ήτονε πεντέξε νομάτοι, ότι ‘ ναι Γερμανοί στο-ν-τόπο πεσμένοι, ασκήσεις κάνανε και ξέρω ‘γω! Περνά ο ένας, λέει «παπία… εντάξει».
»Περνά ο άλλος, ο άλλος. Ο κακομοίρης ο συγχωρεμένος ο Αντώνης ο Ζωιδάκης, έκατσενε οπίσω. Μάλλον, πως είχενε σωματική-ν-του ανάγκη.
»Όπως έβγαινενε απάνω του λένε, λέει «παπία». Και αυτός βγάνει το-μ-πιστόλι, «νταν-νταν» , τραματίζει το Γερμανό. Ακούει ο άλλος Γερμανός τσι μπαλοτές και ξεμυγάται. Του ‘φυγενε. Το-ν-εζυγώνανε μέχρι του Καμπούρη το βελανίδι, είναι-ν-ένα μεγάλο βελανίδι, κι εκειδά τα φάγανε.
«Νταν» ο γεις, «νταν» ο γι άλλος κι αφήκανε σκοτωμένο το-ν-Αντώνη.
»Ακούσαμε τσι μπαλοτές μεις και μας-ε-λέει ένα-μ-παιδί, ο Μιχάλης ο Σκουλούδης του Δημητρίου: «Μωρέ, εδά απού κατέβαζα τα οζά, ήτανε οι Γερμανοί στα ρουσοσπιτιανά αμπέλια.
»Λέει: «Κι ήτονε μωρέ πολλοί;»
»Εγώ τσι’ δα, λέει, «μα δε γατέχω αν ήτονε πολλοί».
»Των-ε-λέω ‘γω, λέει: «να πάμενε να δούμε τσ’ άλλους».
»Δεν ελογάριασα τη ζωή μου. Λέω: «Α’ με σκοτώσουνε, με σκοτώσανε…»
»Σηκώνομέστανε να πάμε να δούμε ίντα ‘ναι. Βγάνει τη-γ-κουμπούρα ο Γερμανός ο γερός και μας-ε-λέει: «Κομέα, κομ,κομ».
»Σάτρα-πάτρα αυτός εμίλιενε τα ελληνικά, κι εμεις τα γερμανικά. Λέει: «Θα κάτσετε ‘ παέ και θα φυλάτε το-ν-τραματία για να πάω στον Κουκουναρά να καλέσω τσι Γερμανούς να ‘ρθουνε ‘παέ».
»Ώστε να πάει αυτός να φωνάξει, ήτονε κι οι Ιταλοί ορθομένοι και μας αρχινούνε στσι κοπανές. Ο γεις έπεφτενε κι άλλος εσηκώνουντονε. Ο κακομοίρης ο τραματίας ο Γερμανός δεν εμπόριενε να μιλήσει. Είχενε τυφλό τράμα και τη-ν- είχενε πάρει και στη χέρα.
»Έρχεται ο Γερμανός ο γερός με τα’ άλλους Γερμανούς. Να μη λέμενε ίντα τραβήξαμε! Μας εδέρνανε από ξερνούσαμε αίμα. Ραβδές, ώστε να συνοννοηθούνε μεταξύ-ν-τωνε, οι Ιταλοί μας εφάγανε τη ράχη.
»Το Γερμανό τραματία το-ν-εβάλανε σ’ ένα φορείο. Ο κακομοίρης ο Αντώνης ήτονε στ-γ-κάτω μπάντα. Μας-ε-λέει ο Γερμανός πριν φύγει: «Έχω σκοτωμένο ένα παρτιζάνο στα εκατό μέτρα».
»Πάω ‘γω με το ξάερφό μου το Μιχάλη το-γ-Ξηρά, και θωρούμενε το πάνω μέρος τση κεφαλής και του ‘λειπενε ούλο. Εκείτεντονε ανάσκελα.
»Η πρώτη σφαίρα το-ν-είχενε πάρει στο στομάχι και το-ν-έκοψενε κι έπεσενε. Επετάχτηνε στο δέτη και το-ν-έκοψενε κι έπεσενε. Ύστερα του ‘παιξενε ο άλλος στη-ν-κεφαλή, και το-ν- άφηκενε στο-ν-τόπο.
»Επήγαμε και το-ν-είδαμε, το-γ-κακομοίρη, εκειά που ‘τονε σκοτωμένος. Παίρνουνε οι Γερμανοί από ‘κειά ένα γάιδαρο και το-ν-εβάνουνε κατακοίλι στο γάιδαρο, το-ν-εφέρνουνε ‘παέ στο χωριό και το-ν- αφήνουνε απόξω.
»Ρωτούσανε οι Γερμανοί τσι χωριανούς: «Γνωρίζεις τον εσύ, γνωρίζεις τον εσύ;»
»Λέει: «Δεν το-ν-εγνωρίζω».
»Άκουσενε ένας Σκουλούδης Δημήτρης, που ‘τονε ‘παέ και βάνει στο βουργιάλι-ν-του φισέκια εγγλέζικα, και πάει στσι Καρές το-γ-κάμπο. Δηλαδή, από το σημείο που το-ν- είχανε σκοτωμένο, πενήντα μέτρα. Το-ν-είδανε οι Γερμανοί και του λένε: «Κομ». Αυτός εκάτεχενε τα γερμανικά, γιατί ‘τονε και στο-μ-πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.
»Τον-ε-πιάνουνε μ’ ένα φισέκι εγγλέζικο μέσα στο βουργιάλι, και πιάνουνε κι ένα αμπελοφύλακα, Λευτέρη Κολυβάκη, και τσι φέρνουνε στ’ Αρμένους. Το Γερμανό το-ν- είχανε πάρει. Το-γ-κακομοίρη το-ν- Αντώνη το Ζωιδάκη το-ν-εθέκανε μπρούμυτα. Λένε οι αξιωματικοί: «Εφόσον επιάσετε το-γ-κύριο με το φυσέκι, γιάντα δεν το-ν-εσκοτώσετε επιτόπου; Ο άλλος είναι αμπελοφύλακας, να του τη χαρίσομε…»
»Καταλαγιούνε και του λέει: «Λευτέρη, εγώ θα φύγω, για θα μας-ε-σκοτώσουνε και τσι δυο κι άσε το-ν-Αντώνη».
»Μας εβάλανε οι Γερμανοί να τον-επάμε αποκάτω, στσ’ ελές, να τον-εκάψουνε. Γεμίσανε δυο μπετόνια βεζίνη και μας-ε-λένε: «Πιάστε τονε από ‘παέ να τον-εκατεβάσετε αποκάτω, να του δώσομενε φωθιά».
»Είχανε μια Ελένη κι ήτονε απ’ το Ηράκλειο κι ήτονε στ-μ-προπαγάνδα μέσα, ήτονε γραμματέας στ-μ-Πυροβολαρχεία μέσα. Των-ε-λέει αυτή στα γερμανικά: «Όχι, όχι, σκοτωμένος είναι να τον-ε-πάρουνε οι πολίτες να τον εθάψουνε στο νεκροταφείο».
»Λένε αυτοί, «όχι, θα τον-ε-κάψομενε…»
»Εξάνοιγενε ο ένας αξιωματικός το-ν-άλλο, να το-ν- εκάψουνε ή να μην το-ν-εκάψουνε. Λένε: «Όχι. Το-ν-εγνωρίζετε;»
»Ο Δημήτρης ο Σκουλούδης το-ν-εγνώριζενε απ’ τα ρούχα-ν-του. Αυτός εφόριενε χωροφυλακίστικα ρούχα, γκιλότα και σακάκι χωροφυλακίστικο. Οι άλλοι ‘δα ίντα φορούσανε δεν τσι ΄δα! Εγγλέζικα φορούσανε, μαύρα φορούσανε, δε γατέχω.
»Το μεγαλύτερο ρόλο το-ν-έπαιξενε ο Εγγλέζος μέσα. Εάν είχενε ψυχή, κι γι άλλοι που τ’ ακλουθούσανε, κι ήτονε άντρας ετσά που ‘ναι οι άντρες, ‘θελα κάτσουνε και ‘θελα τσι σφάξουνε και το-ν-ένα και το-ν-άλλο. Και ΄θελα σηκωθούνε να φύγουνε και ‘θελα πάρουνε και το-ν-Αντώνη και θ’ αφήνανε τσι Γερμανούς εκειά. Αλλά εφύγανε…
»Επεράσανε δυο χρόνια, μπορεί και παραπάνω, κι έτυχενε και πήγα στη-γ-Καρέ σ’ ‘ένα-ν-τραπέζι, και φέραμενε συζήτηση και μου λέγανε: «Γατές πως ήτονε στη-μ-προπαγάνδα ο Στελής ο Γιαννούλης κι ήτονε ο οδηγός που τσι ‘σερνενε να τσι περάσει;»
»Μετά που το-ν- εσκοτώσανε, το-ν- εθάψαμε χωρίς να το-μ-ψάλλει παπάς. Ύστερα, εκάμανε μνημόσυνο οι δικοί-ν-του, τσι φιλοξενήσανε αυτοί που ‘τονε στο κουμάντο μέσα. Κι ήτονε μια-ν-του αδερφή κι ένας του μπάρμπας κι απ’ το Αμάρι κάμποσοι ορθομένοι.
»Μετά πέντε μέρες που σκοτώσανε το Ζωιδάκη, οι συγγενείς του μάθανε για τη-ν-εκτέλεσή του. Το-ν- εφάγανε το-γ-κακομοίρη το-ν-Αντώνη τζάμπα!!!»
madeincreta.gr
Τις πρώτες μέρες του Ιουνίου του ’41 και αφού καταλήφθηκε η Κρήτη, ο Αντώνης Ζωιδάκης που υπηρετούσε ως υπενωμοτάρχης της Χωροφυλακής στο σταθμό της Κισάμου και αφού πολέμησε στο αεροδρόμιο του Μάλεμε, γύρισε στο χωριό του τον Άη Γιάννη Αμαρίου με όπλα και πυρομαχικά των Γερμανών αλεξιπτωτιστών. Σε μια παρέα χωριανών, λοιπόν, που συγκεντρώνονταν σε ένα στενάκι, τους ζήτησε να μην παραδώσουν στις Αρχές κατοχής «ούτε ένα όπλο που κεντά γιατί ια μας χρειαστούνε».
Με τη συγκρότηση των αντιστασιακών ομάδων, πρώτος που εντάσσεται είναι ο υπενωμοτάρχης και συχνά στο χωριό του, έφταναν στρατιωτικές δυνάμεις για να τον συλλάβουν και να ανακόψουν την πατριωτική του δράση. Για τον γενναίο αστυνομικό έγραψε ο Μοςς, όταν τον κάλεσε δυο μέρες πριν την απαγωγή του Κράιπε ο Λη Φέρμορ: «… Ήλθε γεμάτος ενθουσιασμό, αναστατωμένος από τη σκέψη ότι παραλίγο να μείνει έξω από την επιχείρηση αυτή… Ο Αντώνης, αντίθετα από πολλούς άλλους που μιλούν για να μιλούν, σπάνια λέει κάτι που δεν είναι ουσιαστικό… Αφού διακινδύνευσε τη ζωή του τόσο συχνά, ο τρόπος του θανάτου του θα πρέπει να ικανοποίησε την κρητική του καρδιά…»
Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ
Στα μέσα της δεκαετίας του 2000, ο Βαγγέλης Ξηράς στους Αρμένους Ρεθύμνου, που βίωσε το περιστατικό της εκτέλεσης του Ζωιδάκη μου έδωσε τη μαρτυρία του, που περιλαμβάνεται στην έκδοση « Νικητές στο απόσπασμα… το Αμάρι στις φλόγες». Ο ηρωικός αστυνομικός ήταν τότε 34 χρόνων Στα 19 του χρόνια ο Βαγγέλης Ξηράς στις 6 Αυγούστου του ’44 ημέρα του θανάτου του. Είπε, λοιπόν, για την εκτέλεση εξήντα χρόνια μετά: «Ήτονε στσι 6 Αυγούστου του ’44, του Χριστού, πανηγύρι στο χωριό μας. Αυτοί είχανε το-ν- Εγγλέζο τον Τομ στο Αμπελάκι, και κατεβήκανε από ‘κειά και μπήκανε το δρόμο για να περάσουν να πάνε στο-ν-Άη Γιώργη, στου Τζιφάκη.
»Ο οδηγός απού τσι ‘σερνενε, κακώς, τσι πήγαινε από ‘κει. Έπρεπενε να πάει στη ρίζα του Βρύσινα να πορίσει κάτω. Εθεωρήσανε αυτοί απού ‘τανε παρέα, ήτονε πεντέξε νομάτοι, ότι ‘ ναι Γερμανοί στο-ν-τόπο πεσμένοι, ασκήσεις κάνανε και ξέρω ‘γω! Περνά ο ένας, λέει «παπία… εντάξει».
»Περνά ο άλλος, ο άλλος. Ο κακομοίρης ο συγχωρεμένος ο Αντώνης ο Ζωιδάκης, έκατσενε οπίσω. Μάλλον, πως είχενε σωματική-ν-του ανάγκη.
»Όπως έβγαινενε απάνω του λένε, λέει «παπία». Και αυτός βγάνει το-μ-πιστόλι, «νταν-νταν» , τραματίζει το Γερμανό. Ακούει ο άλλος Γερμανός τσι μπαλοτές και ξεμυγάται. Του ‘φυγενε. Το-ν-εζυγώνανε μέχρι του Καμπούρη το βελανίδι, είναι-ν-ένα μεγάλο βελανίδι, κι εκειδά τα φάγανε.
«Νταν» ο γεις, «νταν» ο γι άλλος κι αφήκανε σκοτωμένο το-ν-Αντώνη.
»Ακούσαμε τσι μπαλοτές μεις και μας-ε-λέει ένα-μ-παιδί, ο Μιχάλης ο Σκουλούδης του Δημητρίου: «Μωρέ, εδά απού κατέβαζα τα οζά, ήτανε οι Γερμανοί στα ρουσοσπιτιανά αμπέλια.
»Λέει: «Κι ήτονε μωρέ πολλοί;»
»Εγώ τσι’ δα, λέει, «μα δε γατέχω αν ήτονε πολλοί».
»Των-ε-λέω ‘γω, λέει: «να πάμενε να δούμε τσ’ άλλους».
»Δεν ελογάριασα τη ζωή μου. Λέω: «Α’ με σκοτώσουνε, με σκοτώσανε…»
»Σηκώνομέστανε να πάμε να δούμε ίντα ‘ναι. Βγάνει τη-γ-κουμπούρα ο Γερμανός ο γερός και μας-ε-λέει: «Κομέα, κομ,κομ».
»Σάτρα-πάτρα αυτός εμίλιενε τα ελληνικά, κι εμεις τα γερμανικά. Λέει: «Θα κάτσετε ‘ παέ και θα φυλάτε το-ν-τραματία για να πάω στον Κουκουναρά να καλέσω τσι Γερμανούς να ‘ρθουνε ‘παέ».
»Ώστε να πάει αυτός να φωνάξει, ήτονε κι οι Ιταλοί ορθομένοι και μας αρχινούνε στσι κοπανές. Ο γεις έπεφτενε κι άλλος εσηκώνουντονε. Ο κακομοίρης ο τραματίας ο Γερμανός δεν εμπόριενε να μιλήσει. Είχενε τυφλό τράμα και τη-ν- είχενε πάρει και στη χέρα.
»Έρχεται ο Γερμανός ο γερός με τα’ άλλους Γερμανούς. Να μη λέμενε ίντα τραβήξαμε! Μας εδέρνανε από ξερνούσαμε αίμα. Ραβδές, ώστε να συνοννοηθούνε μεταξύ-ν-τωνε, οι Ιταλοί μας εφάγανε τη ράχη.
»Το Γερμανό τραματία το-ν-εβάλανε σ’ ένα φορείο. Ο κακομοίρης ο Αντώνης ήτονε στ-γ-κάτω μπάντα. Μας-ε-λέει ο Γερμανός πριν φύγει: «Έχω σκοτωμένο ένα παρτιζάνο στα εκατό μέτρα».
»Πάω ‘γω με το ξάερφό μου το Μιχάλη το-γ-Ξηρά, και θωρούμενε το πάνω μέρος τση κεφαλής και του ‘λειπενε ούλο. Εκείτεντονε ανάσκελα.
»Η πρώτη σφαίρα το-ν-είχενε πάρει στο στομάχι και το-ν-έκοψενε κι έπεσενε. Επετάχτηνε στο δέτη και το-ν-έκοψενε κι έπεσενε. Ύστερα του ‘παιξενε ο άλλος στη-ν-κεφαλή, και το-ν- άφηκενε στο-ν-τόπο.
»Επήγαμε και το-ν-είδαμε, το-γ-κακομοίρη, εκειά που ‘τονε σκοτωμένος. Παίρνουνε οι Γερμανοί από ‘κειά ένα γάιδαρο και το-ν-εβάνουνε κατακοίλι στο γάιδαρο, το-ν-εφέρνουνε ‘παέ στο χωριό και το-ν- αφήνουνε απόξω.
»Ρωτούσανε οι Γερμανοί τσι χωριανούς: «Γνωρίζεις τον εσύ, γνωρίζεις τον εσύ;»
»Λέει: «Δεν το-ν-εγνωρίζω».
»Άκουσενε ένας Σκουλούδης Δημήτρης, που ‘τονε ‘παέ και βάνει στο βουργιάλι-ν-του φισέκια εγγλέζικα, και πάει στσι Καρές το-γ-κάμπο. Δηλαδή, από το σημείο που το-ν- είχανε σκοτωμένο, πενήντα μέτρα. Το-ν-είδανε οι Γερμανοί και του λένε: «Κομ». Αυτός εκάτεχενε τα γερμανικά, γιατί ‘τονε και στο-μ-πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.
»Τον-ε-πιάνουνε μ’ ένα φισέκι εγγλέζικο μέσα στο βουργιάλι, και πιάνουνε κι ένα αμπελοφύλακα, Λευτέρη Κολυβάκη, και τσι φέρνουνε στ’ Αρμένους. Το Γερμανό το-ν- είχανε πάρει. Το-γ-κακομοίρη το-ν- Αντώνη το Ζωιδάκη το-ν-εθέκανε μπρούμυτα. Λένε οι αξιωματικοί: «Εφόσον επιάσετε το-γ-κύριο με το φυσέκι, γιάντα δεν το-ν-εσκοτώσετε επιτόπου; Ο άλλος είναι αμπελοφύλακας, να του τη χαρίσομε…»
»Καταλαγιούνε και του λέει: «Λευτέρη, εγώ θα φύγω, για θα μας-ε-σκοτώσουνε και τσι δυο κι άσε το-ν-Αντώνη».
»Μας εβάλανε οι Γερμανοί να τον-επάμε αποκάτω, στσ’ ελές, να τον-εκάψουνε. Γεμίσανε δυο μπετόνια βεζίνη και μας-ε-λένε: «Πιάστε τονε από ‘παέ να τον-εκατεβάσετε αποκάτω, να του δώσομενε φωθιά».
»Είχανε μια Ελένη κι ήτονε απ’ το Ηράκλειο κι ήτονε στ-μ-προπαγάνδα μέσα, ήτονε γραμματέας στ-μ-Πυροβολαρχεία μέσα. Των-ε-λέει αυτή στα γερμανικά: «Όχι, όχι, σκοτωμένος είναι να τον-ε-πάρουνε οι πολίτες να τον εθάψουνε στο νεκροταφείο».
»Λένε αυτοί, «όχι, θα τον-ε-κάψομενε…»
»Εξάνοιγενε ο ένας αξιωματικός το-ν-άλλο, να το-ν- εκάψουνε ή να μην το-ν-εκάψουνε. Λένε: «Όχι. Το-ν-εγνωρίζετε;»
»Ο Δημήτρης ο Σκουλούδης το-ν-εγνώριζενε απ’ τα ρούχα-ν-του. Αυτός εφόριενε χωροφυλακίστικα ρούχα, γκιλότα και σακάκι χωροφυλακίστικο. Οι άλλοι ‘δα ίντα φορούσανε δεν τσι ΄δα! Εγγλέζικα φορούσανε, μαύρα φορούσανε, δε γατέχω.
»Το μεγαλύτερο ρόλο το-ν-έπαιξενε ο Εγγλέζος μέσα. Εάν είχενε ψυχή, κι γι άλλοι που τ’ ακλουθούσανε, κι ήτονε άντρας ετσά που ‘ναι οι άντρες, ‘θελα κάτσουνε και ‘θελα τσι σφάξουνε και το-ν-ένα και το-ν-άλλο. Και ΄θελα σηκωθούνε να φύγουνε και ‘θελα πάρουνε και το-ν-Αντώνη και θ’ αφήνανε τσι Γερμανούς εκειά. Αλλά εφύγανε…
»Επεράσανε δυο χρόνια, μπορεί και παραπάνω, κι έτυχενε και πήγα στη-γ-Καρέ σ’ ‘ένα-ν-τραπέζι, και φέραμενε συζήτηση και μου λέγανε: «Γατές πως ήτονε στη-μ-προπαγάνδα ο Στελής ο Γιαννούλης κι ήτονε ο οδηγός που τσι ‘σερνενε να τσι περάσει;»
»Μετά που το-ν- εσκοτώσανε, το-ν- εθάψαμε χωρίς να το-μ-ψάλλει παπάς. Ύστερα, εκάμανε μνημόσυνο οι δικοί-ν-του, τσι φιλοξενήσανε αυτοί που ‘τονε στο κουμάντο μέσα. Κι ήτονε μια-ν-του αδερφή κι ένας του μπάρμπας κι απ’ το Αμάρι κάμποσοι ορθομένοι.
»Μετά πέντε μέρες που σκοτώσανε το Ζωιδάκη, οι συγγενείς του μάθανε για τη-ν-εκτέλεσή του. Το-ν- εφάγανε το-γ-κακομοίρη το-ν-Αντώνη τζάμπα!!!»
madeincreta.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
H συνταγή της ημέρας: Φιλέτο κοτόπουλο με σως μουστάρδας
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ