2013-08-12 10:52:06
«Νιώθω αρκετά προδομένη! Ξεριζώθηκα από τον ευλογημένο τόπο μου και βρέθηκα στο Βερολίνο για να ζήσω. Το κορμί μου είναι στη Γερμανία, μα η ψυχή και ο εαυτός μου βρίσκονται στην Ελλάδα…» Κραυγή αγανάκτησης από την Φωτεινή Χώρα ένα κορίτσι που... χαρούμενο βγήκε στην παραγωγή για να προσφέρει στον τόπο της, όμως η χώρα της την πήρε κυνήγι και την έστειλε στη γερμανική… κατάψυξη για να δουλέψει και να επιβιώσει. Φαίνεται, αυτός ο τόπος της δημοκρατίας και του πολιτισμού το ‘χει η μοίρα του να γεννά «αστραφτερά» μυαλά και να μην τα κρατάει, αλλά να τα… χαρίζει!
Η Φωτεινή προσπαθεί ένα χρόνο τώρα στην υπερδύναμη της Ευρώπης να μαζέψει τα κομμάτια της… αναγκαστικής προσφυγιάς της και να μπει στους ρυθμούς του Βερολίνου, μα της είναι δύσκολο όσο κι αν προσπαθεί και όσο κι αν οι Γερμανοί θέλουν να της κάνουν εύκολη και άνετη τη ζωή της και να της παρέχουν προνόμια.
Το μόνιμο μαύρο της μέρας γίνεται το μαύρο της ζωής της και η νεαρή Ελληνίδα δεν μπορεί να ξεφύγει από το απέραντο γαλάζιο και τη θάλασσα που τη γοητεύει και στριφογύριζε τα όνειρά της.
Όλες τις μέρες του χρόνου ψάχνει και όλο ψάχνει στο… ψυχρό σκοτάδι της Βαυαρίας την οικογένειά της, τους συγγενείς, τους φίλους της, την πατρίδα της μα δεν τους βρίσκει και ανακουφίζεται μόνο όταν καθημερινά - γιατί δε μπορεί δίχως τους - σηκώσει το τηλέφωνο και τους ακούσει. «Θα ήθελα να γυρίσω στην πατρίδα όπως και όλοι οι νέοι. Δε μπορώ χωρίς τον ήλιο και τη θάλασσα, δε μπορώ χωρίς το μεσογειακό ταπεραμέντο μας, πώς να στο πω!» λέει από τα εσώψυχά της, γνωρίζοντας ότι μόλις «έχτισε» τη ζωή της στην ξενιτιά Όταν πια στα 20 της χρόνια έκανε το πρώτο κλικ στην κάμερά της σαν βοηθός φωτογράφος, δε θα μπορούσε να φανταστεί ότι και τα επόμενα κλικ στην επαγγελματική της δράση θα… έκαιγαν τα φιλμ και θα έπρεπε να ξαναρχίσει από την αρχή! Οι φωτογράφοι της εταιρίας με πέντε χρόνια δουλειάς στην πλάτη απολύθηκαν και τότε αντί για τη μηχανή έπιασε το δίσκο σε γνωστό καφέ στο κέντρο της πρωτεύουσας.
Η κούραση κάθε μέρα και για δυο χρόνια ανυπόφορη και το «μεγάλο μεροκάματο» δεν τη… χαλάρωνε. Μέχρι, που μια «ωραία πρωία» μαζί και σε άλλους τέσσερις σερβιτόρους τους έδειξαν την πόρτα εξόδου. Από εδώ αρχίζει το ταξίδι της προσφυγιάς και η Φωτεινή η 27χρονη Αθηναία, με καταγωγή από το Καρπενήσι, φορτώθηκε τα συντρίμμια της και έφυγε…
ΘΕΛΟΥΝ ΤΗ ΧΩΡΑ ΕΝΑ ΞΕΡΟΚΟΜΜΑΤΟ…
Ο κόμπος στο λαιμό σε σφίγγει μέχρι ασφυξίας, όταν αυτή η Ελληνίδα ανοίγει διάπλατα τις πόρτες της ψυχής της στο MadeinCreta για να ξαλαφρώσει, και σου λέει βέβαιη για τα υποχθόνια σχέδια των υποψήφιων αγοραστών που θέλουν να κάνουν πλιάτσικο: «Μας εξευτελίζουν για να ρίξουν τις τιμές και να μας αγοράσουν. Θέλουν να ψωνίσουν τη χώρα μου για ένα ξεροκόμματο, παραμονεύουν σαν τα αρπαχτικά για να πάρουν μισοτιμής τη θάλασσά μας, τον ήλιο μας, τη γη μας, τη ζωή μας γιατί το μόνιμο σκοτάδι τους κρύβει το φως. Ψάχνουν!»
Νιώθεις να ξεριζώνονται από την ύπαρξή της αυταρχικά και βίαια τα όνειρα που έκανε από κοριτσάκι, που αλλιώς τα θεμελίωνε και αλλιώς της βγήκαν και σήμερα μετέωρη στη γωνιά της παλεύει και αγωνιά, ξενιτεμένη. Η Ελλάδα του 21ου αιώνα τη μαστίγωσε όπως και στα μετακατοχικά χρόνια της μετανάστευσης, την είδε αποπαίδι της και την έδιωξε τρώγοντας ως αδίστακτος ανθρωποφάγος τη σάρκα από τη σάρκα της!
Η πληγή της τρέχει ακόμη, από τότε που οι Έλληνες εστιάτορες στο Βερολίνο στους δυο μήνες που δούλεψε από τον Αύγουστο του 2012, με υποτιμητικές εκφράσεις καταφέρονταν κατά των Ελλήνων στην πατρίδα, αποκαλώντας τους «κλέφτες, αγράμματους και αμόρφωτους».
Είναι οι Έλληνες της διασποράς που καρφώνουν το μαχαίρι και στάζει αίμα και στο παρελθόν ήταν εκείνοι (δυστυχώς), που σήκωναν ψηλά τα λάβαρα στους πολιτικούς που από τον δικομματισμό της εξουσίας εγκαινίασαν και διαιώνισαν σε υπερθετικό βαθμό τη διαφθορά στον τόπο…
Από το καφέ στο κέντρο της Αθήνας η Φωτεινή «πετάχτηκε» σαν σκουπίδι αρνούμενη η εργοδοσία να της καταβάλει και την αποζημίωση.
Όμως έδωσε μάχη και την πήρε κι ύστερα έβαλε πλώρη για τη Γερμανία μόνη και «επί ξύλου κρεμάμενη», αφού η ανεργία συνέχιζε την ανηφόρα και θέση δεν υπήρχε στον ήλιο για την ίδια.
«ΣΤΑΘΗΚΑ ΤΥΧΕΡΗ…»
«Αποφάσισα πάνω στην απελπισία μου», εξιστορεί, «να φύγω στο Βερολίνο και να ψάξω τη ζωή μου. Άγνωστη σε αγνώστους και χωρίς να γνωρίζω τη γλώσσα που για τους Γερμανούς είναι προσόν, μέσω γνωστού προς γνωστό έπιασα σπίτι και εκεί γνωρίστηκα με δυο δικηγόρους τον Διονύση Γρανά και την Αλίκη Γκιρλιώτη που είναι μέλη της διοίκησης του Ελληνικού Πολιτιστικού Κέντρου. Αυτοί οι δυο με βοήθησαν στις διαδικασίες για την παραμονή μου αλλά και σε άλλες υποθέσεις της εγκατάστασής μου…»
Και μετά τη δίμηνη εργασία της στο εστιατόριο των Ελλήνων με τους «κεραυνούς» κατά των συμπατριωτών τους και αφού κρίθηκε ότι δεν τους είναι… απαραίτητη, η νεαρή μετανάστρια χτύπησε την πόρτα Γερμανού εστιάτορα. «Μήπως θέλετε άτομα για δουλειά;» τον ρώτησε τη μέρα που πήγε.«Μπορείς να δουλέψεις στην κουζίνα και να φτιάχνεις κέικ;» ζήτησε να μάθει αυτός. «Εμένα με είχε μάθει η γιαγιά μου να μαγειρεύω και του είπα ότι ξέρω. Την αρχή του περασμένου Οκτωβρίου έπιασα δουλειά στο εστιατόριο και από τότε όλα πάνε καλά…»
Η πρόσληψή της ήταν άμεση και σε ένα βαθμό συνέβαλαν και τα… γερμανικά χαρακτηριστικά του προσώπου της. Η Φωτεινή την επομένη πήγε σε φροντιστήριο εκμάθησης της γλώσσας και στις 5 Σεπτεμβρίου επιστρέφοντας από την Ελλάδα, γυρίζει στο πόστο της.
Συγκρίνοντας τις συνθήκες εργασίας σε Ελλάδα και Γερμανία διαπιστώνει ότι «είναι όπως το φως με το σκοτάδι». Όσο δούλεψε στη χώρα της δεν γνώρισε το διάλειμμα στη δουλειά της, δεν πληρώθηκε τις υπερωρίες της, δεν είχε την ασφάλεια ζωής από το Κράτος και δεν είχε το κρατικό συμπλήρωμα για να μπορέσει να βιοποριστεί. «Για τους Γερμανούς ο μετανάστης, αναλόγως προσόντων, είναι μια επένδυση», σημειώνει. «Οι νόμοι της χώρας είναι σκληροί όμως εφαρμόζονται και οι έλεγχοι είναι συνεχείς…»
Όμως και εδώ επικρατεί το σύνηθες ελληνικό φαινόμενο της εκμετάλλευσης και της απάτης. Στα περίφημα γραφεία ευρέσεως εργασίας στην Ελλάδα και σε χώρες του εξωτερικού λειτουργούν τα κυκλώματα που υπόσχονται «εξασφαλισμένη εργασία και ονειρεμένη ζωή».
Και παρατηρείται, όταν φτάνουν τα … καραβάνια των μεταναστών οι άνθρωποι να χάνονται και να σπεύδουν αλαφιασμένοι στην ομογένεια και στην πρεσβεία για να τους διευκολύνουν. Αν η τύχη δεν τους ευνοήσει και βρεθούν χωρίς στέγη, τότε κατασκηνώνουν σε διάφορες αίθουσες ή σε υπαίθριους χώρους γερμανικών πόλεων.
Πού αλλού να πάνε; Να γυρίσουν πίσω; Στην Ελλάδα, που για πολλοστή φορά ως τέρας ορμά και κατασπαράσσει τις νέες γενιές, το μέλλον της;
Στην πρόσληψη της Φωτεινής σε εστιατόριο της Γερμανίας, βοήθησαν και τα χαρακτηριστικά της.
madeincreta.gr
Η Φωτεινή προσπαθεί ένα χρόνο τώρα στην υπερδύναμη της Ευρώπης να μαζέψει τα κομμάτια της… αναγκαστικής προσφυγιάς της και να μπει στους ρυθμούς του Βερολίνου, μα της είναι δύσκολο όσο κι αν προσπαθεί και όσο κι αν οι Γερμανοί θέλουν να της κάνουν εύκολη και άνετη τη ζωή της και να της παρέχουν προνόμια.
Το μόνιμο μαύρο της μέρας γίνεται το μαύρο της ζωής της και η νεαρή Ελληνίδα δεν μπορεί να ξεφύγει από το απέραντο γαλάζιο και τη θάλασσα που τη γοητεύει και στριφογύριζε τα όνειρά της.
Όλες τις μέρες του χρόνου ψάχνει και όλο ψάχνει στο… ψυχρό σκοτάδι της Βαυαρίας την οικογένειά της, τους συγγενείς, τους φίλους της, την πατρίδα της μα δεν τους βρίσκει και ανακουφίζεται μόνο όταν καθημερινά - γιατί δε μπορεί δίχως τους - σηκώσει το τηλέφωνο και τους ακούσει. «Θα ήθελα να γυρίσω στην πατρίδα όπως και όλοι οι νέοι. Δε μπορώ χωρίς τον ήλιο και τη θάλασσα, δε μπορώ χωρίς το μεσογειακό ταπεραμέντο μας, πώς να στο πω!» λέει από τα εσώψυχά της, γνωρίζοντας ότι μόλις «έχτισε» τη ζωή της στην ξενιτιά Όταν πια στα 20 της χρόνια έκανε το πρώτο κλικ στην κάμερά της σαν βοηθός φωτογράφος, δε θα μπορούσε να φανταστεί ότι και τα επόμενα κλικ στην επαγγελματική της δράση θα… έκαιγαν τα φιλμ και θα έπρεπε να ξαναρχίσει από την αρχή! Οι φωτογράφοι της εταιρίας με πέντε χρόνια δουλειάς στην πλάτη απολύθηκαν και τότε αντί για τη μηχανή έπιασε το δίσκο σε γνωστό καφέ στο κέντρο της πρωτεύουσας.
Η κούραση κάθε μέρα και για δυο χρόνια ανυπόφορη και το «μεγάλο μεροκάματο» δεν τη… χαλάρωνε. Μέχρι, που μια «ωραία πρωία» μαζί και σε άλλους τέσσερις σερβιτόρους τους έδειξαν την πόρτα εξόδου. Από εδώ αρχίζει το ταξίδι της προσφυγιάς και η Φωτεινή η 27χρονη Αθηναία, με καταγωγή από το Καρπενήσι, φορτώθηκε τα συντρίμμια της και έφυγε…
ΘΕΛΟΥΝ ΤΗ ΧΩΡΑ ΕΝΑ ΞΕΡΟΚΟΜΜΑΤΟ…
Ο κόμπος στο λαιμό σε σφίγγει μέχρι ασφυξίας, όταν αυτή η Ελληνίδα ανοίγει διάπλατα τις πόρτες της ψυχής της στο MadeinCreta για να ξαλαφρώσει, και σου λέει βέβαιη για τα υποχθόνια σχέδια των υποψήφιων αγοραστών που θέλουν να κάνουν πλιάτσικο: «Μας εξευτελίζουν για να ρίξουν τις τιμές και να μας αγοράσουν. Θέλουν να ψωνίσουν τη χώρα μου για ένα ξεροκόμματο, παραμονεύουν σαν τα αρπαχτικά για να πάρουν μισοτιμής τη θάλασσά μας, τον ήλιο μας, τη γη μας, τη ζωή μας γιατί το μόνιμο σκοτάδι τους κρύβει το φως. Ψάχνουν!»
Νιώθεις να ξεριζώνονται από την ύπαρξή της αυταρχικά και βίαια τα όνειρα που έκανε από κοριτσάκι, που αλλιώς τα θεμελίωνε και αλλιώς της βγήκαν και σήμερα μετέωρη στη γωνιά της παλεύει και αγωνιά, ξενιτεμένη. Η Ελλάδα του 21ου αιώνα τη μαστίγωσε όπως και στα μετακατοχικά χρόνια της μετανάστευσης, την είδε αποπαίδι της και την έδιωξε τρώγοντας ως αδίστακτος ανθρωποφάγος τη σάρκα από τη σάρκα της!
Η πληγή της τρέχει ακόμη, από τότε που οι Έλληνες εστιάτορες στο Βερολίνο στους δυο μήνες που δούλεψε από τον Αύγουστο του 2012, με υποτιμητικές εκφράσεις καταφέρονταν κατά των Ελλήνων στην πατρίδα, αποκαλώντας τους «κλέφτες, αγράμματους και αμόρφωτους».
Είναι οι Έλληνες της διασποράς που καρφώνουν το μαχαίρι και στάζει αίμα και στο παρελθόν ήταν εκείνοι (δυστυχώς), που σήκωναν ψηλά τα λάβαρα στους πολιτικούς που από τον δικομματισμό της εξουσίας εγκαινίασαν και διαιώνισαν σε υπερθετικό βαθμό τη διαφθορά στον τόπο…
Από το καφέ στο κέντρο της Αθήνας η Φωτεινή «πετάχτηκε» σαν σκουπίδι αρνούμενη η εργοδοσία να της καταβάλει και την αποζημίωση.
Όμως έδωσε μάχη και την πήρε κι ύστερα έβαλε πλώρη για τη Γερμανία μόνη και «επί ξύλου κρεμάμενη», αφού η ανεργία συνέχιζε την ανηφόρα και θέση δεν υπήρχε στον ήλιο για την ίδια.
«ΣΤΑΘΗΚΑ ΤΥΧΕΡΗ…»
«Αποφάσισα πάνω στην απελπισία μου», εξιστορεί, «να φύγω στο Βερολίνο και να ψάξω τη ζωή μου. Άγνωστη σε αγνώστους και χωρίς να γνωρίζω τη γλώσσα που για τους Γερμανούς είναι προσόν, μέσω γνωστού προς γνωστό έπιασα σπίτι και εκεί γνωρίστηκα με δυο δικηγόρους τον Διονύση Γρανά και την Αλίκη Γκιρλιώτη που είναι μέλη της διοίκησης του Ελληνικού Πολιτιστικού Κέντρου. Αυτοί οι δυο με βοήθησαν στις διαδικασίες για την παραμονή μου αλλά και σε άλλες υποθέσεις της εγκατάστασής μου…»
Και μετά τη δίμηνη εργασία της στο εστιατόριο των Ελλήνων με τους «κεραυνούς» κατά των συμπατριωτών τους και αφού κρίθηκε ότι δεν τους είναι… απαραίτητη, η νεαρή μετανάστρια χτύπησε την πόρτα Γερμανού εστιάτορα. «Μήπως θέλετε άτομα για δουλειά;» τον ρώτησε τη μέρα που πήγε.«Μπορείς να δουλέψεις στην κουζίνα και να φτιάχνεις κέικ;» ζήτησε να μάθει αυτός. «Εμένα με είχε μάθει η γιαγιά μου να μαγειρεύω και του είπα ότι ξέρω. Την αρχή του περασμένου Οκτωβρίου έπιασα δουλειά στο εστιατόριο και από τότε όλα πάνε καλά…»
Η πρόσληψή της ήταν άμεση και σε ένα βαθμό συνέβαλαν και τα… γερμανικά χαρακτηριστικά του προσώπου της. Η Φωτεινή την επομένη πήγε σε φροντιστήριο εκμάθησης της γλώσσας και στις 5 Σεπτεμβρίου επιστρέφοντας από την Ελλάδα, γυρίζει στο πόστο της.
Συγκρίνοντας τις συνθήκες εργασίας σε Ελλάδα και Γερμανία διαπιστώνει ότι «είναι όπως το φως με το σκοτάδι». Όσο δούλεψε στη χώρα της δεν γνώρισε το διάλειμμα στη δουλειά της, δεν πληρώθηκε τις υπερωρίες της, δεν είχε την ασφάλεια ζωής από το Κράτος και δεν είχε το κρατικό συμπλήρωμα για να μπορέσει να βιοποριστεί. «Για τους Γερμανούς ο μετανάστης, αναλόγως προσόντων, είναι μια επένδυση», σημειώνει. «Οι νόμοι της χώρας είναι σκληροί όμως εφαρμόζονται και οι έλεγχοι είναι συνεχείς…»
Όμως και εδώ επικρατεί το σύνηθες ελληνικό φαινόμενο της εκμετάλλευσης και της απάτης. Στα περίφημα γραφεία ευρέσεως εργασίας στην Ελλάδα και σε χώρες του εξωτερικού λειτουργούν τα κυκλώματα που υπόσχονται «εξασφαλισμένη εργασία και ονειρεμένη ζωή».
Και παρατηρείται, όταν φτάνουν τα … καραβάνια των μεταναστών οι άνθρωποι να χάνονται και να σπεύδουν αλαφιασμένοι στην ομογένεια και στην πρεσβεία για να τους διευκολύνουν. Αν η τύχη δεν τους ευνοήσει και βρεθούν χωρίς στέγη, τότε κατασκηνώνουν σε διάφορες αίθουσες ή σε υπαίθριους χώρους γερμανικών πόλεων.
Πού αλλού να πάνε; Να γυρίσουν πίσω; Στην Ελλάδα, που για πολλοστή φορά ως τέρας ορμά και κατασπαράσσει τις νέες γενιές, το μέλλον της;
Στην πρόσληψη της Φωτεινής σε εστιατόριο της Γερμανίας, βοήθησαν και τα χαρακτηριστικά της.
madeincreta.gr
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Η αναβίωση του Παγκρατίου αθλήματος στον Εθνικό!
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ