2013-08-14 21:10:14
Η επιλογή της αμυντικής τοποθεσίας του Αφιόν ως βασικός λόγος της ήτταςΓράφει ο Αρματιστής
τοῖς κείνων ρήμασι πειθόμενοι«Ο Έλλην στρατιώτης επολέμησεν. Η μομφή ήν του προσάπτουν τινές, ότι απορρίψας τον οπλισμόν του, άμα τη ενάρξει της Τουρκικής επιθέσεως, ετράπη εις φυγήν, δεν είναι αληθής. ….
Με τη ποσότητα ηθικού ήν ενέκλειεν έτι η ψυχή του ημύνθη γενναίως των οχυρωμένων του θέσεων. Εάν εκάμφθη προ πενταπλασίου εχθρού εν τη αμύνη μιας ελαττωματικής γραμμής, εάν εν τη υποχωρήσει του επανικοβλήθη, οδηγηθείς ως οδηγήθη, αποκοπείς των συγκοινωνιών του, κυκλωθείς επανειλημμένως, μαχόμενος επί ημέρας προς όλα τα σημεία, εις μίαν άχαρι και ματαίαν προσπάθειαν, άνευ πυρομαχικών και άνευ τροφίμων, τούτο ούτε εκπληκτικόν, ούτε πρωτοφανές είναι. … Συνέβη εις στρατούς κάλλιον συγκροτημένους ή ο Ελληνικός και καλύτερους θεωρουμένους τούτου. Τα στρατηγικά σφάλματα άτινα διεπράχθησαν, εβάρυνον καταπληκτικώς επί της πλάστιγγος. Το μειωμένον ηθικόν συνέτεινεν, αλλά δεν έκρινεν … Κύρια αίτια της όλης ήττης ήσαν:
1. Η εσφαλμένη εκλογή της αμυντικής τοποθεσίας εις την περιοχήν Αφιόν.
2. Η έλλειψις σοβαράς στρατηγικής εφεδρείας εις την εξέχουσαν του Αφιόν.
3. Η εσφαλμένη διεύθυνσις του υποχωρητικού αγώνος, από Αφιόν προς Τουμλού Μπουνάρ, το και σπουδαιότερον».
«Η Μικρασιατική Ήττα»
Αντισυνταγματάρχης Κ.Δ. Κανελλόπουλος,
Γενικά
Στις 13 Αυγούστου 1922 (π.ημ.) και ύστερα από πολύμηνη προπαρασκευή, άρχισε η μεγάλη Τουρκική επίθεση εναντίον των δυνάμεων της Στρατιάς Μικράς Ασίας που βρίσκονταν εγκατεστημένες στην αμυντική τοποθεσία που κάλυπτε τη πόλη του Αφιόν Καραχισάρ και η οποία ήταν γνωστή (και έτσι έμεινε στην ιστορία) με το όνομα «εξέχουσα του Αφιόν». Στρατηγικός σκοπός της Τουρκικής διοίκησης ήταν η διεξαγωγή μιας μάχης για τη συντριβή της Ελληνικής Στρατιάς, που θα επιτυγχάνονταν με την συγκεντρωτική επίθεση των κύριων Τουρκικών δυνάμεων εναντίον του πλέον ασθενούς σημείου της Ελληνικής αμυντικής διάταξης, ώστε να επιτύχουν σε σύντομο χρόνο τη διάρρηξη της Ελληνικής αμυντικής τοποθεσίας, στη συνέχεια το διαχωρισμό των Ελληνικών δυνάμεων με απόρριψη μέρους ή και του συνόλου τους προς βορρά και εκτός των γραμμών συγκοινωνιών τους και τελικά τη καταστροφή τους. Η επίθεση αποφασίστηκε να διεξαχθεί εναντίον της δεξιάς πτέρυγας της εξέχουσας του Αφιόν, δηλαδή στη περιοχή που περιλαμβανόταν μεταξύ του ποταμού Τσάϊ (Ακάρ) στα νοτιοανατολικά του Αφιόν Καραχισάρ και του Τουμλού Μπουνάρ στα δυτικά.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η Ιδέα Ενεργείας της ανώτατης Τουρκικής διοίκησης για το ΠΟΥ, το ΠΩΣ και με ΠΟΙΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ θα διεξαγόταν η ΜΕΓΑΛΗ επίθεση, καθώς και το ΓΙΑΤΙ επιλέχθηκε η δεξιά πτέρυγα της εξέχουσας για την εκτόξευση της επίθεσης:
«Η ιδέα μας ήταν να δώσουμε μία μάχη συντριβής, συγκεντρώνοντας τις κύριες δυνάμεις μας επί μιας πτέρυγας, εάν ήτο δυνατό, έναντι της εξωτερικής πτέρυγας του εχθρού. Βρήκαμε ως λύση ορθή να συγκεντρώσουμε τις κύριες δυνάμεις μας νότια της δεξιάς πτέρυγας του εχθρού, η οποία βρισκόταν στη περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ και μεταξύ του ποταμού Τσάϊ και του Τουμλού Μπουνάρ. Εκεί βρισκόταν η σπουδαιότερη και η μάλλον εύτρωτος τοποθεσία του εχθρού. Υπήρχε η αντίληψη ότι το αποτέλεσμα θα ήταν ταχύ και αποφασιστικό εάν επιτιθέμεθα εκ της πλευράς αυτής»
(Απόσπασμα από ομιλία του Κεμάλ προς τη Τουρκική Εθνοσυνέλευση)
Αλλά και στην οδηγία επιχειρήσεων την οποία εξέδωσε στις 25 Ιουλίου 1922 ο διοικητής του Δυτικού Μετώπου Ισμέτ πασάς προς τους διοικητές των 1ης και 2ης Τουρκικών Στρατιών, αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Αντικειμενικός σκοπός της επιθέσεως είναι να ριφθεί το κύριο εχθρικό σώμα προς βορρά, ηττώμενο σε γενική μάχη που θα αρχίσει και θα εξελιχθεί στο Αφιόν, στα όρη Ακάρ και τη προέκτασή τους».
Ποια ήταν όμως εκείνα τα χαρακτηριστικά της δεξιάς πτέρυγας της εξέχουσας του Αφιόν που τη καθιστούσαν αφ’ ενός πολύ σπουδαία για την όλη αμυντική διάταξη της Στρατιάς Μικράς Ασίας και αφ’ ετέρου ιδιαίτερα ευάλωτη σε ένα ισχυρό και μεθοδευμένο κτύπημα, ώστε να οδηγηθεί η Τουρκική ηγεσία στην επιλογή της για την εκτόξευση της μεγάλης επίθεσης που από καιρό μελετούσε και προετοίμαζε; Αλλά και γιατί ο Κ. Κανελλόπουλος θεωρεί ότι η εσφαλμένη επιλογή της αμυντικής τοποθεσίας από την Ελληνική ηγεσία στη περιοχή του Αφιόν ήταν ένας από τους τρεις κύριους λόγους της ήττας της Ελληνικής Στρατιάς στη μεγάλη μάχη που διεξήχθη στα κράσπεδα του Αφιόν Καραχισάρ τη 13η Αυγούστου 1922;
Το παρόν κείμενο, τη σημερινή μαύρη και ξεχασμένη επέτειο της 13ης Αυγούστου 1922, αυτό το σκοπό έρχεται να εκπληρώσει: Να φέρει σε γνώση κάθε Έλληνα που ενδιαφέρεται για τα τραγικά γεγονότα εκείνης της περιόδου, τα ελαττώματα και τις αδυναμίες της αμυντικής τοποθεσίας της εξέχουσας του Αφιόν, καθώς και το πώς και το γιατί επιλέχθηκε από την ηγεσία της Μικρασιατικής Στρατιάς και τους επί τόπου διοικητές των μεγάλων μονάδων εκείνη η άκρως προβληματική και ευάλωτη τοποθεσία που “έκρυβε το θάνατο μέσα της” και που κάτω από τα ερείπια των προμαχώνων της παραμένουν άταφα και ατίμητα τα οστά εκατοντάδων Ελλήνων μαχητών που έδωσαν τον υπέρ πάντων αγώνα «τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι».
Δεν θα υπάρξει αναφορά στα της διεξαγωγής του αμυντικού αγώνα, στο επίπεδο των διοικήσεων και στο ηθικό των δυνάμεων, επειδή αυτό το πολύ σημαντικό και τεράστιο κεφάλαιο, θα αναλυθεί «εν καιρώ».
Μολονότι έχουν περάσει 91 χρόνια από τη 13η Αυγούστου 1922, η Μικρασιατική Καταστροφή θα συνεχίζει να στοιχειώνει το έθνος. Στην προσπάθεια να δοθούν απαντήσεις για τα αίτια που προκάλεσαν τη καταστροφή του Μικρασιατικού Ελληνισμού έχουν χυθεί χιλιάδες τόνοι μελάνης. Και ενώ σχεδόν όλοι όσοι καταπιάστηκαν με το τεράστιο αυτό ζήτημα αναφέρουν ότι η πραγματική αιτία της καταστροφής ήταν η ήττα του Ελληνικού Στρατού στο πεδίο της μάχης, αποφεύγουν να μιλήσουν διεξοδικά για τις αιτίες και τους λόγους που οδήγησαν στην ταπεινωτική συντριβή μιας πανίσχυρης στρατιάς και που δυστυχώς, είναι οι ίδιοι λόγοι που επαναλαμβάνονται επί 200 χρόνια ελεύθερου εθνικού βίου και μας οδήγησαν (και θα μας οδηγήσουν πάλι στο μέλλον) σε τραγικές εθνικές περιπέτειες.
Έχει σημασία και επιβάλλεται να τονιστεί ότι στη Μικρά Ασία συγκρούστηκε ο Ελληνικός με τον Τουρκικό στρατό και ότι ο Ελληνικός στρατός ηττήθηκε στο πεδίο της μάχης του Αφιόν Καραχισάρ. Ο Ελληνικός στρατός, αφού έγραψε σελίδες δόξας στα πεδία της μαχών, στην τελική αναμέτρηση στην περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ ηττήθηκε, συντρίφτηκε, αποσυντέθηκε, κατέστη ανίκανος για τη διεξαγωγή επιχειρήσεων και έστρεψε τα νώτα στον εχθρό αναζητώντας τη σωτηρία στη θάλασσα. Το μέγεθος της καταστροφής που ακολούθησε τη στρατιωτική ήττα ήταν ανάλογο της ασύλληπτης ταχύτητας με την οποία διαλύθηκε η περήφανη Μικρασιατική Στρατιά που ένα χρόνο πριν από το σάλπισμα της αποχώρησης έκρουε τις πύλες της Άγκυρας από το Ντουά Τεπέ του Πολατλί μέχρι τα βράχια του Καλέ Γκρότο. Και οι ευθύνες για τη μεγάλη στρατιωτική ήττα και τη συντριβή του στρατού είναι καθαρά Ελληνικές και θα πρέπει να αναζητηθούν. Βαρύνουν αποκλειστικά τις πολιτικές ηγεσίες της εποχής, τους διοικητές του Στρατού, αλλά και το μέρος εκείνου του πνευματικού και δημοσιογραφικού κόσμου που δεν συμπαραστάθηκε στο μεγάλο εγχείρημα, ή ενδεχομένως και το έβλαψε.
Αυτός είναι ο σκοπός του παρόντος κειμένου. Πέρα από τους θρήνους και τα μνημόσυνα για τις χαμένες πατρίδες, η αναζήτηση των λόγων που οδήγησαν στη στρατιωτική ήττα.
Η δημιουργία της εξέχουσας του Αφιόν Καραχισάρ
(ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 1 – παρουσιάζει ακόμη το οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο στη περιοχή της εξέχουσας του Αφιόν)
Αμέσως μετά τις επιχειρήσεις του Σαγγάριου και κατά το πρώτο μισό του Σεπτεμβρίου, η Στρατιά Μικράς Ασίας επανήλθε στις θέσεις από τις οποίες εξόρμησε την 1η Αυγούστου προς την Άγκυρα και εγκαταστάθηκε στη γενική γραμμή Μποζ Νταγ – Εσκή Σεχήρ – Σεϊντί Γαζή.
Στη περιοχή του Αφιόν και ανατολικότερα βρισκόταν το Νότιο Συγκρότημα (Ν.Σ.), αποτελούμενο κυρίως από τη IV Μεραρχία. Είχε παραμείνει στην περιοχή του Αφιόν καθ’ όλη τη διάρκεια των επιχειρήσεων προς την Άγκυρα με αποστολή τη σταθερή κάλυψη του δεξιού πλευρού της Στρατιάς.
Από τις 12 Σεπτεμβρίου και για την απόκρουση της Τουρκικής αντεπίθεσης που εκδηλώθηκε προς το Αφιόν Καραχισάρ από το ΙΙ Τουρκικό Σώμα Στρατού και το V Σώμα Ιππικού (6 μεραρχίες πεζικού και 3 ιππικού), η Στρατιά μετέφερε διαδοχικά στην περιοχή του Αφιόν τα Α’ και Β’ Σώματα Στρατού με τις Μεραρχίες Ι, ΙΙ, ΧΙΙ και V κ’ XIII αντίστοιχα. Μετά από σφοδρές μάχες που διάρκεσαν από τις 17 έως και τις 29 Σεπτεμβρίου, οι Τουρκικές δυνάμεις ηττήθηκαν και αποχώρησαν νοτιοανατολικά του Αφιόν Καραχισάρ.
Από το πρώτο δεκαήμερο όμως του Σεπτεμβρίου 1921, αλλά και κατά τη διάρκεια των αγώνων περί το Αφιόν για την απόκρουση της Τουρκικής αντεπίθεσης, η Σ.Μ.Α. προβληματίστηκε με το ζήτημα του καθορισμού της αμυντικής γραμμής που θα καταλάμβανε στο νότιο πλευρό της και ειδικά στη περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ. Η πόλη του Αφιόν ήταν το τέρμα της σιδηροδρομικής γραμμής «Σμύρνης – Αφιόν» και σημαντικός σταθμός της σιδηροδρομικής γραμμής της Βαγδάτης (Εσκή Σεχήρ – Κιουτάχεια – Αφιόν – Ικόνιο), αποτελώντας έτσι σημαντικότατο κόμβο συγκοινωνιών και επικοινωνιών. Από τη στιγμή που σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο αποφασίστηκε η διατήρηση των όσων ύστερα από σκληρούς αγώνες κερδήθηκαν – και ως εκ τούτου η αμυντική εγκατάσταση στη γενική γραμμή Προποντίδα – Εσκή Σεχήρ – Αφιόν Καραχισάρ – Μαίανδρος – Αιγαίο – το μέτωπο της Στρατιάς στη περιοχή του Αφιόν θα σχημάτιζε υποχρεωτικά ορθή γωνία, με το ένα σκέλος να εκτείνεται προς βορρά προκειμένου να καλύψει από ανατολικά το Εσκή Σεχήρ, καθώς και τη γραμμή της Βαγδάτης και το άλλο σκέλος θα εκτεινόταν προς τα δυτικά, προκειμένου να καλύψει από νότο τη περιοχή του Αφιόν και τη σιδηροδρομική γραμμή Σμύρνη – Ουσάκ – Τουμλού Μπουνάρ – Αφιόν Καραχισάρ, που θα αποτελούσε στο εξής τη κύρια οδό συγκοινωνιών με τη βάση της Σμύρνης. Η αναφερόμενη περί το Αφιόν ορθή γωνία του μετώπου της Στρατιάς, αποτέλεσε τη γνωστή «εξέχουσα του Αφιόν».
ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 1: Η διάταξη της Στρατιάς Μικράς Ασίας στις 14 Σεπτεμβρίου 1921.
Η πόλη του Αφιόν και οι σιδηροδρομικές γραμμές Σμύρνης και Βαγδάτης εκτιμήθηκαν ως ζωτικής σημασίας για την άμυνα της Στρατιάς και ως εκ τούτου επιβαλλόταν η ευρεία και ισχυρή κάλυψη τους από ανατολικά και νότο. Αντί όμως της ευρείας κάλυψης, τελικά και για λόγους που θα αναφερθούν παρακάτω, επιλέχθηκε η πολύ στενή και αβαθής κάλυψη. Ιδιαίτερα δε αβαθής και προβληματική (και καταστροφική όπως απεδείχθη στο τέλος) ήταν η κάλυψη της σιδηροδρομικής γραμμής Σμύρνης – Αφιόν στη περιοχή μεταξύ του Τουμλού Μπουνάρ και του Αφιόν Καραχισάρ.
Πριν αναφερθούμε στο ιστορικό της εκλογής της αμυντικής τοποθεσίας στο προς τα δυτικά εκτεινόμενο σκέλος της εξέχουσας, που αργότερα χαρακτηρίστηκε ως «η Αχίλλειος πτέρνα» της όλης Ελληνικής αμυντικής διάταξης, κρίνεται σκόπιμο να αναφερθούν ορισμένα γεωγραφικά στοιχεία για τη περιοχή της εξέχουσας για τη καλύτερη παρακολούθηση των όσων θα αναφερθούν.
Γεωγραφία της περιοχής του Αφιόν Καραχισάρ
(ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ 1-5)
Η γεωγραφική περιοχή επί της οποίας σχηματίστηκε η εξέχουσα του Αφιόν αποτελεί τμήμα του Μικρασιατικού υψιπέδου του οποίου τα ύψη κυμαίνονται από 1200 μέτρα μέχρι 2.500 μέτρα, πλην δύο μικρών πεδινών τμημάτων δυτικά και νοτιοανατολικά του Αφιόν που διαρρέονται από το ποταμό Ακάρ και των οποίων το ύψος δεν υπερβαίνει τα 1000 μέτρα. Ο ποταμός Ακάρ πηγάζει από το Ρεσίλ Τεπέ (Ιλμπουλάκ Νταγ) και χύνεται στη λίμνη Εμπέρ. Κατά τη διαδρομή του μετέτρεπε τη πεδιάδα του Αφιόν το μεν χειμώνα σε ένα απέραντο έλος, το δε καλοκαίρι σε άνυδρη στέπα.
Βορειοανατολικά του Αφιόν δεσπόζει το Καρατζά Νταγ. Επί του προς τα δυτικά κατερχόμενου αντερείσματος του Καρατζά Νταγ με το όνομα Καραϊσάρ Τσαλισλάρ, καθώς και των προς βορρά υψωμάτων Ιν Τεπέ, Καρά Ασλάν και Σιβιρλί Τεπέ, στηρίχθηκε το προς τα ανατολικά στραμμένο σκέλος της εξέχουσας.
Νότια του Αφιόν και μεταξύ των μικρών πεδιάδων του Σαντουκλή και του Τσιφούτ Κασαμπά υψώνεται και κυριαρχεί ο όγκος του Καμελάρ Νταγ [(Kumalar) υψ. 2220 μ.]. Από το Καμελάρ αποσπάται προς βορρά το Μπουγιούκ (Μεγάλο) Καλετζίκ (Buyukkalecik) ή Κοτσά Τεπέ με υψ. 1900 μ., το οποίο διαχωρίζεται από το Καμελάρ με βαθύ αυχένα 1540 μέτρων 3 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του χωριού Dadak και δια του οποίου επικοινωνεί η μικρή πεδιάδα του Τσιφούτ Κασαμπά με τη περιοχή του χωριού Σαβράν. Από το Μεγάλο Καλετζίκ το έδαφος κατέρχεται προς βορρά προς τον όγκο του Μικρού Καλετζίκ με υψόμετρο 1800 μέτρα από το οποίο και διαχωρίζεται με αυχένα ύψους 1580 μέτρων. Το Μπουγιούκ Καλετζίκ κυριαρχεί απόλυτα του Μικρού Καλετζίκ καθώς και σε όλο το πλάτος της προς βορρά εκτεινόμενης περιοχής.
Από το Κιουτσούκ Καλετζίκ εκτείνεται προς τα δυτικά μία σειρά υψωμάτων που φέρουν τα ονόματα Τιλκί Κιρί Μπελ (Tinaztepe), Κιλίτς Αρσλάν Μπελ και Χασάν Μπελ (Cigiltepe), δια των οποίων διαχωρίζεται η κοιλάδα του «Ντουζ Αγάτς – Μπαλ Μαχμούτ» στα βόρεια, από αυτή του Σαντουκλή στα νότια. Από χαμηλό αυχένα επί του υψώματος Κιλίτς Αρσλάν Μπελ διερχόταν η σκυρόστρωτη οδός Αφιόν Καραχισάρ – Μπαλ Μαχμούτ – Σαντουκλή.
Δυτικά του Χασάν Μπελ και σε ύψος 1900 μέτρων υψώνεται ο επιβλητικός όγκος του Ακάρ Νταγ. Η κορυφογραμμή του Ακάρ Νταγ είναι τελείως γυμνή από βλάστηση και περιλαμβάνει τρεις κορυφές. Δυτικά το Τουκλού Τεπέ με ύψος 1870 μ. και ανατολικότερα δύο με το όνομα Τραπεζοειδής και ύψος 1980 μ.. Ανατολικά του Ακάρ Νταγ εκτείνεται το Αχούρ Νταγ. Μεταξύ των προς βορειοανατολικά εκτεινόμενων αντερεισμάτων των δύο ορέων, σχηματίζεται η στενωπός του Τσάι Χισάρ. Το Αχούρ Νταγ είναι δύσβατο, με απότομες κλίσεις, πυκνά δασωμένο και στερείται παντελώς δρομολογίων. Αντέρεισμα του Αχούρ Νταγ κατέρχεται προς το Χασάν Μπελ.
Βόρεια της πεδιάδας του Μπαλ Μαχμούτ δεσπόζει το χαμηλό και άδενδρο Ρεσίλ Τεπέ ή Ιλμπουλάκ Νταγ, ο σπόνδυλος του οποίου ακολουθεί κατεύθυνση από βορειοδυτικά προς νοτιοδυτικά.
Δυτικά του Ρεσίλ Τεπέ κυριαρχεί το πυκνά δασωμένο Μουράτ Νταγ (ο Δίδυμος των αρχαίων). Μεταξύ του προς τα ανατολικά εκτεινόμενου αντερείσματος του Μουράτ Νταγ με το όνομα Χασάν Ντετέ Τεπέ και του Ακάρ Νταγ βρίσκονται τα υψώματα της διάβασης του Τουμλού Μπουνάρ (Dumlupinar) που όριζαν και τη ομώνυμη αμυντική τοποθεσία η οποία είχε οχυρωθεί το Μάρτιο του 1921 από τη ΙΙ Μεραρχία. Η υπόψη τοποθεσία ήταν οικονομική και στήριζε ισχυρά τα πλευρά της επί του Χασάν Ντετέ Τεπέ βόρεια και του Τουκλού Τεπέ νότια.
Κατόπιν των όσων αναφέρθηκαν παραπάνω, συνάγεται ότι τα δεσπόζοντα σημεία της περιοχής επί της οποίας σχηματίστηκε η εξέχουσα του Αφιόν ήσαν το Καρατζά Νταγ, το Μπουγιούκ Καλετζίκ ή Κοτσά Τεπέ και το Ακάρ Νταγ. Εξ αυτών, μόνο το Ακάρ Νταγ κατεχόταν από τις Ελληνικές δυνάμεις.
Το οδικό δίκτυο της περιοχής της εισέχουσας
Από το Αφιόν Καραχισάρ και προς τα δυτικά δεν υπήρχε καμιά σκυρόστρωτη οδός που να συνδέει το Αφιόν με το Ουσάκ. Υπήρχε μόνο ένας καροποίητος δρόμος που ακολουθούσε τη κατεύθυνση της σιδηροδρομικής γραμμής και ήταν βατός σε τροχό μόνο σε περίοδο ανομβρίας. Οι μόνοι σκυρόστρωτοι οδοί στη περιοχή ήσαν οι εξής:
Από Αφιόν προς ΚιουτάχειαΑπό Κιουτάχεια δια Τζεντίζ προς ΟυσάκΑπό Τουμλού Μπουνάρ προς Κιουτάχεια
Το ιστορικό της εκλογής της αμυντικής τοποθεσίας της εξέχουσας
(ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ 2, 3 κ’ 4)
Το ιστορικό της εκλογής της αμυντικής τοποθεσίας της εξέχουσας προέρχεται κατά βάση από δύο πηγές:
1η Πηγή: ΔΙΣ/ΓΕΣ
ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 2: Τοποθεσίες λιμνών και Τσάι – Τσιβρίλ
Στις 11 Σεπτεμβρίου 1921 και κατά το χρόνο που οι δυνάμεις της Μικρασιατικής Στρατιάς συμπτύσσονταν από το Σαγγάριο προς το Εσκή Σεχήρ, η Στρατιά ζήτησε από το Νότιο Συγκρότημα (Ν.Σ.) να γνωματεύσει σχετικά με τη κάλυψη της από νότο, είτε στη γραμμή των λιμνών Εμπέρ – Εγκερντίρ – Ασκανία – Άντζι Τουζ, είτε στη γραμμή Τσάι – Τσιφούτ Κασαμπά – Σαντουκλή – Τσιβρίλ. Το Ν.Σ. απάντησε ότι με τις μικρές δυνάμεις που διέθετε (IV Μεραρχία και 49 Σύνταγμα Πεζικού), ήταν αδύνατο να καταλάβει και να καλύψει ισχυρά τις προτεινόμενες γραμμές. Οι προσπάθειες που αναλήφθηκαν στη συνέχεια για την απόκρουση της Τουρκικής αντεπίθεσης, οι μικρές δυνάμεις που διέθετε το Νότιο Συγκρότημα καθώς και η κόπωση του στρατεύματος δεν έδωσαν συνέχεια στη σκέψη για κάλυψη στη γραμμή των λιμνών. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι στον υπόψη πρώιμο χρόνο η Στρατιά είχε διαμορφώσει μια εξαιρετική – στρατηγικά – άποψη, για ευρεία, ισχυρή και οικονομική κάλυψη του Κόμβου του Αφιόν και είναι ενδιαφέρον να συγκριθεί με αυτή που τελικά επιλέχθηκε.
Στις 18 Σεπτεμβρίου 1921 τη διοίκηση όλων των περί το Αφιόν δυνάμεων που αντιμετώπιζαν τη Τουρκική αντεπίθεση, την ανέλαβε με διαταγή της Στρατιάς το Α’ Σώμα Στρατού. Στις 20 Σεπτεμβρίου η Στρατιά Μικράς Ασίας απέστειλε στο Α’ Σώμα Στρατού την ακόλουθη διαταγή αναφορικά με τη γραμμή που έπρεπε να καταληφθεί στο νότιο πλευρό της:
«… Αι υπό του Νοτίου Συγκροτήματος Μεραρχιών ληφθείσαι διατάξεις, βασιζόμεναι επί δυνάμεως μιας μόνον Μεραρχίας, δέον να τροποποιηθώσιν επί το ευρύτερον κατόπιν της αφίξεως αύτοθι του Α’ Σώματος Στρατού. Η Στρατιά θεωρεί επιβαλλομένην την κατάληψιν και οργάνωσιν αμυντικής τοποθεσίας, είτε της Καμελάρ Νταγ – Καλετζίκ Νταγ – Μουτατίμπ Νταγ – υψώματα Τσαλτιλάρ –υψώματα Καραϊσάρ, είτε της Κιλίτς Αρσλάν Μπελ – Καλετζίκ Νταγ και είτα ως η άνω, με απεσπασμένον κέντρον αντιστάσεως προς Μπορντί, επαφιεμένη δια την οριστικήν εκλογήν υμίν. Πάντως τοποθεσία δέον να καλύπτει επαρκώς κόμβον συγκοινωνιών Αφιόν».
ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 3: Αμυντικές τοποθεσίες που υποδείχθηκε ή διατάχθηκε η κατάληψή τους
Από την υπόψη διαταγή είναι φανερό ότι η Στρατιά αναθεωρούσε τις αρχικές της απόψεις για ευρεία κάλυψη του Αφιόν, αλλά άφησε τη πρωτοβουλία για την οριστική εκλογή της τοποθεσίας στο Α’ Σ.Σ., με βασική όμως προϋπόθεση την επαρκή (δηλαδή την ευρεία και ισχυρή) κάλυψη του Αφιόν, αλλά σε γραμμές εγγύτερα προς το Αφιόν από αυτή των λιμνών.
Και οι δύο ως άνω τοποθεσίες παρείχαν μερική κάλυψη στον κόμβο του Αφιόν, επειδή κάμπτονταν βόρεια στο Μουτατίμπ Νταγ, σε πολύ μικρή απόσταση από τη πόλη του Αφιόν. Η γραμμή η διερχόμενη από το Καμελάρ Νταγ ήταν στρατηγικά και τακτικά προτιμότερη, επειδή αφ’ ενός κάλυπτε ευρέως το Αφιόν από τη παρατήρηση και τα πυρά των Τούρκων και αφ’ ετέρου επικρατούσε πλήρως στις πεδιάδες του Σαντουκλή και του Τσιφούτ Κασαμπά, παρέχοντας ευρεία παρατήρηση επ’ αυτών. Η δεύτερη γραμμή, η του Καλετζίκ, θα μπορούσε να θεωρηθεί ικανοποιητική μόνο στη περίπτωση που θα στοιχιζόταν στο Μπουγιούκ Καλετζίκ (Κοτσά Τεπέ) και όχι στο Κιουτσούκ Καλετζίκ. Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η Στρατιά σχεδίαζε σε χάρτες 1:250.000 και 1:100.000, οι οποίοι, όσον αφορά κάποιες ονομασίες υψωμάτων και κατοικημένων τόπων, ήσαν εσφαλμένοι, με αποτέλεσμα και τα καθοριζόμενα στις διαταγές να μην ανταποκρίνονται πολλές φορές στη πραγματικότητα του εδάφους και ως εκ τούτου να απαιτούνται λεπτομερείς αναγνωρίσεις. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως, η πρωτοβουλία για την εκλογή της αμυντικής τοποθεσίας είχε αφεθεί στο Α’ Σ.Σ., που ευρισκόμενο επί τόπου μπορούσε να έχει σαφή άποψη του εδάφους και να στοιχίσει την αμυντική γραμμή είτε στο Καμελάρ Νταγ, είτε στο Μεγάλο Καλετζίκ και να την κάμψει βόρεια όχι στο Μουτατίμπ, αλλά ανατολικότερα, στα υψώματα των χωριών Ισικλάρ και Τσομπανλάρ προκειμένου ο κόμβος του Αφιόν να καλυφθεί ευρέως και ισχυρά.
Σε εκτέλεση της διαταγής της Στρατιάς, το Α’ ΣΣ διέταξε τη IV Μεραρχία να καταλάβει στις 21 Σεπτεμβρίου το Καλετζίκ και να οργανωθεί αμυντικά επ’ αυτού. Πράγματι, η IV Μεραρχία, δια του 49 Συντάγματος Πεζικού κατέλαβε στις 21 Σεπτεμβρίου το Καλετζίκ. Στη πραγματικότητα και όπως θα φανεί στη συνέχεια, το 49 Σύνταγμα κατέλαβε το βόρειο και χαμηλότερο τμήμα του Κιουτσούκ Καλετζίκ (υψώματα Μαύρος Βράχος και 1710) και δεν προωθήθηκε στη κορυφογραμμή του Κιουτσούκ Καλετζίκ (ύψωμα 1800). Την ίδια ημέρα (21/9), το Α’ Σ.Σ. διέταξε τη IV Μεραρχία να καταλάβει τα υψώματα Μιχαήλ – Χαλιμορού προς αμυντική εγκατάσταση επί της γενικής γραμμής υψώματα Μιχαήλ – υψώματα Χαλιμορού – Καλετζίκ Νταγ. Με βάση τη διαταγή αυτή, διευκρινιζόταν κατά τον πλέον σαφή και αναμφισβήτητο τρόπο ότι η IV Μεραρχία είχε διαταχθεί να καταλάβει το Μεγάλο Καλετζίκ. Διότι μόνο δια της καταλήψεως του Μεγάλου Καλετζίκ θα ευθυγραμμιζόταν το πεδινό τμήμα της τοποθεσίας με το ορεινό, θα καλυπτόταν η γραμμή Μιχαήλ – Χαλιμορού (αφού θα κατεχόταν το ορεινό) και θα εξασφαλιζόταν ο κόμβος του Αφιόν ευρέως και ισχυρά.
Στις 22 και 23 Σεπτεμβρίου η IV Μεραρχία κατέλαβε με το 35ο Σύνταγμα, το Ντεπέρ και τα αμέσως βόρεια του χωριού Σεϋλέν υψώματα. Στη συνέχεια η IV Μεραρχία ανέφερε στο Α’ Σ.Σ. ότι «το προ της κατεχομένης γραμμής έδαφος διακόπτεται δι’ αποτόμων χαραδρών και διατελεί υπό τη διαρκή ημών απειλή» και πρότεινε στο Α’ Σ.Σ. «τη σταθεροποίηση επί της γραμμής που καταλήφθηκε, διότι δεν θα ήταν δυνατός ο σύνδεσμος των επί του Καλετζίκ Νταγ δυνάμεων μετά των τυχόν προωθούμενων εις τα περί τη Χαλιμορού υψώματα». Επί πλέον ανέφερε, ότι «αι υποδεικνυόμεναι θέσεις θα εμειονέκτουν κατά πολύ των Τουρκικών τοιούτων, λόγω της φύσεως του εδάφους». Ο Διοικητής του Α’ Σ.Σ. ενέκρινε την πρόταση της IV Μεραρχίας.
ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 4: Η κατάληψη από την IV Μεραρχία της γραμμής Χασάν Μπελ – Κιλίτς Αρσλάν Μπελ – Τιλκί Κιρί Μπελ – Μικρό Καλετζίκ – Σεϋλέν
Ύστερα από τα παραπάνω «μπορεί να γίνει η εξής υπόθεση»: Όταν το 35 Σύνταγμα κατέλαβε στις 23/9 τα υψώματα παρά το χωριό Σεϋλέν και ευθυγραμμίστηκε η διάταξή με αυτή στο Καλετζίκ που είχε καταληφθεί από τις 21/9, η IV Μεραρχία ανέφερε στο Α’ Σ.Σ. ότι αν καταλάμβανε τη γραμμή «Μιχαήλ» (που τους υποδείχθηκε !!!), τότε η αμυντική διάταξη αριστερά στο χαμηλό τμήμα της τοποθεσίας, θα ήταν πολύ προωθημένη από τη διάταξη στο ορεινό τμήμα στο Καλετζίκ και αυτό θα είχε σαν αποτέλεσμα μεταξύ των δυνάμεων στο πεδινό και ορεινό τμήμα να μην υφίσταται ο απαιτούμενος σύνδεσμος και η αμοιβαία υποστήριξη. Και συνέχιζαν ότι οι θέσεις που τους είχε υποδειχθεί να καταλάβουν στη γραμμή «Μιχαήλ» θα μειονεκτούσαν των Τουρκικών (στο δεξιό πλευρό τους).
Είναι φανερό ότι:
1) είτε απέκρυψαν από το Α’ Σώμα το τι ακριβώς είχε καταληφθεί στο Καλετζίκ,
2) είτε ότι ούτε οι ίδιοι γνώριζαν το τι είχε καταλάβει το 49 Σύνταγμα.
Αν ισχύει η πρώτη σκέψη, τότε κάποιοι από τη διοίκηση και το επιτελείο της IV Μεραρχίας ανέβηκαν στα υψώματα που κατέλαβε το 49 Σύνταγμα, είδαν ότι μπροστά τους και σε απόσταση 900 μέτρων υπήρχαν υψώματα που δέσποζαν των Ελληνικών θέσεων, είδαν ότι σε απόσταση μόλις 5 χιλιομέτρων δέσποζε ο όγκος του Μεγάλου Καλετζίκ και ευσχήμως βρήκαν μια δικαιολογία για να αποφύγουν να εκτελέσουν την αποστολή που τους ανέθεσε το Α’ ΣΣ. Δεν θέλησαν να μπουν στην αγωνία μιας μάχης σε ένα έδαφος πράγματι δύσκολο.
Αν ισχύει η δεύτερη σκέψη, σημαίνει ότι η διοίκηση και το επιτελείο της IV Μεραρχίας σχεδίασαν με βάση το χάρτη, δεν εκτέλεσαν αναγνώριση εδάφους, δεν ανέβηκαν στο Καλετζίκ, δεν είδαν ότι αμέσως μπροστά από το έδαφος που καταλήφθηκε υπήρχε άλλο δεσπόζον, δεν αντελήφθησαν ότι υπήρχε το Μεγάλο Καλετζίκ που κυριαρχούσε απόλυτα επί του Μικρού Καλετζίκ αλλά και της γύρω περιοχής και γενικά δεν γνώριζαν το τι κατέλαβε το 49 Σύνταγμα και το τι έπρεπε να καταληφθεί. Τείνω προς αυτή την άποψη, που υποστηρίζεται – εμμέσως πλην σαφώς – και από το Κ. Κανελλόπουλο (βλέπε παρακάτω 2η πηγή).
[Και τελικά από πότε η αποστολή έγινε υπόδειξη; Δυστυχώς όμως, σε όλη τη διάρκεια των μεγάλων αγώνων της Μικρασιατικής εκστρατείας, είναι πάρα πολλά τα περιστατικά της μη εκτέλεσης της αποστολής – ακόμη και από πολλούς και σημαντικούς διοικητές]
Στη συνέχεια, το Α’ Σ.Σ. διέταξε τη IV Μεραρχία να καταλάβει στις 27 Σεπτεμβρίου τη γραμμή ποταμός Ακάρ – υψώματα δυτικά Σεϋλέν – Καλετζίκ Νταγ – αυχένας Τιλκί Κιρί Μπελ – αυχένας Χασάν Μπελ – Ακάρ Νταγ – Μπαλτζί. Το 8ο Σύνταγμα της IV Μεραρχίας, ύστερα από τριήμερο αγώνα με τις Τουρκικές δυνάμεις της 6ης Μεραρχίας που υπεράσπιζαν τη παραπάνω γραμμή, κατέλαβε στις 29 Σεπτεμβρίου 1921 τα υψώματα Τιλκί Κιρί Μπελ, Κιλίτς Αρσλάν Μπελ και Χασάν Μπελ, καθώς και τους εκατέρωθεν αυτών αυχένες. Το 49ο Σύνταγμα αντικαταστάθηκε στο Καλετζίκ Νταγ, μεταφέρθηκε σιδηροδρομικά στη περιοχή του Τουμλού Μπουνάρ και κατέλαβε τη γραμμή Ακάρ Νταγ – Μπαλτζί. Με τη κατάληψη της παραπάνω γραμμής βελτιώθηκε σημαντικά η κάλυψη της κοιλάδας του Μπαλ Μαχμούτ και της περιοχής του Τουμλού Μπουνάρ από νότο. Όμως αμέσως ανατολικά του Τιλκί Κιρί Μπελ, η κάλυψη του Αφιόν συνέχιζε να παραμένει μειονεκτική λόγω του μικρού βάθους της καλύψεως, εξ αιτίας της μη προώθησης της IV Μεραρχίας νοτιότερα επί της γραμμής Μιχαήλ – Μπουγιούκ Καλετζίκ.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο η αμυντική εγκατάσταση στο νότιο σκέλος της εξέχουσας παγιώθηκε στη γραμμή: υψώματα βόρεια χωριού Σεϋλέν – Κιουτσούκ Καλετζίκ Νταγ – Τιλκί Κιρί Μπελ – Κιλίτς Αρσλάν Μπελ – Χασάν Μπελ – Ακάρ Νταγ. Η γραμμή Μιχαήλ – Χαλιμορού – Μπουγιούκ Καλετζίκ δεν καταλήφθηκε και παρέμεινε στους Τούρκους.
2η Πηγή: Αντισυνταγματάρχου, Κ.Δ. Κανελλόπουλου, «Η Μικρασιατική Ήττα»
«… Η Ελληνική Στρατιά αφού νίκησε και απέκρουσε τις Τουρκικές δυνάμεις που αντεπιτέθηκαν προς το Αφιόν, δεν εκμεταλλεύτηκε την επιτυχία, θεωρώντας ότι αυτό θα ήταν παρακινδυνευμένο να αναληφθεί με στρατεύματα εξαιρετικά καταπονημένα και απομειωμένα από τις μεγάλες απώλειες. Κατ’ αυτό τον τρόπο οι δυνάμεις των Α’ και Β’ Σωμάτων Στρατού αρκέστηκαν στη κατοχή των καταληφθέντων περί το Αφιόν υψωμάτων. Μετά την απόκρουση της Τουρκικής αντεπίθεσης και την υποχώρηση των Τουρκικών δυνάμεων προς νότο, γεννήθηκε το ζήτημα της αμυντικής γραμμής που έπρεπε να καταληφθεί. Νότια του Αφιόν η Στρατιά υπέδειξε τη κατάληψη της γραμμής «Μιχαήλ», η οποία είναι η γραμμή του Μεγάλου Καλετζίκ. Το Α’ Σ.Σ. (Υποστράτηγος Κοντούλης, Επιτελάρχης Γονατάς) συμφώνησε με τη Στρατιά και διέταξε την IV Μεραρχία (Υποστράτηγος Δημαράς, Επιτελάρχης Τσολάκογλου) της οποίας τα τμήματα ενεργούσαν επί του Καλετζίκ να καταλάβει τη γραμμή Μιχαήλ. H IV Μεραρχία αφού κατέλαβε τη κορυφογραμμή του Μικρού Καλετζίκ (Kucukkalecik), έκρινε περιττό να προωθήσει νοτιότερα τα συντάγματά της, θεωρώντας ως αμυντικώς ισχυρότατη τη γραμμή που κατέλαβε και ότι η μέχρι τη γραμμή Μιχαήλ προώθηση της, θα προκαλούσε δυσχέρειες στους ανεφοδιασμούς και θα επιμήκυνε το μέτωπο. Το Α’ Σ.Σ. ενέκρινε την ενέργεια της IV Μεραρχίας, περιορισθέν απλά στο να αποδεχθή τα αναφερόμενα από αυτή. Όταν στις αρχές του 1922 ανέλαβε τη διοίκηση του Α’ Σ.Σ. ο Υποστράτηγος Τρικούπης, ανήλθε στο Μικρό Καλετζίκ, αντιλήφθηκε το «εξόχως μειονεκτικό των εκεί Ελληνικών θέσεων», πλην όμως ήταν πλέον αδύνατη η κατάληψη του Μεγάλου Καλετζίκ. Παρά ταύτα το μέτωπον εθεωρείτο ισχυρότατον δυνάμενον να αντιστή εις οιανδήποτε επίθεσιν».
Αλλά πόση αλήθεια κρύβουν όμως τα αναφερόμενα από το Κανελλόπουλο;
Έχω την άποψη ότι ο Κανελλόπουλος προσπαθεί σε κάποιο μέτρο να φανεί επιεικής προς τις ανώτατες διοικήσεις αναφορικά με τις αποφάσεις που έλαβαν για την επιλογή της αμυντικής τοποθεσίας της εξέχουσας, αποδίδοντας στην κόπωση των στρατευμάτων τη μη εκμετάλλευση της Ελληνικής νίκης κατά τη «Μάχη του Αφιόν Καραχισάρ» και τη μη προώθηση τους σε ισχυρότερες τοποθεσίες. Πράγματι η καταπόνηση, η εξάντληση και η απομείωση της μαχητικής ικανότητας των μονάδων που διάβηκαν την Αλμυρά Έρημο και το Σαγγάριο και επί τρεις συνεχείς εβδομάδες τον Αύγουστο του 1921 καταπελτούσαν τα τείχη και τις πύλες της Άγκυρας για την εκπόρθηση των οχυρών θέσεων των Τούρκων, υπό συνθήκες αφόρητου καύσωνα, πείνας και δίψας, και χύνοντας ποταμούς αίματος, ήταν αναμφισβήτητη. Στο Σαγγάριο η Στρατιά έχασε περισσότερο από το 1/3 της μάχιμης δύναμής της και κυρίως έχασε τους καλύτερους μαχητές της. Τα «γκεσέμια» της. Και τελικά, επιστρέφοντας τα παλαίμαχα εκείνα Συντάγματα στις περί το Εσκή Σεχήρ θέσεις από τις οποίες εξόρμησαν την 1η Αυγούστου 1921 για το όνειρο, κλήθηκαν και πάλι σε νέους αγώνες. Ύστερα από μακρές σύντονες πορείες κάτω από αδιάκοπη βροχή, οι λαμπρές εκείνες μονάδες ρίχτηκαν σε νέες μάχες και νέες θυσίες στα υψώματα ανατολικά του Αφιόν. Οι αντοχές τους στέρεψαν. Και τα πρώτα κρούσματα «άρνησης» φάνηκαν στο 4ο Σύνταγμα πεζικού και στο 1/38 Σύνταγμα Ευζώνων της Ιης Μεραρχίας. Δύο από τα πλέον λαμπρά συντάγματα της Στρατιάς. Αλλά και αλλού τα πράγματα δεν ήταν ευχάριστα. Γράφει σχετικά ο στρατηγός Φεσόπουλος, ότι το 2/39 Σύνταγμα Ευζώνων της ΙΙΙ Μεραρχίας, του οποίου ανέλαβε τη διοίκηση, επέστρεψε από το Σαγγάριο ημιστασιασμένο!
Ο υποστράτηγος Δημήτριος Δημαράς, διοικητής της IVης Μεραρχίας, αιχμάλωτος των Τούρκων. Αξιοσημείωτη η λεπτομέρεια στο αριστερό του χέρι.
Μία όμως Μεραρχία – από τις 11 της Στρατιάς – δεν βρισκόταν σε κατάσταση κόπωσης και εξάντλησης. Και αυτή ήταν η IVη Μεραρχία. Είχε έρθει στη Μικρά Ασία πολύ αργά, τον Απρίλιο του 1921. Η μόνη μάχη στην οποία έλαβε μέρος ήταν μια μικρή αψιμαχία που διεξήχθη γύρω από τα υψώματα του Αφιόν Καραχισάρ τον Ιούλιο του 1921 κατά τη προέλαση του Ελληνικού στρατού από το Τουμλού Μπουνάρ προς τα ανατολικά. Μετά την κατάληψη του Αφιόν η IVη Μεραρχία παρέμεινε στην περιοχή ως σταθερή πλαγιοφυλακή και ως εκ τούτου δεν έλαβε μέρος στην ανθρωποσφαγή του Σαγγάριου. Στη πραγματικότητα ήταν μια ξεκούραστη και «απόλεμη» Μεραρχία που δεν είχε δοκιμαστεί μέχρι τότε σε κρίσιμους αγώνες, δεν είχε ματώσει και δεν είχε καταπονηθεί. Ως εκ τούτου η IVη Μεραρχία μπορούσε να εκμεταλλευτεί τη νίκη και να καταλάβει το Μπουγιούκ Καλετζίκ. Όμως μολονότι διατάχθηκε να το πράξει, «ευσχήμως» αρνήθηκε. Και όχι απλά δεν κατέλαβε η γραμμή «Μιχαήλ», αλλά παρέμεινε και σε μια γραμμή υψωμάτων στο Μικρό Καλετζίκ που ήταν μικρότερου ύψους από αυτά που βρίσκονταν σε απόσταση 900 μέτρων προ του μετώπου της, όπως θα περιγραφεί διεξοδικά στη συνέχεια.
Τελικά οι δυνάμεις της Ελληνικής Στρατιάς στη περιοχή νότια και νοτιοδυτικά του Αφιόν εγκαταστάθηκαν αμυντικά σε μια τοποθεσία απόλυτα μειονεκτική για τη διεξαγωγή αμυντικής μάχης. Το πόσο λάθος ήταν η «εκτίμηση» του διοικητού της IV Μεραρχίας ο οποίος έκρινε «ως περιττή την προώθηση της Μεραρχίας του νοτιότερα, στη γραμμή Μιχαήλ» θα φανεί στις 13 και 14 Αυγούστου 1922.
Η χάραξη της αμυντικής τοποθεσίας της εξέχουσας του Αφιόν Καραχισάρ
(ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ 1 κ’ 5)
Για τη κάλυψη του κόμβου συγκοινωνιών και επικοινωνιών του Αφιόν Καραχισάρ – του τόσου ζωτικής σημασίας για την άμυνα της Στρατιάς – επιλέχθηκε τελικά μια αμυντική γραμμή που προσέφερε πολύ αβαθή κάλυψη στις γραμμές συγκοινωνιών των περί το Αφιόν δυνάμεων με τη βάση της Σμύρνης και το Εσκή Σεχήρ και οι οποίες εξ αιτίας της απουσίας σκυρόστρωτων οδών, εξυπηρετούνταν αποκλειστικά από τις σιδηροδρομικές γραμμές «Σμύρνης – Ουσάκ – Αφιόν» και «Καράκιοϊ – Εσκή Σεχήρ – Κιουτάχεια – Αφιόν». Οι υπόψη σιδηροδρομικές γραμμές ακολουθούσαν γενική πορεία παράλληλη προς αυτή των αμυντικών γραμμών, όπισθεν και σε μικρή απόσταση των οποίων ελίσσονταν.
Η αμυντική τοποθεσία δυτικά του Καρατζά Νταγ και βόρεια του Μπουγιούκ Καλετζίκ κυριαρχούνταν από τους υπόψη ορεινούς όγκους που κατέχονταν από τους Τούρκους, οι οποίοι και τους παρείχαν:
1. Εξαιρετική και σε μεγάλο βάθος παρατήρηση επί των Ελληνικών τοποθεσιών
2. Άριστο προκάλυμμα και ασφαλείς χώρους για καταυλισμό ή για συγκέντρωση των δυνάμεών τους για ενέργεια εναντίον της Ελληνικής παράταξης.
3. Τη δυνατότητα να συγκεντρώσουν υπό τη κάλυψη των δύο αυτών ορεινών όγκων και μακριά από την Ελληνική παρατήρηση ισχυρές δυνάμεις για επίθεση εναντίον ενός ή και των δύο σκελών της εξέχουσας.
Το σοβαρότερο όμως στοιχείο που καθιστούσε την κατάσταση κρίσιμη και επισφαλή ήταν ότι μεταξύ των αμυντικών τοποθεσιών στις οποίες εγκαταστάθηκε ο στρατός και των σιδηροδρομικών γραμμών δεν υπήρχε καμιά απολύτως τοποθεσία στην οποία να μπορούσε να στηριχθεί η άμυνα σε περίπτωση διάρρηξης της κύριας τοποθεσίας αντιστάσεως. Αυτό έδινε τη δυνατότητα στους Τούρκους να διαρρήξουν με ένα ισχυρό κτύπημα την αμυντική τοποθεσία σε κάποιο σημείο, να φθάσουν με ένα άλμα στις σιδηροδρομικές γραμμές και να αποκόψουν τις Ελληνικές δυνάμεις από τις βάσεις από τις οποίες εφοδιάζονταν και συντηρούνταν.
Τελικά, διαπιστουμένων των αμυντικών προβλημάτων και της ευπάθειας που παρουσίαζε η εξέχουσα, χρησιμοποιήθηκαν για την άμυνα της τέσσερις Μεραρχίες, εγκατεστημένες και οι 4 επί της αμυντικής τοποθεσίας σε πρώτο κλιμάκιο.
Το προς τα ανατολικά στραμμένο σκέλος της εξέχουσας
(ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 5)
Το υπόψη τμήμα είχε χαραχθεί - από νότο προς βορρά – στα χαμηλά υψώματα του χωριού Τσαβνταρλί, στο Γκιουζελίμ Νταγ, στο προς τα δυτικά εκτεινόμενο αντέρεισμα του Καρατζά Νταγ, στο οποίο είχαν δώσει το όνομα Καραϊσάρ Τσαλισλάρ, και στα υψώματα Ιν Τεπέ, Καρά Ασλάν Τεπέ και Σιβιρλί Τεπέ. Το σύνολο της κύριας γραμμής αντιστάσεως είχε χαραχθεί σε δεσπόζοντα υψώματα από τα οποία εκτείνονταν προς τα ανατολικά αναπεπταμένα, ομαλά και γυμνά πρανή, που παρείχαν στον αμυνόμενο άριστα πεδία βολής και άνετη και σε μεγάλο βάθος παρατήρηση όλης της προς τα ανατολικά περιοχής, πλην αυτής πίσω από το Καρατζά Νταγ. Ακόμη όμως και στο κεντρικό τμήμα της τοποθεσίας, στα υψώματα Τσαλισλάρ που κυριαρχούνταν από το Καρατζά Νταγ, η αμυντική γραμμή είχε χαραχθεί σε έδαφος που υπερείχε αυτού προς τα ανατολικά μέχρι την απόσταση των 5,5 και πλέον χιλιομέτρων.
Κατόπιν των παραπάνω, το προς τα ανατολικά στραμμένο τμήμα της εξέχουσας διέθετε φυσική αμυντική ισχύ που επαυξήθηκε με σημαντικά έργα οχυρώσεως, ιδιαίτερα πυκνά στο αντέρεισμα Καραϊσάρ Τσαλισλάρ, το ίχνος των οποίων διασώζεται σε μεγάλη έκταση και «εν καιρώ» θα παρουσιάσω ως ζωντανό στοιχείο της Μικρασιατικής εκστρατείας και της μεγάλης οχυρωτικής προσπάθειας που ανέλαβαν οι εκεί δυνάμεις της V Μεραρχίας.
Υποτομέας Μποστανλί – V Μεραρχία. Σημειώνονται οι θέσεις των οχυρώσεων που διακρίνεται το ίχνος τους.
ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 5: Η περί το Αφιόν Καραχισάρ εξέχουσα της Ελληνικής αμυντικής τοποθεσίας
Το προς το νότο στραμμένο σκέλος της εξέχουσας
(ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 5)
Το υπόψη τμήμα της αμυντικής τοποθεσίας βρισκόταν μεταξύ του ποταμού Ακάρ νοτιοανατολικά του Αφιόν και του Τουκλού Τεπέ επί του Ακάρ Νταγ. Ακολουθούσε τη γενική γραμμή των υψωμάτων στο νότιο όριο της πεδιάδας του Μπαλ Μαχμούτ (Τιλκί Κιρί Μπελ – Κιλίτς Αρσλάν Μπελ και Χασάν Μπελ) όπως φαίνεται στο σχεδιάγραμμα 4, και κάλυπτε τη σιδηροδρομική γραμμή (Σμύρνης – Αφιόν Καραχισάρ) που διερχόταν από το βόρειο όριο της πεδιάδας και αποτελούσε τη βασική αρτηρία συγκοινωνιών, επικοινωνιών και συντήρησης των περί το Αφιόν δυνάμεων με τις βάσεις του Ουσάκ και της Σμύρνης.
Το έδαφος επί του οποίου είχε χαραχθεί η κύρια γραμμή αντιστάσεως παρουσίαζε τα εξής χαρακτηριστικά:
Στερούταν βάθους. Ιδιαίτερα αβαθής ήταν η τοποθεσία νότια του Αφιόν. Πίσω από τη κύρια γραμμή αντιστάσεως δεν υπήρχε άλλη τοποθεσία που να καλύπτει τη σιδηροδρομική γραμμή «Σμύρνης – Αφιόν».Ήταν ορεινό, βαθειά διακεκομμένο και υποκείμενο στο σύνολό του στη παρατήρηση αυτού που κατείχε ο αντίπαλος.Παρείχε στον αμυνόμενο πολύ περιορισμένα πεδία βολής εξ αιτίας της υπεροχής του προ της αμυντικής τοποθεσίας εδάφους. Στη περιοχή νότια του Αφιόν λόγω του έντονου εδαφικού ανάγλυφου, παρουσίαζε μεγάλες ζώνες απυρόβλητες από το Ελληνικό πυροβολικό, σε συνδυασμό βεβαίως και με τις πολύ περιορισμένες δυνατότητες αυτού στην εκτέλεση επισκηπτικής βολής.Παρείχε ελάχιστες δυνατότητες παρατήρησης στη προ του μετώπου της Ελληνικής τοποθεσίας περιοχή, ενώ επί του Κιουτσούκ Καλετζίκ η δυνατότητα παρατήρησης προς νότο ήταν περιορισμένη έως ανύπαρκτη.
Από την άλλη πλευρά:
Η κατοχή από τους Τούρκους του υπερκείμενου προς νότο εδάφους, τους επέτρεπε να παρατηρούν και να αναγνωρίζουν το σύνολο σχεδόν της Ελληνικής αμυντικής τοποθεσίας. (βλ. Παράρτημα, Φωτ.1 και Φωτ. 2)
Ο όγκος του Μπουγιούκ Καλετζίκ που κυριαρχούσε στη προς βορρά περιοχή, τους προσέφερε την απαραίτητη κάλυψη ώσ InfoGnomon
τοῖς κείνων ρήμασι πειθόμενοι«Ο Έλλην στρατιώτης επολέμησεν. Η μομφή ήν του προσάπτουν τινές, ότι απορρίψας τον οπλισμόν του, άμα τη ενάρξει της Τουρκικής επιθέσεως, ετράπη εις φυγήν, δεν είναι αληθής. ….
Με τη ποσότητα ηθικού ήν ενέκλειεν έτι η ψυχή του ημύνθη γενναίως των οχυρωμένων του θέσεων. Εάν εκάμφθη προ πενταπλασίου εχθρού εν τη αμύνη μιας ελαττωματικής γραμμής, εάν εν τη υποχωρήσει του επανικοβλήθη, οδηγηθείς ως οδηγήθη, αποκοπείς των συγκοινωνιών του, κυκλωθείς επανειλημμένως, μαχόμενος επί ημέρας προς όλα τα σημεία, εις μίαν άχαρι και ματαίαν προσπάθειαν, άνευ πυρομαχικών και άνευ τροφίμων, τούτο ούτε εκπληκτικόν, ούτε πρωτοφανές είναι. … Συνέβη εις στρατούς κάλλιον συγκροτημένους ή ο Ελληνικός και καλύτερους θεωρουμένους τούτου. Τα στρατηγικά σφάλματα άτινα διεπράχθησαν, εβάρυνον καταπληκτικώς επί της πλάστιγγος. Το μειωμένον ηθικόν συνέτεινεν, αλλά δεν έκρινεν … Κύρια αίτια της όλης ήττης ήσαν:
1. Η εσφαλμένη εκλογή της αμυντικής τοποθεσίας εις την περιοχήν Αφιόν.
2. Η έλλειψις σοβαράς στρατηγικής εφεδρείας εις την εξέχουσαν του Αφιόν.
3. Η εσφαλμένη διεύθυνσις του υποχωρητικού αγώνος, από Αφιόν προς Τουμλού Μπουνάρ, το και σπουδαιότερον».
«Η Μικρασιατική Ήττα»
Αντισυνταγματάρχης Κ.Δ. Κανελλόπουλος,
Γενικά
Στις 13 Αυγούστου 1922 (π.ημ.) και ύστερα από πολύμηνη προπαρασκευή, άρχισε η μεγάλη Τουρκική επίθεση εναντίον των δυνάμεων της Στρατιάς Μικράς Ασίας που βρίσκονταν εγκατεστημένες στην αμυντική τοποθεσία που κάλυπτε τη πόλη του Αφιόν Καραχισάρ και η οποία ήταν γνωστή (και έτσι έμεινε στην ιστορία) με το όνομα «εξέχουσα του Αφιόν». Στρατηγικός σκοπός της Τουρκικής διοίκησης ήταν η διεξαγωγή μιας μάχης για τη συντριβή της Ελληνικής Στρατιάς, που θα επιτυγχάνονταν με την συγκεντρωτική επίθεση των κύριων Τουρκικών δυνάμεων εναντίον του πλέον ασθενούς σημείου της Ελληνικής αμυντικής διάταξης, ώστε να επιτύχουν σε σύντομο χρόνο τη διάρρηξη της Ελληνικής αμυντικής τοποθεσίας, στη συνέχεια το διαχωρισμό των Ελληνικών δυνάμεων με απόρριψη μέρους ή και του συνόλου τους προς βορρά και εκτός των γραμμών συγκοινωνιών τους και τελικά τη καταστροφή τους. Η επίθεση αποφασίστηκε να διεξαχθεί εναντίον της δεξιάς πτέρυγας της εξέχουσας του Αφιόν, δηλαδή στη περιοχή που περιλαμβανόταν μεταξύ του ποταμού Τσάϊ (Ακάρ) στα νοτιοανατολικά του Αφιόν Καραχισάρ και του Τουμλού Μπουνάρ στα δυτικά.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η Ιδέα Ενεργείας της ανώτατης Τουρκικής διοίκησης για το ΠΟΥ, το ΠΩΣ και με ΠΟΙΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ θα διεξαγόταν η ΜΕΓΑΛΗ επίθεση, καθώς και το ΓΙΑΤΙ επιλέχθηκε η δεξιά πτέρυγα της εξέχουσας για την εκτόξευση της επίθεσης:
«Η ιδέα μας ήταν να δώσουμε μία μάχη συντριβής, συγκεντρώνοντας τις κύριες δυνάμεις μας επί μιας πτέρυγας, εάν ήτο δυνατό, έναντι της εξωτερικής πτέρυγας του εχθρού. Βρήκαμε ως λύση ορθή να συγκεντρώσουμε τις κύριες δυνάμεις μας νότια της δεξιάς πτέρυγας του εχθρού, η οποία βρισκόταν στη περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ και μεταξύ του ποταμού Τσάϊ και του Τουμλού Μπουνάρ. Εκεί βρισκόταν η σπουδαιότερη και η μάλλον εύτρωτος τοποθεσία του εχθρού. Υπήρχε η αντίληψη ότι το αποτέλεσμα θα ήταν ταχύ και αποφασιστικό εάν επιτιθέμεθα εκ της πλευράς αυτής»
(Απόσπασμα από ομιλία του Κεμάλ προς τη Τουρκική Εθνοσυνέλευση)
Αλλά και στην οδηγία επιχειρήσεων την οποία εξέδωσε στις 25 Ιουλίου 1922 ο διοικητής του Δυτικού Μετώπου Ισμέτ πασάς προς τους διοικητές των 1ης και 2ης Τουρκικών Στρατιών, αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Αντικειμενικός σκοπός της επιθέσεως είναι να ριφθεί το κύριο εχθρικό σώμα προς βορρά, ηττώμενο σε γενική μάχη που θα αρχίσει και θα εξελιχθεί στο Αφιόν, στα όρη Ακάρ και τη προέκτασή τους».
Ποια ήταν όμως εκείνα τα χαρακτηριστικά της δεξιάς πτέρυγας της εξέχουσας του Αφιόν που τη καθιστούσαν αφ’ ενός πολύ σπουδαία για την όλη αμυντική διάταξη της Στρατιάς Μικράς Ασίας και αφ’ ετέρου ιδιαίτερα ευάλωτη σε ένα ισχυρό και μεθοδευμένο κτύπημα, ώστε να οδηγηθεί η Τουρκική ηγεσία στην επιλογή της για την εκτόξευση της μεγάλης επίθεσης που από καιρό μελετούσε και προετοίμαζε; Αλλά και γιατί ο Κ. Κανελλόπουλος θεωρεί ότι η εσφαλμένη επιλογή της αμυντικής τοποθεσίας από την Ελληνική ηγεσία στη περιοχή του Αφιόν ήταν ένας από τους τρεις κύριους λόγους της ήττας της Ελληνικής Στρατιάς στη μεγάλη μάχη που διεξήχθη στα κράσπεδα του Αφιόν Καραχισάρ τη 13η Αυγούστου 1922;
Το παρόν κείμενο, τη σημερινή μαύρη και ξεχασμένη επέτειο της 13ης Αυγούστου 1922, αυτό το σκοπό έρχεται να εκπληρώσει: Να φέρει σε γνώση κάθε Έλληνα που ενδιαφέρεται για τα τραγικά γεγονότα εκείνης της περιόδου, τα ελαττώματα και τις αδυναμίες της αμυντικής τοποθεσίας της εξέχουσας του Αφιόν, καθώς και το πώς και το γιατί επιλέχθηκε από την ηγεσία της Μικρασιατικής Στρατιάς και τους επί τόπου διοικητές των μεγάλων μονάδων εκείνη η άκρως προβληματική και ευάλωτη τοποθεσία που “έκρυβε το θάνατο μέσα της” και που κάτω από τα ερείπια των προμαχώνων της παραμένουν άταφα και ατίμητα τα οστά εκατοντάδων Ελλήνων μαχητών που έδωσαν τον υπέρ πάντων αγώνα «τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι».
Δεν θα υπάρξει αναφορά στα της διεξαγωγής του αμυντικού αγώνα, στο επίπεδο των διοικήσεων και στο ηθικό των δυνάμεων, επειδή αυτό το πολύ σημαντικό και τεράστιο κεφάλαιο, θα αναλυθεί «εν καιρώ».
Μολονότι έχουν περάσει 91 χρόνια από τη 13η Αυγούστου 1922, η Μικρασιατική Καταστροφή θα συνεχίζει να στοιχειώνει το έθνος. Στην προσπάθεια να δοθούν απαντήσεις για τα αίτια που προκάλεσαν τη καταστροφή του Μικρασιατικού Ελληνισμού έχουν χυθεί χιλιάδες τόνοι μελάνης. Και ενώ σχεδόν όλοι όσοι καταπιάστηκαν με το τεράστιο αυτό ζήτημα αναφέρουν ότι η πραγματική αιτία της καταστροφής ήταν η ήττα του Ελληνικού Στρατού στο πεδίο της μάχης, αποφεύγουν να μιλήσουν διεξοδικά για τις αιτίες και τους λόγους που οδήγησαν στην ταπεινωτική συντριβή μιας πανίσχυρης στρατιάς και που δυστυχώς, είναι οι ίδιοι λόγοι που επαναλαμβάνονται επί 200 χρόνια ελεύθερου εθνικού βίου και μας οδήγησαν (και θα μας οδηγήσουν πάλι στο μέλλον) σε τραγικές εθνικές περιπέτειες.
Έχει σημασία και επιβάλλεται να τονιστεί ότι στη Μικρά Ασία συγκρούστηκε ο Ελληνικός με τον Τουρκικό στρατό και ότι ο Ελληνικός στρατός ηττήθηκε στο πεδίο της μάχης του Αφιόν Καραχισάρ. Ο Ελληνικός στρατός, αφού έγραψε σελίδες δόξας στα πεδία της μαχών, στην τελική αναμέτρηση στην περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ ηττήθηκε, συντρίφτηκε, αποσυντέθηκε, κατέστη ανίκανος για τη διεξαγωγή επιχειρήσεων και έστρεψε τα νώτα στον εχθρό αναζητώντας τη σωτηρία στη θάλασσα. Το μέγεθος της καταστροφής που ακολούθησε τη στρατιωτική ήττα ήταν ανάλογο της ασύλληπτης ταχύτητας με την οποία διαλύθηκε η περήφανη Μικρασιατική Στρατιά που ένα χρόνο πριν από το σάλπισμα της αποχώρησης έκρουε τις πύλες της Άγκυρας από το Ντουά Τεπέ του Πολατλί μέχρι τα βράχια του Καλέ Γκρότο. Και οι ευθύνες για τη μεγάλη στρατιωτική ήττα και τη συντριβή του στρατού είναι καθαρά Ελληνικές και θα πρέπει να αναζητηθούν. Βαρύνουν αποκλειστικά τις πολιτικές ηγεσίες της εποχής, τους διοικητές του Στρατού, αλλά και το μέρος εκείνου του πνευματικού και δημοσιογραφικού κόσμου που δεν συμπαραστάθηκε στο μεγάλο εγχείρημα, ή ενδεχομένως και το έβλαψε.
Αυτός είναι ο σκοπός του παρόντος κειμένου. Πέρα από τους θρήνους και τα μνημόσυνα για τις χαμένες πατρίδες, η αναζήτηση των λόγων που οδήγησαν στη στρατιωτική ήττα.
Η δημιουργία της εξέχουσας του Αφιόν Καραχισάρ
(ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 1 – παρουσιάζει ακόμη το οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο στη περιοχή της εξέχουσας του Αφιόν)
Αμέσως μετά τις επιχειρήσεις του Σαγγάριου και κατά το πρώτο μισό του Σεπτεμβρίου, η Στρατιά Μικράς Ασίας επανήλθε στις θέσεις από τις οποίες εξόρμησε την 1η Αυγούστου προς την Άγκυρα και εγκαταστάθηκε στη γενική γραμμή Μποζ Νταγ – Εσκή Σεχήρ – Σεϊντί Γαζή.
Στη περιοχή του Αφιόν και ανατολικότερα βρισκόταν το Νότιο Συγκρότημα (Ν.Σ.), αποτελούμενο κυρίως από τη IV Μεραρχία. Είχε παραμείνει στην περιοχή του Αφιόν καθ’ όλη τη διάρκεια των επιχειρήσεων προς την Άγκυρα με αποστολή τη σταθερή κάλυψη του δεξιού πλευρού της Στρατιάς.
Από τις 12 Σεπτεμβρίου και για την απόκρουση της Τουρκικής αντεπίθεσης που εκδηλώθηκε προς το Αφιόν Καραχισάρ από το ΙΙ Τουρκικό Σώμα Στρατού και το V Σώμα Ιππικού (6 μεραρχίες πεζικού και 3 ιππικού), η Στρατιά μετέφερε διαδοχικά στην περιοχή του Αφιόν τα Α’ και Β’ Σώματα Στρατού με τις Μεραρχίες Ι, ΙΙ, ΧΙΙ και V κ’ XIII αντίστοιχα. Μετά από σφοδρές μάχες που διάρκεσαν από τις 17 έως και τις 29 Σεπτεμβρίου, οι Τουρκικές δυνάμεις ηττήθηκαν και αποχώρησαν νοτιοανατολικά του Αφιόν Καραχισάρ.
Από το πρώτο δεκαήμερο όμως του Σεπτεμβρίου 1921, αλλά και κατά τη διάρκεια των αγώνων περί το Αφιόν για την απόκρουση της Τουρκικής αντεπίθεσης, η Σ.Μ.Α. προβληματίστηκε με το ζήτημα του καθορισμού της αμυντικής γραμμής που θα καταλάμβανε στο νότιο πλευρό της και ειδικά στη περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ. Η πόλη του Αφιόν ήταν το τέρμα της σιδηροδρομικής γραμμής «Σμύρνης – Αφιόν» και σημαντικός σταθμός της σιδηροδρομικής γραμμής της Βαγδάτης (Εσκή Σεχήρ – Κιουτάχεια – Αφιόν – Ικόνιο), αποτελώντας έτσι σημαντικότατο κόμβο συγκοινωνιών και επικοινωνιών. Από τη στιγμή που σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο αποφασίστηκε η διατήρηση των όσων ύστερα από σκληρούς αγώνες κερδήθηκαν – και ως εκ τούτου η αμυντική εγκατάσταση στη γενική γραμμή Προποντίδα – Εσκή Σεχήρ – Αφιόν Καραχισάρ – Μαίανδρος – Αιγαίο – το μέτωπο της Στρατιάς στη περιοχή του Αφιόν θα σχημάτιζε υποχρεωτικά ορθή γωνία, με το ένα σκέλος να εκτείνεται προς βορρά προκειμένου να καλύψει από ανατολικά το Εσκή Σεχήρ, καθώς και τη γραμμή της Βαγδάτης και το άλλο σκέλος θα εκτεινόταν προς τα δυτικά, προκειμένου να καλύψει από νότο τη περιοχή του Αφιόν και τη σιδηροδρομική γραμμή Σμύρνη – Ουσάκ – Τουμλού Μπουνάρ – Αφιόν Καραχισάρ, που θα αποτελούσε στο εξής τη κύρια οδό συγκοινωνιών με τη βάση της Σμύρνης. Η αναφερόμενη περί το Αφιόν ορθή γωνία του μετώπου της Στρατιάς, αποτέλεσε τη γνωστή «εξέχουσα του Αφιόν».
ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 1: Η διάταξη της Στρατιάς Μικράς Ασίας στις 14 Σεπτεμβρίου 1921.
Η πόλη του Αφιόν και οι σιδηροδρομικές γραμμές Σμύρνης και Βαγδάτης εκτιμήθηκαν ως ζωτικής σημασίας για την άμυνα της Στρατιάς και ως εκ τούτου επιβαλλόταν η ευρεία και ισχυρή κάλυψη τους από ανατολικά και νότο. Αντί όμως της ευρείας κάλυψης, τελικά και για λόγους που θα αναφερθούν παρακάτω, επιλέχθηκε η πολύ στενή και αβαθής κάλυψη. Ιδιαίτερα δε αβαθής και προβληματική (και καταστροφική όπως απεδείχθη στο τέλος) ήταν η κάλυψη της σιδηροδρομικής γραμμής Σμύρνης – Αφιόν στη περιοχή μεταξύ του Τουμλού Μπουνάρ και του Αφιόν Καραχισάρ.
Πριν αναφερθούμε στο ιστορικό της εκλογής της αμυντικής τοποθεσίας στο προς τα δυτικά εκτεινόμενο σκέλος της εξέχουσας, που αργότερα χαρακτηρίστηκε ως «η Αχίλλειος πτέρνα» της όλης Ελληνικής αμυντικής διάταξης, κρίνεται σκόπιμο να αναφερθούν ορισμένα γεωγραφικά στοιχεία για τη περιοχή της εξέχουσας για τη καλύτερη παρακολούθηση των όσων θα αναφερθούν.
Γεωγραφία της περιοχής του Αφιόν Καραχισάρ
(ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ 1-5)
Η γεωγραφική περιοχή επί της οποίας σχηματίστηκε η εξέχουσα του Αφιόν αποτελεί τμήμα του Μικρασιατικού υψιπέδου του οποίου τα ύψη κυμαίνονται από 1200 μέτρα μέχρι 2.500 μέτρα, πλην δύο μικρών πεδινών τμημάτων δυτικά και νοτιοανατολικά του Αφιόν που διαρρέονται από το ποταμό Ακάρ και των οποίων το ύψος δεν υπερβαίνει τα 1000 μέτρα. Ο ποταμός Ακάρ πηγάζει από το Ρεσίλ Τεπέ (Ιλμπουλάκ Νταγ) και χύνεται στη λίμνη Εμπέρ. Κατά τη διαδρομή του μετέτρεπε τη πεδιάδα του Αφιόν το μεν χειμώνα σε ένα απέραντο έλος, το δε καλοκαίρι σε άνυδρη στέπα.
Βορειοανατολικά του Αφιόν δεσπόζει το Καρατζά Νταγ. Επί του προς τα δυτικά κατερχόμενου αντερείσματος του Καρατζά Νταγ με το όνομα Καραϊσάρ Τσαλισλάρ, καθώς και των προς βορρά υψωμάτων Ιν Τεπέ, Καρά Ασλάν και Σιβιρλί Τεπέ, στηρίχθηκε το προς τα ανατολικά στραμμένο σκέλος της εξέχουσας.
Νότια του Αφιόν και μεταξύ των μικρών πεδιάδων του Σαντουκλή και του Τσιφούτ Κασαμπά υψώνεται και κυριαρχεί ο όγκος του Καμελάρ Νταγ [(Kumalar) υψ. 2220 μ.]. Από το Καμελάρ αποσπάται προς βορρά το Μπουγιούκ (Μεγάλο) Καλετζίκ (Buyukkalecik) ή Κοτσά Τεπέ με υψ. 1900 μ., το οποίο διαχωρίζεται από το Καμελάρ με βαθύ αυχένα 1540 μέτρων 3 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του χωριού Dadak και δια του οποίου επικοινωνεί η μικρή πεδιάδα του Τσιφούτ Κασαμπά με τη περιοχή του χωριού Σαβράν. Από το Μεγάλο Καλετζίκ το έδαφος κατέρχεται προς βορρά προς τον όγκο του Μικρού Καλετζίκ με υψόμετρο 1800 μέτρα από το οποίο και διαχωρίζεται με αυχένα ύψους 1580 μέτρων. Το Μπουγιούκ Καλετζίκ κυριαρχεί απόλυτα του Μικρού Καλετζίκ καθώς και σε όλο το πλάτος της προς βορρά εκτεινόμενης περιοχής.
Από το Κιουτσούκ Καλετζίκ εκτείνεται προς τα δυτικά μία σειρά υψωμάτων που φέρουν τα ονόματα Τιλκί Κιρί Μπελ (Tinaztepe), Κιλίτς Αρσλάν Μπελ και Χασάν Μπελ (Cigiltepe), δια των οποίων διαχωρίζεται η κοιλάδα του «Ντουζ Αγάτς – Μπαλ Μαχμούτ» στα βόρεια, από αυτή του Σαντουκλή στα νότια. Από χαμηλό αυχένα επί του υψώματος Κιλίτς Αρσλάν Μπελ διερχόταν η σκυρόστρωτη οδός Αφιόν Καραχισάρ – Μπαλ Μαχμούτ – Σαντουκλή.
Δυτικά του Χασάν Μπελ και σε ύψος 1900 μέτρων υψώνεται ο επιβλητικός όγκος του Ακάρ Νταγ. Η κορυφογραμμή του Ακάρ Νταγ είναι τελείως γυμνή από βλάστηση και περιλαμβάνει τρεις κορυφές. Δυτικά το Τουκλού Τεπέ με ύψος 1870 μ. και ανατολικότερα δύο με το όνομα Τραπεζοειδής και ύψος 1980 μ.. Ανατολικά του Ακάρ Νταγ εκτείνεται το Αχούρ Νταγ. Μεταξύ των προς βορειοανατολικά εκτεινόμενων αντερεισμάτων των δύο ορέων, σχηματίζεται η στενωπός του Τσάι Χισάρ. Το Αχούρ Νταγ είναι δύσβατο, με απότομες κλίσεις, πυκνά δασωμένο και στερείται παντελώς δρομολογίων. Αντέρεισμα του Αχούρ Νταγ κατέρχεται προς το Χασάν Μπελ.
Βόρεια της πεδιάδας του Μπαλ Μαχμούτ δεσπόζει το χαμηλό και άδενδρο Ρεσίλ Τεπέ ή Ιλμπουλάκ Νταγ, ο σπόνδυλος του οποίου ακολουθεί κατεύθυνση από βορειοδυτικά προς νοτιοδυτικά.
Δυτικά του Ρεσίλ Τεπέ κυριαρχεί το πυκνά δασωμένο Μουράτ Νταγ (ο Δίδυμος των αρχαίων). Μεταξύ του προς τα ανατολικά εκτεινόμενου αντερείσματος του Μουράτ Νταγ με το όνομα Χασάν Ντετέ Τεπέ και του Ακάρ Νταγ βρίσκονται τα υψώματα της διάβασης του Τουμλού Μπουνάρ (Dumlupinar) που όριζαν και τη ομώνυμη αμυντική τοποθεσία η οποία είχε οχυρωθεί το Μάρτιο του 1921 από τη ΙΙ Μεραρχία. Η υπόψη τοποθεσία ήταν οικονομική και στήριζε ισχυρά τα πλευρά της επί του Χασάν Ντετέ Τεπέ βόρεια και του Τουκλού Τεπέ νότια.
Κατόπιν των όσων αναφέρθηκαν παραπάνω, συνάγεται ότι τα δεσπόζοντα σημεία της περιοχής επί της οποίας σχηματίστηκε η εξέχουσα του Αφιόν ήσαν το Καρατζά Νταγ, το Μπουγιούκ Καλετζίκ ή Κοτσά Τεπέ και το Ακάρ Νταγ. Εξ αυτών, μόνο το Ακάρ Νταγ κατεχόταν από τις Ελληνικές δυνάμεις.
Το οδικό δίκτυο της περιοχής της εισέχουσας
Από το Αφιόν Καραχισάρ και προς τα δυτικά δεν υπήρχε καμιά σκυρόστρωτη οδός που να συνδέει το Αφιόν με το Ουσάκ. Υπήρχε μόνο ένας καροποίητος δρόμος που ακολουθούσε τη κατεύθυνση της σιδηροδρομικής γραμμής και ήταν βατός σε τροχό μόνο σε περίοδο ανομβρίας. Οι μόνοι σκυρόστρωτοι οδοί στη περιοχή ήσαν οι εξής:
Από Αφιόν προς ΚιουτάχειαΑπό Κιουτάχεια δια Τζεντίζ προς ΟυσάκΑπό Τουμλού Μπουνάρ προς Κιουτάχεια
Το ιστορικό της εκλογής της αμυντικής τοποθεσίας της εξέχουσας
(ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ 2, 3 κ’ 4)
Το ιστορικό της εκλογής της αμυντικής τοποθεσίας της εξέχουσας προέρχεται κατά βάση από δύο πηγές:
1η Πηγή: ΔΙΣ/ΓΕΣ
ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 2: Τοποθεσίες λιμνών και Τσάι – Τσιβρίλ
Στις 11 Σεπτεμβρίου 1921 και κατά το χρόνο που οι δυνάμεις της Μικρασιατικής Στρατιάς συμπτύσσονταν από το Σαγγάριο προς το Εσκή Σεχήρ, η Στρατιά ζήτησε από το Νότιο Συγκρότημα (Ν.Σ.) να γνωματεύσει σχετικά με τη κάλυψη της από νότο, είτε στη γραμμή των λιμνών Εμπέρ – Εγκερντίρ – Ασκανία – Άντζι Τουζ, είτε στη γραμμή Τσάι – Τσιφούτ Κασαμπά – Σαντουκλή – Τσιβρίλ. Το Ν.Σ. απάντησε ότι με τις μικρές δυνάμεις που διέθετε (IV Μεραρχία και 49 Σύνταγμα Πεζικού), ήταν αδύνατο να καταλάβει και να καλύψει ισχυρά τις προτεινόμενες γραμμές. Οι προσπάθειες που αναλήφθηκαν στη συνέχεια για την απόκρουση της Τουρκικής αντεπίθεσης, οι μικρές δυνάμεις που διέθετε το Νότιο Συγκρότημα καθώς και η κόπωση του στρατεύματος δεν έδωσαν συνέχεια στη σκέψη για κάλυψη στη γραμμή των λιμνών. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι στον υπόψη πρώιμο χρόνο η Στρατιά είχε διαμορφώσει μια εξαιρετική – στρατηγικά – άποψη, για ευρεία, ισχυρή και οικονομική κάλυψη του Κόμβου του Αφιόν και είναι ενδιαφέρον να συγκριθεί με αυτή που τελικά επιλέχθηκε.
Στις 18 Σεπτεμβρίου 1921 τη διοίκηση όλων των περί το Αφιόν δυνάμεων που αντιμετώπιζαν τη Τουρκική αντεπίθεση, την ανέλαβε με διαταγή της Στρατιάς το Α’ Σώμα Στρατού. Στις 20 Σεπτεμβρίου η Στρατιά Μικράς Ασίας απέστειλε στο Α’ Σώμα Στρατού την ακόλουθη διαταγή αναφορικά με τη γραμμή που έπρεπε να καταληφθεί στο νότιο πλευρό της:
«… Αι υπό του Νοτίου Συγκροτήματος Μεραρχιών ληφθείσαι διατάξεις, βασιζόμεναι επί δυνάμεως μιας μόνον Μεραρχίας, δέον να τροποποιηθώσιν επί το ευρύτερον κατόπιν της αφίξεως αύτοθι του Α’ Σώματος Στρατού. Η Στρατιά θεωρεί επιβαλλομένην την κατάληψιν και οργάνωσιν αμυντικής τοποθεσίας, είτε της Καμελάρ Νταγ – Καλετζίκ Νταγ – Μουτατίμπ Νταγ – υψώματα Τσαλτιλάρ –υψώματα Καραϊσάρ, είτε της Κιλίτς Αρσλάν Μπελ – Καλετζίκ Νταγ και είτα ως η άνω, με απεσπασμένον κέντρον αντιστάσεως προς Μπορντί, επαφιεμένη δια την οριστικήν εκλογήν υμίν. Πάντως τοποθεσία δέον να καλύπτει επαρκώς κόμβον συγκοινωνιών Αφιόν».
ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 3: Αμυντικές τοποθεσίες που υποδείχθηκε ή διατάχθηκε η κατάληψή τους
Από την υπόψη διαταγή είναι φανερό ότι η Στρατιά αναθεωρούσε τις αρχικές της απόψεις για ευρεία κάλυψη του Αφιόν, αλλά άφησε τη πρωτοβουλία για την οριστική εκλογή της τοποθεσίας στο Α’ Σ.Σ., με βασική όμως προϋπόθεση την επαρκή (δηλαδή την ευρεία και ισχυρή) κάλυψη του Αφιόν, αλλά σε γραμμές εγγύτερα προς το Αφιόν από αυτή των λιμνών.
Και οι δύο ως άνω τοποθεσίες παρείχαν μερική κάλυψη στον κόμβο του Αφιόν, επειδή κάμπτονταν βόρεια στο Μουτατίμπ Νταγ, σε πολύ μικρή απόσταση από τη πόλη του Αφιόν. Η γραμμή η διερχόμενη από το Καμελάρ Νταγ ήταν στρατηγικά και τακτικά προτιμότερη, επειδή αφ’ ενός κάλυπτε ευρέως το Αφιόν από τη παρατήρηση και τα πυρά των Τούρκων και αφ’ ετέρου επικρατούσε πλήρως στις πεδιάδες του Σαντουκλή και του Τσιφούτ Κασαμπά, παρέχοντας ευρεία παρατήρηση επ’ αυτών. Η δεύτερη γραμμή, η του Καλετζίκ, θα μπορούσε να θεωρηθεί ικανοποιητική μόνο στη περίπτωση που θα στοιχιζόταν στο Μπουγιούκ Καλετζίκ (Κοτσά Τεπέ) και όχι στο Κιουτσούκ Καλετζίκ. Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η Στρατιά σχεδίαζε σε χάρτες 1:250.000 και 1:100.000, οι οποίοι, όσον αφορά κάποιες ονομασίες υψωμάτων και κατοικημένων τόπων, ήσαν εσφαλμένοι, με αποτέλεσμα και τα καθοριζόμενα στις διαταγές να μην ανταποκρίνονται πολλές φορές στη πραγματικότητα του εδάφους και ως εκ τούτου να απαιτούνται λεπτομερείς αναγνωρίσεις. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως, η πρωτοβουλία για την εκλογή της αμυντικής τοποθεσίας είχε αφεθεί στο Α’ Σ.Σ., που ευρισκόμενο επί τόπου μπορούσε να έχει σαφή άποψη του εδάφους και να στοιχίσει την αμυντική γραμμή είτε στο Καμελάρ Νταγ, είτε στο Μεγάλο Καλετζίκ και να την κάμψει βόρεια όχι στο Μουτατίμπ, αλλά ανατολικότερα, στα υψώματα των χωριών Ισικλάρ και Τσομπανλάρ προκειμένου ο κόμβος του Αφιόν να καλυφθεί ευρέως και ισχυρά.
Σε εκτέλεση της διαταγής της Στρατιάς, το Α’ ΣΣ διέταξε τη IV Μεραρχία να καταλάβει στις 21 Σεπτεμβρίου το Καλετζίκ και να οργανωθεί αμυντικά επ’ αυτού. Πράγματι, η IV Μεραρχία, δια του 49 Συντάγματος Πεζικού κατέλαβε στις 21 Σεπτεμβρίου το Καλετζίκ. Στη πραγματικότητα και όπως θα φανεί στη συνέχεια, το 49 Σύνταγμα κατέλαβε το βόρειο και χαμηλότερο τμήμα του Κιουτσούκ Καλετζίκ (υψώματα Μαύρος Βράχος και 1710) και δεν προωθήθηκε στη κορυφογραμμή του Κιουτσούκ Καλετζίκ (ύψωμα 1800). Την ίδια ημέρα (21/9), το Α’ Σ.Σ. διέταξε τη IV Μεραρχία να καταλάβει τα υψώματα Μιχαήλ – Χαλιμορού προς αμυντική εγκατάσταση επί της γενικής γραμμής υψώματα Μιχαήλ – υψώματα Χαλιμορού – Καλετζίκ Νταγ. Με βάση τη διαταγή αυτή, διευκρινιζόταν κατά τον πλέον σαφή και αναμφισβήτητο τρόπο ότι η IV Μεραρχία είχε διαταχθεί να καταλάβει το Μεγάλο Καλετζίκ. Διότι μόνο δια της καταλήψεως του Μεγάλου Καλετζίκ θα ευθυγραμμιζόταν το πεδινό τμήμα της τοποθεσίας με το ορεινό, θα καλυπτόταν η γραμμή Μιχαήλ – Χαλιμορού (αφού θα κατεχόταν το ορεινό) και θα εξασφαλιζόταν ο κόμβος του Αφιόν ευρέως και ισχυρά.
Στις 22 και 23 Σεπτεμβρίου η IV Μεραρχία κατέλαβε με το 35ο Σύνταγμα, το Ντεπέρ και τα αμέσως βόρεια του χωριού Σεϋλέν υψώματα. Στη συνέχεια η IV Μεραρχία ανέφερε στο Α’ Σ.Σ. ότι «το προ της κατεχομένης γραμμής έδαφος διακόπτεται δι’ αποτόμων χαραδρών και διατελεί υπό τη διαρκή ημών απειλή» και πρότεινε στο Α’ Σ.Σ. «τη σταθεροποίηση επί της γραμμής που καταλήφθηκε, διότι δεν θα ήταν δυνατός ο σύνδεσμος των επί του Καλετζίκ Νταγ δυνάμεων μετά των τυχόν προωθούμενων εις τα περί τη Χαλιμορού υψώματα». Επί πλέον ανέφερε, ότι «αι υποδεικνυόμεναι θέσεις θα εμειονέκτουν κατά πολύ των Τουρκικών τοιούτων, λόγω της φύσεως του εδάφους». Ο Διοικητής του Α’ Σ.Σ. ενέκρινε την πρόταση της IV Μεραρχίας.
ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 4: Η κατάληψη από την IV Μεραρχία της γραμμής Χασάν Μπελ – Κιλίτς Αρσλάν Μπελ – Τιλκί Κιρί Μπελ – Μικρό Καλετζίκ – Σεϋλέν
Ύστερα από τα παραπάνω «μπορεί να γίνει η εξής υπόθεση»: Όταν το 35 Σύνταγμα κατέλαβε στις 23/9 τα υψώματα παρά το χωριό Σεϋλέν και ευθυγραμμίστηκε η διάταξή με αυτή στο Καλετζίκ που είχε καταληφθεί από τις 21/9, η IV Μεραρχία ανέφερε στο Α’ Σ.Σ. ότι αν καταλάμβανε τη γραμμή «Μιχαήλ» (που τους υποδείχθηκε !!!), τότε η αμυντική διάταξη αριστερά στο χαμηλό τμήμα της τοποθεσίας, θα ήταν πολύ προωθημένη από τη διάταξη στο ορεινό τμήμα στο Καλετζίκ και αυτό θα είχε σαν αποτέλεσμα μεταξύ των δυνάμεων στο πεδινό και ορεινό τμήμα να μην υφίσταται ο απαιτούμενος σύνδεσμος και η αμοιβαία υποστήριξη. Και συνέχιζαν ότι οι θέσεις που τους είχε υποδειχθεί να καταλάβουν στη γραμμή «Μιχαήλ» θα μειονεκτούσαν των Τουρκικών (στο δεξιό πλευρό τους).
Είναι φανερό ότι:
1) είτε απέκρυψαν από το Α’ Σώμα το τι ακριβώς είχε καταληφθεί στο Καλετζίκ,
2) είτε ότι ούτε οι ίδιοι γνώριζαν το τι είχε καταλάβει το 49 Σύνταγμα.
Αν ισχύει η πρώτη σκέψη, τότε κάποιοι από τη διοίκηση και το επιτελείο της IV Μεραρχίας ανέβηκαν στα υψώματα που κατέλαβε το 49 Σύνταγμα, είδαν ότι μπροστά τους και σε απόσταση 900 μέτρων υπήρχαν υψώματα που δέσποζαν των Ελληνικών θέσεων, είδαν ότι σε απόσταση μόλις 5 χιλιομέτρων δέσποζε ο όγκος του Μεγάλου Καλετζίκ και ευσχήμως βρήκαν μια δικαιολογία για να αποφύγουν να εκτελέσουν την αποστολή που τους ανέθεσε το Α’ ΣΣ. Δεν θέλησαν να μπουν στην αγωνία μιας μάχης σε ένα έδαφος πράγματι δύσκολο.
Αν ισχύει η δεύτερη σκέψη, σημαίνει ότι η διοίκηση και το επιτελείο της IV Μεραρχίας σχεδίασαν με βάση το χάρτη, δεν εκτέλεσαν αναγνώριση εδάφους, δεν ανέβηκαν στο Καλετζίκ, δεν είδαν ότι αμέσως μπροστά από το έδαφος που καταλήφθηκε υπήρχε άλλο δεσπόζον, δεν αντελήφθησαν ότι υπήρχε το Μεγάλο Καλετζίκ που κυριαρχούσε απόλυτα επί του Μικρού Καλετζίκ αλλά και της γύρω περιοχής και γενικά δεν γνώριζαν το τι κατέλαβε το 49 Σύνταγμα και το τι έπρεπε να καταληφθεί. Τείνω προς αυτή την άποψη, που υποστηρίζεται – εμμέσως πλην σαφώς – και από το Κ. Κανελλόπουλο (βλέπε παρακάτω 2η πηγή).
[Και τελικά από πότε η αποστολή έγινε υπόδειξη; Δυστυχώς όμως, σε όλη τη διάρκεια των μεγάλων αγώνων της Μικρασιατικής εκστρατείας, είναι πάρα πολλά τα περιστατικά της μη εκτέλεσης της αποστολής – ακόμη και από πολλούς και σημαντικούς διοικητές]
Στη συνέχεια, το Α’ Σ.Σ. διέταξε τη IV Μεραρχία να καταλάβει στις 27 Σεπτεμβρίου τη γραμμή ποταμός Ακάρ – υψώματα δυτικά Σεϋλέν – Καλετζίκ Νταγ – αυχένας Τιλκί Κιρί Μπελ – αυχένας Χασάν Μπελ – Ακάρ Νταγ – Μπαλτζί. Το 8ο Σύνταγμα της IV Μεραρχίας, ύστερα από τριήμερο αγώνα με τις Τουρκικές δυνάμεις της 6ης Μεραρχίας που υπεράσπιζαν τη παραπάνω γραμμή, κατέλαβε στις 29 Σεπτεμβρίου 1921 τα υψώματα Τιλκί Κιρί Μπελ, Κιλίτς Αρσλάν Μπελ και Χασάν Μπελ, καθώς και τους εκατέρωθεν αυτών αυχένες. Το 49ο Σύνταγμα αντικαταστάθηκε στο Καλετζίκ Νταγ, μεταφέρθηκε σιδηροδρομικά στη περιοχή του Τουμλού Μπουνάρ και κατέλαβε τη γραμμή Ακάρ Νταγ – Μπαλτζί. Με τη κατάληψη της παραπάνω γραμμής βελτιώθηκε σημαντικά η κάλυψη της κοιλάδας του Μπαλ Μαχμούτ και της περιοχής του Τουμλού Μπουνάρ από νότο. Όμως αμέσως ανατολικά του Τιλκί Κιρί Μπελ, η κάλυψη του Αφιόν συνέχιζε να παραμένει μειονεκτική λόγω του μικρού βάθους της καλύψεως, εξ αιτίας της μη προώθησης της IV Μεραρχίας νοτιότερα επί της γραμμής Μιχαήλ – Μπουγιούκ Καλετζίκ.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο η αμυντική εγκατάσταση στο νότιο σκέλος της εξέχουσας παγιώθηκε στη γραμμή: υψώματα βόρεια χωριού Σεϋλέν – Κιουτσούκ Καλετζίκ Νταγ – Τιλκί Κιρί Μπελ – Κιλίτς Αρσλάν Μπελ – Χασάν Μπελ – Ακάρ Νταγ. Η γραμμή Μιχαήλ – Χαλιμορού – Μπουγιούκ Καλετζίκ δεν καταλήφθηκε και παρέμεινε στους Τούρκους.
2η Πηγή: Αντισυνταγματάρχου, Κ.Δ. Κανελλόπουλου, «Η Μικρασιατική Ήττα»
«… Η Ελληνική Στρατιά αφού νίκησε και απέκρουσε τις Τουρκικές δυνάμεις που αντεπιτέθηκαν προς το Αφιόν, δεν εκμεταλλεύτηκε την επιτυχία, θεωρώντας ότι αυτό θα ήταν παρακινδυνευμένο να αναληφθεί με στρατεύματα εξαιρετικά καταπονημένα και απομειωμένα από τις μεγάλες απώλειες. Κατ’ αυτό τον τρόπο οι δυνάμεις των Α’ και Β’ Σωμάτων Στρατού αρκέστηκαν στη κατοχή των καταληφθέντων περί το Αφιόν υψωμάτων. Μετά την απόκρουση της Τουρκικής αντεπίθεσης και την υποχώρηση των Τουρκικών δυνάμεων προς νότο, γεννήθηκε το ζήτημα της αμυντικής γραμμής που έπρεπε να καταληφθεί. Νότια του Αφιόν η Στρατιά υπέδειξε τη κατάληψη της γραμμής «Μιχαήλ», η οποία είναι η γραμμή του Μεγάλου Καλετζίκ. Το Α’ Σ.Σ. (Υποστράτηγος Κοντούλης, Επιτελάρχης Γονατάς) συμφώνησε με τη Στρατιά και διέταξε την IV Μεραρχία (Υποστράτηγος Δημαράς, Επιτελάρχης Τσολάκογλου) της οποίας τα τμήματα ενεργούσαν επί του Καλετζίκ να καταλάβει τη γραμμή Μιχαήλ. H IV Μεραρχία αφού κατέλαβε τη κορυφογραμμή του Μικρού Καλετζίκ (Kucukkalecik), έκρινε περιττό να προωθήσει νοτιότερα τα συντάγματά της, θεωρώντας ως αμυντικώς ισχυρότατη τη γραμμή που κατέλαβε και ότι η μέχρι τη γραμμή Μιχαήλ προώθηση της, θα προκαλούσε δυσχέρειες στους ανεφοδιασμούς και θα επιμήκυνε το μέτωπο. Το Α’ Σ.Σ. ενέκρινε την ενέργεια της IV Μεραρχίας, περιορισθέν απλά στο να αποδεχθή τα αναφερόμενα από αυτή. Όταν στις αρχές του 1922 ανέλαβε τη διοίκηση του Α’ Σ.Σ. ο Υποστράτηγος Τρικούπης, ανήλθε στο Μικρό Καλετζίκ, αντιλήφθηκε το «εξόχως μειονεκτικό των εκεί Ελληνικών θέσεων», πλην όμως ήταν πλέον αδύνατη η κατάληψη του Μεγάλου Καλετζίκ. Παρά ταύτα το μέτωπον εθεωρείτο ισχυρότατον δυνάμενον να αντιστή εις οιανδήποτε επίθεσιν».
Αλλά πόση αλήθεια κρύβουν όμως τα αναφερόμενα από το Κανελλόπουλο;
Έχω την άποψη ότι ο Κανελλόπουλος προσπαθεί σε κάποιο μέτρο να φανεί επιεικής προς τις ανώτατες διοικήσεις αναφορικά με τις αποφάσεις που έλαβαν για την επιλογή της αμυντικής τοποθεσίας της εξέχουσας, αποδίδοντας στην κόπωση των στρατευμάτων τη μη εκμετάλλευση της Ελληνικής νίκης κατά τη «Μάχη του Αφιόν Καραχισάρ» και τη μη προώθηση τους σε ισχυρότερες τοποθεσίες. Πράγματι η καταπόνηση, η εξάντληση και η απομείωση της μαχητικής ικανότητας των μονάδων που διάβηκαν την Αλμυρά Έρημο και το Σαγγάριο και επί τρεις συνεχείς εβδομάδες τον Αύγουστο του 1921 καταπελτούσαν τα τείχη και τις πύλες της Άγκυρας για την εκπόρθηση των οχυρών θέσεων των Τούρκων, υπό συνθήκες αφόρητου καύσωνα, πείνας και δίψας, και χύνοντας ποταμούς αίματος, ήταν αναμφισβήτητη. Στο Σαγγάριο η Στρατιά έχασε περισσότερο από το 1/3 της μάχιμης δύναμής της και κυρίως έχασε τους καλύτερους μαχητές της. Τα «γκεσέμια» της. Και τελικά, επιστρέφοντας τα παλαίμαχα εκείνα Συντάγματα στις περί το Εσκή Σεχήρ θέσεις από τις οποίες εξόρμησαν την 1η Αυγούστου 1921 για το όνειρο, κλήθηκαν και πάλι σε νέους αγώνες. Ύστερα από μακρές σύντονες πορείες κάτω από αδιάκοπη βροχή, οι λαμπρές εκείνες μονάδες ρίχτηκαν σε νέες μάχες και νέες θυσίες στα υψώματα ανατολικά του Αφιόν. Οι αντοχές τους στέρεψαν. Και τα πρώτα κρούσματα «άρνησης» φάνηκαν στο 4ο Σύνταγμα πεζικού και στο 1/38 Σύνταγμα Ευζώνων της Ιης Μεραρχίας. Δύο από τα πλέον λαμπρά συντάγματα της Στρατιάς. Αλλά και αλλού τα πράγματα δεν ήταν ευχάριστα. Γράφει σχετικά ο στρατηγός Φεσόπουλος, ότι το 2/39 Σύνταγμα Ευζώνων της ΙΙΙ Μεραρχίας, του οποίου ανέλαβε τη διοίκηση, επέστρεψε από το Σαγγάριο ημιστασιασμένο!
Ο υποστράτηγος Δημήτριος Δημαράς, διοικητής της IVης Μεραρχίας, αιχμάλωτος των Τούρκων. Αξιοσημείωτη η λεπτομέρεια στο αριστερό του χέρι.
Μία όμως Μεραρχία – από τις 11 της Στρατιάς – δεν βρισκόταν σε κατάσταση κόπωσης και εξάντλησης. Και αυτή ήταν η IVη Μεραρχία. Είχε έρθει στη Μικρά Ασία πολύ αργά, τον Απρίλιο του 1921. Η μόνη μάχη στην οποία έλαβε μέρος ήταν μια μικρή αψιμαχία που διεξήχθη γύρω από τα υψώματα του Αφιόν Καραχισάρ τον Ιούλιο του 1921 κατά τη προέλαση του Ελληνικού στρατού από το Τουμλού Μπουνάρ προς τα ανατολικά. Μετά την κατάληψη του Αφιόν η IVη Μεραρχία παρέμεινε στην περιοχή ως σταθερή πλαγιοφυλακή και ως εκ τούτου δεν έλαβε μέρος στην ανθρωποσφαγή του Σαγγάριου. Στη πραγματικότητα ήταν μια ξεκούραστη και «απόλεμη» Μεραρχία που δεν είχε δοκιμαστεί μέχρι τότε σε κρίσιμους αγώνες, δεν είχε ματώσει και δεν είχε καταπονηθεί. Ως εκ τούτου η IVη Μεραρχία μπορούσε να εκμεταλλευτεί τη νίκη και να καταλάβει το Μπουγιούκ Καλετζίκ. Όμως μολονότι διατάχθηκε να το πράξει, «ευσχήμως» αρνήθηκε. Και όχι απλά δεν κατέλαβε η γραμμή «Μιχαήλ», αλλά παρέμεινε και σε μια γραμμή υψωμάτων στο Μικρό Καλετζίκ που ήταν μικρότερου ύψους από αυτά που βρίσκονταν σε απόσταση 900 μέτρων προ του μετώπου της, όπως θα περιγραφεί διεξοδικά στη συνέχεια.
Τελικά οι δυνάμεις της Ελληνικής Στρατιάς στη περιοχή νότια και νοτιοδυτικά του Αφιόν εγκαταστάθηκαν αμυντικά σε μια τοποθεσία απόλυτα μειονεκτική για τη διεξαγωγή αμυντικής μάχης. Το πόσο λάθος ήταν η «εκτίμηση» του διοικητού της IV Μεραρχίας ο οποίος έκρινε «ως περιττή την προώθηση της Μεραρχίας του νοτιότερα, στη γραμμή Μιχαήλ» θα φανεί στις 13 και 14 Αυγούστου 1922.
Η χάραξη της αμυντικής τοποθεσίας της εξέχουσας του Αφιόν Καραχισάρ
(ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ 1 κ’ 5)
Για τη κάλυψη του κόμβου συγκοινωνιών και επικοινωνιών του Αφιόν Καραχισάρ – του τόσου ζωτικής σημασίας για την άμυνα της Στρατιάς – επιλέχθηκε τελικά μια αμυντική γραμμή που προσέφερε πολύ αβαθή κάλυψη στις γραμμές συγκοινωνιών των περί το Αφιόν δυνάμεων με τη βάση της Σμύρνης και το Εσκή Σεχήρ και οι οποίες εξ αιτίας της απουσίας σκυρόστρωτων οδών, εξυπηρετούνταν αποκλειστικά από τις σιδηροδρομικές γραμμές «Σμύρνης – Ουσάκ – Αφιόν» και «Καράκιοϊ – Εσκή Σεχήρ – Κιουτάχεια – Αφιόν». Οι υπόψη σιδηροδρομικές γραμμές ακολουθούσαν γενική πορεία παράλληλη προς αυτή των αμυντικών γραμμών, όπισθεν και σε μικρή απόσταση των οποίων ελίσσονταν.
Η αμυντική τοποθεσία δυτικά του Καρατζά Νταγ και βόρεια του Μπουγιούκ Καλετζίκ κυριαρχούνταν από τους υπόψη ορεινούς όγκους που κατέχονταν από τους Τούρκους, οι οποίοι και τους παρείχαν:
1. Εξαιρετική και σε μεγάλο βάθος παρατήρηση επί των Ελληνικών τοποθεσιών
2. Άριστο προκάλυμμα και ασφαλείς χώρους για καταυλισμό ή για συγκέντρωση των δυνάμεών τους για ενέργεια εναντίον της Ελληνικής παράταξης.
3. Τη δυνατότητα να συγκεντρώσουν υπό τη κάλυψη των δύο αυτών ορεινών όγκων και μακριά από την Ελληνική παρατήρηση ισχυρές δυνάμεις για επίθεση εναντίον ενός ή και των δύο σκελών της εξέχουσας.
Το σοβαρότερο όμως στοιχείο που καθιστούσε την κατάσταση κρίσιμη και επισφαλή ήταν ότι μεταξύ των αμυντικών τοποθεσιών στις οποίες εγκαταστάθηκε ο στρατός και των σιδηροδρομικών γραμμών δεν υπήρχε καμιά απολύτως τοποθεσία στην οποία να μπορούσε να στηριχθεί η άμυνα σε περίπτωση διάρρηξης της κύριας τοποθεσίας αντιστάσεως. Αυτό έδινε τη δυνατότητα στους Τούρκους να διαρρήξουν με ένα ισχυρό κτύπημα την αμυντική τοποθεσία σε κάποιο σημείο, να φθάσουν με ένα άλμα στις σιδηροδρομικές γραμμές και να αποκόψουν τις Ελληνικές δυνάμεις από τις βάσεις από τις οποίες εφοδιάζονταν και συντηρούνταν.
Τελικά, διαπιστουμένων των αμυντικών προβλημάτων και της ευπάθειας που παρουσίαζε η εξέχουσα, χρησιμοποιήθηκαν για την άμυνα της τέσσερις Μεραρχίες, εγκατεστημένες και οι 4 επί της αμυντικής τοποθεσίας σε πρώτο κλιμάκιο.
Το προς τα ανατολικά στραμμένο σκέλος της εξέχουσας
(ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 5)
Το υπόψη τμήμα είχε χαραχθεί - από νότο προς βορρά – στα χαμηλά υψώματα του χωριού Τσαβνταρλί, στο Γκιουζελίμ Νταγ, στο προς τα δυτικά εκτεινόμενο αντέρεισμα του Καρατζά Νταγ, στο οποίο είχαν δώσει το όνομα Καραϊσάρ Τσαλισλάρ, και στα υψώματα Ιν Τεπέ, Καρά Ασλάν Τεπέ και Σιβιρλί Τεπέ. Το σύνολο της κύριας γραμμής αντιστάσεως είχε χαραχθεί σε δεσπόζοντα υψώματα από τα οποία εκτείνονταν προς τα ανατολικά αναπεπταμένα, ομαλά και γυμνά πρανή, που παρείχαν στον αμυνόμενο άριστα πεδία βολής και άνετη και σε μεγάλο βάθος παρατήρηση όλης της προς τα ανατολικά περιοχής, πλην αυτής πίσω από το Καρατζά Νταγ. Ακόμη όμως και στο κεντρικό τμήμα της τοποθεσίας, στα υψώματα Τσαλισλάρ που κυριαρχούνταν από το Καρατζά Νταγ, η αμυντική γραμμή είχε χαραχθεί σε έδαφος που υπερείχε αυτού προς τα ανατολικά μέχρι την απόσταση των 5,5 και πλέον χιλιομέτρων.
Κατόπιν των παραπάνω, το προς τα ανατολικά στραμμένο τμήμα της εξέχουσας διέθετε φυσική αμυντική ισχύ που επαυξήθηκε με σημαντικά έργα οχυρώσεως, ιδιαίτερα πυκνά στο αντέρεισμα Καραϊσάρ Τσαλισλάρ, το ίχνος των οποίων διασώζεται σε μεγάλη έκταση και «εν καιρώ» θα παρουσιάσω ως ζωντανό στοιχείο της Μικρασιατικής εκστρατείας και της μεγάλης οχυρωτικής προσπάθειας που ανέλαβαν οι εκεί δυνάμεις της V Μεραρχίας.
Υποτομέας Μποστανλί – V Μεραρχία. Σημειώνονται οι θέσεις των οχυρώσεων που διακρίνεται το ίχνος τους.
ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 5: Η περί το Αφιόν Καραχισάρ εξέχουσα της Ελληνικής αμυντικής τοποθεσίας
Το προς το νότο στραμμένο σκέλος της εξέχουσας
(ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 5)
Το υπόψη τμήμα της αμυντικής τοποθεσίας βρισκόταν μεταξύ του ποταμού Ακάρ νοτιοανατολικά του Αφιόν και του Τουκλού Τεπέ επί του Ακάρ Νταγ. Ακολουθούσε τη γενική γραμμή των υψωμάτων στο νότιο όριο της πεδιάδας του Μπαλ Μαχμούτ (Τιλκί Κιρί Μπελ – Κιλίτς Αρσλάν Μπελ και Χασάν Μπελ) όπως φαίνεται στο σχεδιάγραμμα 4, και κάλυπτε τη σιδηροδρομική γραμμή (Σμύρνης – Αφιόν Καραχισάρ) που διερχόταν από το βόρειο όριο της πεδιάδας και αποτελούσε τη βασική αρτηρία συγκοινωνιών, επικοινωνιών και συντήρησης των περί το Αφιόν δυνάμεων με τις βάσεις του Ουσάκ και της Σμύρνης.
Το έδαφος επί του οποίου είχε χαραχθεί η κύρια γραμμή αντιστάσεως παρουσίαζε τα εξής χαρακτηριστικά:
Στερούταν βάθους. Ιδιαίτερα αβαθής ήταν η τοποθεσία νότια του Αφιόν. Πίσω από τη κύρια γραμμή αντιστάσεως δεν υπήρχε άλλη τοποθεσία που να καλύπτει τη σιδηροδρομική γραμμή «Σμύρνης – Αφιόν».Ήταν ορεινό, βαθειά διακεκομμένο και υποκείμενο στο σύνολό του στη παρατήρηση αυτού που κατείχε ο αντίπαλος.Παρείχε στον αμυνόμενο πολύ περιορισμένα πεδία βολής εξ αιτίας της υπεροχής του προ της αμυντικής τοποθεσίας εδάφους. Στη περιοχή νότια του Αφιόν λόγω του έντονου εδαφικού ανάγλυφου, παρουσίαζε μεγάλες ζώνες απυρόβλητες από το Ελληνικό πυροβολικό, σε συνδυασμό βεβαίως και με τις πολύ περιορισμένες δυνατότητες αυτού στην εκτέλεση επισκηπτικής βολής.Παρείχε ελάχιστες δυνατότητες παρατήρησης στη προ του μετώπου της Ελληνικής τοποθεσίας περιοχή, ενώ επί του Κιουτσούκ Καλετζίκ η δυνατότητα παρατήρησης προς νότο ήταν περιορισμένη έως ανύπαρκτη.
Από την άλλη πλευρά:
Η κατοχή από τους Τούρκους του υπερκείμενου προς νότο εδάφους, τους επέτρεπε να παρατηρούν και να αναγνωρίζουν το σύνολο σχεδόν της Ελληνικής αμυντικής τοποθεσίας. (βλ. Παράρτημα, Φωτ.1 και Φωτ. 2)
Ο όγκος του Μπουγιούκ Καλετζίκ που κυριαρχούσε στη προς βορρά περιοχή, τους προσέφερε την απαραίτητη κάλυψη ώσ InfoGnomon
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Παίρνουν πίσω την εγκύκλιo-πρόκληση για τις συντάξεις των βουλευτών!
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ