2013-08-20 13:24:12
Του Βασίλη Στοϊλόπουλου*
Η μεταπολεμική, ευρωπαϊκή Τάξη Πραγμάτων, που διαμορφώθηκε με μεγάλες δυσκολίες μετά το 1945, αλλά και μετά τη κατάρρευση του Ανατολικού Συνασπισμού το 1989, αποκτά πλέον μια νέα μορφή, που ακόμη όμως δεν έχει αποκρυσταλλωθεί πλήρως. Φαίνεται πως σήμερα το «γερμανικό ζήτημα» δεν συσχετίζεται τόσο πολύ με γεωπολιτικά δεδομένα της Ευρώπης, αλλά κυρίως με γεωοικονομικά.
Κάθε μήνας, κάθε εβδομάδα που περνά, γίνεται όλο και πιο εμφανές ότι η Γερμανία, μια χώρα που για δεκαετίες ήταν ενσωματωμένη σε μια πολύπλοκη αρχιτεκτονική σχέσεων, μεταξύ των δυτικοευρωπαϊκών κρατών, αναδεικνύεται σε ηγεμονική δύναμη της Ευρώπης. Κι αυτό πραγματοποιείται είτε με τη θέλησή της, όπως πιστεύουν οι περισσότεροι, που προειδοποιούν για την ανάδυση ακόμη και ενός 4ου Ράιχ, είτε εκ των πραγμάτων και παρά τη θέλησή της, όπως ισχυρίζονται κάποιοι άλλοι, που βλέπουν στη Γερμανία έναν «διστακτικό ηγεμόνα», που δεν θέλει να αναλάβει τις ευθύνες του
. Όπως για παράδειγμα ο Πολωνός υπουργός Εξωτερικών Ράντοσλαβ Σικόρσκι, που τελευταία έκανε την ακόλουθη εντυπωσιακή δήλωση (για Πολωνό): «Πιθανότατα είμαι ο πρώτος στην ιστορία Πολωνός υπουργός Εξωτερικών που φοβάται λιγότερο τη γερμανική ισχύ από τη γερμανική απραξία¹». Μια δήλωση που ενθαρρύνει τους εκπροσώπους της γερμανικής ελίτ, όπως τον διευθυντή της «Συνόδου για τον Ασφάλεια» Βόλφρανγκ Ίσινγκερ, που ισχυρίζεται ότι η σημερινή Γερμανία είναι απλώς ένας «καλοκάγαθος ηγεμόνας» (gutmütiger Hegemon).
Υπάρχει βεβαίως και η τρίτη άποψη, σύμφωνα με την οποία η «πολιτική του Βερολίνου δεν οδηγεί σε μια γερμανική, αλλά σε μια χαοτική Ευρώπη²», καθώς, λόγω ανικανότητας ή λόγω απροθυμίας, η οικονομική πολιτική του Βερολίνου μοιάζει περισσότερο με αυτή συνηθισμένων κρατών που στρέφονται κατά της Ευρώπης, παρά με αυτή ενός ηγεμονικού κράτους, που πρώτα απ’ όλα θα έπρεπε να ενδιαφέρεται για τη σταθερότητα και όχι να προκαλεί αναταράξεις, όπως κάνει η Γερμανία³.
Όπως και να έχει πάντως η εποχή που η Γερμανία, βρισκόμενη στη σκιά της Αμερικής, αλλά και υπό τη στενή επιτήρηση της Γαλλίας, δημιουργούσε συστηματικά την ισχυρή της ανταγωνιστικότητα και τη τεράστια παραγωγικότητά της, έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Ο οικονομικός γίγαντας που παράλληλα ήταν και πολιτικός νάνος ανήκει στο παρελθόν, όπως και η γερμανική κουλτούρα της αυτοσυγκράτησης.
Ιστορικές εξελίξεις όπως η γερμανική επανένωση, η διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς ανατολάς –στο πάλαι ποτέ πνεύμα του Drang nach Osten– η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και της Τσεχοσλοβακίας, η σταδιακή αποχώρηση της Αμερικής από την Ευρώπη και η στροφή της προς την Ασία και τον Ειρηνικό, η θεαματική βελτίωση των γερμανορωσικών σχέσεων, η αποδυνάμωση της Γαλλίας και, φυσικά, η πρόσφατη οικονομική κρίση, μετατόπισαν τις ισορροπίες και ανέδειξαν «σχεδόν ανεπισθήτως» τη Γερμανία σε ηγεμόνα της Ευρώπης.
Προέκυψε η γερμανική ηγεμονία στην Ευρώπη ξαφνικά κι απρόσμενα;
Μπορεί η Γερμανία να εκμεταλλεύεται όντως με βάναυσο τρόπο –σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο– τη σημερινή κρίση, όμως η ηγεμονική θέση της στην Ευρώπη είναι το μακροχρόνιο αποτέλεσμα της σταδιακής ευρωπαϊκής ενοποίησης, που ξεκίνησε μετά τον πόλεμο και κρατά εδώ και εξήντα χρόνια. Αποφάσεις όπως ο περιορισμός των εμπορικών φραγμών, η άρση του προστατευτισμού και κυρίως η καθιέρωση του ευρώ, που ανέδειξε την ανταγωνιστικότητα και την παραγωγικότητα σε θεμέλιους λίθους της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής, είχαν σαν φυσικό επακόλουθο τη συνεχή ισχυροποίηση της Γερμανίας.
Σε αυτή την εξέλιξη σημαντική είναι και μία άλλη παράμετρος, που συχνά υποτιμάται. Ακούει στο όνομα «γερμανική ιδεολογία» και αποτελεί τη βάση για τα συνεχιζόμενα ρεκόρ παραγωγικότητας στη Γερμανία. Έννοιες διαχρονικές στη γερμανική κοινωνία, όπως πειθαρχία, εργατικότητα, υποταγή στους ανωτέρους, στοχοπροσήλωση, αίσθηση καθήκοντος, ή ακόμα και απλήρωτη εργασία, συνέβαλαν καθοριστικά στην αύξηση της παραγωγικότητας, που σε συνδυασμό με την ανταγωνιστικότητα και την ιστορικά φορτισμένη, λόγω της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, δημοσιονομική πειθαρχία, έφεραν τη Γερμανία εδώ που βρίσκεται σήμερα.
Επιπλέον, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στην προτεσταντική επικράτεια η οικονομία προσλαμβάνει ηθικές διαστάσεις, καθώς η επιτυχία θεωρείται η δίκαιη επιβράβευση για τη σκληρή εργασία. Για τους Γερμανούς αυτή η ηθική διάσταση ασφαλώς και ισχύει, καθώς η επιχειρηματικότητα, η καινοτομία και η διαρκής μεταρρυθμιστική προσπάθεια και ικανότητά τους είναι στοιχεία που δεν αμφισβητούνται.
Η Γερμανία και ο ευρωπαϊκός οικονομικός «Μεγαχώρος»
Η υπόθεση του ευρωπαϊκού οικονομικού Μεγαχώρου υπό γερμανική ηγεμονία είναι πολύ παλιά και διαχρονική. Ξεκινά με τη γέννηση της γερμανικής εθνικής οικονομίας, την ίδρυση δηλαδή της γερμανικής τελωνειακής ένωσης (Zollverein) το 1834, και μέσα από πολλές ιστορικές αναταράξεις και πολέμους, φτάνει σχεδόν αναλλοίωτη μέχρι τις μέρες μας.
Βασική παράμετρος ήταν πάντα η ηγεμονία, κυρίως μέσω της οικονομική διείσδυσης σ’ έναν ενδιάμεσο χώρο (Zwischeneuropa) μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας, από τη Βόρεια μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα. Μια γεωγραφική περιοχή που ουσιαστικά περιλαμβάνει τις δέκα χώρες που εντάχθηκαν το 2004 και το 2007 στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Βαλτικές, Πολωνία, Τσεχία, Σλοβακία, Ουγγαρία, Σλοβενία, Ρουμανία, Βουλγαρία).
Ως γνωστόν, στο πλαίσιο του γερμανικού «ηπειρωτικού ιμπεριαλισμού» της βιλχελμινικής περιόδου μέχρι και τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι χώρες της Ανατολικής και Νότιας Ευρώπης θα κατείχαν το στάτους των παραγωγών γεωργικών προϊόντων, των προμηθευτών πρώτων υλών, των καταναλωτών γερμανικών προϊόντων αλλά και της εμπορικής γέφυρας προς τη Μέση Ανατολή. Η δημιουργία ενός γερμανικού Μεγαχώρου περιλαμβανόταν στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα της γερμανικής ελίτ και στην εθνικοσοσιαλιστική περίοδο. Σύμφωνα με αυτό, στην αρχή η Κεντρική Ευρώπη, ως ο «ατσάλινος πυρήνας», και κατόπιν ολόκληρη η ευρωπαϊκή ήπειρος, θα αποτελούσε μια τεράστια πρώτη ύλη και προνομιακό χώρο για τη γερμανική οικονομία. Όμως ο σχεδιαζόμενος οικονομικός Μεγαχώρος συνδέθηκε με το σχέδιο του Ζωτικού Χώρου (Lebensraum) και απέκτησε μια δυναμική η οποία, εκτός από τη στρατιωτική επέκταση και τη «συμμαχία» της Γερμανίας με τις ελίτ των κατακτημένων χωρών, περιλάμβανε και πολιτικές μαζικής εξολόθρευσης ανθρώπων, ως τους βασικούς πυλώνες για την οικοδόμηση της Νέας Ευρωπαϊκής Τάξης Πραγμάτων4.
Το σχέδιο Μεγαχώρος, με τις όποιες παραλλαγές του, παρέμεινε ζωντανό και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Πρώτος αναφέρθηκε σε αυτό ο συντηρητικός πολιτικός Φρανς Γιόσεφ Στράους, όταν μίλησε για μια ισχυρή Δυτική Ευρώπη, που με την οικονομική της δύναμη θα λειτουργούσε σαν κέντρο βαρύτητας (Gravitationszentrum) για τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Κατόπιν και μέχρι την πτώση του τοίχους του Βερολίνου ήταν η Οστπολιτίκ του Βίλλυ Μπραντ ο βασικός πυλώνας όλων των γερμανικών κυβερνήσεων για το άνοιγμα αυτού του χώρου στις κεντρομόλες δυνάμεις της Δύσης. Στο πλαίσιο αυτό καθιερώθηκε το πρόταγμα της απελευθέρωσης των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης από τα δεσμά της σοβιετικής κυριαρχίας, το οποίο βρήκε πρόσφορο έδαφος τόσο στην αντικομουνιστική στρατηγική όσο και στο γερμανικό κίνημα ειρήνης.
Το αργότερο με το τέλος του υπαρκτού σοσιαλισμού, η γερμανική οικονομία στόχευε πλέον ανοιχτά στον διαμελισμό της Ανατολικής και Νότιας Ευρώπης σε περιφέρειες με οικονομικό ενδιαφέρον και σε άλλες που δεν παρουσίαζαν ενδιαφέρον. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η λεγόμενη «Ομάδα Εργασίας για τις Άλπεις και την Αδριατική», μεταξύ της βαυαρικής κυβέρνησης με τα τοπικά κρατίδια Σλοβενίας και Κροατίας –και όχι με την ομοσπονδιακή Γιουγκοσλαβία– ήδη από τη δεκαετία του 19705. Η εξόφθαλμη υποστήριξη από τη Γερμανία των αποσχιστικών τάσεων σε Γιουγκοσλαβία, Τσεχοσλοβακία και Ρωσία, στη διάρκεια της δεκαετίας του ενενήντα, ήταν το φυσικό αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής. Οι προτεραιότητες της Γερμανίας μετατέθηκαν προς ανατολάς, αφού εκεί, σύμφωνα με τον Χένρι Κίσσιγκερ, «βρίσκονται όλοι οι ανεκπλήρωτοι στόχοι της Γερμανίας», αλλά και μια αναπτυσσόμενη αγορά περίπου τριακοσίων εκατομμυρίων ανθρώπων. Η ηγεμονία της Γερμανίας σε όλη τη Γηραιά Ήπειρο θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί αφού πρώτα θα κυριαρχούσε στην Ανατολική Ευρώπη.
Πολύ σύντομα οι βαλτικές χώρες, η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Κροατία, η Σλοβενία και η Τσεχία συνδέθηκαν με οικονομικά και διαρθρωτικά προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και υποχρεώθηκαν σε βίαιες αναδιαρθρώσεις των οικονομιών τους, στην απελευθέρωση των αγορών τους, σε ιδιωτικοποιήσεις κρατικών επιχειρήσεων και σε μια συνεχή ελλειμματική οικονομική συγκυρία. Το αποτέλεσμα ήταν στη διάρκεια της μεταβατικής φάσης, για την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση να επέλθει η αποβιομηχάνιση και η εκποίησης των εθνικών τους οικονομιών.
Παράλληλα, το 1993, παρουσιάστηκε το σχέδιο Σόιμπλε–Λάμερς για τη λεγόμενη «Ευρώπη του πυρήνα» (Kerneuropa), που ουσιαστικά σήμαινε την ιεράρχηση των κρατών μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η κατηγορηματική άρνηση των λοιπών Ευρωπαίων να δεχτούν το συγκεκριμένο σχέδιο έφερε στο προσκήνιο ένα άλλο, πιο μελετημένο, αυτό της ομαδοποίησης των κρατών–μελών σε «ομόκεντρους κύκλους», με διαφορετική παραγωγική δυναμική και διαφορετικό βαθμό πρόσδεσης στον ευρωπαϊκό πυρήνα. Σχέδιο που, επιμελώς και χωρίς τυμπανοκρουσίες, ακολούθησε και η ερυθροπράσινη κυβέρνηση Σρέντερ-Φίσερ μέχρι το 2005.
Σήμερα, επί διακυβέρνησης Μέρκελ, πρέπει να μιλάμε πλέον ξεκάθαρα αν όχι για ομόκεντρους κύκλους, τουλάχιστον για τεμαχισμό της Ευρώπης σε χώρες του πλούσιου Βορρά, και των φτωχών του Νότου και της Ανατολής. Συγκρίνοντας κανείς, για παράδειγμα, τα στοιχεία για την ανεργία, διαπιστώνει εύκολα αυτόν το διαχωρισμό. Όταν στην Ελλάδα χάνονταν 800.000 θέσεις εργασίας, στη Γερμανία δημιουργούνταν 600.000 νέες θέσεις εργασίας. Όταν στην Ελλάδα, την περίοδο της κρίσης, το ποσοστό ανεργίας ξεπέρασε το 28%, στη Γερμανία έπεσε στο 4,3%6.
Η ντε φάκτο οικονομική προσάρτηση μεγάλων γεωγραφικών περιφερειών της Ανατολικής και Νότιας Ευρώπης, που εν πολλοίς αντιστοιχεί με τον προπολεμικό Μεγαχώρο του 2ου και του 3ου Ράιχ, έφερε στο κέντρο της Ευρώπης τη Γερμανία, η αδιαμφισβήτητη οικονομική ισχύς της οποίας, αλλά και η πλεονεκτική της θέση στο εμπόριο και στις σχέσεις της με τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, είχαν σαν αποτέλεσμα το Βερολίνο να αφήσει πολύ πίσω τους δυτικούς ανταγωνιστές, εταίρους και συμμάχους της.
Τα αποτελέσματα είναι πλέον ορατά στον καθένα, αν προσέξουμε τα παρακάτω οικονομικά στατιστικά στοιχεία. Εντός της ευρωζώνης, το γερμανικό πλεόνασμα στο ισοζύγιο εξωτερικών εμπορικών συναλλαγών έφτασε στην περίοδο 2009-2011, εν μέσω δηλαδή της κρίσης, στα 255 δισ. ευρώ7. Από τις χώρες της «ενδιάμεσης» Ευρώπης, για παράδειγμα, το 2012, το μεγαλύτερο πλεόνασμα της Γερμανίας ήταν με την Πολωνία και ξεπερνούσε τα 8,6 δισ.ευρώ8. Όμως το πλεόνασμα στο ισοζύγιο εξωτερικού εμπορίου είναι συντριπτικά υπέρ της Γερμανίας και με τις περισσότερες χώρες του κόσμου και έφθασε, στην ίδια περίοδο, σε παγκόσμιο επίπεδο, στα 452 δισ. ευρώ, όπως φαίνεται και στο διάγραμμα που παραθέτουμε9. Ενδιαφέρουσα είναι επίσης και η διαπίστωση ότι, με την έναρξη της ισχύος του ευρώ και της νομισματικής ένωσης το 2002, η Γερμανία μέσα σ’ ένα χρόνο κι εντελώς ξαφνικά υπερδιπλασίασε το πλεόνασμά της στο εξωτερικό εμπόριο. Επίσης, παρατηρώντας τη δεκαετία πριν και μετά την έναρξη του ευρώ, βλέπουμε ότι ενώ στη δεκαετία 1992-2001 το πλεόνασμα της Γερμανίας ήταν μόνο 525 δισ., στη δεκαετία 2002-2011 τριπλασιάστηκε και έφτασε συνολικά στα 1.561 δισ. ευρώ!
12_01[1]
Διάγραμμα 1. Η εξέλιξη του γερμανικού εξωτερικού εμπορίου 1990–2011 (εισαγωγές, εξαγωγές, πλεόνασμα).
Οι σχέσεις Γερμανίας και Ανατολικής Ευρώπης
Για τη γερμανική οικονομία, η Ανατολική Ευρώπη έχει αποκτήσει πλέον τα χαρακτηριστικά της «διευρυμένης πατρίδας» (erweiterte Heimat), όπου, ως γνωστόν, για πολλούς αιώνες υπήρχε ισχυρή γερμανική παρουσία, όχι πάντοτε με καλές προθέσεις, όπως γνωρίζουμε από την ιστορία. Έτσι χαρακτηρίζεται μια τεράστια περιοχή, που μέσα από μια κλασική «θεραπεία σοκ» μετατράπηκε σε περιφέρεια του δυτικοευρωπαϊκού κέντρου, με κύρια χαρακτηριστικά το φτηνό χώρο αναπαραγωγής του γερμανικού κεφαλαίου, την ελεύθερη πρόσβαση στην εσωτερική αγορά, τον εύκολο δανεισμό και κατ’ επέκταση τη συσσώρευση χρεών.
Παρ’ όλα αυτά, σήμερα, οι Γερμανοί αυτοπαρουσιάζονται σαν τους φυσιολογικούς εμπόρους, που δρούσαν στην περιοχή έτσι κι αλλιώς εδώ και αιώνες, αλλά και σε κάποιο βαθμό ως φορείς δυτικών αξιών. Για όσους δεν αρέσκονται να χρησιμοποιήσουν σκληρούς όρους όπως γερμανοποίηση, τότε μπορούμε να πούμε ότι πρόκειται για τη δημιουργία ενός είδους νέας «Χανσεατικής Ένωσης», βασισμένης σε ένα πυκνότατο δίκτυο συνεργασιών σε πολιτικό, πολιτιστικό, κοινωνικό, επιχειρηματικό, τεχνολογικό, αυτοδιοικητικό, ακόμα και σωματειακό επίπεδο. Στο πλαίσιο αυτό, ήδη από το 1991 οι γερμανικές κυβερνήσεις ξεκίνησαν την υλοποίηση ενός προγράμματος μετασχηματισμού και παροχής συμβουλών, που μόνο μέχρι το 1996 περιελάμβανε 5000 ειδικά προγράμματα για την προστασία του περιβάλλοντος, την αγροτική οικονομία, την κοινωνική πρόνοια, την υγεία, τη νομοθεσία κ.α. που κόστισε πάνω από 1,5 δισ. μάρκα10.
Βεβαίως, σημαντικός παράγοντας σε όλες τις επενδυτικές κινήσεις των Γερμανών σε στοχευμένες περιφέρειες είναι και η παρουσία εκεί του γερμανικού μειονοτικού στοιχείου (300.000 στην Πολωνία, 62.000 στην Ουγγαρία, 40.000 στην Τσεχία κ.α.).
Η εικόνα της γερμανικής οικονομικής διείσδυσης στην Αν. Ευρώπη
Στην Ανατολική Ευρώπη δραστηριοποιούνται σήμερα πάνω από 10.000 γερμανικές εταιρείες, έχοντας επενδύσει συνολικά περισσότερα από 80 δισεκατομμύρια ευρώ. Αν μάλιστα προσθέσουμε και τη Ρωσία, τότε το ποσό αυτό ανέρχεται περίπου στα 105 δισεκατομμύρια, το μισό δηλαδή των γερμανικών ιδιωτικών επενδύσεων στις ΗΠΑ11. Στην Τσεχία, για παράδειγμα, από τα συνολικά 77,8 δισ. ευρώ που επενδύθηκαν στη χώρα αυτή από το 1993, έτος της ίδρυσής της, έως το 2011, οι γερμανικές επενδύσεις έφτασαν τα 18,4 δισ. ευρώ12.
Παρακάτω γίνεται μια σύντομη παρουσίαση μερικών μόνο οικονομικών κλάδων της Ανατολικής Ευρώπης, όπου κυριαρχεί η Γερμανία:
– Τόσο στο λιανικό όσο και στο χοντρικό εμπόριο σε όλη την Ανατολική Ευρώπη τα ονόματα των εταιρειών που κυριαρχούν είναι Λιντλ, Πλους, Τέσκο, Μέτρο. Έτσι, μόνο ο ετήσιος τζίρος της Μέτρο-Γκρουπ-Πόλσκα φτάνει σχεδόν στα 3,5 δισ. ευρώ.
– Η γερμανική Τέλεκομ είναι ο βασικός μέτοχος στην ουγγρική (Ματάι), στην πολωνική (PTC) και στην κροατική Τέλεκομ.
– H Allianz13 είναι η μεγαλύτερη ασφαλιστική εταιρεία σε όλη την Ανατολική Ευρώπη, όπου το 2012 κατέγραψε τζίρο 3,7 δισ. ευρώ.
– Για το ρόλο της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας στην Ανατολική Ευρώπη αρκεί να σημειώσουμε ότι, ανάμεσα στους δέκα σημαντικότερους ομίλους επιχειρήσεων στις χώρες αυτές συγκαταλέγονται: 3η θέση για τη Σκόντα (Τσεχία), 6η θέση Φολκσβάγκεν (Σλοβακία) και 7η θέση Άουντι (Ουγγαρία).
Επιπλέον και ίσως το σημαντικότερο απ’ όλα: Ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ανατολικής Ευρώπης έχει εξαγοραστεί από τους Δυτικούς. Τα δυτικοευρωπαϊκά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν επενδύσει στην Ανατολική Ευρώπη πάνω από 1.150 δισ. ευρώ, με τα αυστριακά να ηγούνται, αφού επένδυσαν περίπου 224 δισ. ευρώ, σχεδόν όσο τα τρία τέταρτα του ΑΕΠ της Αυστρίας.
Ας σταθούμε όμως λίγο παραπάνω στο νευραλγικό τομέα των ΜΜΕ και ιδιαίτερα στην Πολωνία, όπου η γερμανική κυριαρχία είναι συντριπτική. Η πολωνική εκδοχή της Μπιλντ Τσάιτουνγκ, με 500.000 ημερήσια φύλλα (2005), η εφημερίδα Φακτ είναι ιδιοκτησίας Άξελ Σπρίνγκερ. Στο συγκρότημα αυτό ανήκουν, εκτός από το περιοδικό γνώμης Νιούσγουικ Πόλσκα και την οικονομική επιθεώρηση Πρόφιτ άλλοι 19 τίτλοι (γυναικεία και νεολαιίστικα περιοδικά, περιοδικά για αυτοκίνητα και υπολογιστές). Ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση ενός μεσαίου σε οικονομική δύναμη εκδοτικού οίκου, του Πασάουερ Νέουε Πρέσε από τη Βαυαρία, που κατάφερε να ελέγχει μονοπωλιακά όλες τις τοπικές εφημερίδες της νοτιοανατολικής Πολωνίας, της περιοχής δηλαδή που οι Γερμανοί εξακολουθούν να ονομάζουν Ανατολική Πρωσία. Το ίδιο έκανε και στην Τσεχία, σε περιοχές που κάποτε κατοικούσαν οι Σουδήτες. Βεβαίως, ισχυρή είναι η παρουσία στην Πολωνία και άλλων γερμανικών εκδοτικών οίκων, όπως ο Μπάουερ, που ελέγχει συνολικά τριάντα τίτλους. Ανάλογη είναι η κατάσταση στη Τσεχία, όπου ελέγχεται συνολικά το 82% του τοπικού Τύπου και στην Ουγγαρία, όπου το 75% της συνολικής αγοράς είναι σε γερμανικά χέρια.
Οι αριθμοί είναι αποκαλυπτικοί, όσο φανερός είναι και ο στόχος της Γερμανίας να ελέγξει μονοπωλιακά το χώρο των ΜΜΕ, ακόμη και αν για κάποιο μεγάλο διάστημα παρουσιάζει παθητικό.
Έστω και με αυτά τα λίγα παραδείγματα, γίνεται σαφές ότι για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία η Γερμανία έχει μια τέτοια δεσπόζουσα θέση στον «ενδιάμεσο» ευρωπαϊκό χώρο, χωρίς βεβαίως να χρησιμοποιεί τα στρατεύματά της, αλλά την ισχυρή της οικονομία. Αυτό όμως αντανακλάται και στη γεωπολιτική, οπότε και η γερμανική ηγεμονία εδραιώνεται μέρα με την ημέρα.
Είναι αξιοσημείωτο πάντως πως, ένα σημαντικό κομμάτι της γερμανικής πολιτικής και οικονομικής ελίτ, αλλά και η γερμανική κοινή γνώμη, δεν δείχνουν να έχουν προετοιμαστεί για έναν τέτοιο ηγεμονικό ρόλο, που ενδεχομένως θα μπορούσε να καταλήξει πράγματι στη γερμανοποίηση της Ευρώπης. Ενδεικτικό αυτής της κατάστασης είναι και μια δημοσκόπηση του Φόκους14, σύμφωνα με την οποία τα δύο τρίτα των Γερμανών δεν κατανοεί γιατί η ευρωπαϊκή κρίση προκαλεί αντιγερμανικά συναισθήματα και εχθρότητα εναντίον τους!
Φαίνεται πως δεν διαβάζουν την έγκριτη εφημερίδα Ντι Τσάιτ, που συχνά περιγράφει για ποιους λόγους η Γερμανία έχει γίνει μαγνήτης εξωτερικών κεφαλαίων και γιατί κερδίζει και μάλιστα εν μέσω της κρίσης. Είναι, σύμφωνα με την εφημερίδα, διότι:
– Κρατά τα επιτόκια μέσα στη Γερμανία σε πολύ χαμηλά επίπεδα με ευνοϊκά αποτελέσματα για επιχειρήσεις, νοικοκυριά και κράτος.
– Συμπιέζει, όσο γίνεται, προς τα κάτω, τη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ-δολαρίου, με τεράστια πλεονεκτήματα για τις γερμανικές εξαγωγές.
– Επιβάλλει υψηλό κόστος κεφαλαίου, με αποτέλεσμα να εξουδετερώνονται οι ανταγωνιστές των γερμανικών επιχειρήσεων.
– Εξασφαλίζει τις αποταμιεύσεις των πολιτών της, ώστε να παραμένει η Γερμανία σταθερά χώρα-πιστωτής.
Επίλογος
Η οικονομική ανισορροπία στην Ευρώπη, αλλά και η γερμανική εξάρτηση από το εξαγωγικό εμπόριο, απειλούν την Ευρώπη, αλλά και το διεθνές περιβάλλον, όσο και τα ελλείμματα και τα χρέη κάποιων χωρών του Νότου και της Ανατολής.
Η ειρωνεία για την κα Μερκελ, που πρόσφατα αμφισβήτησε δημοσίως ότι η Γερμανία έχει ηγεμονικές τάσεις, είναι κάτι που ακόμη και η Ομοσπονδία Γερμανών Βιομηχάνων (BDI) της υπενθύμισε, ότι «ένα έθνος με το ένα εκατοστό του παγκόσμιου πληθυσμού, που κατέχει το ένα εικοστό της παγκόσμιας οικονομικής απόδοσης, πρέπει να αναλάβει διεθνείς υποχρεώσεις και τα αναλογούντα κόστη (…) Μια χώρα όπως η Γερμανία, που ζει από τη δυνατότητα του κόσμου να αγοράζει, πρέπει να σηκώνει γι’ αυτόν τον κόσμο και κάποια βάρη».
Αντ’ αυτού, η Γερμανία, ακολουθώντας δογματικά μια εγωιστική πολιτική στραγγαλισμού και αφαίμαξης των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας, σε Ανατολή και Νότο, παίζει με τη φωτιά, που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο και την ίδια και να χάσει ό,τι μέχρι σήμερα έχει ήδη κατακτήσει. Άλλωστε, στο παρελθόν το έχει ξαναζήσει και μάλιστα με τον πιο σκληρό τρόπο.
[1]. Jürgen Wagner, “Deutschland in Europa: Verquere Hegemonie-Debatte”, 26-6-2013
[2]. Hans Kundnani, “Was für ein Hegemon?”, Internationale Politik 3, Mai/Juni 2012
3. Άποψη που εκφράζεται κυρίως από την έγκυρη οικονομική εφημερίδα Handelsblatt.
[4]. Goetz Aly, Chr. Dieckmann u.a. (Hg), “Modelle fuer ein deutsches Europa. Oekonomie und Herrschaft im Grosswirtschaftsraum”, 1992.
[5]. Hans Peter Linss, Roland Schönfeld (Hg.) “Deutschland und die Völker Südosteuropas”, 1993
6. ΣτοιχείαΙουνίου 2013.
7. Reiner Trampert, Jungle World, Nr 16/18-4-2013
8. Bundesministerium fuer Wirtschaft und Technologie, “Fakten zum deutschen Aussenhandel 2012”, 15-3-2013
9. Bundeszentrale fuer politische Bildung, 17-3-2013, www.bpb.de/cache/images/3/52843-1×2-article620.gif?01C58.
10.Βασίλης Στοϊλόπουλος, «Νέο Ράιχ ή νέα Πτώση», Άρδην.
11.Ποσοστό των γερμανικών επενδύσεων: ΗΠΑ 22%, Αν. Ευρώπη 11%, Ασία & Λ. Αμερική 12,4%.
12. Wirtschaftsbericht Tschechische Republik, 2011
13.Allianz SE, 27-2-2013.
[1]. http://german.ruvr.ru/radio_broadcast/4004944/109787919/
15. “Wie Deutschland an der Euro-Krise verdient. Die Zeit, 14-8-2012.
άρδην ρίξη
InfoGnomon
Η μεταπολεμική, ευρωπαϊκή Τάξη Πραγμάτων, που διαμορφώθηκε με μεγάλες δυσκολίες μετά το 1945, αλλά και μετά τη κατάρρευση του Ανατολικού Συνασπισμού το 1989, αποκτά πλέον μια νέα μορφή, που ακόμη όμως δεν έχει αποκρυσταλλωθεί πλήρως. Φαίνεται πως σήμερα το «γερμανικό ζήτημα» δεν συσχετίζεται τόσο πολύ με γεωπολιτικά δεδομένα της Ευρώπης, αλλά κυρίως με γεωοικονομικά.
Κάθε μήνας, κάθε εβδομάδα που περνά, γίνεται όλο και πιο εμφανές ότι η Γερμανία, μια χώρα που για δεκαετίες ήταν ενσωματωμένη σε μια πολύπλοκη αρχιτεκτονική σχέσεων, μεταξύ των δυτικοευρωπαϊκών κρατών, αναδεικνύεται σε ηγεμονική δύναμη της Ευρώπης. Κι αυτό πραγματοποιείται είτε με τη θέλησή της, όπως πιστεύουν οι περισσότεροι, που προειδοποιούν για την ανάδυση ακόμη και ενός 4ου Ράιχ, είτε εκ των πραγμάτων και παρά τη θέλησή της, όπως ισχυρίζονται κάποιοι άλλοι, που βλέπουν στη Γερμανία έναν «διστακτικό ηγεμόνα», που δεν θέλει να αναλάβει τις ευθύνες του
Υπάρχει βεβαίως και η τρίτη άποψη, σύμφωνα με την οποία η «πολιτική του Βερολίνου δεν οδηγεί σε μια γερμανική, αλλά σε μια χαοτική Ευρώπη²», καθώς, λόγω ανικανότητας ή λόγω απροθυμίας, η οικονομική πολιτική του Βερολίνου μοιάζει περισσότερο με αυτή συνηθισμένων κρατών που στρέφονται κατά της Ευρώπης, παρά με αυτή ενός ηγεμονικού κράτους, που πρώτα απ’ όλα θα έπρεπε να ενδιαφέρεται για τη σταθερότητα και όχι να προκαλεί αναταράξεις, όπως κάνει η Γερμανία³.
Όπως και να έχει πάντως η εποχή που η Γερμανία, βρισκόμενη στη σκιά της Αμερικής, αλλά και υπό τη στενή επιτήρηση της Γαλλίας, δημιουργούσε συστηματικά την ισχυρή της ανταγωνιστικότητα και τη τεράστια παραγωγικότητά της, έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Ο οικονομικός γίγαντας που παράλληλα ήταν και πολιτικός νάνος ανήκει στο παρελθόν, όπως και η γερμανική κουλτούρα της αυτοσυγκράτησης.
Ιστορικές εξελίξεις όπως η γερμανική επανένωση, η διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς ανατολάς –στο πάλαι ποτέ πνεύμα του Drang nach Osten– η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και της Τσεχοσλοβακίας, η σταδιακή αποχώρηση της Αμερικής από την Ευρώπη και η στροφή της προς την Ασία και τον Ειρηνικό, η θεαματική βελτίωση των γερμανορωσικών σχέσεων, η αποδυνάμωση της Γαλλίας και, φυσικά, η πρόσφατη οικονομική κρίση, μετατόπισαν τις ισορροπίες και ανέδειξαν «σχεδόν ανεπισθήτως» τη Γερμανία σε ηγεμόνα της Ευρώπης.
Προέκυψε η γερμανική ηγεμονία στην Ευρώπη ξαφνικά κι απρόσμενα;
Μπορεί η Γερμανία να εκμεταλλεύεται όντως με βάναυσο τρόπο –σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο– τη σημερινή κρίση, όμως η ηγεμονική θέση της στην Ευρώπη είναι το μακροχρόνιο αποτέλεσμα της σταδιακής ευρωπαϊκής ενοποίησης, που ξεκίνησε μετά τον πόλεμο και κρατά εδώ και εξήντα χρόνια. Αποφάσεις όπως ο περιορισμός των εμπορικών φραγμών, η άρση του προστατευτισμού και κυρίως η καθιέρωση του ευρώ, που ανέδειξε την ανταγωνιστικότητα και την παραγωγικότητα σε θεμέλιους λίθους της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής, είχαν σαν φυσικό επακόλουθο τη συνεχή ισχυροποίηση της Γερμανίας.
Σε αυτή την εξέλιξη σημαντική είναι και μία άλλη παράμετρος, που συχνά υποτιμάται. Ακούει στο όνομα «γερμανική ιδεολογία» και αποτελεί τη βάση για τα συνεχιζόμενα ρεκόρ παραγωγικότητας στη Γερμανία. Έννοιες διαχρονικές στη γερμανική κοινωνία, όπως πειθαρχία, εργατικότητα, υποταγή στους ανωτέρους, στοχοπροσήλωση, αίσθηση καθήκοντος, ή ακόμα και απλήρωτη εργασία, συνέβαλαν καθοριστικά στην αύξηση της παραγωγικότητας, που σε συνδυασμό με την ανταγωνιστικότητα και την ιστορικά φορτισμένη, λόγω της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, δημοσιονομική πειθαρχία, έφεραν τη Γερμανία εδώ που βρίσκεται σήμερα.
Επιπλέον, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στην προτεσταντική επικράτεια η οικονομία προσλαμβάνει ηθικές διαστάσεις, καθώς η επιτυχία θεωρείται η δίκαιη επιβράβευση για τη σκληρή εργασία. Για τους Γερμανούς αυτή η ηθική διάσταση ασφαλώς και ισχύει, καθώς η επιχειρηματικότητα, η καινοτομία και η διαρκής μεταρρυθμιστική προσπάθεια και ικανότητά τους είναι στοιχεία που δεν αμφισβητούνται.
Η Γερμανία και ο ευρωπαϊκός οικονομικός «Μεγαχώρος»
Η υπόθεση του ευρωπαϊκού οικονομικού Μεγαχώρου υπό γερμανική ηγεμονία είναι πολύ παλιά και διαχρονική. Ξεκινά με τη γέννηση της γερμανικής εθνικής οικονομίας, την ίδρυση δηλαδή της γερμανικής τελωνειακής ένωσης (Zollverein) το 1834, και μέσα από πολλές ιστορικές αναταράξεις και πολέμους, φτάνει σχεδόν αναλλοίωτη μέχρι τις μέρες μας.
Βασική παράμετρος ήταν πάντα η ηγεμονία, κυρίως μέσω της οικονομική διείσδυσης σ’ έναν ενδιάμεσο χώρο (Zwischeneuropa) μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας, από τη Βόρεια μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα. Μια γεωγραφική περιοχή που ουσιαστικά περιλαμβάνει τις δέκα χώρες που εντάχθηκαν το 2004 και το 2007 στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Βαλτικές, Πολωνία, Τσεχία, Σλοβακία, Ουγγαρία, Σλοβενία, Ρουμανία, Βουλγαρία).
Ως γνωστόν, στο πλαίσιο του γερμανικού «ηπειρωτικού ιμπεριαλισμού» της βιλχελμινικής περιόδου μέχρι και τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι χώρες της Ανατολικής και Νότιας Ευρώπης θα κατείχαν το στάτους των παραγωγών γεωργικών προϊόντων, των προμηθευτών πρώτων υλών, των καταναλωτών γερμανικών προϊόντων αλλά και της εμπορικής γέφυρας προς τη Μέση Ανατολή. Η δημιουργία ενός γερμανικού Μεγαχώρου περιλαμβανόταν στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα της γερμανικής ελίτ και στην εθνικοσοσιαλιστική περίοδο. Σύμφωνα με αυτό, στην αρχή η Κεντρική Ευρώπη, ως ο «ατσάλινος πυρήνας», και κατόπιν ολόκληρη η ευρωπαϊκή ήπειρος, θα αποτελούσε μια τεράστια πρώτη ύλη και προνομιακό χώρο για τη γερμανική οικονομία. Όμως ο σχεδιαζόμενος οικονομικός Μεγαχώρος συνδέθηκε με το σχέδιο του Ζωτικού Χώρου (Lebensraum) και απέκτησε μια δυναμική η οποία, εκτός από τη στρατιωτική επέκταση και τη «συμμαχία» της Γερμανίας με τις ελίτ των κατακτημένων χωρών, περιλάμβανε και πολιτικές μαζικής εξολόθρευσης ανθρώπων, ως τους βασικούς πυλώνες για την οικοδόμηση της Νέας Ευρωπαϊκής Τάξης Πραγμάτων4.
Το σχέδιο Μεγαχώρος, με τις όποιες παραλλαγές του, παρέμεινε ζωντανό και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Πρώτος αναφέρθηκε σε αυτό ο συντηρητικός πολιτικός Φρανς Γιόσεφ Στράους, όταν μίλησε για μια ισχυρή Δυτική Ευρώπη, που με την οικονομική της δύναμη θα λειτουργούσε σαν κέντρο βαρύτητας (Gravitationszentrum) για τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Κατόπιν και μέχρι την πτώση του τοίχους του Βερολίνου ήταν η Οστπολιτίκ του Βίλλυ Μπραντ ο βασικός πυλώνας όλων των γερμανικών κυβερνήσεων για το άνοιγμα αυτού του χώρου στις κεντρομόλες δυνάμεις της Δύσης. Στο πλαίσιο αυτό καθιερώθηκε το πρόταγμα της απελευθέρωσης των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης από τα δεσμά της σοβιετικής κυριαρχίας, το οποίο βρήκε πρόσφορο έδαφος τόσο στην αντικομουνιστική στρατηγική όσο και στο γερμανικό κίνημα ειρήνης.
Το αργότερο με το τέλος του υπαρκτού σοσιαλισμού, η γερμανική οικονομία στόχευε πλέον ανοιχτά στον διαμελισμό της Ανατολικής και Νότιας Ευρώπης σε περιφέρειες με οικονομικό ενδιαφέρον και σε άλλες που δεν παρουσίαζαν ενδιαφέρον. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η λεγόμενη «Ομάδα Εργασίας για τις Άλπεις και την Αδριατική», μεταξύ της βαυαρικής κυβέρνησης με τα τοπικά κρατίδια Σλοβενίας και Κροατίας –και όχι με την ομοσπονδιακή Γιουγκοσλαβία– ήδη από τη δεκαετία του 19705. Η εξόφθαλμη υποστήριξη από τη Γερμανία των αποσχιστικών τάσεων σε Γιουγκοσλαβία, Τσεχοσλοβακία και Ρωσία, στη διάρκεια της δεκαετίας του ενενήντα, ήταν το φυσικό αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής. Οι προτεραιότητες της Γερμανίας μετατέθηκαν προς ανατολάς, αφού εκεί, σύμφωνα με τον Χένρι Κίσσιγκερ, «βρίσκονται όλοι οι ανεκπλήρωτοι στόχοι της Γερμανίας», αλλά και μια αναπτυσσόμενη αγορά περίπου τριακοσίων εκατομμυρίων ανθρώπων. Η ηγεμονία της Γερμανίας σε όλη τη Γηραιά Ήπειρο θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί αφού πρώτα θα κυριαρχούσε στην Ανατολική Ευρώπη.
Πολύ σύντομα οι βαλτικές χώρες, η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Κροατία, η Σλοβενία και η Τσεχία συνδέθηκαν με οικονομικά και διαρθρωτικά προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και υποχρεώθηκαν σε βίαιες αναδιαρθρώσεις των οικονομιών τους, στην απελευθέρωση των αγορών τους, σε ιδιωτικοποιήσεις κρατικών επιχειρήσεων και σε μια συνεχή ελλειμματική οικονομική συγκυρία. Το αποτέλεσμα ήταν στη διάρκεια της μεταβατικής φάσης, για την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση να επέλθει η αποβιομηχάνιση και η εκποίησης των εθνικών τους οικονομιών.
Παράλληλα, το 1993, παρουσιάστηκε το σχέδιο Σόιμπλε–Λάμερς για τη λεγόμενη «Ευρώπη του πυρήνα» (Kerneuropa), που ουσιαστικά σήμαινε την ιεράρχηση των κρατών μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η κατηγορηματική άρνηση των λοιπών Ευρωπαίων να δεχτούν το συγκεκριμένο σχέδιο έφερε στο προσκήνιο ένα άλλο, πιο μελετημένο, αυτό της ομαδοποίησης των κρατών–μελών σε «ομόκεντρους κύκλους», με διαφορετική παραγωγική δυναμική και διαφορετικό βαθμό πρόσδεσης στον ευρωπαϊκό πυρήνα. Σχέδιο που, επιμελώς και χωρίς τυμπανοκρουσίες, ακολούθησε και η ερυθροπράσινη κυβέρνηση Σρέντερ-Φίσερ μέχρι το 2005.
Σήμερα, επί διακυβέρνησης Μέρκελ, πρέπει να μιλάμε πλέον ξεκάθαρα αν όχι για ομόκεντρους κύκλους, τουλάχιστον για τεμαχισμό της Ευρώπης σε χώρες του πλούσιου Βορρά, και των φτωχών του Νότου και της Ανατολής. Συγκρίνοντας κανείς, για παράδειγμα, τα στοιχεία για την ανεργία, διαπιστώνει εύκολα αυτόν το διαχωρισμό. Όταν στην Ελλάδα χάνονταν 800.000 θέσεις εργασίας, στη Γερμανία δημιουργούνταν 600.000 νέες θέσεις εργασίας. Όταν στην Ελλάδα, την περίοδο της κρίσης, το ποσοστό ανεργίας ξεπέρασε το 28%, στη Γερμανία έπεσε στο 4,3%6.
Η ντε φάκτο οικονομική προσάρτηση μεγάλων γεωγραφικών περιφερειών της Ανατολικής και Νότιας Ευρώπης, που εν πολλοίς αντιστοιχεί με τον προπολεμικό Μεγαχώρο του 2ου και του 3ου Ράιχ, έφερε στο κέντρο της Ευρώπης τη Γερμανία, η αδιαμφισβήτητη οικονομική ισχύς της οποίας, αλλά και η πλεονεκτική της θέση στο εμπόριο και στις σχέσεις της με τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, είχαν σαν αποτέλεσμα το Βερολίνο να αφήσει πολύ πίσω τους δυτικούς ανταγωνιστές, εταίρους και συμμάχους της.
Τα αποτελέσματα είναι πλέον ορατά στον καθένα, αν προσέξουμε τα παρακάτω οικονομικά στατιστικά στοιχεία. Εντός της ευρωζώνης, το γερμανικό πλεόνασμα στο ισοζύγιο εξωτερικών εμπορικών συναλλαγών έφτασε στην περίοδο 2009-2011, εν μέσω δηλαδή της κρίσης, στα 255 δισ. ευρώ7. Από τις χώρες της «ενδιάμεσης» Ευρώπης, για παράδειγμα, το 2012, το μεγαλύτερο πλεόνασμα της Γερμανίας ήταν με την Πολωνία και ξεπερνούσε τα 8,6 δισ.ευρώ8. Όμως το πλεόνασμα στο ισοζύγιο εξωτερικού εμπορίου είναι συντριπτικά υπέρ της Γερμανίας και με τις περισσότερες χώρες του κόσμου και έφθασε, στην ίδια περίοδο, σε παγκόσμιο επίπεδο, στα 452 δισ. ευρώ, όπως φαίνεται και στο διάγραμμα που παραθέτουμε9. Ενδιαφέρουσα είναι επίσης και η διαπίστωση ότι, με την έναρξη της ισχύος του ευρώ και της νομισματικής ένωσης το 2002, η Γερμανία μέσα σ’ ένα χρόνο κι εντελώς ξαφνικά υπερδιπλασίασε το πλεόνασμά της στο εξωτερικό εμπόριο. Επίσης, παρατηρώντας τη δεκαετία πριν και μετά την έναρξη του ευρώ, βλέπουμε ότι ενώ στη δεκαετία 1992-2001 το πλεόνασμα της Γερμανίας ήταν μόνο 525 δισ., στη δεκαετία 2002-2011 τριπλασιάστηκε και έφτασε συνολικά στα 1.561 δισ. ευρώ!
12_01[1]
Διάγραμμα 1. Η εξέλιξη του γερμανικού εξωτερικού εμπορίου 1990–2011 (εισαγωγές, εξαγωγές, πλεόνασμα).
Οι σχέσεις Γερμανίας και Ανατολικής Ευρώπης
Για τη γερμανική οικονομία, η Ανατολική Ευρώπη έχει αποκτήσει πλέον τα χαρακτηριστικά της «διευρυμένης πατρίδας» (erweiterte Heimat), όπου, ως γνωστόν, για πολλούς αιώνες υπήρχε ισχυρή γερμανική παρουσία, όχι πάντοτε με καλές προθέσεις, όπως γνωρίζουμε από την ιστορία. Έτσι χαρακτηρίζεται μια τεράστια περιοχή, που μέσα από μια κλασική «θεραπεία σοκ» μετατράπηκε σε περιφέρεια του δυτικοευρωπαϊκού κέντρου, με κύρια χαρακτηριστικά το φτηνό χώρο αναπαραγωγής του γερμανικού κεφαλαίου, την ελεύθερη πρόσβαση στην εσωτερική αγορά, τον εύκολο δανεισμό και κατ’ επέκταση τη συσσώρευση χρεών.
Παρ’ όλα αυτά, σήμερα, οι Γερμανοί αυτοπαρουσιάζονται σαν τους φυσιολογικούς εμπόρους, που δρούσαν στην περιοχή έτσι κι αλλιώς εδώ και αιώνες, αλλά και σε κάποιο βαθμό ως φορείς δυτικών αξιών. Για όσους δεν αρέσκονται να χρησιμοποιήσουν σκληρούς όρους όπως γερμανοποίηση, τότε μπορούμε να πούμε ότι πρόκειται για τη δημιουργία ενός είδους νέας «Χανσεατικής Ένωσης», βασισμένης σε ένα πυκνότατο δίκτυο συνεργασιών σε πολιτικό, πολιτιστικό, κοινωνικό, επιχειρηματικό, τεχνολογικό, αυτοδιοικητικό, ακόμα και σωματειακό επίπεδο. Στο πλαίσιο αυτό, ήδη από το 1991 οι γερμανικές κυβερνήσεις ξεκίνησαν την υλοποίηση ενός προγράμματος μετασχηματισμού και παροχής συμβουλών, που μόνο μέχρι το 1996 περιελάμβανε 5000 ειδικά προγράμματα για την προστασία του περιβάλλοντος, την αγροτική οικονομία, την κοινωνική πρόνοια, την υγεία, τη νομοθεσία κ.α. που κόστισε πάνω από 1,5 δισ. μάρκα10.
Βεβαίως, σημαντικός παράγοντας σε όλες τις επενδυτικές κινήσεις των Γερμανών σε στοχευμένες περιφέρειες είναι και η παρουσία εκεί του γερμανικού μειονοτικού στοιχείου (300.000 στην Πολωνία, 62.000 στην Ουγγαρία, 40.000 στην Τσεχία κ.α.).
Η εικόνα της γερμανικής οικονομικής διείσδυσης στην Αν. Ευρώπη
Στην Ανατολική Ευρώπη δραστηριοποιούνται σήμερα πάνω από 10.000 γερμανικές εταιρείες, έχοντας επενδύσει συνολικά περισσότερα από 80 δισεκατομμύρια ευρώ. Αν μάλιστα προσθέσουμε και τη Ρωσία, τότε το ποσό αυτό ανέρχεται περίπου στα 105 δισεκατομμύρια, το μισό δηλαδή των γερμανικών ιδιωτικών επενδύσεων στις ΗΠΑ11. Στην Τσεχία, για παράδειγμα, από τα συνολικά 77,8 δισ. ευρώ που επενδύθηκαν στη χώρα αυτή από το 1993, έτος της ίδρυσής της, έως το 2011, οι γερμανικές επενδύσεις έφτασαν τα 18,4 δισ. ευρώ12.
Παρακάτω γίνεται μια σύντομη παρουσίαση μερικών μόνο οικονομικών κλάδων της Ανατολικής Ευρώπης, όπου κυριαρχεί η Γερμανία:
– Τόσο στο λιανικό όσο και στο χοντρικό εμπόριο σε όλη την Ανατολική Ευρώπη τα ονόματα των εταιρειών που κυριαρχούν είναι Λιντλ, Πλους, Τέσκο, Μέτρο. Έτσι, μόνο ο ετήσιος τζίρος της Μέτρο-Γκρουπ-Πόλσκα φτάνει σχεδόν στα 3,5 δισ. ευρώ.
– Η γερμανική Τέλεκομ είναι ο βασικός μέτοχος στην ουγγρική (Ματάι), στην πολωνική (PTC) και στην κροατική Τέλεκομ.
– H Allianz13 είναι η μεγαλύτερη ασφαλιστική εταιρεία σε όλη την Ανατολική Ευρώπη, όπου το 2012 κατέγραψε τζίρο 3,7 δισ. ευρώ.
– Για το ρόλο της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας στην Ανατολική Ευρώπη αρκεί να σημειώσουμε ότι, ανάμεσα στους δέκα σημαντικότερους ομίλους επιχειρήσεων στις χώρες αυτές συγκαταλέγονται: 3η θέση για τη Σκόντα (Τσεχία), 6η θέση Φολκσβάγκεν (Σλοβακία) και 7η θέση Άουντι (Ουγγαρία).
Επιπλέον και ίσως το σημαντικότερο απ’ όλα: Ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ανατολικής Ευρώπης έχει εξαγοραστεί από τους Δυτικούς. Τα δυτικοευρωπαϊκά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν επενδύσει στην Ανατολική Ευρώπη πάνω από 1.150 δισ. ευρώ, με τα αυστριακά να ηγούνται, αφού επένδυσαν περίπου 224 δισ. ευρώ, σχεδόν όσο τα τρία τέταρτα του ΑΕΠ της Αυστρίας.
Ας σταθούμε όμως λίγο παραπάνω στο νευραλγικό τομέα των ΜΜΕ και ιδιαίτερα στην Πολωνία, όπου η γερμανική κυριαρχία είναι συντριπτική. Η πολωνική εκδοχή της Μπιλντ Τσάιτουνγκ, με 500.000 ημερήσια φύλλα (2005), η εφημερίδα Φακτ είναι ιδιοκτησίας Άξελ Σπρίνγκερ. Στο συγκρότημα αυτό ανήκουν, εκτός από το περιοδικό γνώμης Νιούσγουικ Πόλσκα και την οικονομική επιθεώρηση Πρόφιτ άλλοι 19 τίτλοι (γυναικεία και νεολαιίστικα περιοδικά, περιοδικά για αυτοκίνητα και υπολογιστές). Ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση ενός μεσαίου σε οικονομική δύναμη εκδοτικού οίκου, του Πασάουερ Νέουε Πρέσε από τη Βαυαρία, που κατάφερε να ελέγχει μονοπωλιακά όλες τις τοπικές εφημερίδες της νοτιοανατολικής Πολωνίας, της περιοχής δηλαδή που οι Γερμανοί εξακολουθούν να ονομάζουν Ανατολική Πρωσία. Το ίδιο έκανε και στην Τσεχία, σε περιοχές που κάποτε κατοικούσαν οι Σουδήτες. Βεβαίως, ισχυρή είναι η παρουσία στην Πολωνία και άλλων γερμανικών εκδοτικών οίκων, όπως ο Μπάουερ, που ελέγχει συνολικά τριάντα τίτλους. Ανάλογη είναι η κατάσταση στη Τσεχία, όπου ελέγχεται συνολικά το 82% του τοπικού Τύπου και στην Ουγγαρία, όπου το 75% της συνολικής αγοράς είναι σε γερμανικά χέρια.
Οι αριθμοί είναι αποκαλυπτικοί, όσο φανερός είναι και ο στόχος της Γερμανίας να ελέγξει μονοπωλιακά το χώρο των ΜΜΕ, ακόμη και αν για κάποιο μεγάλο διάστημα παρουσιάζει παθητικό.
Έστω και με αυτά τα λίγα παραδείγματα, γίνεται σαφές ότι για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία η Γερμανία έχει μια τέτοια δεσπόζουσα θέση στον «ενδιάμεσο» ευρωπαϊκό χώρο, χωρίς βεβαίως να χρησιμοποιεί τα στρατεύματά της, αλλά την ισχυρή της οικονομία. Αυτό όμως αντανακλάται και στη γεωπολιτική, οπότε και η γερμανική ηγεμονία εδραιώνεται μέρα με την ημέρα.
Είναι αξιοσημείωτο πάντως πως, ένα σημαντικό κομμάτι της γερμανικής πολιτικής και οικονομικής ελίτ, αλλά και η γερμανική κοινή γνώμη, δεν δείχνουν να έχουν προετοιμαστεί για έναν τέτοιο ηγεμονικό ρόλο, που ενδεχομένως θα μπορούσε να καταλήξει πράγματι στη γερμανοποίηση της Ευρώπης. Ενδεικτικό αυτής της κατάστασης είναι και μια δημοσκόπηση του Φόκους14, σύμφωνα με την οποία τα δύο τρίτα των Γερμανών δεν κατανοεί γιατί η ευρωπαϊκή κρίση προκαλεί αντιγερμανικά συναισθήματα και εχθρότητα εναντίον τους!
Φαίνεται πως δεν διαβάζουν την έγκριτη εφημερίδα Ντι Τσάιτ, που συχνά περιγράφει για ποιους λόγους η Γερμανία έχει γίνει μαγνήτης εξωτερικών κεφαλαίων και γιατί κερδίζει και μάλιστα εν μέσω της κρίσης. Είναι, σύμφωνα με την εφημερίδα, διότι:
– Κρατά τα επιτόκια μέσα στη Γερμανία σε πολύ χαμηλά επίπεδα με ευνοϊκά αποτελέσματα για επιχειρήσεις, νοικοκυριά και κράτος.
– Συμπιέζει, όσο γίνεται, προς τα κάτω, τη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ-δολαρίου, με τεράστια πλεονεκτήματα για τις γερμανικές εξαγωγές.
– Επιβάλλει υψηλό κόστος κεφαλαίου, με αποτέλεσμα να εξουδετερώνονται οι ανταγωνιστές των γερμανικών επιχειρήσεων.
– Εξασφαλίζει τις αποταμιεύσεις των πολιτών της, ώστε να παραμένει η Γερμανία σταθερά χώρα-πιστωτής.
Επίλογος
Η οικονομική ανισορροπία στην Ευρώπη, αλλά και η γερμανική εξάρτηση από το εξαγωγικό εμπόριο, απειλούν την Ευρώπη, αλλά και το διεθνές περιβάλλον, όσο και τα ελλείμματα και τα χρέη κάποιων χωρών του Νότου και της Ανατολής.
Η ειρωνεία για την κα Μερκελ, που πρόσφατα αμφισβήτησε δημοσίως ότι η Γερμανία έχει ηγεμονικές τάσεις, είναι κάτι που ακόμη και η Ομοσπονδία Γερμανών Βιομηχάνων (BDI) της υπενθύμισε, ότι «ένα έθνος με το ένα εκατοστό του παγκόσμιου πληθυσμού, που κατέχει το ένα εικοστό της παγκόσμιας οικονομικής απόδοσης, πρέπει να αναλάβει διεθνείς υποχρεώσεις και τα αναλογούντα κόστη (…) Μια χώρα όπως η Γερμανία, που ζει από τη δυνατότητα του κόσμου να αγοράζει, πρέπει να σηκώνει γι’ αυτόν τον κόσμο και κάποια βάρη».
Αντ’ αυτού, η Γερμανία, ακολουθώντας δογματικά μια εγωιστική πολιτική στραγγαλισμού και αφαίμαξης των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας, σε Ανατολή και Νότο, παίζει με τη φωτιά, που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο και την ίδια και να χάσει ό,τι μέχρι σήμερα έχει ήδη κατακτήσει. Άλλωστε, στο παρελθόν το έχει ξαναζήσει και μάλιστα με τον πιο σκληρό τρόπο.
[1]. Jürgen Wagner, “Deutschland in Europa: Verquere Hegemonie-Debatte”, 26-6-2013
[2]. Hans Kundnani, “Was für ein Hegemon?”, Internationale Politik 3, Mai/Juni 2012
3. Άποψη που εκφράζεται κυρίως από την έγκυρη οικονομική εφημερίδα Handelsblatt.
[4]. Goetz Aly, Chr. Dieckmann u.a. (Hg), “Modelle fuer ein deutsches Europa. Oekonomie und Herrschaft im Grosswirtschaftsraum”, 1992.
[5]. Hans Peter Linss, Roland Schönfeld (Hg.) “Deutschland und die Völker Südosteuropas”, 1993
6. ΣτοιχείαΙουνίου 2013.
7. Reiner Trampert, Jungle World, Nr 16/18-4-2013
8. Bundesministerium fuer Wirtschaft und Technologie, “Fakten zum deutschen Aussenhandel 2012”, 15-3-2013
9. Bundeszentrale fuer politische Bildung, 17-3-2013, www.bpb.de/cache/images/3/52843-1×2-article620.gif?01C58.
10.Βασίλης Στοϊλόπουλος, «Νέο Ράιχ ή νέα Πτώση», Άρδην.
11.Ποσοστό των γερμανικών επενδύσεων: ΗΠΑ 22%, Αν. Ευρώπη 11%, Ασία & Λ. Αμερική 12,4%.
12. Wirtschaftsbericht Tschechische Republik, 2011
13.Allianz SE, 27-2-2013.
[1]. http://german.ruvr.ru/radio_broadcast/4004944/109787919/
15. “Wie Deutschland an der Euro-Krise verdient. Die Zeit, 14-8-2012.
άρδην ρίξη
InfoGnomon
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ο γιος έβαλε φωτιά στο διαμέρισμα στη Kαλλιθέα!
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ