2013-08-26 11:30:18
του Νίκου Σαραντάκου
Μια και το καλοκαίρι ακόμα συνεχίζεται, στο σημερινό κυριακάτικο λογοτεχνικό μας θέμα θα παρουσιάσω ένα αθησαύριστο ταξιδιωτικό χρονογράφημα του Κώστα Βάρναλη, σταλμένο από τις ακτές της Βρετάνης. Δημοσιεύτηκε πριν από 87 χρόνια, στις 25 Ιουλίου 1926, στην εφημερίδα “Πρόοδος”, με την οποία συνεργάστηκε ο Βάρναλης από την αρχή της έκδοσής της και για τρεις περίπου μήνες. Ο Βάρναλης πήγε ως απεσταλμένος της Προόδου στο Παρίσι, και αν μετράω σωστά αυτή πρέπει να ήταν η τέταρτη επίσκεψή του στη Γαλλία, ύστερα από τις δύο μακρόχρονες περιόδους διαμονής του με υποτροφία (1918-20 και 1923-24) και μια σύντομη επίσκεψη το καλοκαίρι του 1925. Άλλο ένα χρονογράφημα της σειράς αυτής είχα παρουσιάσει στις αρχές του καλοκαιριού. Όλη τη σειρά των χρονογραφημάτων της περιόδου αυτής ευελπιστώ να την παρουσιάσω προσεχώς σε βιβλίο.
Ο Βάρναλης αγάπησε πολύ το Παρίσι, που ήταν τότε η παγκόσμια πρωτεύουσα της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας, και αργότερα έλεγε σε συνεντεύξεις ότι μόνο στη Γαλλία πέρασε ευτυχισμένα χρόνια
. Άλλωστε εκεί έγραψε ή σχεδίασε τα πιο σημαντικά του έργα. Η παραμονή στο Παρίσι ήταν και περίοδος έντονης μελέτης, όπως δείχνουν και τα σημειωματάρια που απόκεινται στο αρχείο του, μελέτης που οδήγησε και στη στροφή του Βάρναλη προς τον μαρξισμό και την αριστερά.
Το καλοκαίρι του 1926 ο Βάρναλης είναι απολυμένος πια (από την αρχή του χρόνου) από τη δημόσια εκπαίδευση ύστερα από την υπόθεση των “Μαρασλειακών”, ενώ έχει απορριφθεί η αίτησή του να του χορηγηθεί σύνταξη έναντι της σχεδόν εικοσαετούς προϋπηρεσίας του στην εκπαίδευση: είναι λοιπόν αναγκασμένος να βιοποριστεί από την πένα του. Καθώς το ιδιότυπο δικτατορικό καθεστώς του Πάγκαλου ασκούσε όχι ασφυκτικό αλλά ασφαλώς οχληρό έλεγχο στα πνευματικά πράγματα, ο Βάρναλης θα καλοδέχτηκε την ευκαιρία για διακοπές στην αγαπημένη του Γαλλία πληρωμένες ενμέρει από την εφημερίδα. Δεν ανέλαβε ανταποκριτής, όπως από λάθος έγραψα στο προηγούμενο άρθρο μου, διότι η εφημερίδα είχε ήδη ανταποκριτές εγκατεστημένους στο Παρίσι (μεταξύ άλλων τον φίλο του Βάρναλη, τον Μυτιληνιό συλλέκτη και εκδότη Στρατή Ελευθεριάδη ή Τεριάντ, καθώς και τον Σ. Φωκίδη).
ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΚΤΕΣ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΑΣ
ΣΩΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΨΥΧΙΚΑ ΛΟΥΤΡΑ
ΒΡΕΤΑΝΗ, Ιούλιος
Σαιν-Μαλό και Ντινάρ είναι οι δυο μεγαλύτερες και πιο κοσμικές θαλάσσιες λουτροπόλεις της Βρετάνης. Το καλοκαίρι έχουν όψη πανηγυρική και τόση κοσμοπλημμύρα, που τις ώρες του μπάνιου είναι οι ώρες που κατεβαίνει η θάλασσα –και του βραδινού περίπατου η κυκλοφορία θυμίζει τα μεγάλα μπουλεβάρτα του Παρισιού. Καζίνα, θέατρα, ντάνσιγκ, ξενοδοχεία και βίλες, η τελευταία λέξι του κονφόρ και της χάριτος μέσα στον ήλιο, που η ζέστα του αγαπιέται, και την άρμη της θάλασσας, που ανασταίνει, μέσα σε κήπους, γεμάτες λουλούδια και δενδροστοιχίες, από πλατάνια, καστανιές και φιλύρες, ο ανθρώπινος πολιτισμός κάνει αισθητότερη τη φυσική αγριότητα του τοπίου.
Εγγλέζοι και Αμερικάνοι τσαλακωμένοι με τις γυναίκες τους χωρίς τακούνια και πούδρα, Σκανδιναβοί με τα παιδιάτικα μάτια, Αραπάδες με φράκο, με μονόκλ και διαμαντικά, διαγωνίζονται με Φραντσέζους με την απαραίτητη ροζέτα. Όταν τις ώρες του δείπνου, η ορχήστρα παίζει στις μεγάλες σάλες που βλέπουν προς τη θάλασσα κι οι «πούλες», ελαφρές απ’ όλες τις απόψεις, σμίγουν το επαγγελματικό τους κέφι με τις σπίθες και τον αφρό της σαμπάνιας, σκέπτεσαι, πως ο κόσμος σήμερα δεν χωρίζεται σε έθνη, αλλά σε χώρες με υψηλό ή χαμηλό συνάλλαγμα. Τα γκαρσόνια, αμέμπτου περιβολής σαν διπλωματικοί υπάλληλοι, παρασταίνουν με την περήφανη προθυμία τους και το επίσημο μειδίαμά τους την αιωνία μοιρολατρία του προλεταριάτου, που υπηρετεί τα αντίπαλα στρατόπεδα.
Την ημέρα οι «πλαζ» έχουν περισσότερον κόσμο από κύματα. Η άμμος είναι η χαρά των παιδιών. Ξυπόλυτα, ξεσκούφωτα, σκάβουν, μαλώνουν, χτίζουν, ανοίγουν πηγάδια και μαυρίζουν στον ήλιο. Σκηνές, ομπρέλες, καμπίνες δέχονται τα μυρωμένα εσώρουχα των γυναικών, για να μας τις δείξουν κατόπι να περνούν με την πεποίθηση της Αναδυομένης ανάμεσα από τον κόσμο που δεν ξαφνίζεται. Καμιά γυναίκα ασκημοκομμένη δεν ριψοκινδυνεύει να δείξει δημοσία, ό,τι μπορεί να κρύβει με τα σοφά τεχνάσματα της μοδίστρας. Έτσι εδώ μπροστά στη θάλασσα γίνεται μια επιλογή ωραιοτήτων. Κι όταν βγαίνουν από το νερό με τα κολλημένα μαγιό και τα μαλλιά, που στάζουν, πολλές ανεβαίνουν ως τα τριγυρινά ξενοδοχεία ή τις βίλες και μερικές διασχίζουν τους δρόμους της πόλεως για να πάνε στα σπίτια τους με το σπαθί τους. Γιατί το μόνο σπαθί, που δε φοβάται, είναι η ομορφιά.
Τη νύχτα ή το πρωί, από τη βίλα που μας φιλοξενεί, ακούμε το νερό να έρχεται καλπάζοντας και βογκώντας. Γύρω στα βράχια και τους σκοπέλους ο αφρός πηδά κι η καρδιά μας πηδά. Οι γλάροι από πάνω ξεφωνίζουν στριγκά κι αντικρίζουν κατάστηθα τον άνεμο, που θέλει να τους συνεπάρει. Νοιώθουμε επί τέλους, ότι είμαστε στη θάλασσα. Όπως κάθε σημερινός «συντηρητικός» άνθρωπος έχει ως πρόγονό του έναν ληστή (αυτό το λέγει ο Ρενάν), όμοια κάθε Ρωμιός έχει μέσα του έναν ή πολλούς ψαράδες. Όλοι αυτοί ξυπνούνε μέσα μας, ξεφωνίζουν και χοροπηδούν μαζί μας. Αιώνιο στοιχείο, θάλασσα ερωμένη!
***
Την άλλη μέρα πάμε να ιδούμε τον άνθρωπο σ’ όλη τη συνείδηση της ματαιότητός του· τρομαγμένον, γονατισμένον, με τα δάκρυα στα μάτια μπροστά στην ακάλυπτη Δύναμη, που λέγεται Θεός ή Θάνατος. Πάμε στο «Παρντόν» της Αγίας Άννας.
Μια εκκλησία μέσα σ’ ένα λιβάδι, πλαγιαστό λιγάκι. Εκατοντάδες αυτοκίνητα ξεφορτώνουν τον κόσμο, που κι αυτή τη φορά είναι περισσότερο θεατής παρά προσκυνητής. Χιλιάδες ξένοιέρχονται να ιδούν το περίεργο αυτό έθιμο των πιο μυστικοπαθών ανθρώπων της Γαλλίας.
Έξω από την εκκλησιά κρέμεται ένας haut parleur. Ο επίσκοπος βγάζει λόγο κι επειδή όλοι δεν χωρούν στην εκκλησία, ο haut parleur, όπως και στους σιδηροδρομικούς σταθμούς, μεταδίδει και στους έξω τα υψηλά λόγια του πρίγκιπος της Εκκλησίας.
Ο κόσμος είναι στρωμένος στο χορτάρι. Άλλοι τρώνε και πίνουν, άλλοι φωτογραφίζονται, άλλοι φλερτάρουν –και γύρω σέρνονται χαρτιά από πάστες, κουτιά από σαρδέλες, πέτσες από ζαμπόνια, κομμάτια ψωμί. Παντιέρες και καμπάνες, οι πρώτες με το πέταμά τους, οι δεύτερες με τον ήχο του, μαζί με τις σφυρίχτρες των αυτοκινήτων κάμνουν ένα χαρούμενο περιβάλλον για την καρδιά, που θα σφιχτεί σε λίγο.
Όταν βγαίνει η λιτανεία από την εκκλησία όλος ο κόσμος σιωπά και γονατίζει σε δυο σειρές, που ανάμεσά τους θα περάσουν τα άγια των αγίων. Πέντε επίσκοποι ξερακιανοί και ξουρισμένοι, γέροι ασκητικοί, πάνε μπροστά-μπροστά ευλογώντας επίσημα τον κόσμο, που θέλει να φιλήσει τ’ άμφιά τους.
Ακολουθούν οι κοπέλες της Μπρετάνης με την παράξενη φορεσιά τους, την σκούφια τους από νταντέλα, κρατώντας διάφορα λάβαρα διαφόρων συλλόγων υπέρ της προστασίας των ναυαγών. Πίσω τους τα παλληκάρια με τα στενά καντιφεδένια γιλέκα και τα μπρούτζινα κορμιά, με τα κοντά πανταλόνια καθώς και με τα πλατύγυρα καπέλα, που οι κορδέλες τους ανεμίζονται. Παραπίσω καβαλάρηδες, -τα νιάτα του τόπου,- που έρχονται να υποτάξουν τη δύναμή τους στη θεϊκή ευλογία, καθώς και να επιδείξουν στους περιέργους την αναλλοίωτη συνέχεια των ωραίων τους παραδόσεων.
***
Όπου υπάρχει κόσμος πολύς, εκεί η πίστις γίνεται θέαμα. Όπως στις λουτροπόλεις η ερημική θάλασσα με την αγριότητά της μάς έδωσε όλη την ειλικρίνεια, έτσι κι ο ερημικός Άγιος Ερμπό θα μας δώσει σε λίγες ώρες όλη του τη συγκινητική ταπεινότητα.
***
Σ’ ένα μεσογειακό τοπίο, με δέντρα και καταρράχτες, είναι η μικρή εκκλησιά του λαϊκού αυτού Αγίου. Παλιά εκκλησιά του 15ου αιώνος, μαύρη και χωριάτικη, με ανάγλυφα πέτρινα μοναδικής αφελείας, αφιερωμένη στον Άγιο των… κερασφόρων, τον Άγιο Παντελεήμονα των γελάδων, των γιδιών και των προβάτων. Ο ταπεινός αυτός λαϊκός γιατρός έχει την ταπεινή κατοικία του στο πιο αρμονισμένο περιβάλλον. Γύρω του στάβλοι, αποθήκες σανού, που προσθέτουν τη μυρωδιά τους σε κείνη των στάβλων· πλυσταριά, που η σαπουνάδα τους, γαλανή και θολή, έρχεται να ενωθεί στο κανάλι με την τρεχούμενη σβουνιά. Και μέσα στην εκκλησιά ο τάφος του Αγίου, φτωχός σαν κι αυτόν, κι απάνω στην επιτύμβια πέτρα του μαλλί από τις ουρές των αγελάδων και κέρατα κατσικιών. Μια φορά οι άνθρωποι δίνανε στον Άγιο ολόκληρα κατσίκια ή αρνιά από το κοπάδι τους ή μοσχάρια· αλλά τώρα ο κόσμος πονήρεψε. Αφιερώνει μονάχα λίγο μαλλί. Κι ο Άγιος με το ίδιο χαμόγελο της καλοσύνης εξακολουθεί να προφυλάγει τα αθώα ζώα από θανατικό κι αρρώστια, γιατί ξεύρει βέβαια πόσο οι σημερινοί καιροί είναι δύσκολοι.
Την τελευταία Παρασκευή προ της Αγίας Τριάδος γίνεται το ετήσιο «Παρντόν» του Αγίου Ερμπό, που ίσως κι αυτός κατεβαίνει με τα ξυλοπάπουτσά του, το κοντοβράκι του, τα μπρούντζινα κουμπιά του αληθινού Μπρετόνου και σέρνει αόρατος ανάμεσα στο πλήθος τα γερασμένα κότσια του και τα άσπρα του τα γένια. Αυτή την ημέρα τα βόδια έχουν αργία. Δεν οργώνουν, δεν τραβούν αμάξια. Πιθανόν να μη μάθουν ποτέ, το γιατί. Όμως δε θα γελαστούν, πως αυτή η χάρις τους γίνεται όχι από αγάπη, αλλ’ από φόβο. Πόσο ο φόβος των ανθρώπων θα ’τανε μεγαλύτερος, αν τα βόδια αποφασίζανε μια στιγμή να πούνε: «δεν θέλουμε αφέντη»!
Μπροστά στον τάφο του Αγίου, ο οποίος είναι ο μόνος δημοκρατικός άνθρωπος, που υπήρξε στον κόσμο, όπως ο βασιλικός είναι το πιο δημοκρατικό λουλούδι, βρισκόμαστε σε μεγάλη στενοχωρία τι να του αφιερώσουμε. Κοπάδια στο βουνό δεν έχουμε, όπως ούτε καράβια στο γιαλό.
Το τομάρι μας μάς το έγδαραν ολόκληρο οι μεταπολεμικές φορολογίες. Την ουρά μας μάς την έκοψε σύρριζα η λεγόμενη ελευθερία του λόγου. Ας αφήσουμε λίγες τρίχες από τη μαλλιαρή μας γλώσσα, όσες μείνανε ακόμη μετά το γενναίο μάδημα, που έπαθε.
Μερικά πραγματολογικά για το άρθρο:
Το Ντινάρ (Dinart) είναι θέρετρο στη Βρετάνη στο στόμιο ενός κόλπου, απέναντι από το Σαιν Μαλό.
Η ροζέτα ροζάριο είναι ένα διακοσμητικό της μπουτονιέρας.
Οι “πούλες” είναι προφανώς μεταφορά του γαλλικού poule (κατά λέξη: πουλάδα, κότα), όρος της αργκό για την κοκότα.
Haut-parleur είναι το μεγάφωνο, που ο Βάρναλης εδώ το διατηρεί στα γαλλικά και μάλιστα με το γαλλικό (αρσενικό) γένος.
Ο άγιος Ερμπό είναι ο Saint Herbot, λαϊκός άγιος της Βρετάνης (μη αναγνωρισμένος από την επίσημη καθολική εκκλησία) και κωμόπολη της περιοχής όπου γινόταν η τριήμερη τελετή που περιγράφεται.
Στο τέλος του άρθρου, ο Βάρναλης κάνει σαφή υπαινιγμό αφενός στην προσωπική του δίωξη στα Μαρασλειακά και αφετέρου στην υποχώρηση της γλωσσικής-εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης σε πολύ πιο συντηρητικές θέσεις.
tvxs.gr
Μια και το καλοκαίρι ακόμα συνεχίζεται, στο σημερινό κυριακάτικο λογοτεχνικό μας θέμα θα παρουσιάσω ένα αθησαύριστο ταξιδιωτικό χρονογράφημα του Κώστα Βάρναλη, σταλμένο από τις ακτές της Βρετάνης. Δημοσιεύτηκε πριν από 87 χρόνια, στις 25 Ιουλίου 1926, στην εφημερίδα “Πρόοδος”, με την οποία συνεργάστηκε ο Βάρναλης από την αρχή της έκδοσής της και για τρεις περίπου μήνες. Ο Βάρναλης πήγε ως απεσταλμένος της Προόδου στο Παρίσι, και αν μετράω σωστά αυτή πρέπει να ήταν η τέταρτη επίσκεψή του στη Γαλλία, ύστερα από τις δύο μακρόχρονες περιόδους διαμονής του με υποτροφία (1918-20 και 1923-24) και μια σύντομη επίσκεψη το καλοκαίρι του 1925. Άλλο ένα χρονογράφημα της σειράς αυτής είχα παρουσιάσει στις αρχές του καλοκαιριού. Όλη τη σειρά των χρονογραφημάτων της περιόδου αυτής ευελπιστώ να την παρουσιάσω προσεχώς σε βιβλίο.
Ο Βάρναλης αγάπησε πολύ το Παρίσι, που ήταν τότε η παγκόσμια πρωτεύουσα της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας, και αργότερα έλεγε σε συνεντεύξεις ότι μόνο στη Γαλλία πέρασε ευτυχισμένα χρόνια
Το καλοκαίρι του 1926 ο Βάρναλης είναι απολυμένος πια (από την αρχή του χρόνου) από τη δημόσια εκπαίδευση ύστερα από την υπόθεση των “Μαρασλειακών”, ενώ έχει απορριφθεί η αίτησή του να του χορηγηθεί σύνταξη έναντι της σχεδόν εικοσαετούς προϋπηρεσίας του στην εκπαίδευση: είναι λοιπόν αναγκασμένος να βιοποριστεί από την πένα του. Καθώς το ιδιότυπο δικτατορικό καθεστώς του Πάγκαλου ασκούσε όχι ασφυκτικό αλλά ασφαλώς οχληρό έλεγχο στα πνευματικά πράγματα, ο Βάρναλης θα καλοδέχτηκε την ευκαιρία για διακοπές στην αγαπημένη του Γαλλία πληρωμένες ενμέρει από την εφημερίδα. Δεν ανέλαβε ανταποκριτής, όπως από λάθος έγραψα στο προηγούμενο άρθρο μου, διότι η εφημερίδα είχε ήδη ανταποκριτές εγκατεστημένους στο Παρίσι (μεταξύ άλλων τον φίλο του Βάρναλη, τον Μυτιληνιό συλλέκτη και εκδότη Στρατή Ελευθεριάδη ή Τεριάντ, καθώς και τον Σ. Φωκίδη).
ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΚΤΕΣ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΑΣ
ΣΩΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΨΥΧΙΚΑ ΛΟΥΤΡΑ
ΒΡΕΤΑΝΗ, Ιούλιος
Σαιν-Μαλό και Ντινάρ είναι οι δυο μεγαλύτερες και πιο κοσμικές θαλάσσιες λουτροπόλεις της Βρετάνης. Το καλοκαίρι έχουν όψη πανηγυρική και τόση κοσμοπλημμύρα, που τις ώρες του μπάνιου είναι οι ώρες που κατεβαίνει η θάλασσα –και του βραδινού περίπατου η κυκλοφορία θυμίζει τα μεγάλα μπουλεβάρτα του Παρισιού. Καζίνα, θέατρα, ντάνσιγκ, ξενοδοχεία και βίλες, η τελευταία λέξι του κονφόρ και της χάριτος μέσα στον ήλιο, που η ζέστα του αγαπιέται, και την άρμη της θάλασσας, που ανασταίνει, μέσα σε κήπους, γεμάτες λουλούδια και δενδροστοιχίες, από πλατάνια, καστανιές και φιλύρες, ο ανθρώπινος πολιτισμός κάνει αισθητότερη τη φυσική αγριότητα του τοπίου.
Εγγλέζοι και Αμερικάνοι τσαλακωμένοι με τις γυναίκες τους χωρίς τακούνια και πούδρα, Σκανδιναβοί με τα παιδιάτικα μάτια, Αραπάδες με φράκο, με μονόκλ και διαμαντικά, διαγωνίζονται με Φραντσέζους με την απαραίτητη ροζέτα. Όταν τις ώρες του δείπνου, η ορχήστρα παίζει στις μεγάλες σάλες που βλέπουν προς τη θάλασσα κι οι «πούλες», ελαφρές απ’ όλες τις απόψεις, σμίγουν το επαγγελματικό τους κέφι με τις σπίθες και τον αφρό της σαμπάνιας, σκέπτεσαι, πως ο κόσμος σήμερα δεν χωρίζεται σε έθνη, αλλά σε χώρες με υψηλό ή χαμηλό συνάλλαγμα. Τα γκαρσόνια, αμέμπτου περιβολής σαν διπλωματικοί υπάλληλοι, παρασταίνουν με την περήφανη προθυμία τους και το επίσημο μειδίαμά τους την αιωνία μοιρολατρία του προλεταριάτου, που υπηρετεί τα αντίπαλα στρατόπεδα.
Την ημέρα οι «πλαζ» έχουν περισσότερον κόσμο από κύματα. Η άμμος είναι η χαρά των παιδιών. Ξυπόλυτα, ξεσκούφωτα, σκάβουν, μαλώνουν, χτίζουν, ανοίγουν πηγάδια και μαυρίζουν στον ήλιο. Σκηνές, ομπρέλες, καμπίνες δέχονται τα μυρωμένα εσώρουχα των γυναικών, για να μας τις δείξουν κατόπι να περνούν με την πεποίθηση της Αναδυομένης ανάμεσα από τον κόσμο που δεν ξαφνίζεται. Καμιά γυναίκα ασκημοκομμένη δεν ριψοκινδυνεύει να δείξει δημοσία, ό,τι μπορεί να κρύβει με τα σοφά τεχνάσματα της μοδίστρας. Έτσι εδώ μπροστά στη θάλασσα γίνεται μια επιλογή ωραιοτήτων. Κι όταν βγαίνουν από το νερό με τα κολλημένα μαγιό και τα μαλλιά, που στάζουν, πολλές ανεβαίνουν ως τα τριγυρινά ξενοδοχεία ή τις βίλες και μερικές διασχίζουν τους δρόμους της πόλεως για να πάνε στα σπίτια τους με το σπαθί τους. Γιατί το μόνο σπαθί, που δε φοβάται, είναι η ομορφιά.
Τη νύχτα ή το πρωί, από τη βίλα που μας φιλοξενεί, ακούμε το νερό να έρχεται καλπάζοντας και βογκώντας. Γύρω στα βράχια και τους σκοπέλους ο αφρός πηδά κι η καρδιά μας πηδά. Οι γλάροι από πάνω ξεφωνίζουν στριγκά κι αντικρίζουν κατάστηθα τον άνεμο, που θέλει να τους συνεπάρει. Νοιώθουμε επί τέλους, ότι είμαστε στη θάλασσα. Όπως κάθε σημερινός «συντηρητικός» άνθρωπος έχει ως πρόγονό του έναν ληστή (αυτό το λέγει ο Ρενάν), όμοια κάθε Ρωμιός έχει μέσα του έναν ή πολλούς ψαράδες. Όλοι αυτοί ξυπνούνε μέσα μας, ξεφωνίζουν και χοροπηδούν μαζί μας. Αιώνιο στοιχείο, θάλασσα ερωμένη!
***
Την άλλη μέρα πάμε να ιδούμε τον άνθρωπο σ’ όλη τη συνείδηση της ματαιότητός του· τρομαγμένον, γονατισμένον, με τα δάκρυα στα μάτια μπροστά στην ακάλυπτη Δύναμη, που λέγεται Θεός ή Θάνατος. Πάμε στο «Παρντόν» της Αγίας Άννας.
Μια εκκλησία μέσα σ’ ένα λιβάδι, πλαγιαστό λιγάκι. Εκατοντάδες αυτοκίνητα ξεφορτώνουν τον κόσμο, που κι αυτή τη φορά είναι περισσότερο θεατής παρά προσκυνητής. Χιλιάδες ξένοιέρχονται να ιδούν το περίεργο αυτό έθιμο των πιο μυστικοπαθών ανθρώπων της Γαλλίας.
Έξω από την εκκλησιά κρέμεται ένας haut parleur. Ο επίσκοπος βγάζει λόγο κι επειδή όλοι δεν χωρούν στην εκκλησία, ο haut parleur, όπως και στους σιδηροδρομικούς σταθμούς, μεταδίδει και στους έξω τα υψηλά λόγια του πρίγκιπος της Εκκλησίας.
Ο κόσμος είναι στρωμένος στο χορτάρι. Άλλοι τρώνε και πίνουν, άλλοι φωτογραφίζονται, άλλοι φλερτάρουν –και γύρω σέρνονται χαρτιά από πάστες, κουτιά από σαρδέλες, πέτσες από ζαμπόνια, κομμάτια ψωμί. Παντιέρες και καμπάνες, οι πρώτες με το πέταμά τους, οι δεύτερες με τον ήχο του, μαζί με τις σφυρίχτρες των αυτοκινήτων κάμνουν ένα χαρούμενο περιβάλλον για την καρδιά, που θα σφιχτεί σε λίγο.
Όταν βγαίνει η λιτανεία από την εκκλησία όλος ο κόσμος σιωπά και γονατίζει σε δυο σειρές, που ανάμεσά τους θα περάσουν τα άγια των αγίων. Πέντε επίσκοποι ξερακιανοί και ξουρισμένοι, γέροι ασκητικοί, πάνε μπροστά-μπροστά ευλογώντας επίσημα τον κόσμο, που θέλει να φιλήσει τ’ άμφιά τους.
Ακολουθούν οι κοπέλες της Μπρετάνης με την παράξενη φορεσιά τους, την σκούφια τους από νταντέλα, κρατώντας διάφορα λάβαρα διαφόρων συλλόγων υπέρ της προστασίας των ναυαγών. Πίσω τους τα παλληκάρια με τα στενά καντιφεδένια γιλέκα και τα μπρούτζινα κορμιά, με τα κοντά πανταλόνια καθώς και με τα πλατύγυρα καπέλα, που οι κορδέλες τους ανεμίζονται. Παραπίσω καβαλάρηδες, -τα νιάτα του τόπου,- που έρχονται να υποτάξουν τη δύναμή τους στη θεϊκή ευλογία, καθώς και να επιδείξουν στους περιέργους την αναλλοίωτη συνέχεια των ωραίων τους παραδόσεων.
***
Όπου υπάρχει κόσμος πολύς, εκεί η πίστις γίνεται θέαμα. Όπως στις λουτροπόλεις η ερημική θάλασσα με την αγριότητά της μάς έδωσε όλη την ειλικρίνεια, έτσι κι ο ερημικός Άγιος Ερμπό θα μας δώσει σε λίγες ώρες όλη του τη συγκινητική ταπεινότητα.
***
Σ’ ένα μεσογειακό τοπίο, με δέντρα και καταρράχτες, είναι η μικρή εκκλησιά του λαϊκού αυτού Αγίου. Παλιά εκκλησιά του 15ου αιώνος, μαύρη και χωριάτικη, με ανάγλυφα πέτρινα μοναδικής αφελείας, αφιερωμένη στον Άγιο των… κερασφόρων, τον Άγιο Παντελεήμονα των γελάδων, των γιδιών και των προβάτων. Ο ταπεινός αυτός λαϊκός γιατρός έχει την ταπεινή κατοικία του στο πιο αρμονισμένο περιβάλλον. Γύρω του στάβλοι, αποθήκες σανού, που προσθέτουν τη μυρωδιά τους σε κείνη των στάβλων· πλυσταριά, που η σαπουνάδα τους, γαλανή και θολή, έρχεται να ενωθεί στο κανάλι με την τρεχούμενη σβουνιά. Και μέσα στην εκκλησιά ο τάφος του Αγίου, φτωχός σαν κι αυτόν, κι απάνω στην επιτύμβια πέτρα του μαλλί από τις ουρές των αγελάδων και κέρατα κατσικιών. Μια φορά οι άνθρωποι δίνανε στον Άγιο ολόκληρα κατσίκια ή αρνιά από το κοπάδι τους ή μοσχάρια· αλλά τώρα ο κόσμος πονήρεψε. Αφιερώνει μονάχα λίγο μαλλί. Κι ο Άγιος με το ίδιο χαμόγελο της καλοσύνης εξακολουθεί να προφυλάγει τα αθώα ζώα από θανατικό κι αρρώστια, γιατί ξεύρει βέβαια πόσο οι σημερινοί καιροί είναι δύσκολοι.
Την τελευταία Παρασκευή προ της Αγίας Τριάδος γίνεται το ετήσιο «Παρντόν» του Αγίου Ερμπό, που ίσως κι αυτός κατεβαίνει με τα ξυλοπάπουτσά του, το κοντοβράκι του, τα μπρούντζινα κουμπιά του αληθινού Μπρετόνου και σέρνει αόρατος ανάμεσα στο πλήθος τα γερασμένα κότσια του και τα άσπρα του τα γένια. Αυτή την ημέρα τα βόδια έχουν αργία. Δεν οργώνουν, δεν τραβούν αμάξια. Πιθανόν να μη μάθουν ποτέ, το γιατί. Όμως δε θα γελαστούν, πως αυτή η χάρις τους γίνεται όχι από αγάπη, αλλ’ από φόβο. Πόσο ο φόβος των ανθρώπων θα ’τανε μεγαλύτερος, αν τα βόδια αποφασίζανε μια στιγμή να πούνε: «δεν θέλουμε αφέντη»!
Μπροστά στον τάφο του Αγίου, ο οποίος είναι ο μόνος δημοκρατικός άνθρωπος, που υπήρξε στον κόσμο, όπως ο βασιλικός είναι το πιο δημοκρατικό λουλούδι, βρισκόμαστε σε μεγάλη στενοχωρία τι να του αφιερώσουμε. Κοπάδια στο βουνό δεν έχουμε, όπως ούτε καράβια στο γιαλό.
Το τομάρι μας μάς το έγδαραν ολόκληρο οι μεταπολεμικές φορολογίες. Την ουρά μας μάς την έκοψε σύρριζα η λεγόμενη ελευθερία του λόγου. Ας αφήσουμε λίγες τρίχες από τη μαλλιαρή μας γλώσσα, όσες μείνανε ακόμη μετά το γενναίο μάδημα, που έπαθε.
Μερικά πραγματολογικά για το άρθρο:
Το Ντινάρ (Dinart) είναι θέρετρο στη Βρετάνη στο στόμιο ενός κόλπου, απέναντι από το Σαιν Μαλό.
Η ροζέτα ροζάριο είναι ένα διακοσμητικό της μπουτονιέρας.
Οι “πούλες” είναι προφανώς μεταφορά του γαλλικού poule (κατά λέξη: πουλάδα, κότα), όρος της αργκό για την κοκότα.
Haut-parleur είναι το μεγάφωνο, που ο Βάρναλης εδώ το διατηρεί στα γαλλικά και μάλιστα με το γαλλικό (αρσενικό) γένος.
Ο άγιος Ερμπό είναι ο Saint Herbot, λαϊκός άγιος της Βρετάνης (μη αναγνωρισμένος από την επίσημη καθολική εκκλησία) και κωμόπολη της περιοχής όπου γινόταν η τριήμερη τελετή που περιγράφεται.
Στο τέλος του άρθρου, ο Βάρναλης κάνει σαφή υπαινιγμό αφενός στην προσωπική του δίωξη στα Μαρασλειακά και αφετέρου στην υποχώρηση της γλωσσικής-εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης σε πολύ πιο συντηρητικές θέσεις.
tvxs.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
5 ευπάθειες που επιτρέπουν την πρόσβαση των hackers στον υπολογιστή σας
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Για που ετοιμάζει ο Μαρινάκης τον Ντε Βινσέντι;
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ