Η κρίση που ξέσπασε τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα δεν είναι μόνο, ούτε καν κυρίως οικονομική. Είναι πρωτίστως κρίση αξιών, ηθικής και προτεραιοτήτων. Πάνω απ’ όλα όμως είναι κρίση πολιτικής, στο σκέλος μιας ελλειμματικής ηγετικής απεικόνισης, για το παρόν και το μέλλον.
Για την επιδείνωση της πολιτικής κρίσης, οι ευθύνες έχουν ονοματεπώνυμο. Και δείχνουν στην κατεύθυνση όσων άσκησαν εξουσία στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, προερχόμενοι και εκπροσωπώντας κυρίως την χιλιοτραγουδισμένη Γενιά του Πολυτεχνείου. Τη γενιά που σταμάτησε την πρόοδο στην Ελλάδα, αναιρώντας τη φυσική και ιστορική εξέλιξη της ανθρωπότητας, ένας εκ των θεμελιακών νόμων της οποίας υποδηλώνει ότι κάθε γενιά διαμορφώνει θύλακες προόδου, που μπορούν να αξιοποιήσουν ως εφαλτήριο μεγαλύτερης προόδου, οι γενιές που ακολουθούν.
Στην Ελλάδα της μεγάλης κρίσης, βλέπουμε αντιθέτως να υπάρχουν ακόμη θύλακες αντίστασης από τη Γενιά του Πολυτεχνείου, και το σύστημα που δημιούργησε, ώστε να συνδιοικήσουν την Ελλάδα, στα χρόνια της μακάριας ευδαιμονίας, που τόσο περιγραφικά προσδιόρισαν ο Κώστας Σημίτης ως «ισχυρή Ελλάδα», και ο Γιώργος Παπανδρέου ως «λεφτά υπάρχουν».
Οι θύλακες αφορούν κυρίως δυο παραμέτρους: Πρώτον, τη διαιώνιση της παραμονής του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, μέσω σεναρίων συγκυβέρνησης, που στοχεύουν στο ψαλίδισμα των προοπτικών της Νέας Δημοκρατίας για αυτοδυναμία. Μιλούν για συγκυβέρνηση, σε μια χώρα με παντελή απουσία αντίστοιχης κουλτούρας, τη στιγμή που η ιστορική εμπειρία από όλες τις προηγμένες χώρες του κόσμου μας δείχνει ότι οι μεγάλες ανατροπές, οι ρήξεις και ο εναγκαλισμός της προόδου, συντελέστηκαν αποκλειστικά και μόνο από «καθαρές λύσεις» στη διακυβέρνηση ενός τόπου. Γιατί η συναίνεση αφορά μονάχα την κοινωνία. Εκεί θα πρέπει να αναζητείται και να επιδιώκεται.
Δεύτερον, τη συνέχιση της προσέγγισης της πολιτικής ως προνόμιο των ελίτ. Που για κάποιους, μπορεί κατά… παραχώρηση να ασκηθεί από έναν τεχνοκράτη, όπως στη σημερινή συγκυρία τον Λουκά Παπαδήμο, ή, ακόμη χειρότερα από… περισσότερους τεχνοκράτες, όπως συμβαίνει στην Ιταλία με την κυβέρνηση του Μάριο Μόντι. Στο πλαίσιο αυτής της δεύτερης παραμέτρου, εξόχως χαρακτηριστικό παράδειγμα συνιστούν οι σημερινές δηλώσεις του Τάσου Γιαννίτση, υπουργού Εσωτερικών της μεταβατικής κυβέρνησης Παπαδήμου, στη «Real News», περί… χρωστούμενων της χώρας στον άλλοτε διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας.
«Ο Λουκάς Παπαδήμος δεν μας χρωστάει. Του χρωστάμε για όσα έκανε μέχρι τώρα», ήταν η φράση που χρησιμοποίησε ο Τάσος Γιαννίτσης, και μαρτυρά ότι το πολιτικό και… τεχνοκρατικό δυναμικό του τόπου, δεν κατάλαβε τίποτα από τα βαθύτερα αίτια της κρίσης που βιώνει η χώρα.
Ο διαχρονικά στενός συνεργάτης του Κώστα Σημίτη, που μετά τις περίεργες εκλογές του 2000 συνέδεσε το όνομά του με την απόπειρα αλλαγών στο Ασφαλιστικό, τις οποίες ο ίδιος περιγράφει ως γενναία μεταρρύθμιση, η ιστορική μνήμη ωστόσο κατέγραψε ως βίαιη απόπειρα ξεριζώματος του κοινωνικού κράτους, χωρίς κανέναν διάλογο, όχι φυσικά με τις συνδικαλιστικές συντεχνίες, αλλά με την κοινωνία των εργαζομένων, απαντά στη βάση μιας ελιτίστικης προσέγγισης της πολιτικής.
Η Ελλάδα δεν χρωστά σε κανέναν. Ούτε στο πολιτικό σύστημα, ούτε στη Γενιά του Πολυτεχνείου, ούτε στον σημερινό μεταβατικό πρωθυπουργό. Καθένας ο οποίος ασχολείται με την πολιτική, οφείλει να την προσεγγίζει ως ανιδιοτελή προσφορά. Επειδή οφείλει ο ίδιος στη χώρα. Οφείλει ο ίδιος στην Ελλάδα. Όπως οφείλουμε όλοι μας. Κανείς δεν υποχρέωσε κανέναν να ασχοληθεί με την πολιτική. Ούτε να καταλάβει δημόσια αξιώματα.
Σχεδόν όλοι, με ελάχιστες εξαιρέσεις που για τον λόγο αυτά καταγράφηκαν από την Ιστορία ως πραγματικά μεγάλοι πολιτικοί ηγέτες, ευεργετήθηκαν και δεν ευεργέτησαν την Ελλάδα. Για να εξασφαλίσουμε λοιπόν ότι η Ελλάδα θα έχει μέλλον, θα πρέπει να φροντίσουμε να την απαλλάξουμε από τις ελίτ. Και από τις στρεβλωτικές νοοτροπίες που τις συνοδεύουν.
Πηγήkostasxan.blogspot.com