2013-08-29 23:22:09
Του Αθανασιου Ελλις
Στις διεθνείς σχέσεις πολύ συχνά ακούγονται δηλώσεις περί κοινών αξιών, παραδοσιακών συμμαχιών και στρατηγικών συνεργασιών. Συνήθως έχουν θεωρητική υπόσταση, αλλά ενίοτε η συγκυρία επιβάλλει να αποκτήσουν ουσιαστική αξία. Σε περιόδους κρίσεων κάθε χώρα καλείται να προχωρήσει πέρα από την εύκολη ρητορία στις δύσκολες αποφάσεις.
Το πράττει με γνώμονα τις ευαισθησίες του λαού της και την εξυπηρέτηση του εθνικού της συμφέροντος. Η περίπτωση της Συρίας και το ενδεχόμενο στρατιωτικών επιχειρήσεων φέρνουν και την Ελλάδα ενώπιον σοβαρών αποφάσεων.
Η χώρα μας ορθώς συντάσσεται με τους ευρωατλαντικούς θεσμούς, στους οποίους ανήκει. Προσφέρει διευκολύνσεις, ανταποκρινόμενη στις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει, αλλά δεν συμμετέχει με δικές της στρατιωτικές δυνάμεις. Αλλωστε, η κατάσταση της οικονομίας της επιβάλλει μια τέτοια συγκρατημένη στάση σε ό,τι αφορά την παροχή δυνάμεων, που έτσι κι αλλιώς δεν είναι αναγκαία.
Σε ό,τι αφορά την ορθότητα μιας πολεμικής επιχείρησης, όπως είναι φυσικό, οι απόψεις διίστανται. Πριν από μία δεκαετία το επιχείρημα περί χρήσης όπλων μαζικής καταστροφής από τον Σαντάμ είχε αποδειχθεί παραπλανητικό. Δεν είναι τυχαίο το ότι σήμερα όλοι επιμένουν στην παροχή αποδείξεων. Αυτό δικαιούται να πράξει και η Αθήνα. Από την άλλη, σε αντίθεση με το 2003, αυτήν τη φορά η Γαλλία είναι πλήρως υποστηρικτική, ενώ και η Γερμανία εμφανίζεται μεν πιο συγκρατημένη λόγω προεκλογικής περιόδου, αλλά δεν εναντιώνεται όπως είχε κάνει στην περίπτωση του Ιράκ. Επιπροσθέτως, ο Αραβικός Σύνδεσμος είναι θετικός.
Τέλος, η παρουσία στην ηγεσία της υπερδύναμης ενός ανθρώπου, όπως ο Μπαράκ Ομπάμα, που είναι αποδεδειγμένα διστακτικός έναντι της χρήσης βίας και αποσύρει τις αμερικανικές δυνάμεις από το Ιράκ και το Αφγανιστάν, προσδίδει άλλη διάσταση στην όλη προσέγγιση και καθιστά πιο εύκολη τη συστράτευση με τη «δυτική στάση». Ακόμη και αυτοί που βλέπουν πάντα τη θέση και τις κινήσεις της Ελλάδας μέσα από το πρίσμα των συσχετισμών με την Τουρκία καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η Αθήνα δεν έχει κανένα λόγο να αφήσει όλο το πεδίο στην Αγκυρα, η οποία, για τους δικούς της λόγους, τάσσεται εδώ και πολύ καιρό υπέρ μιας επέμβασης της Δύσης.
Μια άλλη σημαντική παράμετρος είναι η στρατηγική σχέση με το Ισραήλ, που οικοδομείται πολύ προσεκτικά τα τελευταία χρόνια και η οποία εκ των πραγμάτων επηρεάζει την ελληνική προσέγγιση. Το Ισραήλ δεν κρύβει την ανησυχία του για το Ιράν και τη στήριξη της Χεζμπολάχ, και η Ελλάδα, αν εννοεί αυτά που λέει, δεν μπορεί να παραμείνει στο περιθώριο.
Ο γεωπολιτικός ρόλος δεν αποδίδεται σε μια χώρα επειδή τον διατυμπανίζει. Εξασφαλίζεται από τη στάση της. Δεν αρκεί να δηλώνουμε παρόντες. Οφείλουμε να συνεισφέρουμε, στον βαθμό, φυσικά, που μας αναλογεί. Για παράδειγμα, στο Μεσανατολικό, η κατάθεση της πρότασης για τη φιλοξενία διαπραγματεύσεων και, γιατί όχι, ακόμη και συνόδου κορυφής Ισραηλινών και Παλαιστινίων, δεν πρόκειται να εξετασθεί αν την ώρα της κρίσης η Αθήνα επιλέξει να παραμείνει σιωπηλός παρατηρητής.
Είναι γεγονός ότι μια πολεμική επιχείρηση, όσο περιορισμένη και αν είναι, μπορεί να οδηγήσει σε αντιδράσεις, έστω και αν οι περισσότεροι αναλυτές υποβαθμίζουν αυτό το ενδεχόμενο. Στην πορεία τα γεωπολιτικά δεδομένα μπορεί να επηρεασθούν και οι συσχετισμοί δυνάμεων να επανακαθορισθούν. Αλλά και σε αυτήν την περίπτωση η Ελλάδα πρέπει να βρίσκεται στο πλευρό των Δυτικών συμμάχων της, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν διατηρεί πολύ καλές σχέσεις και με άλλες δυνάμεις, όπως αποδεικνύει η σταθερά αυξανόμενη εμπορική συνεργασία της με την Κίνα. Η Ελλάδα δεν μπορεί να παραμένει όμηρος προκαταλήψεων και να αποφεύγει τις ξεκάθαρες αποφάσεις. Αντίθετα, πρέπει να τις επιδιώκει και να τις προβάλλει, εάν θέλει να προσβλέπει σε ωφέλη από συμμάχους και εταίρους. Τέλος, δεν υπάρχουν μόνο τα στρατηγικά συμφέροντα μεγάλων και μικρών. Υπάρχει και κάτι πολύ πιο σημαντικό. Η χρήση χημικών όπλων κατά αμάχων είναι ένα έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, το οποίο η διεθνής κοινότητα δεν έχει δικαίωμα να αγνοήσει.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
InfoGnomon
Στις διεθνείς σχέσεις πολύ συχνά ακούγονται δηλώσεις περί κοινών αξιών, παραδοσιακών συμμαχιών και στρατηγικών συνεργασιών. Συνήθως έχουν θεωρητική υπόσταση, αλλά ενίοτε η συγκυρία επιβάλλει να αποκτήσουν ουσιαστική αξία. Σε περιόδους κρίσεων κάθε χώρα καλείται να προχωρήσει πέρα από την εύκολη ρητορία στις δύσκολες αποφάσεις.
Το πράττει με γνώμονα τις ευαισθησίες του λαού της και την εξυπηρέτηση του εθνικού της συμφέροντος. Η περίπτωση της Συρίας και το ενδεχόμενο στρατιωτικών επιχειρήσεων φέρνουν και την Ελλάδα ενώπιον σοβαρών αποφάσεων.
Η χώρα μας ορθώς συντάσσεται με τους ευρωατλαντικούς θεσμούς, στους οποίους ανήκει. Προσφέρει διευκολύνσεις, ανταποκρινόμενη στις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει, αλλά δεν συμμετέχει με δικές της στρατιωτικές δυνάμεις. Αλλωστε, η κατάσταση της οικονομίας της επιβάλλει μια τέτοια συγκρατημένη στάση σε ό,τι αφορά την παροχή δυνάμεων, που έτσι κι αλλιώς δεν είναι αναγκαία.
Σε ό,τι αφορά την ορθότητα μιας πολεμικής επιχείρησης, όπως είναι φυσικό, οι απόψεις διίστανται. Πριν από μία δεκαετία το επιχείρημα περί χρήσης όπλων μαζικής καταστροφής από τον Σαντάμ είχε αποδειχθεί παραπλανητικό. Δεν είναι τυχαίο το ότι σήμερα όλοι επιμένουν στην παροχή αποδείξεων. Αυτό δικαιούται να πράξει και η Αθήνα. Από την άλλη, σε αντίθεση με το 2003, αυτήν τη φορά η Γαλλία είναι πλήρως υποστηρικτική, ενώ και η Γερμανία εμφανίζεται μεν πιο συγκρατημένη λόγω προεκλογικής περιόδου, αλλά δεν εναντιώνεται όπως είχε κάνει στην περίπτωση του Ιράκ. Επιπροσθέτως, ο Αραβικός Σύνδεσμος είναι θετικός.
Τέλος, η παρουσία στην ηγεσία της υπερδύναμης ενός ανθρώπου, όπως ο Μπαράκ Ομπάμα, που είναι αποδεδειγμένα διστακτικός έναντι της χρήσης βίας και αποσύρει τις αμερικανικές δυνάμεις από το Ιράκ και το Αφγανιστάν, προσδίδει άλλη διάσταση στην όλη προσέγγιση και καθιστά πιο εύκολη τη συστράτευση με τη «δυτική στάση». Ακόμη και αυτοί που βλέπουν πάντα τη θέση και τις κινήσεις της Ελλάδας μέσα από το πρίσμα των συσχετισμών με την Τουρκία καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η Αθήνα δεν έχει κανένα λόγο να αφήσει όλο το πεδίο στην Αγκυρα, η οποία, για τους δικούς της λόγους, τάσσεται εδώ και πολύ καιρό υπέρ μιας επέμβασης της Δύσης.
Μια άλλη σημαντική παράμετρος είναι η στρατηγική σχέση με το Ισραήλ, που οικοδομείται πολύ προσεκτικά τα τελευταία χρόνια και η οποία εκ των πραγμάτων επηρεάζει την ελληνική προσέγγιση. Το Ισραήλ δεν κρύβει την ανησυχία του για το Ιράν και τη στήριξη της Χεζμπολάχ, και η Ελλάδα, αν εννοεί αυτά που λέει, δεν μπορεί να παραμείνει στο περιθώριο.
Ο γεωπολιτικός ρόλος δεν αποδίδεται σε μια χώρα επειδή τον διατυμπανίζει. Εξασφαλίζεται από τη στάση της. Δεν αρκεί να δηλώνουμε παρόντες. Οφείλουμε να συνεισφέρουμε, στον βαθμό, φυσικά, που μας αναλογεί. Για παράδειγμα, στο Μεσανατολικό, η κατάθεση της πρότασης για τη φιλοξενία διαπραγματεύσεων και, γιατί όχι, ακόμη και συνόδου κορυφής Ισραηλινών και Παλαιστινίων, δεν πρόκειται να εξετασθεί αν την ώρα της κρίσης η Αθήνα επιλέξει να παραμείνει σιωπηλός παρατηρητής.
Είναι γεγονός ότι μια πολεμική επιχείρηση, όσο περιορισμένη και αν είναι, μπορεί να οδηγήσει σε αντιδράσεις, έστω και αν οι περισσότεροι αναλυτές υποβαθμίζουν αυτό το ενδεχόμενο. Στην πορεία τα γεωπολιτικά δεδομένα μπορεί να επηρεασθούν και οι συσχετισμοί δυνάμεων να επανακαθορισθούν. Αλλά και σε αυτήν την περίπτωση η Ελλάδα πρέπει να βρίσκεται στο πλευρό των Δυτικών συμμάχων της, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν διατηρεί πολύ καλές σχέσεις και με άλλες δυνάμεις, όπως αποδεικνύει η σταθερά αυξανόμενη εμπορική συνεργασία της με την Κίνα. Η Ελλάδα δεν μπορεί να παραμένει όμηρος προκαταλήψεων και να αποφεύγει τις ξεκάθαρες αποφάσεις. Αντίθετα, πρέπει να τις επιδιώκει και να τις προβάλλει, εάν θέλει να προσβλέπει σε ωφέλη από συμμάχους και εταίρους. Τέλος, δεν υπάρχουν μόνο τα στρατηγικά συμφέροντα μεγάλων και μικρών. Υπάρχει και κάτι πολύ πιο σημαντικό. Η χρήση χημικών όπλων κατά αμάχων είναι ένα έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, το οποίο η διεθνής κοινότητα δεν έχει δικαίωμα να αγνοήσει.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
InfoGnomon
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ : ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΜΑΣ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ