2013-08-30 13:30:11
Του Sebastian Dullien*
Με υποδομές από την εποχή Κάιζερ και την αξιοζήλευτη «εργασιακή ανακωχή» να φθίνει, η παραγωγή στη Γερμανία γίνεται δύσκολη και δαπανηρή. Και αρχίζει να στριμώχνει τα στατιστικά. Ποια στοιχεία δεν αναφέρονται σε καμία προεκλογική εκστρατεία.
Από τότε που ξέσπασε η χρηματοπιστωτική κρίση, όλοι ζηλεύουν την Γερμανία για την οικονομική της επιτυχία.
Απολαμβάνει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά ανεργίας στην Ευρώπη και έχει σχεδόν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό. Είναι επίσης οι βιομηχανική ατμομηχανή της Ευρώπης, με πλεόνασμα συναλλαγών που ανταγωνίζεται εκείνο της Κίνας. Ενόψει όμως των γενικών εκλογών τον επόμενο μήνα, υπάρχουν ενδείξεις ότι οι Γερμανοί έχουν επαναπαυθεί: Η βιομηχανία/μεταποίηση κινδυνεύει να χάσει το πλεονέκτημά της και κανένα από τα μεγάλα πολιτικά κόμματα δεν μιλάει γι' αυτό στην προεκλογική του εκστρατεία.
Η βιομηχανική επιτυχία της Γερμανίας είναι το αποτέλεσμα ενός σπάνιου συνδυασμού από καλή τύχη και επιδράσεις των προηγούμενων οικονομικών μεταρρυθμίσεων
. Η χώρα ευνοήθηκε τρομερά από την ιστορική ισχύ της στα κεφαλαιουχικά αγαθά, τα πολυτελή αυτοκίνητα και τα χημικά, που ταίριαξαν «γάντι» με την ζήτηση από τις ταχέως αναπτυσσόμενες αγορές. Προσθέτως, οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας που έκανε η κυβέρνηση Gerhard Schröder στις αρχές του αιώνα, έχουν προκαλέσει μεγάλη συγκράτηση στις μισθολογικές αυξήσεις, βελτιώνοντας την ανταγωνιστικότητα των τιμών του κλάδου.
Τέλος, την οικονομική της επιτυχία βοήθησε το κλίμα συνεργασίας και κατανόησης μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων. Οι Γάλλοι εργοστασιάρχες κοιτούν με ζήλια το πόσο εύκολα οι Γερμανοί συνάδελφοί τους μπορούν να ζητήσουν από το εργατικό δυναμικό τους ελαστικότητα στα ωράρια εργασίας προκειμένου να ανταποκριθούν στις επιθυμίες των πελατών και τις αλλαγές στις ανάγκες παράδοσης.
Οι παράγοντες που δημιούργησαν αυτή την επιτυχία, σήμερα βρίσκονται υπό πίεση. Η οικονομική ανάπτυξη στις αναπτυσσόμενες αγορές έχει επιβραδυνθεί. Το Πεκίνο προσπαθεί να αλλάξει την ισορροπία της κινεζικής οικονομίας από το μοντέλο ανάπτυξης βάση επενδύσεων σε μοντέλο ανάπτυξης βάση κατανάλωσης.
Στην Ευρώπη οι επενδύσεις παραμένουν αδύναμες. Και όλα αυτά μεταφράζονται σε μείωση της ζήτησης για γερμανικά αγαθά στο εξωτερικό. Παράλληλα, ένα αποτέλεσμα της κρίσης είναι ότι οι μισθοί έχουν πέσει σε όλη την Ευρώπη, ενώ οι γερμανικοί μισθοί έχουν αργά - αργά αυξηθεί, χάρη στα χαμηλά επίπεδα ανεργίας, ειδικά στα νότια της χώρας.
Προσθέτως, τα θεμέλια για το επιχειρείν στην Γερμανία έχουν αποδυναμωθεί, αυξάνοντας το κόστος για τις εταιρίες και μειώνοντας την ελαστικότητα. Οι κρατικές δαπάνες σε εκπαίδευση και σε έρευνα και ανάπτυξη ως μερίδιο της παραγωγής μπορεί να μην είναι τόσο μικρές όσο της Ιταλίας, αλλά μετά από σοβαρές περικοπές από τα μέσα της δεκαετίας του '90 και μετά, έχουν πλέον μείνει αρκετά πίσω από πολλές χώρες του ΟΟΣΑ, όπως την Αυστρία, την Φινλανδία και την Γαλλία.
Για μεγάλο διάστημα, αυτές οι τάσεις δεν ήταν ευρέως εμφανείς. Μετά την επενδυτική έκρηξη που ακολούθησε την επανένωση στις αρχές της δεκαετίας του '90, οι υποδομές ήταν σε σχετικά καλή κατάσταση. Όμως στους δρόμους αυξάνονται όλο περισσότερο οι λακκούβες. Με τις πρόσφατες πλημμύρες, η πιο σημαντική σιδηροδρομική αρτηρία από το Βερολίνο προς τα δυτικά της χώρας έχει κλείσει μέχρι το τέλος του έτους, υπερδιπλασιάζοντας τον χρόνο της διαδρομής από την πρωτεύουσα μεχρι την βάση της Volkswagen στο Βόλφσμπουργκ. Όταν οι ειδικευμένοι μηχανολόγοι τρώνε τον χρόνο τους σε μποτιλιάρισμα, δεν μπορούν να είναι παραγωγικοί. Το πρόβλημα αυξάνεται καθώς το ειδικευμένο προσωπικό σπανίζει όλο περισσότερο, εξαιτίας της ταχείας γήρανσης του εργατικού δυναμικού.
Ο αριθμός των γεφυρών που είναι απροσπέλαστες για βαριά φορτία αυξάνεται συνεχώς και τα μεγάλα φορτηγά συχνά χρειάζεται να κάνουν παρακάμψεις εκατοντάδων χιλιομέτρων, όπου μια νύχτα μεταφοράς μπορεί εύκολα να γίνει τρεις νύχτες. Κι άλλες υποδομές ραγίζουν: Ορισμένες από τις πιο σημαντικές υδρευτικές εγκαταστάσεις χρονολογούνται από την εποχή του Κάιζερ.
Μ'όλα αυτά, η παραγωγή στην Γερμανία γίνεται όλο και πιο δύσκολη και δαπανηρή και αυτό αρχίζει να φαίνεται στα οικονομικά δεδομένα. Η παραγωγικότητα ως παραγωγή ανά εργατοώρα κινείται στα επίπεδα του 2007 μετά βίας, τέτοια στασιμότητα δεν έχει ξανασυμβεί μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Στην θεωρία, η λύση είναι εύκολη: Να γίνουν περισσότερες δαπάνες σε υποδομές και να σταματήσουν να λιμοκτονούν από κεφάλαια τα πανεπιστήμια και τα ινστιτούτα ερευνών. Δεν θα είναι δύσκολο να βρεθούν τα χρήματα. Μετά από χρόνια φορολογικών περικοπών, υπάρχουν περιθώρια για ελαφρώς υψηλότερους φόρους, ειδικά αν τα έσοδα δοθούν σε επενδύσεις για την παραγωγή.
Και μολονότι η Γερμανία έχει συνυπογράψει το δημοσιονομικό συμβόλαιο της ΕΕ και επέβαλε με διάταγμα στο Σύνταγμά της την μείωση του δανεισμού του δημοσίου, υπάρχουν ακόμη κάποια περιθώρια κινήσεων. Η κεντρική κυβέρνηση εξακολουθεί να έχει δικαίωμα για διαρθρωτικό έλλειμμα 0,35% του ΑΕΠ. Με την χρήση αυτών των προβλεπόμενων πλεονασμάτων και τον δανεισμό που είναι νομικά εφικτός, θα μπορούσαν εύκολα να αυξηθούν οι κρατικές επενδύσεις κατά 20 δισ. ευρώ ή 0,75% του ΑΕΠ, ετησίως.
Αλλά κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται. Αντί να χρησιμοποιηθούν αυτά τα κεφάλαια σε επενδύσεις υποδομών, η κυβέρνηση σκοπεύει να έχει ένα μικρό αλλά αυξανόμενο πλεόνασμα στα ερχόμενα χρόνια. Και ενόψει των εκλογών, τόσο η κυβέρνηση των Χριστιανοδημοκρατών της Angela Merkel όσο και η αντιπολίτευση των Σοσιαλδημοκρατών (που δίνουν μεγάλη έμφαση στην ανάγκη για περισσότερες επενδύσεις) στηρίζουν τις εκστρατείες τους πάνω στην «δημοσιονομική υπευθυνότητα» όπως ονομάζεται.
Αν τηρήσουν τις υποσχέσεις τους, ίσως οδηγήσουν την χώρα στο αποτέλεσμα που ακριβώς υπόσχονται να αποφύγουν: Την επιβάρυνση των μελλοντικών γενεών. Στο κάτω – κάτω, λίγες ποσοστιαίες μονάδες από την μείωση του κρατικού χρέους, δεν μπορούν να αγοράσουν τα πλεονεκτήματα ενός παγκόσμια ηγετικού βιομηχανικού κλάδου.
* Ο αρθρογράφος είναι senior fellow στο European Council on Foreign Relations logioshermes
Με υποδομές από την εποχή Κάιζερ και την αξιοζήλευτη «εργασιακή ανακωχή» να φθίνει, η παραγωγή στη Γερμανία γίνεται δύσκολη και δαπανηρή. Και αρχίζει να στριμώχνει τα στατιστικά. Ποια στοιχεία δεν αναφέρονται σε καμία προεκλογική εκστρατεία.
Από τότε που ξέσπασε η χρηματοπιστωτική κρίση, όλοι ζηλεύουν την Γερμανία για την οικονομική της επιτυχία.
Απολαμβάνει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά ανεργίας στην Ευρώπη και έχει σχεδόν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό. Είναι επίσης οι βιομηχανική ατμομηχανή της Ευρώπης, με πλεόνασμα συναλλαγών που ανταγωνίζεται εκείνο της Κίνας. Ενόψει όμως των γενικών εκλογών τον επόμενο μήνα, υπάρχουν ενδείξεις ότι οι Γερμανοί έχουν επαναπαυθεί: Η βιομηχανία/μεταποίηση κινδυνεύει να χάσει το πλεονέκτημά της και κανένα από τα μεγάλα πολιτικά κόμματα δεν μιλάει γι' αυτό στην προεκλογική του εκστρατεία.
Η βιομηχανική επιτυχία της Γερμανίας είναι το αποτέλεσμα ενός σπάνιου συνδυασμού από καλή τύχη και επιδράσεις των προηγούμενων οικονομικών μεταρρυθμίσεων
Τέλος, την οικονομική της επιτυχία βοήθησε το κλίμα συνεργασίας και κατανόησης μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων. Οι Γάλλοι εργοστασιάρχες κοιτούν με ζήλια το πόσο εύκολα οι Γερμανοί συνάδελφοί τους μπορούν να ζητήσουν από το εργατικό δυναμικό τους ελαστικότητα στα ωράρια εργασίας προκειμένου να ανταποκριθούν στις επιθυμίες των πελατών και τις αλλαγές στις ανάγκες παράδοσης.
Οι παράγοντες που δημιούργησαν αυτή την επιτυχία, σήμερα βρίσκονται υπό πίεση. Η οικονομική ανάπτυξη στις αναπτυσσόμενες αγορές έχει επιβραδυνθεί. Το Πεκίνο προσπαθεί να αλλάξει την ισορροπία της κινεζικής οικονομίας από το μοντέλο ανάπτυξης βάση επενδύσεων σε μοντέλο ανάπτυξης βάση κατανάλωσης.
Στην Ευρώπη οι επενδύσεις παραμένουν αδύναμες. Και όλα αυτά μεταφράζονται σε μείωση της ζήτησης για γερμανικά αγαθά στο εξωτερικό. Παράλληλα, ένα αποτέλεσμα της κρίσης είναι ότι οι μισθοί έχουν πέσει σε όλη την Ευρώπη, ενώ οι γερμανικοί μισθοί έχουν αργά - αργά αυξηθεί, χάρη στα χαμηλά επίπεδα ανεργίας, ειδικά στα νότια της χώρας.
Προσθέτως, τα θεμέλια για το επιχειρείν στην Γερμανία έχουν αποδυναμωθεί, αυξάνοντας το κόστος για τις εταιρίες και μειώνοντας την ελαστικότητα. Οι κρατικές δαπάνες σε εκπαίδευση και σε έρευνα και ανάπτυξη ως μερίδιο της παραγωγής μπορεί να μην είναι τόσο μικρές όσο της Ιταλίας, αλλά μετά από σοβαρές περικοπές από τα μέσα της δεκαετίας του '90 και μετά, έχουν πλέον μείνει αρκετά πίσω από πολλές χώρες του ΟΟΣΑ, όπως την Αυστρία, την Φινλανδία και την Γαλλία.
Για μεγάλο διάστημα, αυτές οι τάσεις δεν ήταν ευρέως εμφανείς. Μετά την επενδυτική έκρηξη που ακολούθησε την επανένωση στις αρχές της δεκαετίας του '90, οι υποδομές ήταν σε σχετικά καλή κατάσταση. Όμως στους δρόμους αυξάνονται όλο περισσότερο οι λακκούβες. Με τις πρόσφατες πλημμύρες, η πιο σημαντική σιδηροδρομική αρτηρία από το Βερολίνο προς τα δυτικά της χώρας έχει κλείσει μέχρι το τέλος του έτους, υπερδιπλασιάζοντας τον χρόνο της διαδρομής από την πρωτεύουσα μεχρι την βάση της Volkswagen στο Βόλφσμπουργκ. Όταν οι ειδικευμένοι μηχανολόγοι τρώνε τον χρόνο τους σε μποτιλιάρισμα, δεν μπορούν να είναι παραγωγικοί. Το πρόβλημα αυξάνεται καθώς το ειδικευμένο προσωπικό σπανίζει όλο περισσότερο, εξαιτίας της ταχείας γήρανσης του εργατικού δυναμικού.
Ο αριθμός των γεφυρών που είναι απροσπέλαστες για βαριά φορτία αυξάνεται συνεχώς και τα μεγάλα φορτηγά συχνά χρειάζεται να κάνουν παρακάμψεις εκατοντάδων χιλιομέτρων, όπου μια νύχτα μεταφοράς μπορεί εύκολα να γίνει τρεις νύχτες. Κι άλλες υποδομές ραγίζουν: Ορισμένες από τις πιο σημαντικές υδρευτικές εγκαταστάσεις χρονολογούνται από την εποχή του Κάιζερ.
Μ'όλα αυτά, η παραγωγή στην Γερμανία γίνεται όλο και πιο δύσκολη και δαπανηρή και αυτό αρχίζει να φαίνεται στα οικονομικά δεδομένα. Η παραγωγικότητα ως παραγωγή ανά εργατοώρα κινείται στα επίπεδα του 2007 μετά βίας, τέτοια στασιμότητα δεν έχει ξανασυμβεί μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Στην θεωρία, η λύση είναι εύκολη: Να γίνουν περισσότερες δαπάνες σε υποδομές και να σταματήσουν να λιμοκτονούν από κεφάλαια τα πανεπιστήμια και τα ινστιτούτα ερευνών. Δεν θα είναι δύσκολο να βρεθούν τα χρήματα. Μετά από χρόνια φορολογικών περικοπών, υπάρχουν περιθώρια για ελαφρώς υψηλότερους φόρους, ειδικά αν τα έσοδα δοθούν σε επενδύσεις για την παραγωγή.
Και μολονότι η Γερμανία έχει συνυπογράψει το δημοσιονομικό συμβόλαιο της ΕΕ και επέβαλε με διάταγμα στο Σύνταγμά της την μείωση του δανεισμού του δημοσίου, υπάρχουν ακόμη κάποια περιθώρια κινήσεων. Η κεντρική κυβέρνηση εξακολουθεί να έχει δικαίωμα για διαρθρωτικό έλλειμμα 0,35% του ΑΕΠ. Με την χρήση αυτών των προβλεπόμενων πλεονασμάτων και τον δανεισμό που είναι νομικά εφικτός, θα μπορούσαν εύκολα να αυξηθούν οι κρατικές επενδύσεις κατά 20 δισ. ευρώ ή 0,75% του ΑΕΠ, ετησίως.
Αλλά κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται. Αντί να χρησιμοποιηθούν αυτά τα κεφάλαια σε επενδύσεις υποδομών, η κυβέρνηση σκοπεύει να έχει ένα μικρό αλλά αυξανόμενο πλεόνασμα στα ερχόμενα χρόνια. Και ενόψει των εκλογών, τόσο η κυβέρνηση των Χριστιανοδημοκρατών της Angela Merkel όσο και η αντιπολίτευση των Σοσιαλδημοκρατών (που δίνουν μεγάλη έμφαση στην ανάγκη για περισσότερες επενδύσεις) στηρίζουν τις εκστρατείες τους πάνω στην «δημοσιονομική υπευθυνότητα» όπως ονομάζεται.
Αν τηρήσουν τις υποσχέσεις τους, ίσως οδηγήσουν την χώρα στο αποτέλεσμα που ακριβώς υπόσχονται να αποφύγουν: Την επιβάρυνση των μελλοντικών γενεών. Στο κάτω – κάτω, λίγες ποσοστιαίες μονάδες από την μείωση του κρατικού χρέους, δεν μπορούν να αγοράσουν τα πλεονεκτήματα ενός παγκόσμια ηγετικού βιομηχανικού κλάδου.
* Ο αρθρογράφος είναι senior fellow στο European Council on Foreign Relations logioshermes
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Καθαρίστε τους λεκέδες χωρίς απορρυπαντικά!
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Aγρίνιο: Βούλγαρος κυκλοφορούσε με τσεκούρι και μαχαίρι
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ