2013-08-31 09:00:07
Κάθε λαός έχει τον ουρανό του. Πιάσαμε το δικό μας ουρανό. Κουβαλώντας στις πλάτες μας όλα τα γεννήματα των μικροαστικών εχιδνών, επιστρατευμένοι από το ’81 στην “οπισθοδρομική προοδευτικότητα” και στον απροσδιόριστο “πνευματικό αναρχισμό”, δεν διατηρήσαμε στον ιστορικό χρόνο τις πολυώνυμες αμφιβολίες μας, για τις πολιτικές αυθεντίες, τις αποκαλύψεις, τα είδωλα, τις ευσέβειες, τις μαρτυρίες, τις αξίες και τις εποπτείες.
του Στέλιου Συρμόγλου
Για δεκαετίες συναναστρεφόμασταν μονάχα τις σκιές των ειδώλων μας στις οποίες είχαμε απόλυτη εμπιστοσύνη. Τον τάραχο των παθών μας δεν λιγόστευε το προελληνικής προέλευσης διονυσιακό στοιχείο και η φιλέορτη διάθεσή μας, η ηδονή της μεταρσίωσης και της μετάθεσης σε άλλον ουρανό.
Για χρόνια πολλά αθροίζαμε την πανταχού απουσία μας, ανακυκλώναμε “νυμφίοι της πτωχείας” την πνευματική μας ένδεια, οιονοσκοπούσαμε, μεταστοιχειώναμε την αδαπάνητη προσπάθεια μας, διαφοροποιώντας τα μεγέθη των ανθρώπων και των καταστάσεων, επιρρεπείς πάντα στην παροδικότητα και ματαιότητα όλων των ανθρωπίνων επιτηδευμάτων.
Πιστεύαμε σε κάθε είδους καταναλωτική βακχεία και καταφεύγαμε στον εύκολο και ασύδοτο δανεισμό. Πιστεύαμε στα επιχρυσωμένα λόγια και γινόμασταν παθητικοί θεατές της πολιτικής φαντασμαγορίας, μια συνήθεια που ακόμα και τώρα δεν φαίνεται να έχουμε εγκαταλείψει. Δεν πιστεύαμε ότι χρειαζόμασταν έναν καινούργιο ορίζοντα απ’ όπου θα ξεκινούσαν οι “ταχυδρόμοι του ήλιου” , για να μας φέρουν τα όνειρα του Ηράκλειτου, του Πυθαγόρα, του Εμπεδοκλή, του μύστη Σωκράτη, του Απολλώνιου, του Κωνσταντίνου Μονομάχου, του Παπακοσμά του Αιτωλού, του Κολοκοτρώνη και του Μακρυγιάννη Ετσι επιτρέψαμε να μας αλλοτριώσουν μαρξιστικοί ευαγγελισμοί, ακροδεξιές αντιλήψεις με φιλελεύθερες προσφύσεις, σοσιαλιστικές προφητείες μ΄ένα σοσιαλισμό χωρίς σοσιαλισμό και διάφοροι μεσσιανισμοί. Αφρονες προσπαθήσαμε να χωρέσουμε τη γνώση μας στις χούφτες μας, ενώ σ’ αυτές χωράνε μονάχα οι απορίες. Αμπαρώσαμε τη φωνή μας μέσα μας και συνανπαντήσαμε με φόβο τον πολιτικό παραλογιαμό, ανίκανοι ν’ αναμετρηθούμε μαζί του.
Και φτάσαμε φοβισμένοι, ανασφαλείς και αμήχανοι στο σήμερα: Με το πνεύμα του τίποτα και του μηδενός να επιφέρεται έρημο υπεράνω της ελληνικής γης, νεφέλη δίχως μορφή. Να βλέπουμε στα μάτια μας την άλλη όψη. Οτι είμαστε το “μίασμα” της Ευρώπης. Η άβυσσος του χρέους. Και μέσα στο λευκό της μηδέν μήτε τα ψηφία της ιστορικής μας μνήμης διατηρήσαμε , για να ομορφαίνουν τη ζωή μας. Φτάσαμε να μετράμε τα λευκά πέταλα της χαμομηλιάς κάθε γοτθική εσπέρα, αδύναμοι να σκεφτούμε έστω το αδύνατον.
Την δε πήλινη καρδιά μας αγκίστρωσαν δολώματα αμέτρητων επιτηδείων και χίλιες τρομάρες στο κορμί μας εσμίξανε, με την αμαρτία μας κοκκαλιάρα να κοιμάται άπραγη. Την αμαρτία της απάθειας. Την αμαρτία της χαμένης μας τιμής. Την αμαρτία της συνταγμένης “ξεφτίλας” μας με τη μωρία των ολίγων ή και των ολιγοφρενών. Τη αμαρτία για την παρουσία μας ανιστόρητοι μέσα στην ιστορία.. Την αμαρτία που επιτρέψαμε ένα τετραπέρατο σατανά να κατοικεί στα μάτια μας και να μεθάει τις αρετές μας. Την αμαρτία να εμπιστευτούμε κερδοσκόπους και πολιτικούς αγύρτες να παίζουν κορώνα-γράμματα την ελληνική ψυχή. Να την κερδίζουν κάποια χαράματα και με την όψη του φεγγαριού να έχει στεγνώσει, να τη ποτίζουν με κάθε λογής φαρμάκι…
Και φτάσαμε αγωνιώντες στο σήμερα. Με τους ανέγνοιαστους Κεντροευρωπαίους να παίζουνε βιολοντσέλα βαρύχορδα και ο ήχος τους να μας θυμίζει ότι είμαστε οι φτωχοπρόδρομοι της Ευρώπης. Κι εμείς πήραμε τη ζωή μας στην αγκαλιά μας και την επετάξαμε στα Τάρταρα. Ενας δολοφόνος, ο άλλος κακός μας εαυτός με την απάθειά του, ετοιμάζεται να της βάλει φωτιά και να την κάψει. Τα μάτια μας είχαν δει κάποτε το τέλος του Θεού και τώρα ετοιμάζονται να δουν το τέλος του ανθρώπου, το δικό μας τέλος.
Παλέματα ζωής μιας κάποιας άλλης εποχής, μουχλιάζουν στης λήθης τα συρτάρια, και μονάχα σε κάποιους θυμιζουνε απλώς το έφηβο το πάθος μας, το νεανικό μας κλάμα. Για την πατρίδα που νομίζαμε τότε πως χάναμε. Κι ήταν τότε που η γλώσσα μας εκένταγε παραδείσους και χόρευε ξελογιάστρα σε νέους και αρχαίου ρυθμούς. Ενας άγγελος τυφλός οδηγούσε την καρδιά μας στο μέλλον και μύριες φορές καρφώσαμε στον τοίχο τη ψυχή μας με τα παράσημα της ηδονής του χρέους και της πάλης…
Και τώρα; Τώρα οι αιώνες εις μάτην ακούνε τις πατημασιές των αγγέλων στην ψυχή τους…
Ρίξε τα τείχη, Μακρυγιάννη, κι έλα να κλάψουμε…
Ο,τι πιο όρμορφο είδαν τα μάτια μου σε τούτον τον τόπο είναι τα δάκρυα…
freepen logioshermes
του Στέλιου Συρμόγλου
Για δεκαετίες συναναστρεφόμασταν μονάχα τις σκιές των ειδώλων μας στις οποίες είχαμε απόλυτη εμπιστοσύνη. Τον τάραχο των παθών μας δεν λιγόστευε το προελληνικής προέλευσης διονυσιακό στοιχείο και η φιλέορτη διάθεσή μας, η ηδονή της μεταρσίωσης και της μετάθεσης σε άλλον ουρανό.
Για χρόνια πολλά αθροίζαμε την πανταχού απουσία μας, ανακυκλώναμε “νυμφίοι της πτωχείας” την πνευματική μας ένδεια, οιονοσκοπούσαμε, μεταστοιχειώναμε την αδαπάνητη προσπάθεια μας, διαφοροποιώντας τα μεγέθη των ανθρώπων και των καταστάσεων, επιρρεπείς πάντα στην παροδικότητα και ματαιότητα όλων των ανθρωπίνων επιτηδευμάτων.
Πιστεύαμε σε κάθε είδους καταναλωτική βακχεία και καταφεύγαμε στον εύκολο και ασύδοτο δανεισμό. Πιστεύαμε στα επιχρυσωμένα λόγια και γινόμασταν παθητικοί θεατές της πολιτικής φαντασμαγορίας, μια συνήθεια που ακόμα και τώρα δεν φαίνεται να έχουμε εγκαταλείψει. Δεν πιστεύαμε ότι χρειαζόμασταν έναν καινούργιο ορίζοντα απ’ όπου θα ξεκινούσαν οι “ταχυδρόμοι του ήλιου” , για να μας φέρουν τα όνειρα του Ηράκλειτου, του Πυθαγόρα, του Εμπεδοκλή, του μύστη Σωκράτη, του Απολλώνιου, του Κωνσταντίνου Μονομάχου, του Παπακοσμά του Αιτωλού, του Κολοκοτρώνη και του Μακρυγιάννη Ετσι επιτρέψαμε να μας αλλοτριώσουν μαρξιστικοί ευαγγελισμοί, ακροδεξιές αντιλήψεις με φιλελεύθερες προσφύσεις, σοσιαλιστικές προφητείες μ΄ένα σοσιαλισμό χωρίς σοσιαλισμό και διάφοροι μεσσιανισμοί. Αφρονες προσπαθήσαμε να χωρέσουμε τη γνώση μας στις χούφτες μας, ενώ σ’ αυτές χωράνε μονάχα οι απορίες. Αμπαρώσαμε τη φωνή μας μέσα μας και συνανπαντήσαμε με φόβο τον πολιτικό παραλογιαμό, ανίκανοι ν’ αναμετρηθούμε μαζί του.
Και φτάσαμε φοβισμένοι, ανασφαλείς και αμήχανοι στο σήμερα: Με το πνεύμα του τίποτα και του μηδενός να επιφέρεται έρημο υπεράνω της ελληνικής γης, νεφέλη δίχως μορφή. Να βλέπουμε στα μάτια μας την άλλη όψη. Οτι είμαστε το “μίασμα” της Ευρώπης. Η άβυσσος του χρέους. Και μέσα στο λευκό της μηδέν μήτε τα ψηφία της ιστορικής μας μνήμης διατηρήσαμε , για να ομορφαίνουν τη ζωή μας. Φτάσαμε να μετράμε τα λευκά πέταλα της χαμομηλιάς κάθε γοτθική εσπέρα, αδύναμοι να σκεφτούμε έστω το αδύνατον.
Την δε πήλινη καρδιά μας αγκίστρωσαν δολώματα αμέτρητων επιτηδείων και χίλιες τρομάρες στο κορμί μας εσμίξανε, με την αμαρτία μας κοκκαλιάρα να κοιμάται άπραγη. Την αμαρτία της απάθειας. Την αμαρτία της χαμένης μας τιμής. Την αμαρτία της συνταγμένης “ξεφτίλας” μας με τη μωρία των ολίγων ή και των ολιγοφρενών. Τη αμαρτία για την παρουσία μας ανιστόρητοι μέσα στην ιστορία.. Την αμαρτία που επιτρέψαμε ένα τετραπέρατο σατανά να κατοικεί στα μάτια μας και να μεθάει τις αρετές μας. Την αμαρτία να εμπιστευτούμε κερδοσκόπους και πολιτικούς αγύρτες να παίζουν κορώνα-γράμματα την ελληνική ψυχή. Να την κερδίζουν κάποια χαράματα και με την όψη του φεγγαριού να έχει στεγνώσει, να τη ποτίζουν με κάθε λογής φαρμάκι…
Και φτάσαμε αγωνιώντες στο σήμερα. Με τους ανέγνοιαστους Κεντροευρωπαίους να παίζουνε βιολοντσέλα βαρύχορδα και ο ήχος τους να μας θυμίζει ότι είμαστε οι φτωχοπρόδρομοι της Ευρώπης. Κι εμείς πήραμε τη ζωή μας στην αγκαλιά μας και την επετάξαμε στα Τάρταρα. Ενας δολοφόνος, ο άλλος κακός μας εαυτός με την απάθειά του, ετοιμάζεται να της βάλει φωτιά και να την κάψει. Τα μάτια μας είχαν δει κάποτε το τέλος του Θεού και τώρα ετοιμάζονται να δουν το τέλος του ανθρώπου, το δικό μας τέλος.
Παλέματα ζωής μιας κάποιας άλλης εποχής, μουχλιάζουν στης λήθης τα συρτάρια, και μονάχα σε κάποιους θυμιζουνε απλώς το έφηβο το πάθος μας, το νεανικό μας κλάμα. Για την πατρίδα που νομίζαμε τότε πως χάναμε. Κι ήταν τότε που η γλώσσα μας εκένταγε παραδείσους και χόρευε ξελογιάστρα σε νέους και αρχαίου ρυθμούς. Ενας άγγελος τυφλός οδηγούσε την καρδιά μας στο μέλλον και μύριες φορές καρφώσαμε στον τοίχο τη ψυχή μας με τα παράσημα της ηδονής του χρέους και της πάλης…
Και τώρα; Τώρα οι αιώνες εις μάτην ακούνε τις πατημασιές των αγγέλων στην ψυχή τους…
Ρίξε τα τείχη, Μακρυγιάννη, κι έλα να κλάψουμε…
Ο,τι πιο όρμορφο είδαν τα μάτια μου σε τούτον τον τόπο είναι τα δάκρυα…
freepen logioshermes
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Oι φωτογραφίες που η Ελλη Κοκκίνου θέλει να ξεχάσει!
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
«Δεν πάω στον Ολυμπιακό»
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ