2013-08-31 13:15:24
Σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου Εμπορίου και Υπηρεσιών της ΕΣΕΕ
Οι τιμές των ειδών ένδυσης και υπόδησης ειδικά στα μικρού μεγέθους καταστήματα έχουν μειωθεί εντυπωσιακά στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων, αλλά οι τιμές βασικών προϊόντων διατροφής στο διάστημα της τελευταίας πενταετίας αυξήθηκαν κατά περίπου 6,3%, σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησε το ΙΝΕΜΥ της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ). Παράλληλα ο υψηλός ανταγωνισμός που επικρατεί στην αγορά των τροφίμων περιορίζει τις δυνατότητες επιβίωσης των μικρών καταστημάτων.
Ειδικότερα σύμφωνα με τα στοιχεία για το Δείκτη Τιμών Καταναλωτή οι τιμές σε βασικά προϊόντα έχουν αυξηθεί σωρευτικά την περίοδο 2008-2013 περίπου κατά 6,3%. Εξαίρεση αποτελεί το νωπό-παστεριωμένο γάλα, το μεταλλικό νερό, που παρουσιάζει μικρή μείωση και κυρίως το ελαιόλαδο.
Το επίπεδο των τιμών φαίνεται να συγκρατείται ή να μειώνεται κυρίως τη χρονική περίοδο 2012/2013, σύμφωνα με τα στοιχεία του πρώτους διμήνου.
Σε γενικές γραμμές, επισημαίνεται στην έρευνα, «το επίπεδο των τιμών στα τρόφιμα χαρακτηρίζεται ως ευμετάβλητο, με μεγάλο μάλιστα εύρος διακύμανσης καθώς εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Σε πολλά προϊόντα οι τιμές καθορίζονται διεθνώς, ενώ η μείωση της προσφοράς πιέζει ανοδικά τις τιμές με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον όγκο της παραγωγής ζάχαρης στην Ελλάδα, ο οποίος περιορίζεται από ποσοστώσεις και ρυθμίσεις της ΕΕ. Εξάλλου, η Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης, αφού διέκοψε τη λειτουργία μονάδων παραγωγής, βρίσκεται πλέον σε διαδικασία πώλησης».
Στην πενταετία 2008 - 2013 σωρευτικά τις μεγαλύτερες αυξήσεις παρουσίασαν η ζάχαρη, τα αυγά, το ρύζι και οι σοκολάτες, ενώ οι χυμοί φρούτων και το αλεύρι δεν σημείωσαν μεγάλες μεταβολές. «Αν και τα δεδομένα δεν επιτρέπουν την διατύπωση ασφαλών συμπερασμάτων, καταγράφονται ενδείξεις για μείωση των τιμών το πρώτο τρίμηνο του 2013. Μάλιστα οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για περαιτέρω υποχώρηση του επιπέδου των τιμών» επισημαίνεται.
Αναλυτικότερα μόνο τα αυγά κατέγραψαν σημαντική αύξηση σε σχέση με το 2012 ενώ το νωπό-παστεριωμένο γάλα, τα αναψυκτικά και η ζάχαρη σημείωσαν οριακή άνοδο. Οι τιμές όλων των υπολοίπων προϊόντων μάλιστα υποχώρησαν. Με μεγάλο ενδιαφέρον αναμένονται οι εξελίξεις στις τιμές καθώς η ανεργία συνεχίζει να αυξάνεται ενώ το διαθέσιμο εισόδημα και η κατανάλωση μειώνονται.
Αξιοσημείωτη είναι η αύξηση της τιμής του ψωμιού που παρατηρείται η οποία φτάνει σωρευτικά το 6,76% ενώ σύμφωνα με έρευνα της MARC ΑΕ, δύο στους δέκα Έλληνες καταναλωτές σταμάτησαν να αγοράζουν ψωμί, πιέζοντας έτσι σημαντικά την κατανάλωση.
Από τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή φαίνεται ότι οι προσδοκίες περί αποκλιμάκωσης της τιμής του ψωμιού ως και 30% εξαιτίας της απελευθέρωσης της αγοράς του δεν επαληθεύτηκαν στην πραγματική οικονομία. Παρά την υποχώρηση της ζήτησης η τιμή του ψωμιού κινήθηκε ανοδικά (3,24%) την περίοδο α' δίμηνο 2012-α΄ δίμηνο 2011, εξαιτίας κυρίως της αύξησης της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος και της επιβολής φόρων ακινήτων ενώ σε μικρότερο βαθμό επηρεάστηκε από τις αυξήσεις των τιμών του πετρελαίου και των αλεύρων.
Τα mini market
Αντίθετα, οι μικρομεσαίοι έμποροι δήλωσαν πως προσπαθούν διαρκώς να συγκρατήσουν τις τιμές των προϊόντων και απέδωσαν τις αιτίες για την τάση ενίσχυσης των τιμών κατ΄ αρχήν στην μεγάλη διαφορά στις τιμές αγοράς των προϊόντων τους από προμηθευτές (χονδρικό εμπόριο) σε σχέση με τα super-markets. Κι όπως επεσήμαναν οι μικρομεσαίοι έμποροι του κλάδου τροφίμων είναι στην ουσία αποδέκτες τιμών. Το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεών τους και ο χαμηλός όγκος των πωλήσεων δεν τους δίνει τη δυνατότητα ελιγμών και διαπραγμάτευσης της χονδρικής τιμής. Αντίθετα, έντονη ήταν η αίσθηση ότι οι αγορά χειραγωγείται από ολιγοπωλιακά συμφέροντα και πρακτικές.
Μάλιστα «τις περισσότερες φορές, οι προσφορές-εκπτώσεις των εταιρειών παραγωγής των αγαθών (πχ εκπτώσεις στην τιμή του προϊόντος ή με την αγορά ενός τεμαχίου δωρεάν παροχή ενός δεύτερου) είτε δεν καταλήγουν ποτέ στον μικροέμπορο, είτε, όταν καταλήγουν, να διαμορφώνονται σε πολύ μικρότερο ποσοστό».
Παράλληλα οι τιμές έχουν αυξηθεί σε εισαγόμενα προϊόντα (πχ ρύζι, καφές) ενώ έχουν υποχωρήσει σε εγχωρίως παραγόμενα. Και φυσικά «οι μικρομεσαίοι έχουν συμπιέσει το ποσοστό κέρδους τους σε πολύ μεγάλο βαθμό καθώς έχουν δεχτεί σειρά φορολογικών επιβαρύνσεων τα τελευταία χρόνια τόσο ως επιχειρηματίες (αύξηση ΦΠΑ, τέλος επιτηδεύματος, τέλος ακίνητης περιουσίας και γενικά ευμετάβλητο φορολογικό σύστημα) όσο και ως καταναλωτές (φόρος εισοδήματος από το πρώτο ευρώ, φορολογία καταθέσεων κλπ)».
Κι όπως είναι γνωστό «οι μικρομεσαίες εμπορικές επιχειρήσεις δεν απολάμβαναν ποτέ σημαντικά περιθώρια πιστώσεων από τους προμηθευτές αλλά σήμερα πλέον δεν υπάρχει καν αυτή η δυνατότητα». Αλλά «η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος και η ιστορικά υψηλή ανεργία έχει οδηγήσει τους περισσότερους καταναλωτές στην αναζήτηση των πλέον φθηνών τιμών-προσφορών και τους έχει στρέψει στα μεγάλα εμπορικά καταστήματα (super markets)». Με αποτέλεσμα «η μεγάλη πτώση του κύκλου εργασιών στις μικρές εμπορικές επιχειρήσεις αποκλείει οποιαδήποτε προσπάθεια ενίσχυσης του ποσοστού κέρδους». Επίσης έχουν παρατηρηθεί κατηγορίες προϊόντων όπου το ποσοστό κέρδους του μικρομεσαίου έμπορου είναι πολύ χαμηλό ενώ πολλές φορές κρίνεται ως ασύμφορη η διάθεση του προϊόντος, με κυριότερο παράδειγμα τα γαλακτοκομικά».
Ενώ «η μείωση του κόστους εργασίας μέσω της πτώσης του ύψους των μισθών ευνόησε τα μεγάλα καταστήματα τροφίμων καθώς τα μικρά εμπορικά καταστήματα λειτουργούν με αυτοαπασχολούμενους, είτε χωρίς προσωπικό είτε με συμβοηθούντα και μη αμειβόμενα μέλη».
Προϊόντα ένδυσης κι υπόδησης
Από την άλλη πλευρά οι τιμές σε προϊόντα ένδυσης και υπόδησης το 2012 έχουν υποχωρήσει σε αξιοσημείωτο βαθμό σε σχέση με το 2011, εκτιμάται κατά 21,3%.
Βέβαια, όπως αναφέρεται στην έρευνα «η τελική τιμή πώλησης του αγαθού διαφέρει σε σημαντικό βαθμό από την αναγραφόμενη τιμή αφού ο καταναλωτής δεν αγοράζει πλέον εάν δεν επιτύχει πρώτα περαιτέρω μείωση στην τιμή (τιμή ταμείου κατόπιν διαπραγμάτευσης). Η σύγκριση μεταξύ της τιμής ταμείου (αναγραφόμενης) του 2012 και του 2011 αναδεικνύει την μεγάλη πτώση των τιμών».
Σε σχέση με το 2011 η διαπραγμάτευση της τιμής έχει λάβει σχεδόν καθολικό χαρακτήρα, ακόμα και σε προϊόντα με εξαιρετικά χαμηλές τιμές (π.χ. αξίας 3 ευρώ). Μάλιστα ακόμη και στη νέα χαμηλότερη τιμή που πετυχαίνουν οι καταναλωτές κατόπιν διαπραγμάτευσης (παζάρι) ζητούν απόδειξη.
Η επιβολή μιας σειράς νέων φόρων στις επιχειρήσεις επιδείνωσε σε σημαντικό βαθμό τα αποτελέσματά τους. Παρά την πίεση όμως, οι επιχειρήσεις προσπάθησαν όχι μόνο να απορροφήσουν τις αυξήσεις των τιμών αλλά και να ελαττώσουν τις τιμές τους, ώστε να διατηρήσουν, μέρος έστω, του κύκλου εργασιών τους.
Στις περισσότερες περιπτώσεις οι έμποροι προχωρούν σε ειδικές προσφορές με πολύ χαμηλές τιμές οι οποίες, όσο περνάει ο καιρός και βαθαίνει η κρίση, τείνουν να γίνουν μόνιμος τρόπος προσέλκυσης πελατών.
Κι όπως τονίζεται «η σωρευτική συρρίκνωση του κύκλου εργασιών των μικρομεσαίων εμπορικών επιχειρήσεων για την περίοδο 2010 -2012, κυμαίνεται μεταξύ 40%-60%, σύμφωνα με δηλώσεις των επιχειρηματιών, με κυριότερη αιτία της εν λόγω εξέλιξης τη μείωση του διαθέσιμου πραγματικού εισοδήματος των καταναλωτών, μία παράμετρος η οποία βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την περικοπή των εορταστικών δώρων στο δημόσιο τομέα. Δευτερευούσης σημασίας αλλά εξίσου σημαντικοί παράγοντες για την κατακόρυφη πτώση του τζίρου των επιχειρήσεων αποτελούν η αβεβαιότητα αναφορικά με τις μελλοντικές οικονομικές εξελίξεις καθώς επίσης η έλλειψη ρευστότητας και η διακοπή πίστωσης από τους προμηθευτές, οι οποίοι πλέον επιθυμούν την εκ των προτέρων και εις ολόκληρον πληρωμή του εμπορεύματος».
«Οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες, όχι μόνο έχουν απορροφήσει τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ) αλλά παράλληλα έχουν μειώσει το περιθώριο κέρδος τους προκειμένου να προσελκύσουν τους καταναλωτές, να συγκρατήσουν την πτώση του κύκλου εργασιών τους και τελικά να αντεπεξέλθουν στις αυξημένες φορολογικές υποχρεώσεις, την στιγμή που το κόστος κτήσης-προμήθειας των προϊόντων τους παραμένει σταθερά υψηλό» υπογραμμίζεται.
πηγή: tovima.gr
Οι τιμές των ειδών ένδυσης και υπόδησης ειδικά στα μικρού μεγέθους καταστήματα έχουν μειωθεί εντυπωσιακά στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων, αλλά οι τιμές βασικών προϊόντων διατροφής στο διάστημα της τελευταίας πενταετίας αυξήθηκαν κατά περίπου 6,3%, σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησε το ΙΝΕΜΥ της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ). Παράλληλα ο υψηλός ανταγωνισμός που επικρατεί στην αγορά των τροφίμων περιορίζει τις δυνατότητες επιβίωσης των μικρών καταστημάτων.
Ειδικότερα σύμφωνα με τα στοιχεία για το Δείκτη Τιμών Καταναλωτή οι τιμές σε βασικά προϊόντα έχουν αυξηθεί σωρευτικά την περίοδο 2008-2013 περίπου κατά 6,3%. Εξαίρεση αποτελεί το νωπό-παστεριωμένο γάλα, το μεταλλικό νερό, που παρουσιάζει μικρή μείωση και κυρίως το ελαιόλαδο.
Το επίπεδο των τιμών φαίνεται να συγκρατείται ή να μειώνεται κυρίως τη χρονική περίοδο 2012/2013, σύμφωνα με τα στοιχεία του πρώτους διμήνου.
Σε γενικές γραμμές, επισημαίνεται στην έρευνα, «το επίπεδο των τιμών στα τρόφιμα χαρακτηρίζεται ως ευμετάβλητο, με μεγάλο μάλιστα εύρος διακύμανσης καθώς εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Σε πολλά προϊόντα οι τιμές καθορίζονται διεθνώς, ενώ η μείωση της προσφοράς πιέζει ανοδικά τις τιμές με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον όγκο της παραγωγής ζάχαρης στην Ελλάδα, ο οποίος περιορίζεται από ποσοστώσεις και ρυθμίσεις της ΕΕ. Εξάλλου, η Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης, αφού διέκοψε τη λειτουργία μονάδων παραγωγής, βρίσκεται πλέον σε διαδικασία πώλησης».
Στην πενταετία 2008 - 2013 σωρευτικά τις μεγαλύτερες αυξήσεις παρουσίασαν η ζάχαρη, τα αυγά, το ρύζι και οι σοκολάτες, ενώ οι χυμοί φρούτων και το αλεύρι δεν σημείωσαν μεγάλες μεταβολές. «Αν και τα δεδομένα δεν επιτρέπουν την διατύπωση ασφαλών συμπερασμάτων, καταγράφονται ενδείξεις για μείωση των τιμών το πρώτο τρίμηνο του 2013. Μάλιστα οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για περαιτέρω υποχώρηση του επιπέδου των τιμών» επισημαίνεται.
Αναλυτικότερα μόνο τα αυγά κατέγραψαν σημαντική αύξηση σε σχέση με το 2012 ενώ το νωπό-παστεριωμένο γάλα, τα αναψυκτικά και η ζάχαρη σημείωσαν οριακή άνοδο. Οι τιμές όλων των υπολοίπων προϊόντων μάλιστα υποχώρησαν. Με μεγάλο ενδιαφέρον αναμένονται οι εξελίξεις στις τιμές καθώς η ανεργία συνεχίζει να αυξάνεται ενώ το διαθέσιμο εισόδημα και η κατανάλωση μειώνονται.
Αξιοσημείωτη είναι η αύξηση της τιμής του ψωμιού που παρατηρείται η οποία φτάνει σωρευτικά το 6,76% ενώ σύμφωνα με έρευνα της MARC ΑΕ, δύο στους δέκα Έλληνες καταναλωτές σταμάτησαν να αγοράζουν ψωμί, πιέζοντας έτσι σημαντικά την κατανάλωση.
Από τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή φαίνεται ότι οι προσδοκίες περί αποκλιμάκωσης της τιμής του ψωμιού ως και 30% εξαιτίας της απελευθέρωσης της αγοράς του δεν επαληθεύτηκαν στην πραγματική οικονομία. Παρά την υποχώρηση της ζήτησης η τιμή του ψωμιού κινήθηκε ανοδικά (3,24%) την περίοδο α' δίμηνο 2012-α΄ δίμηνο 2011, εξαιτίας κυρίως της αύξησης της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος και της επιβολής φόρων ακινήτων ενώ σε μικρότερο βαθμό επηρεάστηκε από τις αυξήσεις των τιμών του πετρελαίου και των αλεύρων.
Τα mini market
Αντίθετα, οι μικρομεσαίοι έμποροι δήλωσαν πως προσπαθούν διαρκώς να συγκρατήσουν τις τιμές των προϊόντων και απέδωσαν τις αιτίες για την τάση ενίσχυσης των τιμών κατ΄ αρχήν στην μεγάλη διαφορά στις τιμές αγοράς των προϊόντων τους από προμηθευτές (χονδρικό εμπόριο) σε σχέση με τα super-markets. Κι όπως επεσήμαναν οι μικρομεσαίοι έμποροι του κλάδου τροφίμων είναι στην ουσία αποδέκτες τιμών. Το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεών τους και ο χαμηλός όγκος των πωλήσεων δεν τους δίνει τη δυνατότητα ελιγμών και διαπραγμάτευσης της χονδρικής τιμής. Αντίθετα, έντονη ήταν η αίσθηση ότι οι αγορά χειραγωγείται από ολιγοπωλιακά συμφέροντα και πρακτικές.
Μάλιστα «τις περισσότερες φορές, οι προσφορές-εκπτώσεις των εταιρειών παραγωγής των αγαθών (πχ εκπτώσεις στην τιμή του προϊόντος ή με την αγορά ενός τεμαχίου δωρεάν παροχή ενός δεύτερου) είτε δεν καταλήγουν ποτέ στον μικροέμπορο, είτε, όταν καταλήγουν, να διαμορφώνονται σε πολύ μικρότερο ποσοστό».
Παράλληλα οι τιμές έχουν αυξηθεί σε εισαγόμενα προϊόντα (πχ ρύζι, καφές) ενώ έχουν υποχωρήσει σε εγχωρίως παραγόμενα. Και φυσικά «οι μικρομεσαίοι έχουν συμπιέσει το ποσοστό κέρδους τους σε πολύ μεγάλο βαθμό καθώς έχουν δεχτεί σειρά φορολογικών επιβαρύνσεων τα τελευταία χρόνια τόσο ως επιχειρηματίες (αύξηση ΦΠΑ, τέλος επιτηδεύματος, τέλος ακίνητης περιουσίας και γενικά ευμετάβλητο φορολογικό σύστημα) όσο και ως καταναλωτές (φόρος εισοδήματος από το πρώτο ευρώ, φορολογία καταθέσεων κλπ)».
Κι όπως είναι γνωστό «οι μικρομεσαίες εμπορικές επιχειρήσεις δεν απολάμβαναν ποτέ σημαντικά περιθώρια πιστώσεων από τους προμηθευτές αλλά σήμερα πλέον δεν υπάρχει καν αυτή η δυνατότητα». Αλλά «η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος και η ιστορικά υψηλή ανεργία έχει οδηγήσει τους περισσότερους καταναλωτές στην αναζήτηση των πλέον φθηνών τιμών-προσφορών και τους έχει στρέψει στα μεγάλα εμπορικά καταστήματα (super markets)». Με αποτέλεσμα «η μεγάλη πτώση του κύκλου εργασιών στις μικρές εμπορικές επιχειρήσεις αποκλείει οποιαδήποτε προσπάθεια ενίσχυσης του ποσοστού κέρδους». Επίσης έχουν παρατηρηθεί κατηγορίες προϊόντων όπου το ποσοστό κέρδους του μικρομεσαίου έμπορου είναι πολύ χαμηλό ενώ πολλές φορές κρίνεται ως ασύμφορη η διάθεση του προϊόντος, με κυριότερο παράδειγμα τα γαλακτοκομικά».
Ενώ «η μείωση του κόστους εργασίας μέσω της πτώσης του ύψους των μισθών ευνόησε τα μεγάλα καταστήματα τροφίμων καθώς τα μικρά εμπορικά καταστήματα λειτουργούν με αυτοαπασχολούμενους, είτε χωρίς προσωπικό είτε με συμβοηθούντα και μη αμειβόμενα μέλη».
Προϊόντα ένδυσης κι υπόδησης
Από την άλλη πλευρά οι τιμές σε προϊόντα ένδυσης και υπόδησης το 2012 έχουν υποχωρήσει σε αξιοσημείωτο βαθμό σε σχέση με το 2011, εκτιμάται κατά 21,3%.
Βέβαια, όπως αναφέρεται στην έρευνα «η τελική τιμή πώλησης του αγαθού διαφέρει σε σημαντικό βαθμό από την αναγραφόμενη τιμή αφού ο καταναλωτής δεν αγοράζει πλέον εάν δεν επιτύχει πρώτα περαιτέρω μείωση στην τιμή (τιμή ταμείου κατόπιν διαπραγμάτευσης). Η σύγκριση μεταξύ της τιμής ταμείου (αναγραφόμενης) του 2012 και του 2011 αναδεικνύει την μεγάλη πτώση των τιμών».
Σε σχέση με το 2011 η διαπραγμάτευση της τιμής έχει λάβει σχεδόν καθολικό χαρακτήρα, ακόμα και σε προϊόντα με εξαιρετικά χαμηλές τιμές (π.χ. αξίας 3 ευρώ). Μάλιστα ακόμη και στη νέα χαμηλότερη τιμή που πετυχαίνουν οι καταναλωτές κατόπιν διαπραγμάτευσης (παζάρι) ζητούν απόδειξη.
Η επιβολή μιας σειράς νέων φόρων στις επιχειρήσεις επιδείνωσε σε σημαντικό βαθμό τα αποτελέσματά τους. Παρά την πίεση όμως, οι επιχειρήσεις προσπάθησαν όχι μόνο να απορροφήσουν τις αυξήσεις των τιμών αλλά και να ελαττώσουν τις τιμές τους, ώστε να διατηρήσουν, μέρος έστω, του κύκλου εργασιών τους.
Στις περισσότερες περιπτώσεις οι έμποροι προχωρούν σε ειδικές προσφορές με πολύ χαμηλές τιμές οι οποίες, όσο περνάει ο καιρός και βαθαίνει η κρίση, τείνουν να γίνουν μόνιμος τρόπος προσέλκυσης πελατών.
Κι όπως τονίζεται «η σωρευτική συρρίκνωση του κύκλου εργασιών των μικρομεσαίων εμπορικών επιχειρήσεων για την περίοδο 2010 -2012, κυμαίνεται μεταξύ 40%-60%, σύμφωνα με δηλώσεις των επιχειρηματιών, με κυριότερη αιτία της εν λόγω εξέλιξης τη μείωση του διαθέσιμου πραγματικού εισοδήματος των καταναλωτών, μία παράμετρος η οποία βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την περικοπή των εορταστικών δώρων στο δημόσιο τομέα. Δευτερευούσης σημασίας αλλά εξίσου σημαντικοί παράγοντες για την κατακόρυφη πτώση του τζίρου των επιχειρήσεων αποτελούν η αβεβαιότητα αναφορικά με τις μελλοντικές οικονομικές εξελίξεις καθώς επίσης η έλλειψη ρευστότητας και η διακοπή πίστωσης από τους προμηθευτές, οι οποίοι πλέον επιθυμούν την εκ των προτέρων και εις ολόκληρον πληρωμή του εμπορεύματος».
«Οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες, όχι μόνο έχουν απορροφήσει τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ) αλλά παράλληλα έχουν μειώσει το περιθώριο κέρδος τους προκειμένου να προσελκύσουν τους καταναλωτές, να συγκρατήσουν την πτώση του κύκλου εργασιών τους και τελικά να αντεπεξέλθουν στις αυξημένες φορολογικές υποχρεώσεις, την στιγμή που το κόστος κτήσης-προμήθειας των προϊόντων τους παραμένει σταθερά υψηλό» υπογραμμίζεται.
πηγή: tovima.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΙ Σ.Ζ. ΣΤΗ... ΛΙΒΕΡΠΟΥΛ Ο ΣΑΚΟ!
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ