2013-09-05 14:08:03
της Κορίνας Καφετζοπούλου
Πιθανά την αιτία της ύπαρξης του να την οφείλει σε αυτό το ιστορικό κτίριο ο πρώην αντιδήμαρχος Ηράκλειου και πρώην Διευθυντής του ΟΑΝΑΚ κ. Γιάννης Σταρίδας.
Όπως ο ίδιος λέει στο MadeinCreta σε μια συγκλονιστική αφήγησή του, όπου ξεπηδούν ζωντανές εικόνες, οι παιδικές αναμνήσεις, σε έναν από τους ξακουστούς χορούς που γινόντουσαν στην μεγαλοπρεπή αίθουσα του ισόγειου, της ξακουστής Λέσχης Ηρακλείου, «ο νεαρός υπολοχαγός Σπύρος Σταρίδας τυχαία σε ένα αποκριάτικο πάρτι, ζήτησε σε χορό, την πρωτοεμφανιζόμενη κοινωνικώς Ισμήνη Κασιμάτη, και πάνω στο βαλς έγινε η απαρχή της γνωριμίας τους, που εξελίχθηκε ταχύτατα σε έρωτα. Ο πρώτος καρπός αυτού του έρωτα είναι ο περί τα εβδομήντα ετών συνομιλητή σας».
Πολλές αναμνήσεις, λεπτομέρειες και πλευρές της ιστορίας του Μέγαρου Φυτάκη, που ίσως δεν είναι γνωστές στο ευρύ κοινό θα πει στο MadeinCreta και ο κ. Μανώλης Γουναλάκης.
Ο κ. Γουναλάκης έζησε μέσα στο Μέγαρο Φυτάκη από το 1945 και η οικογένεια του ήταν από τις τελευταίες που έκλεισαν την πόρτα του Μεγάρου το 1968. Είναι επίσης και μέλος της οικογένειας Γουναλάκη που αγόρασε το κτίριο μετά την οικονομική καταστροφή της εταιρείας Φυτάκη – Κασαπάκη, όταν πλέον αυτή εκποιήθηκε για χρέη από το δημόσιο το 1929 το έτος του παγκόσμιου κραχ.
Οι «Αφοί Γουναλάκη» ήταν και αυτοί που το ολοκλήρωσαν προπολεμικά και το επισκεύασαν μετά τις καταστροφές που υπέστη κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Σε αυτό το κτίριο πολλά άλλαξαν, κύριος αντίπαλος του, από τα θεμέλια, ήταν η οικονομική κατάσταση η εφορία και το Ελληνικό Δημόσιο, ένα πράγμα όμως δεν άλλαξε ποτέ - και δεν θα μπορούσε άλλωστε - η ονομασία του. Ήταν και παραμένει στο Ηράκλειο το Μέγαρο.
Ανεμοστρόβιλος στη Ντία
Στις αρχές της δεκαετίας του '50, το Μέγαρο Φυτάκη είχε δυο εισόδους. Η σημερινή ήταν η κεντρική και η είσοδος από την Δουκός Μποφώρ. Μόλις έμπαινες από την κεντρική είσοδο έβλεπες το ασανσέρ της παλιάς εποχής με μια πόρτα από ψάθα ψηλή και την τροχαλία η οποία υπάρχει ακόμα μέσα στο ξενοδοχείο.
Η αφήγηση του κ. Σταρίδα θα ξεκινήσει από αυτή την εποχή, όταν ο ίδιος, μικρό παιδί με κοντά παντελονάκια στεκόταν στο παράθυρο του τρίτου ορόφου της βόρειας πλευράς και αγνάντευε τη θάλασσα. Ξυπνούσε λίγο πριν την αυγή για να δει το χρώμα που έπαιρνε η θάλασσα και μετά έπεφτε ξανά για ύπνο. Θυμήθηκε τα πρώτα πλοία που έκαναν τη γραμμή Πειραιάς –Ηράκλειο , έναν ανεμοστρόβιλο και ένα τσουνάμι που είδε να παίρνει τη θάλασσα μια ημέρα που είχε αποφασίσει να πάει για ψάρεμα.
Στο Μέγαρο θα μείνει και από την άλλη πλευρά, στον δεύτερο όροφο, για τρία χρόνια μαζί με την οικογένεια του από το 1956-1959, δεν θα αγναντεύει μόνο τη θάλασσα αλλά και τα κοριτσόπουλα που πάνε στο σχολείο, μαζί με τα άλλα αγόρια της ίδιας πολυκατοικίας που έκαναν τις σκανταλιές τους πάνω στα τείχη.
«Την πρώτη φορά που πήγα στο Μέγαρο Φυτάκη, έμεινα στο σπίτι του παππού στα βόρεια διαμερίσματα στον τρίτο όροφο, τον Παναγιώτη Κασιμάτη, διότι ο πατέρας μου και η μάνα μου λείπανε στα Γιάννενα, λόγω των υποχρεώσεων του πατέρα και δεν μπορούσαν να με πάρουν μαζί τους.
Ο παππούς μου έμενε εκεί με τη θεία μου Τιτίκα, τη μόνη από τις αδερφές της μάνας μου η οποία δεν είχε παντρευτεί .
Εκεί θυμάμαι τη χαρά μου να ξυπνάω προτού φέξει, να προλάβω τη γλυκιά αυγή. Τα πρώτα χρώματα της θάλασσας προτού βγει ο ήλιος είναι τα ωραιότερα χρώματα της. Μετά πήγαινα ξανά για ύπνο.
Όλη αυτή η περιοχή, ανατολικά του Μεγάρου μέχρι την Τρυπητή, εκεί που σήμερα είναι η δεξαμενή του νερού και όλος ο χώρος μέχρι την υπερύψωση της Ικάρου, ήταν αμμουδιά.
Πιο παλιά ακόμα, σύμφωνα με μαρτυρία της πεθεράς και της μάνας μου, που μας έλεγαν για το έθιμο της Μαλλιαρής, ήταν αμμουδιά και μπροστά από το Μέγαρο Φυτάκη, εγώ αυτό δεν το πρόλαβα. Πρόλαβα όμως την ομορφιά της θάλασσας και το χειμώνα τα κύματα που καβαλούσανε όλο το Κούλε και τα πλοία που έρχονταν.
Τότε δεν υπήρχαν τα απαγορευτικά. Το πιο παλιό, ίσως ελάχιστοι το θυμούνται, ήταν το πλοίο Ελένη, που έκανε τη γραμμή της Αθήνας (αν υπάρχει ένας που να το θυμάται θα τον αγκαλιάσω από συγκίνηση ). Και άλλα πολλά το Έλλη, το Καδιώ, το Κανάρης, το Καραϊσκάκης το Αγγέλικα, τα πιο πολλά κορβέτες που μετασχηματίστηκαν σε επιβατηγά.
Να βλέπεις αυτά τα πλοία να βυθίζονται μέσα στα κύματα, να τα χάνεις, να λες "βούλιαξε" και μετά τα να βλέπεις ξανά στην άκρη του κύματος.
Πολλά πράγματα δε θα ξεχάσω . Ένα απόγευμα είδα και έναν ανεμοστρόβιλο από την Ντία προς το λιμάνι.
Μια άλλη φορά ένα μικρό τσουνάμι, μια ημέρα που αποφάσισα να πάω για ψάρεμα και βγήκα να δω τη θάλασσα και την είδα να τρέχει μέσα στην άμμο. Όλα αυτά τα έβλεπα από το παράθυρο του παππού. Ώρες καθόμουνα εκεί στην ίδια θέση…».
Πολλά θα θυμηθεί ο κ. Γιάννης Σταρίδας, την αρχοντική του κτιρίου, τα ψηλά ταβάνια, τους πολυέλαιους, μέχρι τον τεράστιο καπετάνιο Γκέκα με τη θεωρητική στολή «Ήταν ο πιο παλιός καπετάνιος της Ελλάδας σε επιβατικά πλοία και ο Τυπάλδος, ο εφοπλιστής, είχε τη φωτογραφία του επί χρόνια μετά που πέθανε στα γραφεία του. Με την στολή του την μπλε, φίλος του παππού μου, κάθε φορά που έφτανε, ερχότανε να τον συναντήσει».
«Δεν έχασε στα χαρτιά ο Φυτάκης την περιουσία του»
Με τα ιστορικά στοιχεία του Μεγάρου Φυτάκη ξεκίνησε το ταξίδι στο χρόνο ο κ. Μανώλης Γουναλάκης. Ήταν μικρός αλλά καλά θυμάται τις οικογενειακές συζητήσεις.
«Πολλοί είπαν ότι ο Φυτάκης έπαιξε όλη την περιουσία του στο κουμάρι, και τα έχασε. Αυτό δεν είναι αλήθεια. Τα κίτρα με τα οποία είχε ξεκινήσει την επαγγελματική του αναρρίχηση αρρώστησαν και καταστράφηκαν οι καλλιέργειες, οι Ευρωπαίοι αγόραζαν από Κορσική, τα έξοδα για την ανοικοδόμηση του κτιρίου, που ήταν πρωτοφανής όχι μόνο για τότε αλλά και σήμερα, ήταν πολλά, και μέσα σε όλα αυτά ήρθε και το παγκόσμιο κραχ το '29 και έχασε τα λεφτά του στο χρηματιστήριο.
Το ημιτελές κτίριο εκποιήθηκε για χρέη προς το δημόσιο εκείνη τη χρονιά. Αγοραστής ήταν ο αδερφός του παππού μου ο Μύρος Γουναλάκης που ήταν έμπορος στη Τεργέστη, ο οποίος είχε τρία παιδιά τους: Μιχάλη, Μανώλη και Δημήτρη.
Ο Δημήτρης δεν παντρεύτηκε. Αν και δεν ξέρω πολλές λεπτομέρειες διότι τα χειρίστηκαν οι δικηγόροι γνωρίζω ότι το 1/3 του, το απέκτησε μια κληρονόμος, κάτοικος Τεργέστης, και αναγκάστηκε να το παραχωρήσει στις αρχές της δεκαετίας του '50, στο ελληνικό δημόσιο έναντι φόρων κληρονομιάς».
Στα μέσα της δεκαετίας του '60 είχε αρχίσει η παρακμή του και η εγκατάλειψη του. Μετά η ιστορία είναι γνωστή: το 1970 το Ελληνικό δημόσιο αποφασίζει να εκποιήσει το μερίδιο του με φυσικό επακόλουθο να πωληθεί ολόκληρο. Ο πλειστηριασμός έγινε στο συμβολαιογραφείο του Γ.Κοζύρη και κατοχυρώθηκε στην εταιρεία Κουφάκη –Καψή Α.Ε.
«Στο Μέγαρο Φυτάκη εμείς πήγαμε το 1945 και φύγαμε το 1968. Ήμασταν από τους πρώτους και τελευταίους ένοικους της πολυκατοικίας. Μέναμε από την είσοδο της Δουκός Μποφώρ στο δεύτερο όροφο, εκεί δεν είχε ασανσέρ. Όσα χρόνια και να περάσουν δε θα ξεχάσω τις δίφυλλες ξύλινες εξώπορτες των σπιτιών με χαραγμένα χειροτεχνήματα και το θερμοσίφωνο του μπάνιου που ήταν μπρούτζινο και άναβε με ξύλο. Όλα τα γνωστά ονόματα του Ηρακλείου εκεί έμεναν.
Η πολυκατοικία εκτός από το χώρο του ισογείου όπου στεγάστηκε και η Λέσχη των Επιστημόνων και μετά η Λέσχη Ηρακλείου (Θεοτοκόπουλος), είχε 4 ορόφους και τα διαμερίσματα ήταν τεράστια, θαρρώ ήταν συνολικά 26, νομίζω κάθε όροφος ήταν 1000 τμ.
Στον πέμπτο όροφο είχε ένα διαμέρισμα και έμεναν οι διαχειριστές της πολυκατοικίας. Εγώ θυμάμαι το Μύρωνα Τακάκη και τον Γιώργο Καλλέργη.
Γείτονάς μου ήταν ο Γιάννης (Σταρίδας). Στα νεώρια κάναμε τσουλήθρα, εκεί είχε πέσει μια βόμβα και μας βόλευε για αυτό το παιχνίδι. Εκεί που σήμερα είναι το χημείο ήταν πέτρες ντανιασμένες. Με αυτές χτίστηκε το σινεμά «Απόλλων».
Στο τέταρτο όροφο με το Μανώλη Τζομπανάκη το γλύπτη τρέχαμε γύρω –γύρω στον τέταρτο όροφο και κυνηγούσαμε περιστέρια».
Η ιστορία του Μεγάρου
Το Μέγαρο Φυτάκη δεν είναι απλά ένα μεγαλοπρεπές κτίριο, σήμερα ξενοδοχείο, είναι ένα «αριστούργημα» που στιγμάτισε τις ζωές των Ηρακλειωτών, οικονομικά, πολιτικά, κοινωνικά, προπολεμικά, μεταπολεμικά και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '70.
Στο βιβλίο του «Γράμματα Μνημόσυνα Λήθης» ο πρώην διευθυντής του Λυκείου «Κοραής» καθηγητής Στυλιανός Βασιλάκης αποτυπώνει όλη αυτή τη χρυσή ιστορία, από την αρχή, στη δεκαετία του 20' και μέχρι την αγορά του Μεγάρου Φυτάκη από τη Μαρίκα Καψή με αναλυτικές λεπτομέρειες.
Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα που σε μεταφέρει σε μια άλλη εποχή έχει δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Πατρίς» .
madeincreta.gr
Πιθανά την αιτία της ύπαρξης του να την οφείλει σε αυτό το ιστορικό κτίριο ο πρώην αντιδήμαρχος Ηράκλειου και πρώην Διευθυντής του ΟΑΝΑΚ κ. Γιάννης Σταρίδας.
Όπως ο ίδιος λέει στο MadeinCreta σε μια συγκλονιστική αφήγησή του, όπου ξεπηδούν ζωντανές εικόνες, οι παιδικές αναμνήσεις, σε έναν από τους ξακουστούς χορούς που γινόντουσαν στην μεγαλοπρεπή αίθουσα του ισόγειου, της ξακουστής Λέσχης Ηρακλείου, «ο νεαρός υπολοχαγός Σπύρος Σταρίδας τυχαία σε ένα αποκριάτικο πάρτι, ζήτησε σε χορό, την πρωτοεμφανιζόμενη κοινωνικώς Ισμήνη Κασιμάτη, και πάνω στο βαλς έγινε η απαρχή της γνωριμίας τους, που εξελίχθηκε ταχύτατα σε έρωτα. Ο πρώτος καρπός αυτού του έρωτα είναι ο περί τα εβδομήντα ετών συνομιλητή σας».
Πολλές αναμνήσεις, λεπτομέρειες και πλευρές της ιστορίας του Μέγαρου Φυτάκη, που ίσως δεν είναι γνωστές στο ευρύ κοινό θα πει στο MadeinCreta και ο κ. Μανώλης Γουναλάκης.
Ο κ. Γουναλάκης έζησε μέσα στο Μέγαρο Φυτάκη από το 1945 και η οικογένεια του ήταν από τις τελευταίες που έκλεισαν την πόρτα του Μεγάρου το 1968. Είναι επίσης και μέλος της οικογένειας Γουναλάκη που αγόρασε το κτίριο μετά την οικονομική καταστροφή της εταιρείας Φυτάκη – Κασαπάκη, όταν πλέον αυτή εκποιήθηκε για χρέη από το δημόσιο το 1929 το έτος του παγκόσμιου κραχ.
Οι «Αφοί Γουναλάκη» ήταν και αυτοί που το ολοκλήρωσαν προπολεμικά και το επισκεύασαν μετά τις καταστροφές που υπέστη κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Σε αυτό το κτίριο πολλά άλλαξαν, κύριος αντίπαλος του, από τα θεμέλια, ήταν η οικονομική κατάσταση η εφορία και το Ελληνικό Δημόσιο, ένα πράγμα όμως δεν άλλαξε ποτέ - και δεν θα μπορούσε άλλωστε - η ονομασία του. Ήταν και παραμένει στο Ηράκλειο το Μέγαρο.
Ανεμοστρόβιλος στη Ντία
Στις αρχές της δεκαετίας του '50, το Μέγαρο Φυτάκη είχε δυο εισόδους. Η σημερινή ήταν η κεντρική και η είσοδος από την Δουκός Μποφώρ. Μόλις έμπαινες από την κεντρική είσοδο έβλεπες το ασανσέρ της παλιάς εποχής με μια πόρτα από ψάθα ψηλή και την τροχαλία η οποία υπάρχει ακόμα μέσα στο ξενοδοχείο.
Η αφήγηση του κ. Σταρίδα θα ξεκινήσει από αυτή την εποχή, όταν ο ίδιος, μικρό παιδί με κοντά παντελονάκια στεκόταν στο παράθυρο του τρίτου ορόφου της βόρειας πλευράς και αγνάντευε τη θάλασσα. Ξυπνούσε λίγο πριν την αυγή για να δει το χρώμα που έπαιρνε η θάλασσα και μετά έπεφτε ξανά για ύπνο. Θυμήθηκε τα πρώτα πλοία που έκαναν τη γραμμή Πειραιάς –Ηράκλειο , έναν ανεμοστρόβιλο και ένα τσουνάμι που είδε να παίρνει τη θάλασσα μια ημέρα που είχε αποφασίσει να πάει για ψάρεμα.
Στο Μέγαρο θα μείνει και από την άλλη πλευρά, στον δεύτερο όροφο, για τρία χρόνια μαζί με την οικογένεια του από το 1956-1959, δεν θα αγναντεύει μόνο τη θάλασσα αλλά και τα κοριτσόπουλα που πάνε στο σχολείο, μαζί με τα άλλα αγόρια της ίδιας πολυκατοικίας που έκαναν τις σκανταλιές τους πάνω στα τείχη.
«Την πρώτη φορά που πήγα στο Μέγαρο Φυτάκη, έμεινα στο σπίτι του παππού στα βόρεια διαμερίσματα στον τρίτο όροφο, τον Παναγιώτη Κασιμάτη, διότι ο πατέρας μου και η μάνα μου λείπανε στα Γιάννενα, λόγω των υποχρεώσεων του πατέρα και δεν μπορούσαν να με πάρουν μαζί τους.
Ο παππούς μου έμενε εκεί με τη θεία μου Τιτίκα, τη μόνη από τις αδερφές της μάνας μου η οποία δεν είχε παντρευτεί .
Εκεί θυμάμαι τη χαρά μου να ξυπνάω προτού φέξει, να προλάβω τη γλυκιά αυγή. Τα πρώτα χρώματα της θάλασσας προτού βγει ο ήλιος είναι τα ωραιότερα χρώματα της. Μετά πήγαινα ξανά για ύπνο.
Όλη αυτή η περιοχή, ανατολικά του Μεγάρου μέχρι την Τρυπητή, εκεί που σήμερα είναι η δεξαμενή του νερού και όλος ο χώρος μέχρι την υπερύψωση της Ικάρου, ήταν αμμουδιά.
Πιο παλιά ακόμα, σύμφωνα με μαρτυρία της πεθεράς και της μάνας μου, που μας έλεγαν για το έθιμο της Μαλλιαρής, ήταν αμμουδιά και μπροστά από το Μέγαρο Φυτάκη, εγώ αυτό δεν το πρόλαβα. Πρόλαβα όμως την ομορφιά της θάλασσας και το χειμώνα τα κύματα που καβαλούσανε όλο το Κούλε και τα πλοία που έρχονταν.
Τότε δεν υπήρχαν τα απαγορευτικά. Το πιο παλιό, ίσως ελάχιστοι το θυμούνται, ήταν το πλοίο Ελένη, που έκανε τη γραμμή της Αθήνας (αν υπάρχει ένας που να το θυμάται θα τον αγκαλιάσω από συγκίνηση ). Και άλλα πολλά το Έλλη, το Καδιώ, το Κανάρης, το Καραϊσκάκης το Αγγέλικα, τα πιο πολλά κορβέτες που μετασχηματίστηκαν σε επιβατηγά.
Να βλέπεις αυτά τα πλοία να βυθίζονται μέσα στα κύματα, να τα χάνεις, να λες "βούλιαξε" και μετά τα να βλέπεις ξανά στην άκρη του κύματος.
Πολλά πράγματα δε θα ξεχάσω . Ένα απόγευμα είδα και έναν ανεμοστρόβιλο από την Ντία προς το λιμάνι.
Μια άλλη φορά ένα μικρό τσουνάμι, μια ημέρα που αποφάσισα να πάω για ψάρεμα και βγήκα να δω τη θάλασσα και την είδα να τρέχει μέσα στην άμμο. Όλα αυτά τα έβλεπα από το παράθυρο του παππού. Ώρες καθόμουνα εκεί στην ίδια θέση…».
Πολλά θα θυμηθεί ο κ. Γιάννης Σταρίδας, την αρχοντική του κτιρίου, τα ψηλά ταβάνια, τους πολυέλαιους, μέχρι τον τεράστιο καπετάνιο Γκέκα με τη θεωρητική στολή «Ήταν ο πιο παλιός καπετάνιος της Ελλάδας σε επιβατικά πλοία και ο Τυπάλδος, ο εφοπλιστής, είχε τη φωτογραφία του επί χρόνια μετά που πέθανε στα γραφεία του. Με την στολή του την μπλε, φίλος του παππού μου, κάθε φορά που έφτανε, ερχότανε να τον συναντήσει».
«Δεν έχασε στα χαρτιά ο Φυτάκης την περιουσία του»
Με τα ιστορικά στοιχεία του Μεγάρου Φυτάκη ξεκίνησε το ταξίδι στο χρόνο ο κ. Μανώλης Γουναλάκης. Ήταν μικρός αλλά καλά θυμάται τις οικογενειακές συζητήσεις.
«Πολλοί είπαν ότι ο Φυτάκης έπαιξε όλη την περιουσία του στο κουμάρι, και τα έχασε. Αυτό δεν είναι αλήθεια. Τα κίτρα με τα οποία είχε ξεκινήσει την επαγγελματική του αναρρίχηση αρρώστησαν και καταστράφηκαν οι καλλιέργειες, οι Ευρωπαίοι αγόραζαν από Κορσική, τα έξοδα για την ανοικοδόμηση του κτιρίου, που ήταν πρωτοφανής όχι μόνο για τότε αλλά και σήμερα, ήταν πολλά, και μέσα σε όλα αυτά ήρθε και το παγκόσμιο κραχ το '29 και έχασε τα λεφτά του στο χρηματιστήριο.
Το ημιτελές κτίριο εκποιήθηκε για χρέη προς το δημόσιο εκείνη τη χρονιά. Αγοραστής ήταν ο αδερφός του παππού μου ο Μύρος Γουναλάκης που ήταν έμπορος στη Τεργέστη, ο οποίος είχε τρία παιδιά τους: Μιχάλη, Μανώλη και Δημήτρη.
Ο Δημήτρης δεν παντρεύτηκε. Αν και δεν ξέρω πολλές λεπτομέρειες διότι τα χειρίστηκαν οι δικηγόροι γνωρίζω ότι το 1/3 του, το απέκτησε μια κληρονόμος, κάτοικος Τεργέστης, και αναγκάστηκε να το παραχωρήσει στις αρχές της δεκαετίας του '50, στο ελληνικό δημόσιο έναντι φόρων κληρονομιάς».
Στα μέσα της δεκαετίας του '60 είχε αρχίσει η παρακμή του και η εγκατάλειψη του. Μετά η ιστορία είναι γνωστή: το 1970 το Ελληνικό δημόσιο αποφασίζει να εκποιήσει το μερίδιο του με φυσικό επακόλουθο να πωληθεί ολόκληρο. Ο πλειστηριασμός έγινε στο συμβολαιογραφείο του Γ.Κοζύρη και κατοχυρώθηκε στην εταιρεία Κουφάκη –Καψή Α.Ε.
«Στο Μέγαρο Φυτάκη εμείς πήγαμε το 1945 και φύγαμε το 1968. Ήμασταν από τους πρώτους και τελευταίους ένοικους της πολυκατοικίας. Μέναμε από την είσοδο της Δουκός Μποφώρ στο δεύτερο όροφο, εκεί δεν είχε ασανσέρ. Όσα χρόνια και να περάσουν δε θα ξεχάσω τις δίφυλλες ξύλινες εξώπορτες των σπιτιών με χαραγμένα χειροτεχνήματα και το θερμοσίφωνο του μπάνιου που ήταν μπρούτζινο και άναβε με ξύλο. Όλα τα γνωστά ονόματα του Ηρακλείου εκεί έμεναν.
Η πολυκατοικία εκτός από το χώρο του ισογείου όπου στεγάστηκε και η Λέσχη των Επιστημόνων και μετά η Λέσχη Ηρακλείου (Θεοτοκόπουλος), είχε 4 ορόφους και τα διαμερίσματα ήταν τεράστια, θαρρώ ήταν συνολικά 26, νομίζω κάθε όροφος ήταν 1000 τμ.
Στον πέμπτο όροφο είχε ένα διαμέρισμα και έμεναν οι διαχειριστές της πολυκατοικίας. Εγώ θυμάμαι το Μύρωνα Τακάκη και τον Γιώργο Καλλέργη.
Γείτονάς μου ήταν ο Γιάννης (Σταρίδας). Στα νεώρια κάναμε τσουλήθρα, εκεί είχε πέσει μια βόμβα και μας βόλευε για αυτό το παιχνίδι. Εκεί που σήμερα είναι το χημείο ήταν πέτρες ντανιασμένες. Με αυτές χτίστηκε το σινεμά «Απόλλων».
Στο τέταρτο όροφο με το Μανώλη Τζομπανάκη το γλύπτη τρέχαμε γύρω –γύρω στον τέταρτο όροφο και κυνηγούσαμε περιστέρια».
Η ιστορία του Μεγάρου
Το Μέγαρο Φυτάκη δεν είναι απλά ένα μεγαλοπρεπές κτίριο, σήμερα ξενοδοχείο, είναι ένα «αριστούργημα» που στιγμάτισε τις ζωές των Ηρακλειωτών, οικονομικά, πολιτικά, κοινωνικά, προπολεμικά, μεταπολεμικά και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '70.
Στο βιβλίο του «Γράμματα Μνημόσυνα Λήθης» ο πρώην διευθυντής του Λυκείου «Κοραής» καθηγητής Στυλιανός Βασιλάκης αποτυπώνει όλη αυτή τη χρυσή ιστορία, από την αρχή, στη δεκαετία του 20' και μέχρι την αγορά του Μεγάρου Φυτάκη από τη Μαρίκα Καψή με αναλυτικές λεπτομέρειες.
Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα που σε μεταφέρει σε μια άλλη εποχή έχει δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Πατρίς» .
madeincreta.gr
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ο πανταχού παρών Σεραφείμ Φυντανίδης, πρόεδρος του Ε Channel, πρώην 902
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ