2013-09-08 13:07:00
Επήλθε, λοιπόν, παραγραφή;
Του Γεωργίου Σανιδά, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου Ε.Τ. Στα Νέα της 22/8/2013 υπήρχε ρεπορτάζ σύμφωνα με το οποίο «αμέσως μετά τις δικαστικές διακοπές αναμένεται η δημοσίευση της αποφάσεως του Δικαστικού Συμβουλίου για την υπόθεση Γ. Παπακωνσταντίνου, η οποία έχει ήδη ληφθεί και η οποία θα αποφαίνεται ότι τα εγκλήματα για τα οποία ασκήθηκε από τη Βουλή ποινική δίωξη έχουν παραγραφεί».
Εύχομαι όχι απλώς η είδηση να μην είναι αληθής, αλλά και να μην επαληθευθεί στο μέλλον.
Γιατί μια τέτοια απόφαση θα είναι, κατά την άποψή μου, νομικά εσφαλμένη και αφ’ ενός μεν θα αποτελέσει μια πολύ δυσάρεστη έκπληξη για τους Έλληνες πολίτες, που τόσο δοκιμάζονται τα τελευταία χρόνια και έχουν την αξίωση να λογοδοτήσουν όλοι εκείνοι –πολιτικοί ή μη– που με πράξεις ή παραλείψεις τους «ασέλγησαν» οικονομικά σε βάρος τους και σε βάρος του Έθνους, αφ’ ετέρου δε θα είναι οδυνηρή για τη Δικαιοσύνη, η οποία θα οδηγηθεί σε απαξίωση, αφού θα θεωρηθεί ότι ταυτίσθηκε με την πολιτική.
Και θα είναι εσφαλμένη όχι επειδή δεν ευνοούν οι συγκυρίες, όπως αφήνει να εννοηθεί το δημοσίευμα. Θα είναι εσφαλμένη διότι σκοπός της υπάρξεως και λειτουργίας ενός κράτους δικαίου και της εννόμου τάξεως –μέρος της οποίας είναι και η συνταγματική– είναι ο κολασμός των εγκλημάτων και η τιμωρία παντός παρανομούντος. Δεν είναι δυνατόν σ’ ένα κράτος δικαίου η έννομη τάξη να αποτελεί «πλυντήριο» ανομιών. Ούτε είναι δυνατόν με τη «νεκρανάσταση» που έγινε κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001 της περί «αποσβεστικής προθεσμίας» διατάξεως (η οποία αποτελεί ειδική περίπτωση παραγραφής και η οποία προβλεπόμενη από το δικτατορικό Ν.Δ. 802/1971 περί «ευθύνης υπουργών» είχε καταργηθεί με το Ν. 2509/1997 περί «ευθύνης υπουργών» ψηφισθέντα επί υπουργού Δικαιοσύνης Ευ. Γιαννοπούλου) να θεωρηθεί ότι αυτή τελεί σε αρμονία και αποτελεί συμβατό οργανικό μέρος της εννόμου τάξεως, έστω και αν η πιο πάνω διάταξη εντάχθηκε στο άρθρο 86 του Συντάγματος. Και δεν αποτελεί συμβατό οργανικό μέρος γιατί οδηγεί ευθέως στην παραβίαση των συνταγματικών αρχών του κράτους δικαίου και της ισότητας, οι οποίες και μόνον θα πρέπει να αποτελούν την πυξίδα των εφαρμοστών του δικαίου. Τούτο σημαίνει ότι είναι δυνατός ο έλεγχος της συνταγματικότητας και «συνταγματικών» ακόμη διατάξεων, εφ’ όσον με αυτές παραβιάζονται θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές. Θα ήταν, αλήθεια, ισχυρή μία συνταγματική διάταξη που θα όριζε ότι οι υπουργοί δεν έχουν ποινικές ευθύνες; Και πόσο απέχει αυτό από το να θεσπίζεται παραγραφή εγκλημάτων υπουργών μετά πάροδο μηνός ή ολίγων μηνών;
Ολίγο είναι ανάγκη να υπενθυμίσω ότι εκείνοι οι οποίοι «νεκρανέστησαν» το 2001 την περί «αποσβεστικής προθεσμίας» διάταξη και την ενέταξαν, μάλιστα, στο άρθρο 86 του Συντάγματος τη χαρακτήριζαν κατά την ψήφιση του Συντάγματος το 1975 πρωτοφανή, εξοργιστική και επαίσχυντη.
Τέλος, ευλόγως μπορεί να διερωτηθεί κάποιος: Μήπως η «αναβίωση» της περί «αποσβεστικής προθεσμίας» διατάξεως και η ένταξη στο Σύνταγμα είχαν σχέση με τα τελεσθέντα την εποχή εκείνη από πολιτικά πρόσωπα εγκλήματα που ήλθαν στο φως εσχάτως;
II. Ο θεσμός της παραγραφής έχει θεσπισθεί με βάση κάποιους δικαιολογητικούς λόγους (κυρίως την αποφυγή εκδόσεως, λόγω της παρόδου μεγάλου χρονικού διαστήματος, περιπλανημένων αποφάσεων) και έτσι αποτελεί οργανικό μέρος της εννόμου τάξεως. Υπό την έννοια αυτή, δεν αποτελεί χαριστική πράξη του δικαίου προς τον δράστη εγκληματικών πράξεων. Σε σχέση εξ άλλου προς την υπό του άρθρου 86 του Συντάγματος καθιερούμενη συντομότατη ειδική παραγραφή των υπό των υπουργών τελουμένων εγκλημάτων ως δικαιολογητικοί λόγοι, μεταξύ των άλλων, προβάλλονται ότι «τα πολιτικά πρόσωπα δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζουν για πολλά χρόνια το φάσμα μιας ποινικής δίκης με όλα τα αρνητικά γι’ αυτούς επακόλουθα» και ότι «συντελεί στην προστασία των κοινοβουλευτικών θεσμών και την εξύψωση του Κοινοβουλευτισμού». Είναι όμως προφανές ότι οι δικαιολογητικοί αυτοί λόγοι είναι αφ’ ενός άσχετοι με τους λόγους θεσπίσεως της παραγραφής του ποινικού δικαίου και αφ’ ετέρου ανεπαρκείς για να στηρίξουν την ιδιαίτερη αυτή μεταχείριση των υπουργών έναντι των απλών πολιτών.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο από το έτος 1985 υποστηρίζω ότι ο χρόνος παραγραφής των υπό των υπουργών τελουμένων εγκλημάτων θα πρέπει να είναι ο ίδιος με εκείνον που ισχύει για τους απλούς πολίτες και ότι οι διατάξεις που καθιερώνουν συντομότερο χρόνο παραγραφής είναι ανίσχυρες ως ερχόμενες σε αντίθεση προς τις αρχές του κράτους δικαίου και της ισότητας.
Β.Ι. Ανεξαρτήτως όμως των ανωτέρω, η άποψη περί παραγραφής των εγκλημάτων για τα οποία η Βουλή άσκησε ποινική δίωξη κατά του Γ. Παπακωνσταντίνου επειδή δήθεν μεσολάβησε η εκ των εκλογών της 17ης Μαΐου 2012 προκύψασα Βουλή των τριών (3) ημερών είναι εσφαλμένη και για τους ακόλουθους λόγους:
1. Η παραγραφή προϋποθέτει την πάροδο κάποιου χρονικού διαστήματος, το οποίο πάντοτε αμέσως ή εμμέσως ορίζεται ημερολογιακώς. Παραγραφή χωρίς πάροδο κάποιου χρόνου που ορίζει ο νόμος ούτε νοητή είναι ούτε επιτρεπτή αλλά ούτε και συμβατή προς την έννοια του θεσμού της παραγραφής.
2. Από τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 86 του Συντάγματος, όπως είναι πρόδηλο, ο χρόνος παραγραφής δεν ορίζεται αμέσως ημερολογιακά. Ορίζεται με βάση τη χρονική διάρκεια δύο (2) τακτικών και μόνο συνόδων της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση των εγκλημάτων. Η χρονική αυτή διάρκεια μπορεί να προσδιοριστεί με βάση τα άρθρα 64 και 40 του Συντάγματος, από το συνδυασμό των οποίων προκύπτει ότι οι δύο (2) τακτικές σύνοδοι έχουν διάρκεια κατ’ ελάχιστο όριο δεκαοκτώ (18) μήνες. Αυτό άλλως τε προκύπτει και από τις αγορεύσεις βουλευτών ενώπιον της επιτροπής αναθεωρήσεως του Συντάγματος το έτος 2000, οι οποίοι, μάλιστα, έλεγαν ότι ο χρόνος των δύο (2) τακτικών συνόδων διαρκείας δύο (2) περίπου ετών είναι βραχύς, λόγος για τον οποίο ζητούσαν την επιμήκυνσή του (Πρακτικά σελ. 609, 611 και 612). Είναι εξ άλλου προφανές ότι στο άρθρο 86 δεν γίνεται αναφορά και σε πάροδο εκτάκτων συνόδων γιατί η βούληση του νομοθέτη είναι να παρέρχεται οπωσδήποτε το χρονικό διάστημα δύο (2) τακτικών συνόδων, μη αρκούσης της παρόδου χρονικού διαστήματος εκτάκτου συνόδου που μπορεί να είναι πολύ μικρό.
3. Από τη διάταξη του άρθρου 64 παρ. 3 του Συντάγματος προκύπτει ότι η διάρκεια της τακτικής συνόδου δεν μπορεί να είναι συντομότερη από πέντε (5) μήνες. Εκ τούτου παρέπεται ότι, αν κλείσει η Βουλή για οποιονδήποτε λόγο, πριν συμπληρωθεί χρόνος μιας τακτικής συνόδου τουλάχιστον πέντε (5) μηνών δεν έχει συμπληρωθεί ούτε η πρώτη από τις δύο (2) τακτικές συνόδους, η πάροδος των οποίων απαιτείται για την παραγραφή του δικαιώματος της Βουλής να ασκήσει δίωξη κατά υπουργού και εντεύθεν την παραγραφή των υπό των υπουργών τελεσθέντων εγκλημάτων.
4. Εκ των σε σχέση προς την παραγραφή διαλαμβανομένων στο άρθρο 86 του Συντάγματος βαρύτητα έχει ο χρόνος που καλύπτει η πάροδος των δύο (2) τακτικών συνόδων, και όχι οι λέξεις «της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος». Τα τελευταία ανεγράφησαν στο άρθρο 86 με αφετηρία και βάση το γεγονός ότι in abstracto εκάστη βουλευτική περίοδος διαρκεί τέσσερα (4) έτη και περιλαμβάνει τέσσερις (4) τακτικές συνόδους. Τα πιο πάνω σημαίνουν ότι εάν, λόγω πρόωρης διαλύσεως της Βουλής, δεν έχει συμπληρωθεί χρόνος δύο (2) τακτικών συνόδων κατά τη βουλευτική περίοδο που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος, τότε αυτός θα τρέξει και θα συμπληρωθεί κατά τη νέα βουλευτική περίοδο.
5. Για να θεωρηθούν παραγεγραμμένα κατά τη διάταξη του άρθρου 86 του Συντάγματος, και εφ’ όσον ήθελε ως προς το σημείο τούτο θεωρηθεί ισχυρή, τα υπό υπουργού τελεσθέντα εγκλήματα κατά την άσκηση των καθηκόντων του, θα πρέπει μετά τη βουλευτική περίοδο κατά την οποία ο υπουργός τέλεσε τα εγκλήματα και τη διενέργεια εκλογών να συγκροτηθεί σε σώμα η νέα Βουλή, να αρχίσει να λειτουργεί ώστε να υφίσταται η δυνατότητα καταθέσεως «προτάσεως κατηγορίας» από τριάντα (30) βουλευτές και να συμπληρωθεί χρονικό διάστημα οπωσδήποτε δύο (2) τακτικών συνόδων που κατ’ ελάχιστον όριο θα είναι δεκαοκτώ (18) μήνες, μέσα στο οποίο να μην κατατεθεί «πρόταση κατηγορίας». Είναι αδιανόητο και αντίθετο προς τη λογική, τη συνταγματική τάξη, την αρχή του κράτους δικαίου και το περιεχόμενο του θεσμού της παραγραφής να τίθεται θέμα παραγραφής των εγκλημάτων που τέλεσε ένας υπουργός (και άρα ατιμωρησίας) όχι μόνο χωρίς να συμπληρωθούν δύο (2) τακτικές σύνοδοι, αλλά και χωρίς να λειτουργήσει πραγματικά και ουσιαστικά η Βουλή, ώστε να παρασχεθεί η δυνατότητα καταθέσεως της «προτάσεως κατηγορίας». Και είναι αδιανόητο, αντίθετο προς τη λογική και την ύπαρξη και λειτουργία του ίδιου του Συντάγματος να στόχευε τούτο στη συγκάλυψη και ατιμωρησία των υπουργών.
6. Εάν δεν δοθεί στη διάταξη του άρθρου 86 η πιο πάνω ερμηνεία, αλλά ακολουθηθεί η θέση ότι τα υπό των υπουργών τελούμενα εγκλήματα παραγράφονται με τη διάλυση της Βουλής που έπεται εκείνης κατά την οποία αυτά τελέσθηκαν, έστω και αν η λειτουργία της διήρκεσε ολίγες ημέρες, τότε θα ευρισκόμεθα προ σκανδαλώδους ευνοίας υπέρ των υπουργών έναντι των απλών πολιτών, καθ’ όσον, π.χ., κακουργήματα που τελέσθηκαν στο τέλος μιας βουλευτικής περιόδου θα παραγράφονταν στη συνέχεια μετά πάροδο ολίγων ημερών, όταν για τους απλούς πολίτες όμοια εγκλήματα παραγράφονται μετά πάροδο είκοσι (20) ή, στην καλύτερη περίπτωση, δεκαπέντε (15) ετών. Έτσι όμως η διάταξη του άρθρου 86, ως προς το θέμα της παραγραφής, δεν θα ήταν απλώς προβληματική, ως ερχόμενη σε αντίθεση προς άλλες θεμελιώδεις συνταγματικές διατάξεις και συνταγματικές αρχές, όπως αυτή της ισότητας του άρθρου 4 του Συντάγματος και της αρχής του κράτους δικαίου, αλλά σκανδαλώδης ως οδηγούσα σε ατιμωρησία, και θα έπρεπε να αναζητηθεί τρόπος να κηρυχθεί οπωσδήποτε ανίσχυρη με την προσφυγή κυρίως σε θεμελιώδεις προσυνταγματικές αρχές. Αυτά δε ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η πιο πάνω ερμηνεία θα παρέχει τη δυνατότητα στον εκάστοτε πρωθυπουργό να ζητεί τη διάλυση της Βουλής οποτεδήποτε προκειμένου να επέρχεται παραγραφή.
ΙΙ. Πέραν όμως των ανωτέρω υπάρχει και άλλος λόγος που οδηγεί στη θέση ότι δεν δύναται να τεθεί θέμα παραγραφής, τουλάχιστον για τα κακουργήματα της νοθεύσεως και υπεξαγωγής εγγράφου (νοθεύσεως και υπεξαγωγής της λίστας), και αυτός είναι ότι τα πιο πάνω εγκλήματα δεν έχουν τελεσθεί υπό του πρώην υπουργού Γ. Παπακωνσταντίνου κατά την άσκηση των καθηκόντων του ως υπουργού. Τα καθήκοντα του Γ. Παπακωνσταντίνου ως υπουργού Οικονομικών, όταν παρέλαβε τη λίστα, ήταν να διακριβώσει διά των αρμοδίων οργάνων (ΣΔΟΕ κ.λπ.) εάν τα ποσά των καταθέσεων που αναφέρονταν στη λίστα έχουν νόμιμη προέλευση και ανταποκρίνονται στις φορολογικές δηλώσεις των αναφερομένων στη λίστα προσώπων ή αποτελούν εισοδήματα παρανόμως κτηθέντα και μη φορολογηθέντα, στην τελευταία δε περίπτωση να καλέσει τους αναγραφόμενους στη λίστα να καταβάλουν τους νόμιμους φόρους. Αυτό όμως το καθήκον το παρέλειψε, λόγος για τον οποίο επήλθε ζημία στο Δημόσιο και συνεπώς ετέλεσε το έγκλημα της κακουργηματικής απιστίας σε βάρος του Δημοσίου ή επικουρικώς αυτό της παραβάσεως καθήκοντος, συντρέχοντος, φυσικά, και του δόλου.
Η νόθευση όμως και η υπεξαγωγή της λίστας είναι εγκλήματα που δεν συνάπτονται με την άσκηση των υπουργικών καθηκόντων του και είναι άσχετα με αυτά, τελέσθηκαν δε από αυτόν με στόχο την παροχή βοηθείας σε συγγενικά του πρόσωπα. Ως εκ τούτου τα εγκλήματα αυτά δεν εμπίπτουν στην κατ’ αρθρ. 86 Συντ. και του Ν. 3126/2003 ειδική δικαιοδοσία της Βουλής και του ειδικού δικαστηρίου, αλλά υπάγονται στη συνήθη δικαιοδοσία των κοινών ποινικών δικαστηρίων. Εκ τούτου παρέπεται ότι σε σχέση προς τα εγκλήματα αυτά θα εφαρμοσθούν οι περί παραγραφής διατάξεις του κοινού ποινικού δικαίου και συνεπώς θέμα παραγραφής, σε σχέση προς τα εγκλήματα αυτά, δεν δύναται να τεθεί.
Θα ήταν, αλήθεια, ισχυρή μία συνταγματική διάταξη που θα όριζε ότι οι υπουργοί δεν έχουν ποινικές ευθύνες; Και πόσο απέχει αυτό από το να θεσπίζεται παραγραφή εγκλημάτων υπουργών μετά πάροδο μηνός ή ολίγων μηνών;
Δεν είναι δυνατόν σ’ ένα κράτος δικαίου η έννομη τάξη να αποτελεί «πλυντήριο» ανομιών.
Επίκαιρα
InfoGnomon
Του Γεωργίου Σανιδά, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου Ε.Τ. Στα Νέα της 22/8/2013 υπήρχε ρεπορτάζ σύμφωνα με το οποίο «αμέσως μετά τις δικαστικές διακοπές αναμένεται η δημοσίευση της αποφάσεως του Δικαστικού Συμβουλίου για την υπόθεση Γ. Παπακωνσταντίνου, η οποία έχει ήδη ληφθεί και η οποία θα αποφαίνεται ότι τα εγκλήματα για τα οποία ασκήθηκε από τη Βουλή ποινική δίωξη έχουν παραγραφεί».
Εύχομαι όχι απλώς η είδηση να μην είναι αληθής, αλλά και να μην επαληθευθεί στο μέλλον.
Γιατί μια τέτοια απόφαση θα είναι, κατά την άποψή μου, νομικά εσφαλμένη και αφ’ ενός μεν θα αποτελέσει μια πολύ δυσάρεστη έκπληξη για τους Έλληνες πολίτες, που τόσο δοκιμάζονται τα τελευταία χρόνια και έχουν την αξίωση να λογοδοτήσουν όλοι εκείνοι –πολιτικοί ή μη– που με πράξεις ή παραλείψεις τους «ασέλγησαν» οικονομικά σε βάρος τους και σε βάρος του Έθνους, αφ’ ετέρου δε θα είναι οδυνηρή για τη Δικαιοσύνη, η οποία θα οδηγηθεί σε απαξίωση, αφού θα θεωρηθεί ότι ταυτίσθηκε με την πολιτική.
Και θα είναι εσφαλμένη όχι επειδή δεν ευνοούν οι συγκυρίες, όπως αφήνει να εννοηθεί το δημοσίευμα. Θα είναι εσφαλμένη διότι σκοπός της υπάρξεως και λειτουργίας ενός κράτους δικαίου και της εννόμου τάξεως –μέρος της οποίας είναι και η συνταγματική– είναι ο κολασμός των εγκλημάτων και η τιμωρία παντός παρανομούντος. Δεν είναι δυνατόν σ’ ένα κράτος δικαίου η έννομη τάξη να αποτελεί «πλυντήριο» ανομιών. Ούτε είναι δυνατόν με τη «νεκρανάσταση» που έγινε κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001 της περί «αποσβεστικής προθεσμίας» διατάξεως (η οποία αποτελεί ειδική περίπτωση παραγραφής και η οποία προβλεπόμενη από το δικτατορικό Ν.Δ. 802/1971 περί «ευθύνης υπουργών» είχε καταργηθεί με το Ν. 2509/1997 περί «ευθύνης υπουργών» ψηφισθέντα επί υπουργού Δικαιοσύνης Ευ. Γιαννοπούλου) να θεωρηθεί ότι αυτή τελεί σε αρμονία και αποτελεί συμβατό οργανικό μέρος της εννόμου τάξεως, έστω και αν η πιο πάνω διάταξη εντάχθηκε στο άρθρο 86 του Συντάγματος. Και δεν αποτελεί συμβατό οργανικό μέρος γιατί οδηγεί ευθέως στην παραβίαση των συνταγματικών αρχών του κράτους δικαίου και της ισότητας, οι οποίες και μόνον θα πρέπει να αποτελούν την πυξίδα των εφαρμοστών του δικαίου. Τούτο σημαίνει ότι είναι δυνατός ο έλεγχος της συνταγματικότητας και «συνταγματικών» ακόμη διατάξεων, εφ’ όσον με αυτές παραβιάζονται θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές. Θα ήταν, αλήθεια, ισχυρή μία συνταγματική διάταξη που θα όριζε ότι οι υπουργοί δεν έχουν ποινικές ευθύνες; Και πόσο απέχει αυτό από το να θεσπίζεται παραγραφή εγκλημάτων υπουργών μετά πάροδο μηνός ή ολίγων μηνών;
Ολίγο είναι ανάγκη να υπενθυμίσω ότι εκείνοι οι οποίοι «νεκρανέστησαν» το 2001 την περί «αποσβεστικής προθεσμίας» διάταξη και την ενέταξαν, μάλιστα, στο άρθρο 86 του Συντάγματος τη χαρακτήριζαν κατά την ψήφιση του Συντάγματος το 1975 πρωτοφανή, εξοργιστική και επαίσχυντη.
Τέλος, ευλόγως μπορεί να διερωτηθεί κάποιος: Μήπως η «αναβίωση» της περί «αποσβεστικής προθεσμίας» διατάξεως και η ένταξη στο Σύνταγμα είχαν σχέση με τα τελεσθέντα την εποχή εκείνη από πολιτικά πρόσωπα εγκλήματα που ήλθαν στο φως εσχάτως;
II. Ο θεσμός της παραγραφής έχει θεσπισθεί με βάση κάποιους δικαιολογητικούς λόγους (κυρίως την αποφυγή εκδόσεως, λόγω της παρόδου μεγάλου χρονικού διαστήματος, περιπλανημένων αποφάσεων) και έτσι αποτελεί οργανικό μέρος της εννόμου τάξεως. Υπό την έννοια αυτή, δεν αποτελεί χαριστική πράξη του δικαίου προς τον δράστη εγκληματικών πράξεων. Σε σχέση εξ άλλου προς την υπό του άρθρου 86 του Συντάγματος καθιερούμενη συντομότατη ειδική παραγραφή των υπό των υπουργών τελουμένων εγκλημάτων ως δικαιολογητικοί λόγοι, μεταξύ των άλλων, προβάλλονται ότι «τα πολιτικά πρόσωπα δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζουν για πολλά χρόνια το φάσμα μιας ποινικής δίκης με όλα τα αρνητικά γι’ αυτούς επακόλουθα» και ότι «συντελεί στην προστασία των κοινοβουλευτικών θεσμών και την εξύψωση του Κοινοβουλευτισμού». Είναι όμως προφανές ότι οι δικαιολογητικοί αυτοί λόγοι είναι αφ’ ενός άσχετοι με τους λόγους θεσπίσεως της παραγραφής του ποινικού δικαίου και αφ’ ετέρου ανεπαρκείς για να στηρίξουν την ιδιαίτερη αυτή μεταχείριση των υπουργών έναντι των απλών πολιτών.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο από το έτος 1985 υποστηρίζω ότι ο χρόνος παραγραφής των υπό των υπουργών τελουμένων εγκλημάτων θα πρέπει να είναι ο ίδιος με εκείνον που ισχύει για τους απλούς πολίτες και ότι οι διατάξεις που καθιερώνουν συντομότερο χρόνο παραγραφής είναι ανίσχυρες ως ερχόμενες σε αντίθεση προς τις αρχές του κράτους δικαίου και της ισότητας.
Β.Ι. Ανεξαρτήτως όμως των ανωτέρω, η άποψη περί παραγραφής των εγκλημάτων για τα οποία η Βουλή άσκησε ποινική δίωξη κατά του Γ. Παπακωνσταντίνου επειδή δήθεν μεσολάβησε η εκ των εκλογών της 17ης Μαΐου 2012 προκύψασα Βουλή των τριών (3) ημερών είναι εσφαλμένη και για τους ακόλουθους λόγους:
1. Η παραγραφή προϋποθέτει την πάροδο κάποιου χρονικού διαστήματος, το οποίο πάντοτε αμέσως ή εμμέσως ορίζεται ημερολογιακώς. Παραγραφή χωρίς πάροδο κάποιου χρόνου που ορίζει ο νόμος ούτε νοητή είναι ούτε επιτρεπτή αλλά ούτε και συμβατή προς την έννοια του θεσμού της παραγραφής.
2. Από τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 86 του Συντάγματος, όπως είναι πρόδηλο, ο χρόνος παραγραφής δεν ορίζεται αμέσως ημερολογιακά. Ορίζεται με βάση τη χρονική διάρκεια δύο (2) τακτικών και μόνο συνόδων της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση των εγκλημάτων. Η χρονική αυτή διάρκεια μπορεί να προσδιοριστεί με βάση τα άρθρα 64 και 40 του Συντάγματος, από το συνδυασμό των οποίων προκύπτει ότι οι δύο (2) τακτικές σύνοδοι έχουν διάρκεια κατ’ ελάχιστο όριο δεκαοκτώ (18) μήνες. Αυτό άλλως τε προκύπτει και από τις αγορεύσεις βουλευτών ενώπιον της επιτροπής αναθεωρήσεως του Συντάγματος το έτος 2000, οι οποίοι, μάλιστα, έλεγαν ότι ο χρόνος των δύο (2) τακτικών συνόδων διαρκείας δύο (2) περίπου ετών είναι βραχύς, λόγος για τον οποίο ζητούσαν την επιμήκυνσή του (Πρακτικά σελ. 609, 611 και 612). Είναι εξ άλλου προφανές ότι στο άρθρο 86 δεν γίνεται αναφορά και σε πάροδο εκτάκτων συνόδων γιατί η βούληση του νομοθέτη είναι να παρέρχεται οπωσδήποτε το χρονικό διάστημα δύο (2) τακτικών συνόδων, μη αρκούσης της παρόδου χρονικού διαστήματος εκτάκτου συνόδου που μπορεί να είναι πολύ μικρό.
3. Από τη διάταξη του άρθρου 64 παρ. 3 του Συντάγματος προκύπτει ότι η διάρκεια της τακτικής συνόδου δεν μπορεί να είναι συντομότερη από πέντε (5) μήνες. Εκ τούτου παρέπεται ότι, αν κλείσει η Βουλή για οποιονδήποτε λόγο, πριν συμπληρωθεί χρόνος μιας τακτικής συνόδου τουλάχιστον πέντε (5) μηνών δεν έχει συμπληρωθεί ούτε η πρώτη από τις δύο (2) τακτικές συνόδους, η πάροδος των οποίων απαιτείται για την παραγραφή του δικαιώματος της Βουλής να ασκήσει δίωξη κατά υπουργού και εντεύθεν την παραγραφή των υπό των υπουργών τελεσθέντων εγκλημάτων.
4. Εκ των σε σχέση προς την παραγραφή διαλαμβανομένων στο άρθρο 86 του Συντάγματος βαρύτητα έχει ο χρόνος που καλύπτει η πάροδος των δύο (2) τακτικών συνόδων, και όχι οι λέξεις «της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος». Τα τελευταία ανεγράφησαν στο άρθρο 86 με αφετηρία και βάση το γεγονός ότι in abstracto εκάστη βουλευτική περίοδος διαρκεί τέσσερα (4) έτη και περιλαμβάνει τέσσερις (4) τακτικές συνόδους. Τα πιο πάνω σημαίνουν ότι εάν, λόγω πρόωρης διαλύσεως της Βουλής, δεν έχει συμπληρωθεί χρόνος δύο (2) τακτικών συνόδων κατά τη βουλευτική περίοδο που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος, τότε αυτός θα τρέξει και θα συμπληρωθεί κατά τη νέα βουλευτική περίοδο.
5. Για να θεωρηθούν παραγεγραμμένα κατά τη διάταξη του άρθρου 86 του Συντάγματος, και εφ’ όσον ήθελε ως προς το σημείο τούτο θεωρηθεί ισχυρή, τα υπό υπουργού τελεσθέντα εγκλήματα κατά την άσκηση των καθηκόντων του, θα πρέπει μετά τη βουλευτική περίοδο κατά την οποία ο υπουργός τέλεσε τα εγκλήματα και τη διενέργεια εκλογών να συγκροτηθεί σε σώμα η νέα Βουλή, να αρχίσει να λειτουργεί ώστε να υφίσταται η δυνατότητα καταθέσεως «προτάσεως κατηγορίας» από τριάντα (30) βουλευτές και να συμπληρωθεί χρονικό διάστημα οπωσδήποτε δύο (2) τακτικών συνόδων που κατ’ ελάχιστον όριο θα είναι δεκαοκτώ (18) μήνες, μέσα στο οποίο να μην κατατεθεί «πρόταση κατηγορίας». Είναι αδιανόητο και αντίθετο προς τη λογική, τη συνταγματική τάξη, την αρχή του κράτους δικαίου και το περιεχόμενο του θεσμού της παραγραφής να τίθεται θέμα παραγραφής των εγκλημάτων που τέλεσε ένας υπουργός (και άρα ατιμωρησίας) όχι μόνο χωρίς να συμπληρωθούν δύο (2) τακτικές σύνοδοι, αλλά και χωρίς να λειτουργήσει πραγματικά και ουσιαστικά η Βουλή, ώστε να παρασχεθεί η δυνατότητα καταθέσεως της «προτάσεως κατηγορίας». Και είναι αδιανόητο, αντίθετο προς τη λογική και την ύπαρξη και λειτουργία του ίδιου του Συντάγματος να στόχευε τούτο στη συγκάλυψη και ατιμωρησία των υπουργών.
6. Εάν δεν δοθεί στη διάταξη του άρθρου 86 η πιο πάνω ερμηνεία, αλλά ακολουθηθεί η θέση ότι τα υπό των υπουργών τελούμενα εγκλήματα παραγράφονται με τη διάλυση της Βουλής που έπεται εκείνης κατά την οποία αυτά τελέσθηκαν, έστω και αν η λειτουργία της διήρκεσε ολίγες ημέρες, τότε θα ευρισκόμεθα προ σκανδαλώδους ευνοίας υπέρ των υπουργών έναντι των απλών πολιτών, καθ’ όσον, π.χ., κακουργήματα που τελέσθηκαν στο τέλος μιας βουλευτικής περιόδου θα παραγράφονταν στη συνέχεια μετά πάροδο ολίγων ημερών, όταν για τους απλούς πολίτες όμοια εγκλήματα παραγράφονται μετά πάροδο είκοσι (20) ή, στην καλύτερη περίπτωση, δεκαπέντε (15) ετών. Έτσι όμως η διάταξη του άρθρου 86, ως προς το θέμα της παραγραφής, δεν θα ήταν απλώς προβληματική, ως ερχόμενη σε αντίθεση προς άλλες θεμελιώδεις συνταγματικές διατάξεις και συνταγματικές αρχές, όπως αυτή της ισότητας του άρθρου 4 του Συντάγματος και της αρχής του κράτους δικαίου, αλλά σκανδαλώδης ως οδηγούσα σε ατιμωρησία, και θα έπρεπε να αναζητηθεί τρόπος να κηρυχθεί οπωσδήποτε ανίσχυρη με την προσφυγή κυρίως σε θεμελιώδεις προσυνταγματικές αρχές. Αυτά δε ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η πιο πάνω ερμηνεία θα παρέχει τη δυνατότητα στον εκάστοτε πρωθυπουργό να ζητεί τη διάλυση της Βουλής οποτεδήποτε προκειμένου να επέρχεται παραγραφή.
ΙΙ. Πέραν όμως των ανωτέρω υπάρχει και άλλος λόγος που οδηγεί στη θέση ότι δεν δύναται να τεθεί θέμα παραγραφής, τουλάχιστον για τα κακουργήματα της νοθεύσεως και υπεξαγωγής εγγράφου (νοθεύσεως και υπεξαγωγής της λίστας), και αυτός είναι ότι τα πιο πάνω εγκλήματα δεν έχουν τελεσθεί υπό του πρώην υπουργού Γ. Παπακωνσταντίνου κατά την άσκηση των καθηκόντων του ως υπουργού. Τα καθήκοντα του Γ. Παπακωνσταντίνου ως υπουργού Οικονομικών, όταν παρέλαβε τη λίστα, ήταν να διακριβώσει διά των αρμοδίων οργάνων (ΣΔΟΕ κ.λπ.) εάν τα ποσά των καταθέσεων που αναφέρονταν στη λίστα έχουν νόμιμη προέλευση και ανταποκρίνονται στις φορολογικές δηλώσεις των αναφερομένων στη λίστα προσώπων ή αποτελούν εισοδήματα παρανόμως κτηθέντα και μη φορολογηθέντα, στην τελευταία δε περίπτωση να καλέσει τους αναγραφόμενους στη λίστα να καταβάλουν τους νόμιμους φόρους. Αυτό όμως το καθήκον το παρέλειψε, λόγος για τον οποίο επήλθε ζημία στο Δημόσιο και συνεπώς ετέλεσε το έγκλημα της κακουργηματικής απιστίας σε βάρος του Δημοσίου ή επικουρικώς αυτό της παραβάσεως καθήκοντος, συντρέχοντος, φυσικά, και του δόλου.
Η νόθευση όμως και η υπεξαγωγή της λίστας είναι εγκλήματα που δεν συνάπτονται με την άσκηση των υπουργικών καθηκόντων του και είναι άσχετα με αυτά, τελέσθηκαν δε από αυτόν με στόχο την παροχή βοηθείας σε συγγενικά του πρόσωπα. Ως εκ τούτου τα εγκλήματα αυτά δεν εμπίπτουν στην κατ’ αρθρ. 86 Συντ. και του Ν. 3126/2003 ειδική δικαιοδοσία της Βουλής και του ειδικού δικαστηρίου, αλλά υπάγονται στη συνήθη δικαιοδοσία των κοινών ποινικών δικαστηρίων. Εκ τούτου παρέπεται ότι σε σχέση προς τα εγκλήματα αυτά θα εφαρμοσθούν οι περί παραγραφής διατάξεις του κοινού ποινικού δικαίου και συνεπώς θέμα παραγραφής, σε σχέση προς τα εγκλήματα αυτά, δεν δύναται να τεθεί.
Θα ήταν, αλήθεια, ισχυρή μία συνταγματική διάταξη που θα όριζε ότι οι υπουργοί δεν έχουν ποινικές ευθύνες; Και πόσο απέχει αυτό από το να θεσπίζεται παραγραφή εγκλημάτων υπουργών μετά πάροδο μηνός ή ολίγων μηνών;
Δεν είναι δυνατόν σ’ ένα κράτος δικαίου η έννομη τάξη να αποτελεί «πλυντήριο» ανομιών.
Επίκαιρα
InfoGnomon
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Αγρότες και επανάσταση...
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ