2013-09-09 06:00:08
Όλα αυτά που ζούμε σήμερα αυτός ο τόπος τα έχει ζήσει ξανά. Το 1902 ο Γεώργιος Σουρής γράφει κάποιους στίχους για να σχολιάσει την κατάσταση της εποχής εκείνης στην Ελλάδα. Στίχοι επίκαιροι λές... και έβλεπε ο άνθρωπος τη ζωή του έλληνα σήμερα... 2012.
Διαβάστε στους στίχους του σατιρικού μας ποιητή
Ποιος είδε κράτος λιγοστό σ' όλη τη γη μοναδικό, εκατό να εξοδεύει και πενήντα να μαζεύει; Να τρέφει όλους τους αργούς, Να 'χει επτά Πρωθυπουργούς, ταμείο δίχως χρήματα και δόξης τόσα μνήματα; Να 'χει κλητήρες για φρουρά και να σε κλέβουν φανερά, κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε τον κλέφτη να γυρεύουνε;
Κλέφτες φτωχοί και άρχοντες με άμαξες και άτια, κλέφτες χωρίς μια πήχη γη και κλέφτες με παλάτια, ο ένας κλέβει όρνιθες και σκάφες για ψωμί ο άλλος το έθνος σύσσωμο για πλούτη και τιμή. Όλα σ' αυτή τη γη μασκαρευτήκαν ονείρατα, ελπίδες και σκοποί, οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν δεν ξέρομε τι λέγεται ντροπή.
Ο Έλληνας δυο δίκαια ασκεί πανελευθέρως, συνέρχεσθαί τε και ουρείν εις όποιο θέλει μέρος. Χαρά στους χασομέρηδες! χαρά στους αρλεκίνους! σκλάβος ξανάσκυψε ο ρωμιός και δασκαλοκρατιέται. Γι' αυτό το κράτος, που τιμά τα ξέστρωτα γαϊδούρια, σικτίρ στα χρόνια τα παλιά, σικτίρ και στα καινούργια!
Και των σοφών οι λόγοι θαρρώ πως είναι ψώρα, πιστός εις ό,τι λέγει κανένας δεν εφάνη... αυτός ο πλάνος κόσμος και πάντοτε και τώρα, δεν κάνει ό,τι λέγει, δεν λέγει ό,τι κάνει. Σουλούπι, μπόι, μικρομεσαίο, ύφος του γόη, ψευτομοιραίο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης, λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης. Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι, κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει. Κι από προσπάππου κι από παππού συγχρόνως μπούφος και αλεπού. Και ψωμοτύρι και για καφέ το «δε βαριέσαι» κι «ωχ αδερφέ».
Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς σαν πιάσει πόστο: δερβέναγας. Θέλει ακόμα –κι αυτό είναι ωραίο– να παριστάνει τον ευρωπαίο. Στα δυο φορώντας τα πόδια που 'χει στο 'να λουστρίνι, στ' άλλο τσαρούχι.
Δυστυχία σου, Ελλάς, με τα τέκνα που γεννάς!
Ω Ελλάς, ηρώων χώρα τι γαϊδάρους βγάζεις τώρα;
goodstory
logioshermes
Διαβάστε στους στίχους του σατιρικού μας ποιητή
Ποιος είδε κράτος λιγοστό σ' όλη τη γη μοναδικό, εκατό να εξοδεύει και πενήντα να μαζεύει; Να τρέφει όλους τους αργούς, Να 'χει επτά Πρωθυπουργούς, ταμείο δίχως χρήματα και δόξης τόσα μνήματα; Να 'χει κλητήρες για φρουρά και να σε κλέβουν φανερά, κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε τον κλέφτη να γυρεύουνε;
Κλέφτες φτωχοί και άρχοντες με άμαξες και άτια, κλέφτες χωρίς μια πήχη γη και κλέφτες με παλάτια, ο ένας κλέβει όρνιθες και σκάφες για ψωμί ο άλλος το έθνος σύσσωμο για πλούτη και τιμή. Όλα σ' αυτή τη γη μασκαρευτήκαν ονείρατα, ελπίδες και σκοποί, οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν δεν ξέρομε τι λέγεται ντροπή.
Ο Έλληνας δυο δίκαια ασκεί πανελευθέρως, συνέρχεσθαί τε και ουρείν εις όποιο θέλει μέρος. Χαρά στους χασομέρηδες! χαρά στους αρλεκίνους! σκλάβος ξανάσκυψε ο ρωμιός και δασκαλοκρατιέται. Γι' αυτό το κράτος, που τιμά τα ξέστρωτα γαϊδούρια, σικτίρ στα χρόνια τα παλιά, σικτίρ και στα καινούργια!
Και των σοφών οι λόγοι θαρρώ πως είναι ψώρα, πιστός εις ό,τι λέγει κανένας δεν εφάνη... αυτός ο πλάνος κόσμος και πάντοτε και τώρα, δεν κάνει ό,τι λέγει, δεν λέγει ό,τι κάνει. Σουλούπι, μπόι, μικρομεσαίο, ύφος του γόη, ψευτομοιραίο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης, λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης. Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι, κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει. Κι από προσπάππου κι από παππού συγχρόνως μπούφος και αλεπού. Και ψωμοτύρι και για καφέ το «δε βαριέσαι» κι «ωχ αδερφέ».
Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς σαν πιάσει πόστο: δερβέναγας. Θέλει ακόμα –κι αυτό είναι ωραίο– να παριστάνει τον ευρωπαίο. Στα δυο φορώντας τα πόδια που 'χει στο 'να λουστρίνι, στ' άλλο τσαρούχι.
Δυστυχία σου, Ελλάς, με τα τέκνα που γεννάς!
Ω Ελλάς, ηρώων χώρα τι γαϊδάρους βγάζεις τώρα;
goodstory
logioshermes
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Λίγο χιούμορ...
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ