2013-09-09 21:44:48
Στην περιοχή της Βίγλας, σε γειτονικές καλύβες, ασκήτευαν οι δύο ησυχαστές Γερο-Γαβριήλ και παπα-Ιάκωβος. Ο γερο-Γαβριήλ καταγόταν από την Εύβοια. Ήταν ευλαβής, σοβαρός, νηφάλιος, λιγόλογος, με το κομποσχοίνι στο χέρι και την προσευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού ελέησόν με» στην καρδιά και στα χείλη. Σε όλη την περιοχή εκείνη οι ερημίτες τον αγαπούσαν και τον φοβόντουσαν, γιατί στον λόγο του δεν δεχόταν αντίρρηση.
Ο παπα-Ιάκωβος ήταν Ηπειρώτης, ψηλός και γεροδεμένος, ειλικρινής και άδολος Ιερομόναχος και Πνευματικός. Ήθελε πάντα να συμβουλεύει και με κάθε τρόπο να βοηθά τον συνάνθρωπό του. Γι΄αυτό έπαιρνε τον ντορβά στον ώμο του και όποιον συναντούσε στον δρόμο, κληρικό ή λαϊκό, έπιανε συζήτηση μαζί του. Τους μιλούσε για την μεγάλη αξία του Μυστηρίου της Εξομολογήσεως και καλούσε, όποιον ήθελε, να εξομολογηθεί σε αυτόν. Με τον τρόπο αυτό είχε βοηθήσει πολύ κόσμο, διόρθωνε και στήριζε πολλούς αδύνατους και τους έκανε να αλλάξουν τακτική και να έρθουν πιο κοντά στον Σωτήρα Χριστό.
Κάποτε όμως από συνέργεια και φθόνο του διαβόλου, αυτοί οι δύο και καλοί γείτονες και εργάτες των εντολών του Χριστού σκανδαλίστηκαν από το εξής γεγονός.
Κάποιο καλοκαίρι είχε μεγάλη ξηρασία. Τα φυτά του μικρού κήπου των ερημιτών είχαν μαραθεί και απελπισμένα οι μοναχοί ζητούσαν λίγη δροσιά. Παρακαλούσαν το Θεό να δώσει την ευλογία του με μια καλή βροχή. Έφτιαχναν και ξανάνοιγαν τα χωματένια αυλάκια για να είναι καθαρά και έτοιμα, άμα βρέξει, το ευλογημένο νεράκι να πάει κατευθείαν στα κηπουρικά τους.
Δεν άργησε ο Κύριος του ελέους και της φιλανθρωπίας να εισακούσει την προσευχή των εκλεκτών δούλων Του και άρχισε σιγά-σιγά να βρέχει. Η βροχή δυνάμωσε τόσο που παρέσυρε κάτω τα μικρά αυλάκια και το περισσότερο νερό πήγε στον κήπο του Γερο-Γαβριήλ, ενώ στον κήπο του παπα-Ιακώβου δεν έφτασε καθόλου.
Ο παπα-Ιάκωβος πήρε το τσαπί του και πήγε και διόρθωσε το αυλάκι του, ώστε όλο το νερό να πηγαίνει στον δικό του κήπο.
Ο γερο-Γαβριήλ, όταν διαπίστωσε πως το νερό δεν πήγαινε στον δικό του κήπο, βγήκε στο δρόμο, είδε διορθωμένα τα αυλάκια και το νερό να πηγαίνει στον κήπο του Πνευματικού παπα-Ιακώβου, πήγε στην Καλύβη του γείτονα, χτύπησε αλλά δεν βρήκε τον Πνευματικό. Εν τω μεταξύ η βροχή είχε σταματήσει, αφού δρόσισε αρκετά την περιοχή. Ο γερο-Γαβριήλ δεν πείραξε τα αυλάκια, τα άφησε όπως τα είχε φτιάξει ο παπα-Ιάκωβος, ο οποίος γύριζε από κάποια επίσκεψη στο Μοναστήρι της Λαύρας. Όταν είδε τον πνευματικό να πλησιάζει, πήγε κοντά του, του έβαλε μετάνοια και του φίλησε το χέρι να πάρει την ευλογία του. Ο παπα-Ιάκωβος τον ευλόγησε και συγχρόνως άρχισε να του κάνει παράπονα, γιατί του έκοψε το αυλάκι και πήγαινε όλο το νερό στον δικό του κήπο. Ανταλλάξανε μερικά λόγια και ο γερο-Γαβριήλ δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί. Άρπαξε τον Πνευματικό και αφού του έδωσε μερικές….τον έβαλε κάτω και του τις έβρεξε καλά-καλά.
Στην συνέχεια του είπε:
«Βρε Πνευματικέ, τι σου χρώσταγα να με φέρεις σε αυτό το σημείο, για τα ψεύτικα αυτά παραμικρά κηπουρικά σου, να με κάνεις να σε δείρω; Αφού ξέρεις πόσο σε αγαπώ».
Ταυτόχρονα τον σήκωσε από την γη, που τον είχε ρίξει, και του είπε επιτακτικά:
«Τώρα Πνευματικέ, βγάλε από τον ντορβά σου το πετραχήλι και διάβασέ μου αμέσως συγχωρητική ευχή, γιατί εγώ σε συγχώρησα για την σύγχυση που μου προξένησες, και άλλη φορά να μην το ξανακάνεις αυτό που έκανες!».
Ο Πνευματικός ο καημένος, αφού τις είχε φάει, υπάκουσε στον κατά πολύ μεγαλύτερό του στην ηλικία γέροντα Γαβριήλ και του διάβασε συγχωρητική ευχή, αλλά το παράπονο το είχε. Έφαγε ξύλο ενώ δεν έφταιγε.
Το γεγονός έγινε γνωστό στην κυρίαρχη Μονή Μεγίστης Λαύρας, η οποία κάλεσε τον γέρο –Γαβριήλ για να δώσει εξηγήσεις. Στην ερώτηση γιατί έδειρε τον Πνευματικό, ενώ στην αρχή τους είπε ότι δεν ξέρει τίποτα, στην συνέχεια μετά από σχετικές πιέσεις των Γερόντων ο Γερο-Γαβριήλ τους είπε:
«Εμείς σεβαστοί μας Γέροντες, κάναμε ό,τι κάναμε με τον γείτονά μου Πνευματικό, συγχωρεθήκαμε και τώρα είμαστε αγαπημένοι, όπως και πρώτα».
Οι προϊστάμενοι της Λαύρας, που εκτιμούσαν την ειλικρίνεια και το ακέραιο του χαρακτήρα του γέρο-Γαβριήλ, τον συγχώρεσαν και του έδωσαν κανόνα να κάνει ιδιαίτερη προσευχή για τον Πνευματικό παπα-Ιάκωβο για να τον συγχωρέσει κι ο Θεός, επειδή, του είπαν, δεν είναι αρκετό να σε συγχωρέσει μόνο ο Πνευματικός, αλλά θα πρέπει να συγχωρέσει και ο Θεός.
Έτσι έληξε αυτό το επεισόδιο, με την χάρη της ακακίας και παιδικής απάθειας που διέκρινε τους δύο αυτούς πνευματικούς γείτονες, οι οποίοι ζούσαν αγαπημένοι μέχρι τέλους της ζωής τους, προσευχόμενοι ο ένας για τον άλλο, προς δόξα Θεού και ψυχική σωτηρία.
Aπόσπασμα από την εργασία: Άγνωστες διηγήσεις για τους ασκητές της Αθωνίτικης Βίγλας
Επιμέλεια κειμένου:πρωτ. Δημήτριος Αθανασίου
http://fdathanasiou.wordpress.com
Ο παπα-Ιάκωβος ήταν Ηπειρώτης, ψηλός και γεροδεμένος, ειλικρινής και άδολος Ιερομόναχος και Πνευματικός. Ήθελε πάντα να συμβουλεύει και με κάθε τρόπο να βοηθά τον συνάνθρωπό του. Γι΄αυτό έπαιρνε τον ντορβά στον ώμο του και όποιον συναντούσε στον δρόμο, κληρικό ή λαϊκό, έπιανε συζήτηση μαζί του. Τους μιλούσε για την μεγάλη αξία του Μυστηρίου της Εξομολογήσεως και καλούσε, όποιον ήθελε, να εξομολογηθεί σε αυτόν. Με τον τρόπο αυτό είχε βοηθήσει πολύ κόσμο, διόρθωνε και στήριζε πολλούς αδύνατους και τους έκανε να αλλάξουν τακτική και να έρθουν πιο κοντά στον Σωτήρα Χριστό.
Κάποτε όμως από συνέργεια και φθόνο του διαβόλου, αυτοί οι δύο και καλοί γείτονες και εργάτες των εντολών του Χριστού σκανδαλίστηκαν από το εξής γεγονός.
Κάποιο καλοκαίρι είχε μεγάλη ξηρασία. Τα φυτά του μικρού κήπου των ερημιτών είχαν μαραθεί και απελπισμένα οι μοναχοί ζητούσαν λίγη δροσιά. Παρακαλούσαν το Θεό να δώσει την ευλογία του με μια καλή βροχή. Έφτιαχναν και ξανάνοιγαν τα χωματένια αυλάκια για να είναι καθαρά και έτοιμα, άμα βρέξει, το ευλογημένο νεράκι να πάει κατευθείαν στα κηπουρικά τους.
Δεν άργησε ο Κύριος του ελέους και της φιλανθρωπίας να εισακούσει την προσευχή των εκλεκτών δούλων Του και άρχισε σιγά-σιγά να βρέχει. Η βροχή δυνάμωσε τόσο που παρέσυρε κάτω τα μικρά αυλάκια και το περισσότερο νερό πήγε στον κήπο του Γερο-Γαβριήλ, ενώ στον κήπο του παπα-Ιακώβου δεν έφτασε καθόλου.
Ο παπα-Ιάκωβος πήρε το τσαπί του και πήγε και διόρθωσε το αυλάκι του, ώστε όλο το νερό να πηγαίνει στον δικό του κήπο.
Ο γερο-Γαβριήλ, όταν διαπίστωσε πως το νερό δεν πήγαινε στον δικό του κήπο, βγήκε στο δρόμο, είδε διορθωμένα τα αυλάκια και το νερό να πηγαίνει στον κήπο του Πνευματικού παπα-Ιακώβου, πήγε στην Καλύβη του γείτονα, χτύπησε αλλά δεν βρήκε τον Πνευματικό. Εν τω μεταξύ η βροχή είχε σταματήσει, αφού δρόσισε αρκετά την περιοχή. Ο γερο-Γαβριήλ δεν πείραξε τα αυλάκια, τα άφησε όπως τα είχε φτιάξει ο παπα-Ιάκωβος, ο οποίος γύριζε από κάποια επίσκεψη στο Μοναστήρι της Λαύρας. Όταν είδε τον πνευματικό να πλησιάζει, πήγε κοντά του, του έβαλε μετάνοια και του φίλησε το χέρι να πάρει την ευλογία του. Ο παπα-Ιάκωβος τον ευλόγησε και συγχρόνως άρχισε να του κάνει παράπονα, γιατί του έκοψε το αυλάκι και πήγαινε όλο το νερό στον δικό του κήπο. Ανταλλάξανε μερικά λόγια και ο γερο-Γαβριήλ δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί. Άρπαξε τον Πνευματικό και αφού του έδωσε μερικές….τον έβαλε κάτω και του τις έβρεξε καλά-καλά.
Στην συνέχεια του είπε:
«Βρε Πνευματικέ, τι σου χρώσταγα να με φέρεις σε αυτό το σημείο, για τα ψεύτικα αυτά παραμικρά κηπουρικά σου, να με κάνεις να σε δείρω; Αφού ξέρεις πόσο σε αγαπώ».
Ταυτόχρονα τον σήκωσε από την γη, που τον είχε ρίξει, και του είπε επιτακτικά:
«Τώρα Πνευματικέ, βγάλε από τον ντορβά σου το πετραχήλι και διάβασέ μου αμέσως συγχωρητική ευχή, γιατί εγώ σε συγχώρησα για την σύγχυση που μου προξένησες, και άλλη φορά να μην το ξανακάνεις αυτό που έκανες!».
Ο Πνευματικός ο καημένος, αφού τις είχε φάει, υπάκουσε στον κατά πολύ μεγαλύτερό του στην ηλικία γέροντα Γαβριήλ και του διάβασε συγχωρητική ευχή, αλλά το παράπονο το είχε. Έφαγε ξύλο ενώ δεν έφταιγε.
Το γεγονός έγινε γνωστό στην κυρίαρχη Μονή Μεγίστης Λαύρας, η οποία κάλεσε τον γέρο –Γαβριήλ για να δώσει εξηγήσεις. Στην ερώτηση γιατί έδειρε τον Πνευματικό, ενώ στην αρχή τους είπε ότι δεν ξέρει τίποτα, στην συνέχεια μετά από σχετικές πιέσεις των Γερόντων ο Γερο-Γαβριήλ τους είπε:
«Εμείς σεβαστοί μας Γέροντες, κάναμε ό,τι κάναμε με τον γείτονά μου Πνευματικό, συγχωρεθήκαμε και τώρα είμαστε αγαπημένοι, όπως και πρώτα».
Οι προϊστάμενοι της Λαύρας, που εκτιμούσαν την ειλικρίνεια και το ακέραιο του χαρακτήρα του γέρο-Γαβριήλ, τον συγχώρεσαν και του έδωσαν κανόνα να κάνει ιδιαίτερη προσευχή για τον Πνευματικό παπα-Ιάκωβο για να τον συγχωρέσει κι ο Θεός, επειδή, του είπαν, δεν είναι αρκετό να σε συγχωρέσει μόνο ο Πνευματικός, αλλά θα πρέπει να συγχωρέσει και ο Θεός.
Έτσι έληξε αυτό το επεισόδιο, με την χάρη της ακακίας και παιδικής απάθειας που διέκρινε τους δύο αυτούς πνευματικούς γείτονες, οι οποίοι ζούσαν αγαπημένοι μέχρι τέλους της ζωής τους, προσευχόμενοι ο ένας για τον άλλο, προς δόξα Θεού και ψυχική σωτηρία.
Aπόσπασμα από την εργασία: Άγνωστες διηγήσεις για τους ασκητές της Αθωνίτικης Βίγλας
Επιμέλεια κειμένου:πρωτ. Δημήτριος Αθανασίου
http://fdathanasiou.wordpress.com
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ