2013-09-19 03:00:04
Πρώτε των θεών, πολυώνυμε, παντοτινή εξουσία,
αρχή της πλάσης, που όλα εσύ τα κυβερνάς με νόμο,
ω Δία, σε χαιρετώ· γιατί κάθε θνητός εσένα
είναι σωστό ναπροσφωνεί· βαστούμε απ᾽ τη γενιά σου·
απ᾽ όσα πλάσματα στη γη ζουν και σαλεύουν, μόνοι
εμείς είμαστε ομοίωμα του σύμπαντος· για τούτο
σε υμνώ, γι᾽ αυτό θα τραγουδώ τη δύναμή σου πάντα Ναι, ο κόσμος όλος, ως γυρνά γύρω απ᾽ τη γη, ακλουθάει
τους ορισμούς σου, πρόθυμα στην εξουσία σου σκύβει·
αλλά κρατάς κι ένα βοηθό στ᾽ ανίκητά σου χέρια,
το κοφτερό, πάντ᾽ άγρυπνο, φλογάτο αστροπελέκι
πέφτει, χτυπάκαι τρέμουνε τα πάντα μες στην πλάση.
Με αυτό καθοδηγείς το νου, που τρέχει μέσα σε όλα,
που σμίγει -φως- και με μικρά και με μεγάλα φώτα
και που η πνοή του διαπερνά του κόσμου βάθη και ύψη.
Έτσι των όλων βασιλιάς ανώτατος εσύ ᾽σαι,
δίχως εσέ, ω θεέ, στη γη δε γίνεται έργο ούτ᾽ ένα
ούτε στο πέλαγο ή ψηλά μέσα στο θείον αιθέρα,
έξω όσα κάνουν οι κακοί μες στην ανεμυαλιά τους.
Ολοκληρώνεις τα λειψά, σε τάξη βάζεις και όσα
δεν έχουνε, για σε αρεστά και τα δυσάρεστα είναι.
Γιατί όλα εσύ, καλά ή κακά, τα ᾽σμιξες έτσι σε ένα,
ώστε ένα αιώνιο νόημα να υπάρχει για όλα· όσοι είναι
κακοί θνητοί, το διώχνουνε, ζητούν να το ξεφύγουν·
τρελοί, που, ενώ αγαθά ποθούνε πάντα ν᾽ αποχτήσουν,
του θεού το νόμο τον κοινό δε βλέπουν, δεν ακούνε·
που αν τον ακλούθααν, λογικά κι ευγενικά θα ζούσαν.
Μα αυτοί, οι ανόητοι, στο κακό χιμούν, καθένας σε άλλο·
τούτοι τη δόξα κυνηγούν -μαύρο κυνήγι-, εκείνοι
χωρίς μια στάλα συστολή στα κέρδη έχουν το νου τους
κι άλλοι στην καλοπέραση, στις ηδονές της σάρκας.
Πασκίζουν ανειρήνευτα, μια δω μια κει, και φτάνουν
σε τέρμα αντίθετο εντελώς, απ᾽ ό,τι πεθυμούσαν.
Δία των νεφών, των κεραυνών, Δία δωρητή των πάντων,
φύλαε τον κόσμο απ᾽ τη φριχτήν ανεγνωμιά· πατέρα,
σκόρπα την πέρ᾽ απ᾽ τις ψυχές, και κάμε νά ᾽βρουν όλοι
το νου, που δίκια εσύ μ᾽ αυτόν τα πάντα τιμονεύεις.
Έτσι, τιμώντας μας, κι εσύ τιμή από μας θα λάβεις:
θα υμνούμε αιώνια τα έργα σου, σαν που οι θνητοί χρωστούνε·
προνόμιο ανώτερο απ᾽ αυτό θνητοί ή θεοί δεν έχουν:
κατά το δίκιο ν᾽ ανυμνούν το νόμο τον παγκόσμιο.
Το πρωτότυπο κείμενο
κύδιστ᾽ ἀθανάτων, πολυώνυμε παγκρατὲς αἰεί,
Ζεῦ, φύσεως ἀρχηγέ, νόμου μετὰ πάντα κυβερνῶν,
χαῖρε· σὲ γὰρ καὶ πᾶσι θέμις θνητοῖσι προσαυδᾶν.
ἐκ σοῦ γὰρ γενόμεσθα, θεοῦ μίμημα λαχόντες
μοῦνοι, ὅσα ζώει τε καὶ ἕρπει θνήτ᾽ ἐπὶ γαῖαν·
τῷ σε καθυμνήσω, καὶ σὸν κράτος αἰὲν ἀείσω.
σοὶ δὴ πᾶς ὅδε κόσμος ἑλισσόμενος περὶ γαῖαν
πείθεται ᾗ κεν ἄγῃς, καὶ ἑκὼν ὑπὸ σεῖο κρατεῖται·
τοῖον ἔχεις ὑποεργὸν ἀνικήτοις ἐνὶ χερσὶν
ἀμφήκη πυρόεντ᾽ αἰειζώοντα κεραυνόν·
τοῦ γὰρ ὑπὸ πληγῇς φύσεως πάντ᾽ ἔργα βέβηκεν,
ᾧ σὺ κατευθύνεις κοινὸν λόγον, ὃς διὰ πάντων
φοιτᾷ μιγνύμενος μεγάλῳ μικροῖς τε φάεσσιν ***
{ὡς τόσσος γεγαὼς ὕπατος βασιλεὺς διὰ παντός.}
οὐδέ τι γίγνεται ἔργον ἐπὶ χθονὶ σοῦ δίχα, δαῖμον,
οὔτε κατ᾽ αἰθέριον θεῖον πόλον, οὔτ᾽ ἐνὶ πόντῳ,
πλὴν ὁπόσα ῥέζουσι κακοὶ σφετέραισιν ἀνοίαις.
ἀλλὰ σὺ καὶ τὰ περισσὰ ἐπίστασαι ἄρτια θεῖναι,
καὶ κοσμεῖν τἄκοσμα, καὶ οὐ φίλα σοὶ φίλα ἐστίν.
ὧδε γὰρ εἰς ἓν πάντα συνήρμοκας ἐσθλὰ κακοῖσιν,
ὥσθ᾽ ἕνα γίγνεσθαι πάντων λόγον αἰὲν ἐόντα,
ὃν φεύγοντες ἐῶσιν ὅσοι θνητῶν κακοί εἰσιν,
δύσμοροι, οἵ τ᾽ ἀγαθῶν μὲν ἀεὶ κτῆσιν ποθέοντες
οὔτ᾽ ἐσορῶσι θεοῦ κοινὸν νόμον οὔτε κλύουσιν,
ᾧ κεν πειθόμενοι σὺν νῷ βίον ἐσθλὸν ἔχοιεν·
αὐτοὶ δ᾽ αὖθ᾽ ὁρμῶσιν ἄνοι κακὸν ἄλλος ἐπ᾽ ἄλλο,
οἳ μὲν ὑπὲρ δόξης σπουδὴν δυσέριστον ἔχοντες,
οἳ δ᾽ ἐπὶ κερδοσύνας τετραμμένοι οὐδενὶ κόσμῳ
ἄλλοι δ᾽ εἰς ἄνεσιν καὶ σώματος ἡδέα ἔργα
...ἐπ᾽ ἄλλοτε δ᾽ ἄλλα φέροντα,
σπεύδοντες μάλα πάμπαν ἐναντία τῶνδε γενέσθαι.
ἀλλὰ Ζεῦ πάνδωρε κελαινεφὲς ἀργικέραυνε,
ἀνθρώπους ῥύου ‹μὲν› ἀπειροσύνης ἀπὸ λυγρῆς,
ἣν σύ, πάτερ, σκέδασον ψυχῆς ἄπο, δὸς δὲ κυρῆσαι
γνώμης, ᾗ πίσυνος σὺ δίκης μέτα πάντα κυβερνᾷς,
ὄφρ᾽ ἂν τιμηθέντες ἀμειβώμεσθά σε τιμῇ,
ὑμνοῦντες τὰ σὰ ἔργα διηνεκές, ὡς ἐπέοικε
θνητὸν ἐόντ᾽, ἐπεὶ οὔτε βροτοῖς γέρας ἄλλο τι μεῖζον
οὔτε θεοῖς, ἢ κοινὸν ἀεὶ νόμον ἐν δίκῃ ὑμνεῖν.
Κλεάνθης (στωικός φιλόσοφος, 330 - 232 πχ)
mythiki-anazitisi
logioshermes
αρχή της πλάσης, που όλα εσύ τα κυβερνάς με νόμο,
ω Δία, σε χαιρετώ· γιατί κάθε θνητός εσένα
είναι σωστό ναπροσφωνεί· βαστούμε απ᾽ τη γενιά σου·
απ᾽ όσα πλάσματα στη γη ζουν και σαλεύουν, μόνοι
εμείς είμαστε ομοίωμα του σύμπαντος· για τούτο
σε υμνώ, γι᾽ αυτό θα τραγουδώ τη δύναμή σου πάντα Ναι, ο κόσμος όλος, ως γυρνά γύρω απ᾽ τη γη, ακλουθάει
τους ορισμούς σου, πρόθυμα στην εξουσία σου σκύβει·
αλλά κρατάς κι ένα βοηθό στ᾽ ανίκητά σου χέρια,
το κοφτερό, πάντ᾽ άγρυπνο, φλογάτο αστροπελέκι
πέφτει, χτυπάκαι τρέμουνε τα πάντα μες στην πλάση.
Με αυτό καθοδηγείς το νου, που τρέχει μέσα σε όλα,
που σμίγει -φως- και με μικρά και με μεγάλα φώτα
και που η πνοή του διαπερνά του κόσμου βάθη και ύψη.
Έτσι των όλων βασιλιάς ανώτατος εσύ ᾽σαι,
δίχως εσέ, ω θεέ, στη γη δε γίνεται έργο ούτ᾽ ένα
ούτε στο πέλαγο ή ψηλά μέσα στο θείον αιθέρα,
έξω όσα κάνουν οι κακοί μες στην ανεμυαλιά τους.
Ολοκληρώνεις τα λειψά, σε τάξη βάζεις και όσα
δεν έχουνε, για σε αρεστά και τα δυσάρεστα είναι.
Γιατί όλα εσύ, καλά ή κακά, τα ᾽σμιξες έτσι σε ένα,
ώστε ένα αιώνιο νόημα να υπάρχει για όλα· όσοι είναι
κακοί θνητοί, το διώχνουνε, ζητούν να το ξεφύγουν·
τρελοί, που, ενώ αγαθά ποθούνε πάντα ν᾽ αποχτήσουν,
του θεού το νόμο τον κοινό δε βλέπουν, δεν ακούνε·
που αν τον ακλούθααν, λογικά κι ευγενικά θα ζούσαν.
Μα αυτοί, οι ανόητοι, στο κακό χιμούν, καθένας σε άλλο·
τούτοι τη δόξα κυνηγούν -μαύρο κυνήγι-, εκείνοι
χωρίς μια στάλα συστολή στα κέρδη έχουν το νου τους
κι άλλοι στην καλοπέραση, στις ηδονές της σάρκας.
Πασκίζουν ανειρήνευτα, μια δω μια κει, και φτάνουν
σε τέρμα αντίθετο εντελώς, απ᾽ ό,τι πεθυμούσαν.
Δία των νεφών, των κεραυνών, Δία δωρητή των πάντων,
φύλαε τον κόσμο απ᾽ τη φριχτήν ανεγνωμιά· πατέρα,
σκόρπα την πέρ᾽ απ᾽ τις ψυχές, και κάμε νά ᾽βρουν όλοι
το νου, που δίκια εσύ μ᾽ αυτόν τα πάντα τιμονεύεις.
Έτσι, τιμώντας μας, κι εσύ τιμή από μας θα λάβεις:
θα υμνούμε αιώνια τα έργα σου, σαν που οι θνητοί χρωστούνε·
προνόμιο ανώτερο απ᾽ αυτό θνητοί ή θεοί δεν έχουν:
κατά το δίκιο ν᾽ ανυμνούν το νόμο τον παγκόσμιο.
Το πρωτότυπο κείμενο
κύδιστ᾽ ἀθανάτων, πολυώνυμε παγκρατὲς αἰεί,
Ζεῦ, φύσεως ἀρχηγέ, νόμου μετὰ πάντα κυβερνῶν,
χαῖρε· σὲ γὰρ καὶ πᾶσι θέμις θνητοῖσι προσαυδᾶν.
ἐκ σοῦ γὰρ γενόμεσθα, θεοῦ μίμημα λαχόντες
μοῦνοι, ὅσα ζώει τε καὶ ἕρπει θνήτ᾽ ἐπὶ γαῖαν·
τῷ σε καθυμνήσω, καὶ σὸν κράτος αἰὲν ἀείσω.
σοὶ δὴ πᾶς ὅδε κόσμος ἑλισσόμενος περὶ γαῖαν
πείθεται ᾗ κεν ἄγῃς, καὶ ἑκὼν ὑπὸ σεῖο κρατεῖται·
τοῖον ἔχεις ὑποεργὸν ἀνικήτοις ἐνὶ χερσὶν
ἀμφήκη πυρόεντ᾽ αἰειζώοντα κεραυνόν·
τοῦ γὰρ ὑπὸ πληγῇς φύσεως πάντ᾽ ἔργα βέβηκεν,
ᾧ σὺ κατευθύνεις κοινὸν λόγον, ὃς διὰ πάντων
φοιτᾷ μιγνύμενος μεγάλῳ μικροῖς τε φάεσσιν ***
{ὡς τόσσος γεγαὼς ὕπατος βασιλεὺς διὰ παντός.}
οὐδέ τι γίγνεται ἔργον ἐπὶ χθονὶ σοῦ δίχα, δαῖμον,
οὔτε κατ᾽ αἰθέριον θεῖον πόλον, οὔτ᾽ ἐνὶ πόντῳ,
πλὴν ὁπόσα ῥέζουσι κακοὶ σφετέραισιν ἀνοίαις.
ἀλλὰ σὺ καὶ τὰ περισσὰ ἐπίστασαι ἄρτια θεῖναι,
καὶ κοσμεῖν τἄκοσμα, καὶ οὐ φίλα σοὶ φίλα ἐστίν.
ὧδε γὰρ εἰς ἓν πάντα συνήρμοκας ἐσθλὰ κακοῖσιν,
ὥσθ᾽ ἕνα γίγνεσθαι πάντων λόγον αἰὲν ἐόντα,
ὃν φεύγοντες ἐῶσιν ὅσοι θνητῶν κακοί εἰσιν,
δύσμοροι, οἵ τ᾽ ἀγαθῶν μὲν ἀεὶ κτῆσιν ποθέοντες
οὔτ᾽ ἐσορῶσι θεοῦ κοινὸν νόμον οὔτε κλύουσιν,
ᾧ κεν πειθόμενοι σὺν νῷ βίον ἐσθλὸν ἔχοιεν·
αὐτοὶ δ᾽ αὖθ᾽ ὁρμῶσιν ἄνοι κακὸν ἄλλος ἐπ᾽ ἄλλο,
οἳ μὲν ὑπὲρ δόξης σπουδὴν δυσέριστον ἔχοντες,
οἳ δ᾽ ἐπὶ κερδοσύνας τετραμμένοι οὐδενὶ κόσμῳ
ἄλλοι δ᾽ εἰς ἄνεσιν καὶ σώματος ἡδέα ἔργα
...ἐπ᾽ ἄλλοτε δ᾽ ἄλλα φέροντα,
σπεύδοντες μάλα πάμπαν ἐναντία τῶνδε γενέσθαι.
ἀλλὰ Ζεῦ πάνδωρε κελαινεφὲς ἀργικέραυνε,
ἀνθρώπους ῥύου ‹μὲν› ἀπειροσύνης ἀπὸ λυγρῆς,
ἣν σύ, πάτερ, σκέδασον ψυχῆς ἄπο, δὸς δὲ κυρῆσαι
γνώμης, ᾗ πίσυνος σὺ δίκης μέτα πάντα κυβερνᾷς,
ὄφρ᾽ ἂν τιμηθέντες ἀμειβώμεσθά σε τιμῇ,
ὑμνοῦντες τὰ σὰ ἔργα διηνεκές, ὡς ἐπέοικε
θνητὸν ἐόντ᾽, ἐπεὶ οὔτε βροτοῖς γέρας ἄλλο τι μεῖζον
οὔτε θεοῖς, ἢ κοινὸν ἀεὶ νόμον ἐν δίκῃ ὑμνεῖν.
Κλεάνθης (στωικός φιλόσοφος, 330 - 232 πχ)
mythiki-anazitisi
logioshermes
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ένταση έξω από τη ΓΑΔΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ