2013-09-21 19:46:03
Φωτογραφία για «Εγώ ξεριζώθηκα με την ανταλλαγή...»
του Μανόλη Παντινάκη

Από τα σημαντικότερα γεγονότα χαρακτηρίζεται στο Ηράκλειο η έκθεση φωτογραφίας του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων, που αναφέρεται σε σπάνιο υλικό από την εγκατάσταση των προσφύγων στην Κρήτη και στην Αττική. Πρόκειται για... μια εξαιρετική έκθεση που έρχεται 91 χρόνια μετά, να ανασύρει μνήμες από «την Καταστροφή των αιώνων», όπως χαρακτήρισε την Μικρασιατική Καταστροφή ο προϊστάμενος της Βικελαίας Βιβλιοθήκης Ηρακλείου Δημήτρης Σάββας. Την εκδήλωση μνήμης στην αίθουσα της Βασιλικής του Αγίου Μάρκου που θα διαρκέσει έως τις 26 Σεπτεμβρίου, συνδιοργανώνουν η Περιφερειακή Ενότητα Ηρακλείου της Περιφέρειας Κρήτης και ο Δήμος Ηρακλείου Στο πλαίσιο του εξαιρετικού γεγονότος, το MadeinCreta, αντί άλλου αφιερώματος, φιλοξενεί σήμερα σημαντικό μέρος της μαρτυρίας του Καντεμλή Σαρόγλου, που από τα βάθη της μικρασιατικής γης την Αξό Ικονίου, το Χασέκουι στα τουρκικά, βρέθηκε με την ανταλλαγή των πληθυσμών στο Πανόραμα Ηρακλείου, εκεί που ρίζωσαν και εκατοντάδες άλλες οικογένειες προσφύγων. Η καταγραφή της αφήγησης του έγινε πριν δέκα χρόνια περίπου στο σπίτι του όταν ο ίδιος βρίσκονταν σε προχωρημένη ηλικία…


Στα ελληνικά, εξήγησε από την αρχή, το όνομα Καντεμλής σημαίνει Ευτύχιος, όμως «έτσι είναι γραμμένος στα χαρτιά» και γεννήθηκε το 1908 από τον Γεώργιο και την Δέσποινα, το γένος Γκενζ αγά «ελληνικά Γενιτσαρίδη». Το χωριό του «έβγαζε τρεις προέδρους», στον Κάτω Μαχαλά, στον Μέσα Μαχαλά και στον Πάνω Μαχαλά και ήταν «ας πούμε σαν συνοικίες, αλλά ήταν κολλημένες». Θυμάται χωριανούς «τον Ανέστη το Βελή, και τα αδέλφια Γιρίκ» και συμμαθητές στο σχολείο «τον Τρύφωνα Τσάκα, τον Μηνά Ιακωβίδη και τον Θωμά Θωμαΐδη».

ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ…

Βρέθηκε στην Κρήτη μετά από κάποιες… στάσεις σε πόλεις και χωριά και αφού επιτροπή έκανε εκτίμηση της περιουσίας που άφηνε. Τότε, «απ’ το χωριό μας όταν μας βγάλανε απ’ το τελευταίο σπίτι οι Τούρκοι, φύγαμε και πήγαμε στο Νίγδη και κάναμε ‘κει πέρα τρεις μήνες. Ήρθε η επιτροπή κι έγραψε τις περιουσίες και πόσες χρυσές λίρες κάνανε…». Ξεκαθαρίζει, ωστόσο, από την αρχή ότι«εμάς δε μας διώξανε οι Τούρκοι», αλλά, «φύγαμε με την ανταλλαή» και θυμάται σε ηλικία τότε 14 χρόνων, στον πόλεμο το ’22, ότι «βάζαν τ’ αυτιά τους στο έδαφος οι μεγάλοι κι ακούανε τσι βομβαρδισμοί, τσι μπόμπες».

Αναπολεί με νοσταλγία το σπίτι τους, που «ήταν ωραίο σπίτι, το είχε χτίσει ο πατέρας μου, είχε κάμει οντά, μισαφίροντα που λένε, είδαν πως είναι ωραίο το σπίτι και μας βγάλαν ‘μας και πήγαμε στου γαμπρού μου στο Γεώργιο Βελίδη». Ήλθε ύστερα «μια άλλη παρτίδα Τούρκων», ζήτησαν να φύγουν και από εκεί και «πήαμε σ’ ένα σπίτι στου Χουσάν», όπου έμειναν με άλλες δυο με τρεις οικογένειες…

Η περιπέτεια για τη νέα πατρίδα έχει όμως και συνέχεια! Πρώτος σταθμός η Αλβανία κι ύστερα η Πάργα, ο Καρβουνιάρης και η Παραμυθιά και ακολούθως«συγγενείς μας πήρανε ‘μας και τον Τσάκα και μας έβγαλε και μας έφερε ‘δω στην Κρήτη». Η φουρνιά των προσφύγων βρέθηκε στο Ρέθυμνο και «στο Ρέθυμνο πήαμε μ’ ένα βαπόρι και σ’ ‘ένα σκολειό τι ήτανε δεν ξέρω(!), κάτσαμε ‘κει και ύστερα βρήκαμε σπίτι και κάτσαμε στη Φορτέτζα, σ’ ένα τούρκικο σπίτι».

Όμως, γρήγορα κατάλαβαν ότι ο τόπος «δεν τους σήκωνε», οδηγοί πήγαν στη Μεσαρά, ερεύνησαν και διαπίστωσαν ότι η περιοχή μπορεί να τους ζήσει. «Μας έφερε καράβι απ’ το Ρέθυμνο στο Ηράκλειο», συνεχίζει την εξιστόρηση, «κάτσαμε στον Άη Κωνσταντίνο μερικές μέρες κι από ‘κει έπιασε ο καθένας και πήε όπου ήθελε. Εμείς ήρθαμε στο Πανόραμα. Δεν ηρχούνταν δρόμος μέχρι εδώ και μέχρι τις Μελέσες ήταν αμαξωτός. Ήρθαμε με τον πατέρα μου, τη μάνα μου, τα’ αδέλφια μου εκτός απ’ τη Δέσποινα που έφυγε με τον άντρα της στη Μακεδονία. Ήταν παντρεμένη στη Μικρασία μ’ ένα Παντελή Παπαδόπουλο δάσκαλο. Η άλλη μου αδελφή η Κυριακούλα ήτανε παντρεμένη με τον Γεώργιο Βελίδη και εγώ και η Ελευθερία η άλλη μου αδελφή παντρευτήκαμε εδώ στο Πανόραμα. Σε μια μέρα κάναμε κι οι δυο τους γάμους μας. Η Ελευθερία παντρεύτηκε τον Θοδωρή τον Αχίνα…»

ΤΑ ΓΟΥΡΝΙΑ ΜΕΤΟΝΟΜΑΣΤΗΚΑΝ ΠΑΝΟΡΑΜΑ

Το πρώτο όνομα που συνάντησαν οι πρόσφυγες στο Πανόραμα ήταν Γουρνιά και ήταν αμιγώς τουρκοχώρι. Όταν όμως πήγαν το είδαν άδειο. Οι Τούρκοι είχαν φύγει και όσοι βρήκαν σπίτια κάθισαν. Άρχισαν ύστερα τα δύσκολα και «ούτε ψωμί δεν βρίσκαμε να φάμε». Ο Σαρόγλου αναζήτησε μεροκάματο στο Ηράκλειο «στσι λεμονάδες και στ’ αναψυκτικά» και εργάστηκε «στον Ραπίδη και στον Λάζο που ήταν μπατζανάκηδες και έβγαζαν τα αναψυκτικά στο Βαλιδέ Τζαμί».

Γύρισε στο Πανόραμα, παντρεύτηκε την πατριώτισσά του Βαρβάρα Σισμανίδη και ασχολήθηκε με γεωργικές δουλειές. «Νομίζεις», ρωτάει «ότι μέχρι την κατοχή υπήρχε τίποτα εδώ; Μετά την κατοχή γινήκαν όλα. Δέντρο δεν υπήρχε, αγριάδες ήταν, καλαμιές ήταν! Βρήκαμε καμιά εικοσαριά-εικοσιπέντε τούρκικα σπίτια όταν ήρθαμε. Εμείς ήρθαμε δυο φορές, μπορεί να ‘ρθαμε εικοσιπέντε οικογένειες όλες κι όλες!»

Όμως η πατρίδα τον πληγώνει! «Μακάρι να γινόταν να γυρίσω στην πατρίδα», λέει. «Πιο καλά ήταν εκεί, δεν πήγα να τη δω από τότε που έφυγα και έπρεπε να πάω. Στο Πανόραμα ήταν όλο αγριάδα, είχα πρόβατα ‘ γω ‘δω πέρα και τα ενοικίαζα όλα απέναντι και τα παιδιά μου έζησαν με τα μεροκάματα που έκανα. Μας πήρανε με την αναταλλαή στη Μικρασία τα καλύτερα χωράφια και μας δώκανε από δυο-τρία στρέμματα στην αρχή και αυτά τα πληρώσαμε! Πλήρωσα δυο-τρείς δόσεις και άμα ήλθε ο Σβώλος τα ξεκαθάρισε. Αν έλειπε ακόμα θα χρωστούσα!

»Χωράφια ‘κει πέρα, όχι τέτοια! Κάμποι ολόκληροι, ανοίγεις ένα λάκκο ‘κει πέρα τρία μέτρα στο βάθος και βγαίνει νερό και εδώ γυρεύουν νερό και δεν βρίσκουνε. Φέραμε τ’ αμπέλια, δεν υπήρχαν εδώ τα σουλτανιά, είχαν κρασάμπελα και οι πρόσφυγοι φέραν το σουλτανί εδώ. Φέραμε τη μαγειρική της πατρίδας εδώ και στην αρχή τη φέρανε όλοι και δεν ταίριαζε η ντόπια με τη προσφυγική παλιά, αλλά τώρα ταιριάζει. Οι Μικρασιάτες έχουν πιο βαριά κουζίνα, βάζαμε πολλά μπαχαρικά…»

ΕΜΕΙΝΕ ΕΝΑΣ ΤΟΥΡΚΟΣ…

Ένας από τους Τούρκους που έφυγαν με την ανταλλαγή των πληθυσμών, παρέμεινε στο Πανόραμα και αυτός, όπως αποκαλύπτει ο Σαρόγλου, ήταν ο Αλή Κανταϊμάκης, που βαφτίστηκε χριστιανός. «Έμεινε εδώ ένας Τούρκος», θα πει, «τον λέγανε Αλή Κανταϊμάκη, βαφτίστηκε κι έγινε Λευτέρης Ζαχαριουδάκης και πέθανε στα τέλη της δεκαετίας του ’90. Αυτός δεν ήξερε τούρκικα, εγώ καταλαβαίνω μερικά, αλλά εδώ δεν τα μιλάμε…»

Για τον ξεριζωμό διατυπώνει τη δική του άποψη: «Όλοι έχουν ευθύνη! Υπάρχουν ορισμένοι μεγάλοι και κάνουν τον κόσμο άνω-κάτω. Τι ήθελε ο Μπους να πάει να σκοτώσει τόσο λαό; Τι ήθελε ο Χίτλερ; Καταλάβανε πράμα; Δεν υπάρχει αγάπη στον κόσμο. Ο Βενιζέλος, πραγματικώς Βενιζέλος, είπε να σταματήσουν εκεί που πήγαν και αν σταματούσαν η Μικρασία θα ήταν η μισή ελληνική…»

madeincreta.gr
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ