2013-09-28 07:00:09
Γράφει ο Ερανιστής
Ο εκσυγχρονισμός του πολεμικού ναυτικού των Ελλήνων κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού Αγώνα ήταν εξαιρετικά επείγουσα υπόθεση, αν και ελάχιστοι υποστήριξαν τότε ρητά τέτοιες απόψεις. Η δεδομένη ναυτοσύνη, τα στρατηγήματα και η παλικαριά των εμπειροπόλεμων πληρωμάτων φάνηκε πως δεν ήταν αρκετά για έναν μακροχρόνιο πόλεμο απέναντι σε έναν αντίπαλο που είχε τη δυνατότητα να ανανεώνει σχετικά εύκολα το στόλο του. Ούτε μπορούσαν να συγκριθούν τα ηρωικά μπρίκια των Ψαρών, των Σπετσών και της Ύδρας με τα ατμοκίνητα πολεμικά, οπλισμένα με τηλεβόλα όπλα, που άρχιζαν ήδη να ναυπηγούνται για λογαριασμό της Πύλης, με επίβλεψη ξένων ειδικών. Οι απώλειες των Ελλήνων σε πλοία ουσιαστικά δεν αναπληρώνονταν.
Εκ των υστέρων, διαπιστώνουμε ότι αν το ναυτικό των Ελλήνων διέθετε δύναμη πυρός τελευταίας τεχνολογίας, δεν θα κυκλοφορούσε ούτε τούρκικη βαρκούλα στο Αιγαίο, σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα
. Η περιβόητη μέθοδος των πυρπολικών, όσο εντυπωσιακή κι αν φαινόταν, ήταν παντελώς ακατάλληλη για εκτεταμένες ναυτικές επιχειρήσεις. Για να κερδηθεί έτσι η κυριαρχία στη θάλασσα, θα χρειάζονταν χίλιοι Κανάρηδες και άλλοι τόσοι μπουνταλάδες και άπειροι Τούρκοι πλοίαρχοι. Η περίπτωση της Καρτερίας, ενός ατμόπλοιου με καπετάνιο τον σπουδαίο φιλλέληνα Άστιγξ, απέδειξε ότι οι Έλληνες ναύτες μπορούσαν να εκπαιδευτούν εύκολα και γρήγορα στη χρήση 68λιτρων πυρακτωμένων βολών, με καταστροφικά αποτελέσματα. Η πειθαρχία στην Καρτερία ήταν υποδειγματική και το πλιάτσικο πράξη αδιανόητη. Οι γραπτές εισηγήσεις – κυρίως ξένων φιλελλήνων αξιωματικών και του ίδιου του Άστιγκα – δεν εισακούστηκαν και από τα λίγα σκάφη που επρόκειτο να ναυπηγηθούν ελάχιστα παραδόθηκαν σωστά και στο χρόνο τους. Μόνον ένα σκάφος κατάφερε να καταπλεύσει, η «Καρτερία, το φθινόπωρο του 1826, άλλα δυο έφτασαν στο 1827 και τα άλλα τρία διαλύθηκαν για παλιοσίδερα στα ναυπηγεία του Λονδίνου.
Τα ναυτικά πληρώματα – μαθημένα στην πειρατεία – συχνά δεν γνώριζαν την έννοια της υπακοής σε στρατιωτικούς ανωτέρους. Ο Μιαούλης, ο Κανάρης και άλλοι ανδρείοι και έντιμοι θαλασσινοί ήταν σχεδόν αδύνατο να επιβληθούν στα εμπειροπόλεμα αλλά απείθαρχα πλήθη των ναυτών. Επιχειρήσεις κρισιμότατες για την τύχη του επαναστατικού πολέμου ματαιώνονταν εξαιτίας της αισχροκέρδειας των πλοιοκτητών. Η πτώση του ηρωικού Μεσολογγίου και η τραγωδία στη Χίο είναι ενδεικτικά αποτελέσματα του κλίματος διάλυσης που επικρατούσε συχνά στα λίγο πολύ άτακτα στρατιωτικά σώματα των Ελλήνων επαναστατών. Χωρίς περιστροφές, ο ιστορικός και εθελοντής φιλλέληνας Φίνλεϊ γράφει ότι πολύ κακώς ο Μιαούλης δεν εφάρμοζε την διαδεδομένη ποινή των παρά μία τεσσαράκοντα, δεν τιμωρούσε δηλαδή δια μαστιγώσεως τους ανυπότακτους αρβανίτες ναύτες. Οι ανταρσίες των πληρωμάτων έγιναν αιτία μεγάλων συμφορών για τους επαναστάτες, σε όλα τα επίπεδα.
Όπως και να ‘χει το πράγμα, στα 1826, εστάλη στην Αμερική ένας Γάλλος στρατηγός του ιππικού ονομαζόμενος Παλεμάν, ο οποίος, αν και δε χαμπάριαζε τίποτα από από ναυτική τέχνη, ανέλαβε να παραγγείλει δυο φρεγάτες για λογαριασμό της Ελληνικής κυβέρνησης, του Κουντουριώτη και της παρέας του δηλαδή. Η τιμή των πολεμικών πλοίων ορίστηκε σκανδαλωδώς στις 160.000 λίρες, οι δε ληστρικοί οίκοι που ανέλαβαν την κατασκευή τους απαίτησαν εν ψυχρώ τα διπλά και με πολλές καθυστερήσεις άρχισαν να ετοιμάζουν τα πλοία. Επειδή μάλιστα ο ένας πήγαινε για φούντο, οι αντιπρόσωποι Παλεμάν και Κοντόσταυλος αρκέστηκαν να παραλάβουν μόνο τη μια φρεγάτα, που ονομάστηκε «Ελλάς» και κατέπλευσε στην Ελλάδα στα τέλη του 1826. Αμέσως μετά την επίσημη πρόσληψη του ναυάρχου Κόχραν, ανέβηκαν οι χρηματιστηριακές τιμές των ελληνικών χρεογράφων στο Λονδίνο και κερδοσκόπησαν οι γνωστοί έμποροι Ρίκορντ. Ο μεγάλος εκείνος θαλασσόλυκος, γράφει ο Μπαρτόλδυ, τσέπωσε 37.000 λίρες και κλείστηκαν γι’ αυτόν σ’ ένα ναυπηγείο αντί υπερόγκων τιμών έξι συφοριασμένα και βραδυκίνητα ατμόπλοιο, που τάχε παραγγείλει η Αιγυπτιακή κυβέρνηση και αρνήθηκε να τα παραλάβει εξ αιτίας της κακής κατασκευής τους. Υποβρύχια να γέρνουν και άρματα χωρίς ανταλλακτικά δεν είχαμε ακόμα, ωστόσο τις ιστορικές αναλογίες με το σήμερα μπορεί να τις κάνει ο καθένας. Ο Μπαρτόλδυ αναφέρει ακόμη ότι ”περισσότερο το όνομα του Μπάιρον, παρά κάθε άλλη εγγύηση, όπως ο λόγος της κυβερνήσεως και η υποθήκευση των εθνικών κτημάτων, των τελωνείων, αλυκών και ιχθυοτροφείων, είχε κάνει τους Άγγλους ν’ ανοίξουν το πουγγί τους”. Όπως είναι γνωστό, οι λίρες των δανείων πυροδότησαν εμφύλιες διαμάχες μεγάλης έκτασης και τελικά μάλλον ζημιά έφεραν στον επαναστατικό Αγώνα των Ελλήνων. Ντόπιοι και ξένοι πλούτισαν σε βάρος της πατρίδας, ενώ η Επανάσταση κινδύνευε θανάσιμα ανά πάσα στιγμή από τις δυνάμεις του Σουλτάνου.
Tα αγγλικά δάνεια
Κείμενο: Καρλ Μέντελσον Μπαρτόλντυ
Φοβερή αδράνεια επικρατούσε στην κυβέρνηση περί την εκτέλεση τον εθνικού καθήκοντος. Οι προπαρασκευές κατά των Τούρκων και Αιγυπτίων γίνονταν τόσο νωχελικά σα να ήταν ο πόλεμος ψεύτικος. Και όμως στη διάθεση της είχε ασφαλείς και τακτικούς πόρους που οι προκάτοχές της κυβερνήσεις στερούνταν. Το αποφασισμένο από τη δεύτερη εθνική συνέλευση δάνειο είχε επιτευχθεί στο Λονδίνο στις αρχές του 1824. Περισσότερο το όνομα του Μπάιρον, παρά κάθε άλλη εγγύηση, όπως ο λόγος της κυβερνήσεως και η υποθήκευση των εθνικών κτημάτων, των τελωνείων, αλυκών και ιχθυοτροφείων, είχε κάνει τους Άγγλους ν’ ανοίξουν το πουγγί τους. Τους Έλληνες απεσταλμένους στο Λονδίνο για το δάνειο Ορλάνδο και Λουριώτη βοήθησε την άνοιξη του 1824 η ευνοϊκή, σύμπτωση, ότι την εποχή εκείνη συγκινούσε τον εμπορικό κόσμο της Αγγλίας ο πόθος υπερπόντιων επιχειρήσεων. Το δάνειο υπογράφηκε στην κατοικία του λόρδου δημάρχου με τον εμπορικό οίκο Ρίκορντ, ύστερα από ένα πλούσιο τραπέζι, στο οποίο παρευρίσκονταν ο δούκας του Σώσεξ και η αντιπολίτευση, είχε δε ονομαστική αξία 800.000 λιρών στερλινών.
Ένα δεύτερο δάνειο, που εγκρίθηκε στις αρχές του 1825 έδωσε στην κυβέρνηση Κουντουριώτη 2.000.000 λίρες. Από τα χρήματα αυτά λίγα έφτασαν στην Ελλάδα. Οι δυο έλληνες αντιπρόσωποι έπεσαν στα νύχια των εγγλέζων σαράφηδων που κατάφεραν να τους ξεγελάσουν. Τα δάνεια συμφωνήθηκαν προς 59% και 55,5 % και στα χέρια των Ελλήνων έφτασαν από μεν το πρώτο κάπου 300.000 λίρες και από το δεύτερο κάπου 600.000.Τα υπόλοιπα κρατήθηκαν σαν μεσιτικά, προμήθεια, τόκοι, χρεωλύσιο, και όπως αλλιώς ονομάζονται συνήθως τα άτιμα μέσα με τα οποία οι τραπεζίτες καλύπτουν τα κέρδη τους και εκμεταλλεύονται την αμάθεια του πλήθους. Ανάγκη υπήρξε ακόμα να μοιραστούν δώρα σε φίλους της Ελλάδος που πρόσφεραν σπουδαίες υπηρεσίες, να κρατηθούν οδοιπορικά, ναύλοι και να πληρωθούν εφημερίδες.
Ο Ανδρέας Μιαούλης στο πλοίο "Κως" Peter von Hess, 1824Ο λόρδος Κόχραν προσλήφθηκε ναύαρχος των Ελλήνων με μισθό. Και μόνη η πρόσληψη του, επειδή είχε πολεμικές περγαμηνές στη Βραζιλία, έφτασε για να υψωθούν οι τιμές των ελληνικών χρεογράφων και να κερδοσκοπήσουν οι Ρίκορντ.
Υπετίθετο ότι ο Κόχραν με ένα μικρό ατμοκίνητο θα συνέτριβε τον τουρκικό στόλο, θα βομβάρδιζε την Κωνσταντινούπολη και θα έκανε περιττή κάθε πολεμική ενέργεια των Ελλήνων.
Ο μεγάλος εκείνος θαλασσόλυκος τσέπωσε 37.000 λίρες και κλείστηκαν γι’ αυτόν σ’ ένα ναυπηγείο αντί υπερόγκων τιμών έξι συφοριασμένα και βραδυκίνητα ατμόπλοιο, που τάχε παραγγείλει η Αιγυπτιακή κυβέρνηση και αρνήθηκε να τα παραλάβει εξ αιτίας της κακής κατασκευής τους. Με τα έξι αυτά σαπιοκάραβα επρόκειτο να βυθιστεί ο τουρκικός στόλος!
Οι τιμές που συμφωνήθηκαν ήταν 130.000 λίρες, με τον όρο να βρίσκονται στην Ελλάδα στα τέλη του 1825. Όμως ένα μόνο κατάφερε να καταπλεύσει, η «Καρτερία, το φθινόπωρο του 1826, άλλα δυο έφτασαν στο 1827 και τα τρία τα υπόλοιπα διαλύθηκαν για παλιοσίδερα στα ναυπηγεία του Λονδίνου. Ο μέγας στόλαρχος Κόχραν μόλις την άνοιξη του 1827 κατάφερε να φτάσει στην Ελλάδα.
Εκτός τούτου στάλθηκε στην Αμερική ένας Γάλλος στρατηγός του ιππικού ονομαζόμενος Παλεμάν ο οποίος αν και είχε μεσάνυχτα από ναυτική τέχνη, έλαβε εντολή, αφού πληρώθηκε αδρότατα, να παραγγείλει εκεί δυο φρεγάτες για λογαριασμό της Ελληνικής κυβερνήσεως. Αν και η τιμή τους ορίστηκε σε 160.000 λίρες, οι ληστρικοί οίκοι που ανέλαβαν την κατασκευή τους απαίτησαν τα διπλά κι έτσι βραδύτατα άρχισαν να ετοιμάζουν τα πλοία. Επειδή μάλιστα ο ένας οίκος κινδύνευε να χρεωκοπήσει οι αντιπρόσωποι Παλεμάν και Κοντόσταυλος ευχαριστήθηκαν παραλαβαίνοντας μόνο τη μια, που ονομάστηκε «Ελλάς» και κατέπλευσε στην Ελλάδα τέλη του 1826.
Αλλά ούτε και το κουτσουρεμένο υπόλοιπο των δανείων παραδόθηκε έγκαιρα και πρόθυμα στην Ελλάδα. Η πρώτη δόση του δανείου από 60.000 λίρες έμεινε στη Ζάκυνθο και δεν παραδινόταν στην Κυβέρνηση, γιατί ο Μπάϋρον. που απαιτούνταν η εντολή του είχε πια πεθάνει, η δε ιονική κυβέρνηση παρενέβαλε προσκόμματα για την εξαγωγή του. Μόλις στα τέλη του 1824 στάλθηκε από το Λονδίνο η εντολή να παραδοθεί.
Υπήρχε όμως ελπίδα ό,τι περισώθηκε από τα νύχια των τοκογλύφων να φτάσει στα χέρια του ελληνικού λαού; Ο ίδιος ο Μπάϋρον στο κρεββάτι του ψυχομαχητού του ανησυχούσε αν τα δάνεια θα έπεφταν σε καλό χέρια και φοβόταν ότι η ιδιοτέλεια ορισμένων φατριαστών παρά το έθνος θα καρπωνόταν τα χρήματα των δανείων.
Πηγή: Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Μέντελσον Μπαρτόλδυ, σελ. 139-141. Ο Καρλ Μέντελσον Μπαρτόλντυ (Karl Mendelssohn Bartholdy, 1838 Λειψία - 1897 Ελβετία) ήταν Γερμανός ιστορικός, μελετητής της νεότερης ελληνικής ιστορίας, γιος του μεγάλου μουσικούΦέλιξ Μέντελσον-Μπαρτόλντυ και αδελφός του βιομηχάνου Πάουλ Μέντελσον.
eranistis
logioshermes
Ο εκσυγχρονισμός του πολεμικού ναυτικού των Ελλήνων κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού Αγώνα ήταν εξαιρετικά επείγουσα υπόθεση, αν και ελάχιστοι υποστήριξαν τότε ρητά τέτοιες απόψεις. Η δεδομένη ναυτοσύνη, τα στρατηγήματα και η παλικαριά των εμπειροπόλεμων πληρωμάτων φάνηκε πως δεν ήταν αρκετά για έναν μακροχρόνιο πόλεμο απέναντι σε έναν αντίπαλο που είχε τη δυνατότητα να ανανεώνει σχετικά εύκολα το στόλο του. Ούτε μπορούσαν να συγκριθούν τα ηρωικά μπρίκια των Ψαρών, των Σπετσών και της Ύδρας με τα ατμοκίνητα πολεμικά, οπλισμένα με τηλεβόλα όπλα, που άρχιζαν ήδη να ναυπηγούνται για λογαριασμό της Πύλης, με επίβλεψη ξένων ειδικών. Οι απώλειες των Ελλήνων σε πλοία ουσιαστικά δεν αναπληρώνονταν.
Εκ των υστέρων, διαπιστώνουμε ότι αν το ναυτικό των Ελλήνων διέθετε δύναμη πυρός τελευταίας τεχνολογίας, δεν θα κυκλοφορούσε ούτε τούρκικη βαρκούλα στο Αιγαίο, σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα
Τα ναυτικά πληρώματα – μαθημένα στην πειρατεία – συχνά δεν γνώριζαν την έννοια της υπακοής σε στρατιωτικούς ανωτέρους. Ο Μιαούλης, ο Κανάρης και άλλοι ανδρείοι και έντιμοι θαλασσινοί ήταν σχεδόν αδύνατο να επιβληθούν στα εμπειροπόλεμα αλλά απείθαρχα πλήθη των ναυτών. Επιχειρήσεις κρισιμότατες για την τύχη του επαναστατικού πολέμου ματαιώνονταν εξαιτίας της αισχροκέρδειας των πλοιοκτητών. Η πτώση του ηρωικού Μεσολογγίου και η τραγωδία στη Χίο είναι ενδεικτικά αποτελέσματα του κλίματος διάλυσης που επικρατούσε συχνά στα λίγο πολύ άτακτα στρατιωτικά σώματα των Ελλήνων επαναστατών. Χωρίς περιστροφές, ο ιστορικός και εθελοντής φιλλέληνας Φίνλεϊ γράφει ότι πολύ κακώς ο Μιαούλης δεν εφάρμοζε την διαδεδομένη ποινή των παρά μία τεσσαράκοντα, δεν τιμωρούσε δηλαδή δια μαστιγώσεως τους ανυπότακτους αρβανίτες ναύτες. Οι ανταρσίες των πληρωμάτων έγιναν αιτία μεγάλων συμφορών για τους επαναστάτες, σε όλα τα επίπεδα.
Όπως και να ‘χει το πράγμα, στα 1826, εστάλη στην Αμερική ένας Γάλλος στρατηγός του ιππικού ονομαζόμενος Παλεμάν, ο οποίος, αν και δε χαμπάριαζε τίποτα από από ναυτική τέχνη, ανέλαβε να παραγγείλει δυο φρεγάτες για λογαριασμό της Ελληνικής κυβέρνησης, του Κουντουριώτη και της παρέας του δηλαδή. Η τιμή των πολεμικών πλοίων ορίστηκε σκανδαλωδώς στις 160.000 λίρες, οι δε ληστρικοί οίκοι που ανέλαβαν την κατασκευή τους απαίτησαν εν ψυχρώ τα διπλά και με πολλές καθυστερήσεις άρχισαν να ετοιμάζουν τα πλοία. Επειδή μάλιστα ο ένας πήγαινε για φούντο, οι αντιπρόσωποι Παλεμάν και Κοντόσταυλος αρκέστηκαν να παραλάβουν μόνο τη μια φρεγάτα, που ονομάστηκε «Ελλάς» και κατέπλευσε στην Ελλάδα στα τέλη του 1826. Αμέσως μετά την επίσημη πρόσληψη του ναυάρχου Κόχραν, ανέβηκαν οι χρηματιστηριακές τιμές των ελληνικών χρεογράφων στο Λονδίνο και κερδοσκόπησαν οι γνωστοί έμποροι Ρίκορντ. Ο μεγάλος εκείνος θαλασσόλυκος, γράφει ο Μπαρτόλδυ, τσέπωσε 37.000 λίρες και κλείστηκαν γι’ αυτόν σ’ ένα ναυπηγείο αντί υπερόγκων τιμών έξι συφοριασμένα και βραδυκίνητα ατμόπλοιο, που τάχε παραγγείλει η Αιγυπτιακή κυβέρνηση και αρνήθηκε να τα παραλάβει εξ αιτίας της κακής κατασκευής τους. Υποβρύχια να γέρνουν και άρματα χωρίς ανταλλακτικά δεν είχαμε ακόμα, ωστόσο τις ιστορικές αναλογίες με το σήμερα μπορεί να τις κάνει ο καθένας. Ο Μπαρτόλδυ αναφέρει ακόμη ότι ”περισσότερο το όνομα του Μπάιρον, παρά κάθε άλλη εγγύηση, όπως ο λόγος της κυβερνήσεως και η υποθήκευση των εθνικών κτημάτων, των τελωνείων, αλυκών και ιχθυοτροφείων, είχε κάνει τους Άγγλους ν’ ανοίξουν το πουγγί τους”. Όπως είναι γνωστό, οι λίρες των δανείων πυροδότησαν εμφύλιες διαμάχες μεγάλης έκτασης και τελικά μάλλον ζημιά έφεραν στον επαναστατικό Αγώνα των Ελλήνων. Ντόπιοι και ξένοι πλούτισαν σε βάρος της πατρίδας, ενώ η Επανάσταση κινδύνευε θανάσιμα ανά πάσα στιγμή από τις δυνάμεις του Σουλτάνου.
Tα αγγλικά δάνεια
Κείμενο: Καρλ Μέντελσον Μπαρτόλντυ
Φοβερή αδράνεια επικρατούσε στην κυβέρνηση περί την εκτέλεση τον εθνικού καθήκοντος. Οι προπαρασκευές κατά των Τούρκων και Αιγυπτίων γίνονταν τόσο νωχελικά σα να ήταν ο πόλεμος ψεύτικος. Και όμως στη διάθεση της είχε ασφαλείς και τακτικούς πόρους που οι προκάτοχές της κυβερνήσεις στερούνταν. Το αποφασισμένο από τη δεύτερη εθνική συνέλευση δάνειο είχε επιτευχθεί στο Λονδίνο στις αρχές του 1824. Περισσότερο το όνομα του Μπάιρον, παρά κάθε άλλη εγγύηση, όπως ο λόγος της κυβερνήσεως και η υποθήκευση των εθνικών κτημάτων, των τελωνείων, αλυκών και ιχθυοτροφείων, είχε κάνει τους Άγγλους ν’ ανοίξουν το πουγγί τους. Τους Έλληνες απεσταλμένους στο Λονδίνο για το δάνειο Ορλάνδο και Λουριώτη βοήθησε την άνοιξη του 1824 η ευνοϊκή, σύμπτωση, ότι την εποχή εκείνη συγκινούσε τον εμπορικό κόσμο της Αγγλίας ο πόθος υπερπόντιων επιχειρήσεων. Το δάνειο υπογράφηκε στην κατοικία του λόρδου δημάρχου με τον εμπορικό οίκο Ρίκορντ, ύστερα από ένα πλούσιο τραπέζι, στο οποίο παρευρίσκονταν ο δούκας του Σώσεξ και η αντιπολίτευση, είχε δε ονομαστική αξία 800.000 λιρών στερλινών.
Ένα δεύτερο δάνειο, που εγκρίθηκε στις αρχές του 1825 έδωσε στην κυβέρνηση Κουντουριώτη 2.000.000 λίρες. Από τα χρήματα αυτά λίγα έφτασαν στην Ελλάδα. Οι δυο έλληνες αντιπρόσωποι έπεσαν στα νύχια των εγγλέζων σαράφηδων που κατάφεραν να τους ξεγελάσουν. Τα δάνεια συμφωνήθηκαν προς 59% και 55,5 % και στα χέρια των Ελλήνων έφτασαν από μεν το πρώτο κάπου 300.000 λίρες και από το δεύτερο κάπου 600.000.Τα υπόλοιπα κρατήθηκαν σαν μεσιτικά, προμήθεια, τόκοι, χρεωλύσιο, και όπως αλλιώς ονομάζονται συνήθως τα άτιμα μέσα με τα οποία οι τραπεζίτες καλύπτουν τα κέρδη τους και εκμεταλλεύονται την αμάθεια του πλήθους. Ανάγκη υπήρξε ακόμα να μοιραστούν δώρα σε φίλους της Ελλάδος που πρόσφεραν σπουδαίες υπηρεσίες, να κρατηθούν οδοιπορικά, ναύλοι και να πληρωθούν εφημερίδες.
Ο Ανδρέας Μιαούλης στο πλοίο "Κως" Peter von Hess, 1824Ο λόρδος Κόχραν προσλήφθηκε ναύαρχος των Ελλήνων με μισθό. Και μόνη η πρόσληψη του, επειδή είχε πολεμικές περγαμηνές στη Βραζιλία, έφτασε για να υψωθούν οι τιμές των ελληνικών χρεογράφων και να κερδοσκοπήσουν οι Ρίκορντ.
Υπετίθετο ότι ο Κόχραν με ένα μικρό ατμοκίνητο θα συνέτριβε τον τουρκικό στόλο, θα βομβάρδιζε την Κωνσταντινούπολη και θα έκανε περιττή κάθε πολεμική ενέργεια των Ελλήνων.
Ο μεγάλος εκείνος θαλασσόλυκος τσέπωσε 37.000 λίρες και κλείστηκαν γι’ αυτόν σ’ ένα ναυπηγείο αντί υπερόγκων τιμών έξι συφοριασμένα και βραδυκίνητα ατμόπλοιο, που τάχε παραγγείλει η Αιγυπτιακή κυβέρνηση και αρνήθηκε να τα παραλάβει εξ αιτίας της κακής κατασκευής τους. Με τα έξι αυτά σαπιοκάραβα επρόκειτο να βυθιστεί ο τουρκικός στόλος!
Οι τιμές που συμφωνήθηκαν ήταν 130.000 λίρες, με τον όρο να βρίσκονται στην Ελλάδα στα τέλη του 1825. Όμως ένα μόνο κατάφερε να καταπλεύσει, η «Καρτερία, το φθινόπωρο του 1826, άλλα δυο έφτασαν στο 1827 και τα τρία τα υπόλοιπα διαλύθηκαν για παλιοσίδερα στα ναυπηγεία του Λονδίνου. Ο μέγας στόλαρχος Κόχραν μόλις την άνοιξη του 1827 κατάφερε να φτάσει στην Ελλάδα.
Εκτός τούτου στάλθηκε στην Αμερική ένας Γάλλος στρατηγός του ιππικού ονομαζόμενος Παλεμάν ο οποίος αν και είχε μεσάνυχτα από ναυτική τέχνη, έλαβε εντολή, αφού πληρώθηκε αδρότατα, να παραγγείλει εκεί δυο φρεγάτες για λογαριασμό της Ελληνικής κυβερνήσεως. Αν και η τιμή τους ορίστηκε σε 160.000 λίρες, οι ληστρικοί οίκοι που ανέλαβαν την κατασκευή τους απαίτησαν τα διπλά κι έτσι βραδύτατα άρχισαν να ετοιμάζουν τα πλοία. Επειδή μάλιστα ο ένας οίκος κινδύνευε να χρεωκοπήσει οι αντιπρόσωποι Παλεμάν και Κοντόσταυλος ευχαριστήθηκαν παραλαβαίνοντας μόνο τη μια, που ονομάστηκε «Ελλάς» και κατέπλευσε στην Ελλάδα τέλη του 1826.
Αλλά ούτε και το κουτσουρεμένο υπόλοιπο των δανείων παραδόθηκε έγκαιρα και πρόθυμα στην Ελλάδα. Η πρώτη δόση του δανείου από 60.000 λίρες έμεινε στη Ζάκυνθο και δεν παραδινόταν στην Κυβέρνηση, γιατί ο Μπάϋρον. που απαιτούνταν η εντολή του είχε πια πεθάνει, η δε ιονική κυβέρνηση παρενέβαλε προσκόμματα για την εξαγωγή του. Μόλις στα τέλη του 1824 στάλθηκε από το Λονδίνο η εντολή να παραδοθεί.
Υπήρχε όμως ελπίδα ό,τι περισώθηκε από τα νύχια των τοκογλύφων να φτάσει στα χέρια του ελληνικού λαού; Ο ίδιος ο Μπάϋρον στο κρεββάτι του ψυχομαχητού του ανησυχούσε αν τα δάνεια θα έπεφταν σε καλό χέρια και φοβόταν ότι η ιδιοτέλεια ορισμένων φατριαστών παρά το έθνος θα καρπωνόταν τα χρήματα των δανείων.
Πηγή: Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Μέντελσον Μπαρτόλδυ, σελ. 139-141. Ο Καρλ Μέντελσον Μπαρτόλντυ (Karl Mendelssohn Bartholdy, 1838 Λειψία - 1897 Ελβετία) ήταν Γερμανός ιστορικός, μελετητής της νεότερης ελληνικής ιστορίας, γιος του μεγάλου μουσικούΦέλιξ Μέντελσον-Μπαρτόλντυ και αδελφός του βιομηχάνου Πάουλ Μέντελσον.
eranistis
logioshermes
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
"Το πρώτο σημάδι ελπίδας στη Συρία"
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ