2013-10-08 07:51:05
Τον κώδωνα του κινδύνου κρούουν οι μελισσοκόμοι σχεδόν σε όλη τη χώρα, καθώς βλέπουν την παραγωγή τους χρόνο με τον χρόνο να συρρικνώνεται χωρίς να γνωρίζουν τα ακριβή αίτια αυτού του φαινομένου. Φέτος, μάλιστα, καταγράφεται μείωση στην παραγωγή μελιού που φτάνει το 50% σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Το ποσοστό αυτό είναι το μεγαλύτερο των τελευταίων τουλάχιστον πέντε ετών, γεγονός που έχει οδηγήσει τους επαγγελματίες του κλάδου να ζητούν την εκπόνηση εκτεταμένων μελετών.
Οπως εκτιμούν οι επιστήμονες, παράγοντες όπως η αύξηση της θερμοκρασίας και η ευρεία χρήση φυτοφαρμάκων σε καλλιέργειες που «επισκέπτονται» οι μέλισσες οδηγούν σε αφανισμό τον σημαντικότερο επικονιαστή του πλανήτη. Ωστόσο, όπως επισημαίνουν οι ίδιοι, η απάντηση δεν είναι τόσο απλή και χρήζει περαιτέρω έρευνας, καθώς τα τελευταία χρόνια καταγράφονται φαινόμενα -όπως το ότι δεν παράγεται μελίτωμα σε πεύκα και έλατα σε συγκεκριμένες περιοχές της χώρας- που ακόμη δεν έχουν απαντηθεί επιστημονικά.
«Φέτος η παραγωγή είναι μικρότερη από κάθε άλλη χρονιά, με τη μείωση να φτάνει το 50% στη Μαγνησία. Το φαινόμενο δεν είναι τοπικό αλλά εντοπίζεται σχεδόν σε όλη τη χώρα. Ειδικά στο μέλι της καστανιάς που παράγεται στην περιοχή η μείωση έχει φτάσει το 70% σε σχέση με την περσινή παραγωγή. Φανταστείτε πως από τους 10 τόνους που βγάλαμε πέρυσι, φέτος έχουμε με το ζόρι 2 τόνους», αναφέρει ο μελισσοκόμος και πρόεδρος του Αγροτικού Μελισσοκομικού Συνεταιρισμού Βόλου, Κωνσταντίνος Ράιος. Ωστόσο, όπως τονίζει ο Κ. Ράιος, την ίδια εικόνα -με εξαίρεση την Κρήτη- παρουσιάζει και η παραγωγή πευκόμελου, που αποτελεί το 65% της συνολικής παραγωγής μελιού στην Ελλάδα.
Μείωση – ρεκόρ
Τα αίτια για τη μεγάλη μείωση που παρατηρείται φέτος αλλά και για τη συνεχώς μειούμενη παραγωγή μελιού τα τελευταία χρόνια δεν οφείλονται, σύμφωνα με τον Κ. Ράιο, σε έναν και μόνο παράγοντα. Την ίδια άποψη συμμερίζεται και η κτηνίατρος της Ομοσπονδίας Μελισσοκομικών Συλλόγων Ελλάδας (ΟΜΣΕ) Κατερίνα Καρατάσου. «Ιδιαίτερο πρόβλημα παρουσιάζει μια σπάνια ποικιλία, το βαμβακόμελο, η παραγωγή του οποίου στην περιοχή της Θεσσαλίας έχει σχεδόν σταματήσει τα τελευταία 4-5 χρόνια. Οι μελισσοκόμοι επιλέγουν πλέον να μην τοποθετούν τα μελίσσια τους κοντά σε καλλιέργειες βαμβακιού, καθώς έχουν εντοπιστεί πολλά περιστατικά κατάρρευσης των μελισσιών. Οσοι μελισσοκόμοι τοποθέτησαν τα μελίσσια τους κοντά σε βαμβακοκαλλιέργειες έχασαν το 50%-80% του πληθυσμού των μελισσών τους», αναφέρει η κτηνίατρος. Οπως εξηγεί η ίδια, στις βαμβακοκαλλιέργειες χρησιμοποιούνται επί χρόνια νεονικοτινοειδή φυτοφάρμακα, τα οποία, σύμφωνα με πολλούς επιστήμονες, συμβάλλουν στο λεγόμενο «σύνδρομο κατάρρευσης των μελισσιών», που έχει ως σύμπτωμα την ταχεία απώλεια των μελισσών από τις κυψέλες. «Υπάρχουν περιπτώσεις μελισσοκόμων που έχουν μεταφέρει 300 μελίσσια κοντά σε καλλιέργειες βαμβακιού και έχουν φύγει με ένα μελίσσι και φυσικά χωρίς μέλι», τονίζει η κτηνίατρος της ΟΜΣΕ.
Η χρήση των νεονικοτινοειδών φυτοφάρμακων είναι τόσο διαδεδομένη που τα εν λόγω παρασιτοκτόνα χρησιμοποιούνται μέχρι και στα λουλούδια που μπορεί να έχει κάποιος στον κήπο του. Σύμφωνα με οδηγία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, έχουν ξεκινήσει από τον Ιούλιο οι ανακλήσεις σκευασμάτων που ανήκουν στην κατηγορία των συγκεκριμένων φυτοφαρμάκων, ενώ η χρήση τους έχει ανασταλεί για δύο χρόνια, προκειμένου να μελετηθεί το κατά πόσο συμβάλλουν στον αφανισμό των μελισσών. Ωστόσο, ορισμένα από τα νεονικοτινοειδή είναι τόσο ισχυρά που μπορεί να παραμείνουν στο έδαφος για διάστημα μεγαλύτερο των 15 ετών.
Ανησυχούν οι μελισσοκόμοι
«Δεν μπορούμε να αποδώσουμε τη δραματική μείωση της παραγωγής -η οποία σε κάποιες περιοχές της χώρας, όπως τα Γρεβενά και η Φλώρινα, ξεπερνά το 50%- στις καιρικές συνθήκες, καθώς ο καιρός ήταν φέτος σε πολλές περιοχές ήπιος. Η κατάσταση είναι ιδιαίτερα ανησυχητική καθώς δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς συμβαίνει. Παράδειγμα αποτελεί η περιοχή της Βυτίνας στην Αρκαδία, όπου τα έλατα τα τελευταία τρία χρόνια δεν “δίνουν” μελιτώματα», επισημαίνει ο Παύλος Μπαγιάτης, πρόεδρος του Πανελλήνιου Συνδέσμου Μελισσοκόμων, Βασιλοτρόφων - Παραγωγών βασιλικού πολτού και επί 25 χρόνια μελισσοκόμος στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, και συμπληρώνει: «Πρέπει να δοθούν κονδύλια από το κράτος για να γίνουν επιστημονικές έρευνες σε όλη την Ελλάδα για τις αιτίες που οδηγούν στη μείωση της παραγωγής. Αυτή τη στιγμή όλοι οι μελισσοκόμοι βαδίζουν στα τυφλά».
Λιγότερο νέκταρ
Οπως τονίζει ο Ανδρέας Θρασυβούλου, καθηγητής Μελισσοκομίας στο τμήμα Γεωπονίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης, σημαντικό ρόλο, εκτός από την εκτεταμένη χρήση νεονικοτινοειδών φαρμάκων, διαδραματίζει και η αύξηση της θερμοκρασίας που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. Αυτό έχει σαν συνέπεια τα φυτά να εκκρίνουν λιγότερο νέκταρ, κάτι που οδηγεί σε μικρότερη παραγωγή μελιού.
Σύμφωνα με τον καθηγητή του Αριστοτέλειου, σε περιοχές όπως η Χαλκιδική και η Θάσος τα τελευταία 3-4 χρόνια τα πεύκα δεν παράγουν μελιτώματα, για λόγους που οι επιστήμονες ακόμη δεν γνωρίζουν, γι’ αυτό και το φαινόμενο ερευνάται. Το γεγονός αυτό οδηγεί σε συρρίκνωση της παραγωγής πευκόμελου, που είναι και το βασικότερο είδος μελιού που παράγεται στη χώρα. Εκτός όμως από φαινόμενα όπως αυτά της Χαλκιδικής και της Θάσου, ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι το γεγονός πως οι περιπτώσεις απώλειας μελισσών αυξάνονται. «Πολλοί μελισσοκόμοι από όλη τη χώρα μάς καλούν και μας λένε πως παρατηρούν μεγάλες μειώσεις στους πληθυσμούς των μελισσών τους. Οπως μας ενημερώνουν, οι ίδιοι δεν εντοπίζουν νεκρές μέλισσες στις κυψέλες, πράγμα που αποκλείει το ενδεχόμενο ασθενειών. Σύμφωνα με τους μελισσοκόμους, οι μέλισσες δεν επιστρέφουν στα μελίσσια, γεγονός που μας κάνει να εικάζουμε πως δηλητηριάζονται από τα φυτοφάρμακα», εξηγεί ο Α. Θρασυβούλου. Tromaktiko
Οπως εκτιμούν οι επιστήμονες, παράγοντες όπως η αύξηση της θερμοκρασίας και η ευρεία χρήση φυτοφαρμάκων σε καλλιέργειες που «επισκέπτονται» οι μέλισσες οδηγούν σε αφανισμό τον σημαντικότερο επικονιαστή του πλανήτη. Ωστόσο, όπως επισημαίνουν οι ίδιοι, η απάντηση δεν είναι τόσο απλή και χρήζει περαιτέρω έρευνας, καθώς τα τελευταία χρόνια καταγράφονται φαινόμενα -όπως το ότι δεν παράγεται μελίτωμα σε πεύκα και έλατα σε συγκεκριμένες περιοχές της χώρας- που ακόμη δεν έχουν απαντηθεί επιστημονικά.
«Φέτος η παραγωγή είναι μικρότερη από κάθε άλλη χρονιά, με τη μείωση να φτάνει το 50% στη Μαγνησία. Το φαινόμενο δεν είναι τοπικό αλλά εντοπίζεται σχεδόν σε όλη τη χώρα. Ειδικά στο μέλι της καστανιάς που παράγεται στην περιοχή η μείωση έχει φτάσει το 70% σε σχέση με την περσινή παραγωγή. Φανταστείτε πως από τους 10 τόνους που βγάλαμε πέρυσι, φέτος έχουμε με το ζόρι 2 τόνους», αναφέρει ο μελισσοκόμος και πρόεδρος του Αγροτικού Μελισσοκομικού Συνεταιρισμού Βόλου, Κωνσταντίνος Ράιος. Ωστόσο, όπως τονίζει ο Κ. Ράιος, την ίδια εικόνα -με εξαίρεση την Κρήτη- παρουσιάζει και η παραγωγή πευκόμελου, που αποτελεί το 65% της συνολικής παραγωγής μελιού στην Ελλάδα.
Μείωση – ρεκόρ
Τα αίτια για τη μεγάλη μείωση που παρατηρείται φέτος αλλά και για τη συνεχώς μειούμενη παραγωγή μελιού τα τελευταία χρόνια δεν οφείλονται, σύμφωνα με τον Κ. Ράιο, σε έναν και μόνο παράγοντα. Την ίδια άποψη συμμερίζεται και η κτηνίατρος της Ομοσπονδίας Μελισσοκομικών Συλλόγων Ελλάδας (ΟΜΣΕ) Κατερίνα Καρατάσου. «Ιδιαίτερο πρόβλημα παρουσιάζει μια σπάνια ποικιλία, το βαμβακόμελο, η παραγωγή του οποίου στην περιοχή της Θεσσαλίας έχει σχεδόν σταματήσει τα τελευταία 4-5 χρόνια. Οι μελισσοκόμοι επιλέγουν πλέον να μην τοποθετούν τα μελίσσια τους κοντά σε καλλιέργειες βαμβακιού, καθώς έχουν εντοπιστεί πολλά περιστατικά κατάρρευσης των μελισσιών. Οσοι μελισσοκόμοι τοποθέτησαν τα μελίσσια τους κοντά σε βαμβακοκαλλιέργειες έχασαν το 50%-80% του πληθυσμού των μελισσών τους», αναφέρει η κτηνίατρος. Οπως εξηγεί η ίδια, στις βαμβακοκαλλιέργειες χρησιμοποιούνται επί χρόνια νεονικοτινοειδή φυτοφάρμακα, τα οποία, σύμφωνα με πολλούς επιστήμονες, συμβάλλουν στο λεγόμενο «σύνδρομο κατάρρευσης των μελισσιών», που έχει ως σύμπτωμα την ταχεία απώλεια των μελισσών από τις κυψέλες. «Υπάρχουν περιπτώσεις μελισσοκόμων που έχουν μεταφέρει 300 μελίσσια κοντά σε καλλιέργειες βαμβακιού και έχουν φύγει με ένα μελίσσι και φυσικά χωρίς μέλι», τονίζει η κτηνίατρος της ΟΜΣΕ.
Η χρήση των νεονικοτινοειδών φυτοφάρμακων είναι τόσο διαδεδομένη που τα εν λόγω παρασιτοκτόνα χρησιμοποιούνται μέχρι και στα λουλούδια που μπορεί να έχει κάποιος στον κήπο του. Σύμφωνα με οδηγία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, έχουν ξεκινήσει από τον Ιούλιο οι ανακλήσεις σκευασμάτων που ανήκουν στην κατηγορία των συγκεκριμένων φυτοφαρμάκων, ενώ η χρήση τους έχει ανασταλεί για δύο χρόνια, προκειμένου να μελετηθεί το κατά πόσο συμβάλλουν στον αφανισμό των μελισσών. Ωστόσο, ορισμένα από τα νεονικοτινοειδή είναι τόσο ισχυρά που μπορεί να παραμείνουν στο έδαφος για διάστημα μεγαλύτερο των 15 ετών.
Ανησυχούν οι μελισσοκόμοι
«Δεν μπορούμε να αποδώσουμε τη δραματική μείωση της παραγωγής -η οποία σε κάποιες περιοχές της χώρας, όπως τα Γρεβενά και η Φλώρινα, ξεπερνά το 50%- στις καιρικές συνθήκες, καθώς ο καιρός ήταν φέτος σε πολλές περιοχές ήπιος. Η κατάσταση είναι ιδιαίτερα ανησυχητική καθώς δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς συμβαίνει. Παράδειγμα αποτελεί η περιοχή της Βυτίνας στην Αρκαδία, όπου τα έλατα τα τελευταία τρία χρόνια δεν “δίνουν” μελιτώματα», επισημαίνει ο Παύλος Μπαγιάτης, πρόεδρος του Πανελλήνιου Συνδέσμου Μελισσοκόμων, Βασιλοτρόφων - Παραγωγών βασιλικού πολτού και επί 25 χρόνια μελισσοκόμος στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, και συμπληρώνει: «Πρέπει να δοθούν κονδύλια από το κράτος για να γίνουν επιστημονικές έρευνες σε όλη την Ελλάδα για τις αιτίες που οδηγούν στη μείωση της παραγωγής. Αυτή τη στιγμή όλοι οι μελισσοκόμοι βαδίζουν στα τυφλά».
Λιγότερο νέκταρ
Οπως τονίζει ο Ανδρέας Θρασυβούλου, καθηγητής Μελισσοκομίας στο τμήμα Γεωπονίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης, σημαντικό ρόλο, εκτός από την εκτεταμένη χρήση νεονικοτινοειδών φαρμάκων, διαδραματίζει και η αύξηση της θερμοκρασίας που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. Αυτό έχει σαν συνέπεια τα φυτά να εκκρίνουν λιγότερο νέκταρ, κάτι που οδηγεί σε μικρότερη παραγωγή μελιού.
Σύμφωνα με τον καθηγητή του Αριστοτέλειου, σε περιοχές όπως η Χαλκιδική και η Θάσος τα τελευταία 3-4 χρόνια τα πεύκα δεν παράγουν μελιτώματα, για λόγους που οι επιστήμονες ακόμη δεν γνωρίζουν, γι’ αυτό και το φαινόμενο ερευνάται. Το γεγονός αυτό οδηγεί σε συρρίκνωση της παραγωγής πευκόμελου, που είναι και το βασικότερο είδος μελιού που παράγεται στη χώρα. Εκτός όμως από φαινόμενα όπως αυτά της Χαλκιδικής και της Θάσου, ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι το γεγονός πως οι περιπτώσεις απώλειας μελισσών αυξάνονται. «Πολλοί μελισσοκόμοι από όλη τη χώρα μάς καλούν και μας λένε πως παρατηρούν μεγάλες μειώσεις στους πληθυσμούς των μελισσών τους. Οπως μας ενημερώνουν, οι ίδιοι δεν εντοπίζουν νεκρές μέλισσες στις κυψέλες, πράγμα που αποκλείει το ενδεχόμενο ασθενειών. Σύμφωνα με τους μελισσοκόμους, οι μέλισσες δεν επιστρέφουν στα μελίσσια, γεγονός που μας κάνει να εικάζουμε πως δηλητηριάζονται από τα φυτοφάρμακα», εξηγεί ο Α. Θρασυβούλου. Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Στην τρόικα το σχέδιο για τα δάνεια
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Η Mach Xtreme ανακοίνωσε τους νέους MX-Express SSD
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ