2013-10-09 11:30:45
Του Κωνσταντίνου Μαυρίδη
Ο Τσιγάντες, οι λίρες και η προδοσία στην Αθήνα του 1943
Το 1953, ένα έκτακτο στρατοδικείο δικάζει μια μεγάλη ομάδα στελεχών του ΚΚΕ για κατασκοπεία. Ανάμεσα στους κατηγορούμενους είναι ο μετέπειτα γραμματέας του κόμματος, Χαρίλαος Φλωράκης, ο Κώστας Λουλές, ο Λεωνίδας Τζεφρώνης και ο συγγραφέας Περικλής Ροδάκης.
Οι κατηγορίες είναι βαρύτατες και επισύρουν την ποινή του θανάτου και ο βασιλικός κατήγορος δεν χάνει την ευκαιρία να στολίζει τους κατηγορούμενους με τα κλασικά επίθετα της εποχής όπως «αναρχοκομμουνιστοσυμμορίτες», «προδότες του έθνους», κ.λπ.
Στο δικαστήριο έχει προσέλθει ως μάρτυρας κατηγορίας κάποιος ανώτερος αξιωματικός της αστυνομίας, ο οποίος, παίρνοντας τη σκυτάλη από τον βασιλικό επίτροπο, συνεχίζει το στόλισμα των κατηγορουμένων με πληθώρα κοσμητικών επιθέτων αναλόγου ύφους.
Κάποια στιγμή, ο Περικλής Ροδάκης δεν αντέχει άλλο το υβρεολόγιο και απευθύνει τον λόγο στον αστυνομικό: «Έχεις το θράσος να μας αποκαλείς προδότες; Εσύ δεν πρόδωσες τον Τσιγάντε για τις λίρες και η γυναίκα που τηλεφώνησε στους Ιταλούς δεν είναι τώρα η σύζυγός σου;» Με το άκουσμα των παραπάνω, ο μάρτυρας κατηγορίας σωριάζεται αναίσθητος και το δικαστήριο διακόπτει τη συνεδρίαση καθώς έχει επικρατήσει χάος.
Οι κατηγορούμενοι, τελικά, θα καταδικαστούν σε πολύχρονες ποινές φυλάκισης και η δικαιοσύνη θα αγνοήσει την ευθεία κατηγορία εναντίον του λιπόθυμου αξιωματικού της αστυνομίας και δεν θα ερευνήσει το θέμα. Ακόμη και σήμερα, εβδομήντα και κάτι χρόνια μετά την προδοσία και τον θάνατο του ταγματάρχη Ιωάννη Τσιγάντε και παρά τη μεταπολεμική έρευνα κατόπιν παραγγελίας της ελληνικής Βουλής, η ταυτότητα του μυστηριώδη πληροφοριοδότη που κάρφωσε τον Τσιγάντε στην ιταλική καραμπινιερία, αλλά και η τύχη των χρυσών αγγλικών λιρών που αυτός μετέφερε, παραμένει άγνωστη. Οι άκαρπες έρευνες επί του θέματος και η προσπάθεια των μεταπολεμικών κυβερνήσεων να ρίξουν το φταίξιμο για την προδοσία στο ΕΑΜ, συνάδουν στο γεγονός ότι υπήρξε απόλυτα επιτυχημένη προσπάθεια προστασίας του προσώπου που πρόδωσε τον Τσιγάντε, προσπάθεια που, ίσως, συνεχίζεται ακόμη και σήμερα. Ας πάρουμε, όμως, τα γεγονότα με τη σειρά.
Το καλοκαίρι του 1942 αποβιβάζεται στη Μάνη ο ταγματάρχης Ιωάννης Τσιγάντες, μαζί με μια ομάδα Ελλήνων σαμποτέρ και ασυρματιστών. Ο Τσιγάντες είναι απεσταλμένος του συμμαχικού στρατηγείου της Μέσης Ανατολής και έχει ταυτόχρονα την εν λευκώ εξουσιοδότηση της ελληνικής εξόριστης κυβέρνησης για τη δημιουργία αντιστασιακής οργάνωσης, προς αντιστάθμιση εκείνης του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, και τη διενέργεια εκτεταμένων δολιοφθορών, με στόχο τη δυσχέρεια του ανεφοδιασμού του γερμανικού αφρικανικού σώματος του Ρόμελ, που δημιουργεί προβλήματα στους Βρετανούς στη Βόρεια Αφρική. Ο Τσιγάντες φέρνει μαζί του 12 χιλιάδες χρυσές αγγλικές λίρες, ένα αμύθητο ποσό για την εποχή, το οποίο του έχει παραχωρηθεί για να χρηματοδοτήσει αντιστασιακούς πυρήνες και να χρηματίσει τις ντόπιες αστυνομικές αρχές για να κάνει, ανενόχλητος, τη δουλειά του. Δυστυχώς γι’ αυτόν, οι χρυσές αυτές λίρες θα γίνουν και ο λόγος που ο ίδιος, αλλά και η ομάδα του, θα αφανιστούν.
Με το που ο Τσιγάντες φτάνει στην Αθήνα τον Αύγουστο, ξεκινά τις επαφές και αιφνιδιάζει την αθηναϊκή κοινωνία της Κατοχής. Φύσει ριψοκίνδυνος, δεν λαμβάνει σοβαρά συνωμοτικά μέτρα και ενώ υποτίθεται πως η αποστολή του είναι μυστική, σύντομα πολλοί στην Αθήνα γνωρίζουν την παρουσία του, καθώς συναντά διάφορους πολιτικούς παράγοντες της εποχής, διαπραγματεύεται με ανώτερους αξιωματικούς τη δημιουργία αντιστασιακών ομάδων ή κατασκοπευτικών πυρήνων και μοιράζει λίρες από δω κι από κει. Έχει ήδη συναντηθεί ακόμη και με τον κατοχικό αστυνομικό διευθυντή Αθηνών, Άγγελο Έβερτ, ο οποίος τον έχει εφοδιάσει με πλαστή ταυτότητα αξιωματικού της ασφαλείας. Παράλληλα, κυκλοφορεί ως μεγιστάνας σε διάφορα καμπαρέ της πόλης και χαρτοπαίζει με περίεργες παρέες ως τις πρώτες πρωινές ώρες. Το αποτέλεσμα είναι να μαζευτεί γύρω του ένα ετερόκλητο πλήθος, στο οποίο περιλαμβάνονταν από τους πιο καλοπροαίρετους πατριώτες ως τους πλέον ιδιοτελείς τυχοδιώκτες. Ακόμη και μέσα στην ομάδα του, δηλαδή εκείνων που είχαν έρθει μαζί του από τη Μέση Ανατολή και εκείνων που είχαν προστεθεί μετά την άφιξή του, είχαν δημιουργηθεί κλίκες, ενώ γύρω από τον ίδιο είχε σχηματισθεί ένα είδος αυλής, όπου οι προνομιούχοι είχαν αποκτήσει, πέραν των υλικών πλεονεκτημάτων, τον αέρα της υπεροχής έναντι των άλλων. Το γεγονός αυτό κατέληγε σε συγκρούσεις και γκρίνιες μέσα στην οργανωτική δομή της αποστολής. Με όλα αυτά τα δεδομένα, ο Τσιγάντες είχε γίνει ο στόχος πολλών δυσαρεστημένων, ενώ ταυτόχρονα η φύση της αποστολής του εμπεριείχε κάθε είδους θανάσιμους κινδύνους. Αν στα παραπάνω προσθέσει κανείς και μια παράνομη σχέση με μια Ελβετίδα υπήκοο που διέμενε στην Αθήνα, στο σπίτι της οποίας διανυκτέρευε συχνά, αντιλαμβάνεται κανείς πως ο Τσιγάντες ισορροπούσε σε πολύ λεπτό σχοινί και ότι η …στραβή δεν θα αργούσε να συμβεί.
Το θανάσιμο τηλεφώνημα έγινε το πρωί της 14ης Ιανουαρίου 1943. Το τηλεφώνημα δέχθηκε, στο τηλεφωνικό κέντρο του φρουραρχείου, κάποιος Έλληνας ιταλομαθής χωροφύλακας ονόματι Γαλάτης και έγινε από μια νέα γυναίκα, η οποία ανέφερε πως, σε κάποιο υπόγειο στον αριθμό 86 της οδού Πατησίων, βρισκόταν κρυμμένος ένας Βρετανός ταγματάρχης. Το γεγονός ότι υπήρξε ανώνυμο τηλεφώνημα από γυναίκα επιβεβαιώνει και ο Ιταλός λοχαγός της αντικατασκοπίας Πιτσίτολα, ο οποίος βρισκόταν στο τηλεφωνικό κέντρο εκείνο το πρωί και διαβίβασε την πληροφορία στο τμήμα καραμπινιέρων της οδού 3ης Σεπτεμβρίου. Οι Ιταλοί έστειλαν μια ομάδα πέντε ανδρών στο υπόγειο, όπου βρήκαν τον Τσιγάντε και τους συνεργάτες του, ανθυπίλαρχο Ζακυνθινό και συνταγματάρχη Μαλασπίνα. Ο Τσιγάντες, μόλις συνειδητοποίησε ότι η πολυκατοικία είναι μπλοκαρισμένη, έδιωξε αμέσως τους άλλους δύο οι οποίοι, αφού ελέγχθηκαν από τους Ιταλούς, αφέθηκαν ελεύθεροι, και άρχισε να καταστρέφει ενοχοποιητικά έγγραφα. Αφού κατέστρεψε όσα μπορούσε, βγήκε κι αυτός στο διάδρομο και πέρασε χωρίς πρόβλημα τον έλεγχο των Ιταλών, καθώς η ταυτότητά του ήταν γνήσια. Είχε κάνει όμως το μοιραίο λάθος: Βγαίνοντας από το διαμέρισμα είχε αφήσει την πόρτα ανοικτή και ο καπνός από μέσα έγινε αντιληπτός από τους καραμπινιέρους. Θα ακολουθήσει συμπλοκή, στην οποία ο Τσιγάντες θα χάσει τη ζωή του δεχόμενος δύο σφαίρες στην κοιλιά και μία στο κεφάλι. Μέσα σε ένα μήνα από τον θάνατο του αρχηγού της, όλοι οι ασυρματιστές της οργάνωσης Μίδας θα εξουδετερωθούν ως διά μαγείας. Επιπρόσθετα, από τις 12 χιλιάδες χρυσές λίρες, ο συνεργάτης του Τσιγάντε, λοχίας Γυφτόπουλος θα βρει μόνο 800. Όσο για το λεγόμενο συντονιστικό συμβούλιό της, που θα συγκροτούνταν στις 15/1/43 υπό την προεδρία του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού, δεν θα λειτουργήσει ποτέ. Τα μέλη του σκόρπισαν κι επέστρεψαν στις ζωές τους σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
Η μυστηριώδης γυναίκα που ειδοποίησε τους Ιταλούς για το κρησφύγετο του Τσιγάντε, ή αυτοί που την προέτρεψαν σ’ αυτή την πράξη, χάθηκαν στη λήθη μαζί με τις χρυσές λίρες του Μίδα.
Ίσως τα λόγια του Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ, θεωρητικού του ναζισμού, να μπορούν να εξηγήσουν την πράξη της προδοσίας, αδυνατούν ωστόσο να εξηγήσουν την αδυναμία απονομής δικαιοσύνης για πάνω από 70 χρόνια:
«Σε κάθε χώρα θα βρούμε αρκετά ιδιοτελή καθάρματα. Δεν θα τους ψάξουμε, θα σπεύσουν να μας βρουν μόνοι τους, θα τηλεφωνούν, θα στέλνουν δηλητηριώδη γράμματα».
http://ardin-rixi.gr/archives/14568
Ο Τσιγάντες, οι λίρες και η προδοσία στην Αθήνα του 1943
Το 1953, ένα έκτακτο στρατοδικείο δικάζει μια μεγάλη ομάδα στελεχών του ΚΚΕ για κατασκοπεία. Ανάμεσα στους κατηγορούμενους είναι ο μετέπειτα γραμματέας του κόμματος, Χαρίλαος Φλωράκης, ο Κώστας Λουλές, ο Λεωνίδας Τζεφρώνης και ο συγγραφέας Περικλής Ροδάκης.
Οι κατηγορίες είναι βαρύτατες και επισύρουν την ποινή του θανάτου και ο βασιλικός κατήγορος δεν χάνει την ευκαιρία να στολίζει τους κατηγορούμενους με τα κλασικά επίθετα της εποχής όπως «αναρχοκομμουνιστοσυμμορίτες», «προδότες του έθνους», κ.λπ.
Στο δικαστήριο έχει προσέλθει ως μάρτυρας κατηγορίας κάποιος ανώτερος αξιωματικός της αστυνομίας, ο οποίος, παίρνοντας τη σκυτάλη από τον βασιλικό επίτροπο, συνεχίζει το στόλισμα των κατηγορουμένων με πληθώρα κοσμητικών επιθέτων αναλόγου ύφους.
Κάποια στιγμή, ο Περικλής Ροδάκης δεν αντέχει άλλο το υβρεολόγιο και απευθύνει τον λόγο στον αστυνομικό: «Έχεις το θράσος να μας αποκαλείς προδότες; Εσύ δεν πρόδωσες τον Τσιγάντε για τις λίρες και η γυναίκα που τηλεφώνησε στους Ιταλούς δεν είναι τώρα η σύζυγός σου;» Με το άκουσμα των παραπάνω, ο μάρτυρας κατηγορίας σωριάζεται αναίσθητος και το δικαστήριο διακόπτει τη συνεδρίαση καθώς έχει επικρατήσει χάος.
Οι κατηγορούμενοι, τελικά, θα καταδικαστούν σε πολύχρονες ποινές φυλάκισης και η δικαιοσύνη θα αγνοήσει την ευθεία κατηγορία εναντίον του λιπόθυμου αξιωματικού της αστυνομίας και δεν θα ερευνήσει το θέμα. Ακόμη και σήμερα, εβδομήντα και κάτι χρόνια μετά την προδοσία και τον θάνατο του ταγματάρχη Ιωάννη Τσιγάντε και παρά τη μεταπολεμική έρευνα κατόπιν παραγγελίας της ελληνικής Βουλής, η ταυτότητα του μυστηριώδη πληροφοριοδότη που κάρφωσε τον Τσιγάντε στην ιταλική καραμπινιερία, αλλά και η τύχη των χρυσών αγγλικών λιρών που αυτός μετέφερε, παραμένει άγνωστη. Οι άκαρπες έρευνες επί του θέματος και η προσπάθεια των μεταπολεμικών κυβερνήσεων να ρίξουν το φταίξιμο για την προδοσία στο ΕΑΜ, συνάδουν στο γεγονός ότι υπήρξε απόλυτα επιτυχημένη προσπάθεια προστασίας του προσώπου που πρόδωσε τον Τσιγάντε, προσπάθεια που, ίσως, συνεχίζεται ακόμη και σήμερα. Ας πάρουμε, όμως, τα γεγονότα με τη σειρά.
Το καλοκαίρι του 1942 αποβιβάζεται στη Μάνη ο ταγματάρχης Ιωάννης Τσιγάντες, μαζί με μια ομάδα Ελλήνων σαμποτέρ και ασυρματιστών. Ο Τσιγάντες είναι απεσταλμένος του συμμαχικού στρατηγείου της Μέσης Ανατολής και έχει ταυτόχρονα την εν λευκώ εξουσιοδότηση της ελληνικής εξόριστης κυβέρνησης για τη δημιουργία αντιστασιακής οργάνωσης, προς αντιστάθμιση εκείνης του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, και τη διενέργεια εκτεταμένων δολιοφθορών, με στόχο τη δυσχέρεια του ανεφοδιασμού του γερμανικού αφρικανικού σώματος του Ρόμελ, που δημιουργεί προβλήματα στους Βρετανούς στη Βόρεια Αφρική. Ο Τσιγάντες φέρνει μαζί του 12 χιλιάδες χρυσές αγγλικές λίρες, ένα αμύθητο ποσό για την εποχή, το οποίο του έχει παραχωρηθεί για να χρηματοδοτήσει αντιστασιακούς πυρήνες και να χρηματίσει τις ντόπιες αστυνομικές αρχές για να κάνει, ανενόχλητος, τη δουλειά του. Δυστυχώς γι’ αυτόν, οι χρυσές αυτές λίρες θα γίνουν και ο λόγος που ο ίδιος, αλλά και η ομάδα του, θα αφανιστούν.
Με το που ο Τσιγάντες φτάνει στην Αθήνα τον Αύγουστο, ξεκινά τις επαφές και αιφνιδιάζει την αθηναϊκή κοινωνία της Κατοχής. Φύσει ριψοκίνδυνος, δεν λαμβάνει σοβαρά συνωμοτικά μέτρα και ενώ υποτίθεται πως η αποστολή του είναι μυστική, σύντομα πολλοί στην Αθήνα γνωρίζουν την παρουσία του, καθώς συναντά διάφορους πολιτικούς παράγοντες της εποχής, διαπραγματεύεται με ανώτερους αξιωματικούς τη δημιουργία αντιστασιακών ομάδων ή κατασκοπευτικών πυρήνων και μοιράζει λίρες από δω κι από κει. Έχει ήδη συναντηθεί ακόμη και με τον κατοχικό αστυνομικό διευθυντή Αθηνών, Άγγελο Έβερτ, ο οποίος τον έχει εφοδιάσει με πλαστή ταυτότητα αξιωματικού της ασφαλείας. Παράλληλα, κυκλοφορεί ως μεγιστάνας σε διάφορα καμπαρέ της πόλης και χαρτοπαίζει με περίεργες παρέες ως τις πρώτες πρωινές ώρες. Το αποτέλεσμα είναι να μαζευτεί γύρω του ένα ετερόκλητο πλήθος, στο οποίο περιλαμβάνονταν από τους πιο καλοπροαίρετους πατριώτες ως τους πλέον ιδιοτελείς τυχοδιώκτες. Ακόμη και μέσα στην ομάδα του, δηλαδή εκείνων που είχαν έρθει μαζί του από τη Μέση Ανατολή και εκείνων που είχαν προστεθεί μετά την άφιξή του, είχαν δημιουργηθεί κλίκες, ενώ γύρω από τον ίδιο είχε σχηματισθεί ένα είδος αυλής, όπου οι προνομιούχοι είχαν αποκτήσει, πέραν των υλικών πλεονεκτημάτων, τον αέρα της υπεροχής έναντι των άλλων. Το γεγονός αυτό κατέληγε σε συγκρούσεις και γκρίνιες μέσα στην οργανωτική δομή της αποστολής. Με όλα αυτά τα δεδομένα, ο Τσιγάντες είχε γίνει ο στόχος πολλών δυσαρεστημένων, ενώ ταυτόχρονα η φύση της αποστολής του εμπεριείχε κάθε είδους θανάσιμους κινδύνους. Αν στα παραπάνω προσθέσει κανείς και μια παράνομη σχέση με μια Ελβετίδα υπήκοο που διέμενε στην Αθήνα, στο σπίτι της οποίας διανυκτέρευε συχνά, αντιλαμβάνεται κανείς πως ο Τσιγάντες ισορροπούσε σε πολύ λεπτό σχοινί και ότι η …στραβή δεν θα αργούσε να συμβεί.
Το θανάσιμο τηλεφώνημα έγινε το πρωί της 14ης Ιανουαρίου 1943. Το τηλεφώνημα δέχθηκε, στο τηλεφωνικό κέντρο του φρουραρχείου, κάποιος Έλληνας ιταλομαθής χωροφύλακας ονόματι Γαλάτης και έγινε από μια νέα γυναίκα, η οποία ανέφερε πως, σε κάποιο υπόγειο στον αριθμό 86 της οδού Πατησίων, βρισκόταν κρυμμένος ένας Βρετανός ταγματάρχης. Το γεγονός ότι υπήρξε ανώνυμο τηλεφώνημα από γυναίκα επιβεβαιώνει και ο Ιταλός λοχαγός της αντικατασκοπίας Πιτσίτολα, ο οποίος βρισκόταν στο τηλεφωνικό κέντρο εκείνο το πρωί και διαβίβασε την πληροφορία στο τμήμα καραμπινιέρων της οδού 3ης Σεπτεμβρίου. Οι Ιταλοί έστειλαν μια ομάδα πέντε ανδρών στο υπόγειο, όπου βρήκαν τον Τσιγάντε και τους συνεργάτες του, ανθυπίλαρχο Ζακυνθινό και συνταγματάρχη Μαλασπίνα. Ο Τσιγάντες, μόλις συνειδητοποίησε ότι η πολυκατοικία είναι μπλοκαρισμένη, έδιωξε αμέσως τους άλλους δύο οι οποίοι, αφού ελέγχθηκαν από τους Ιταλούς, αφέθηκαν ελεύθεροι, και άρχισε να καταστρέφει ενοχοποιητικά έγγραφα. Αφού κατέστρεψε όσα μπορούσε, βγήκε κι αυτός στο διάδρομο και πέρασε χωρίς πρόβλημα τον έλεγχο των Ιταλών, καθώς η ταυτότητά του ήταν γνήσια. Είχε κάνει όμως το μοιραίο λάθος: Βγαίνοντας από το διαμέρισμα είχε αφήσει την πόρτα ανοικτή και ο καπνός από μέσα έγινε αντιληπτός από τους καραμπινιέρους. Θα ακολουθήσει συμπλοκή, στην οποία ο Τσιγάντες θα χάσει τη ζωή του δεχόμενος δύο σφαίρες στην κοιλιά και μία στο κεφάλι. Μέσα σε ένα μήνα από τον θάνατο του αρχηγού της, όλοι οι ασυρματιστές της οργάνωσης Μίδας θα εξουδετερωθούν ως διά μαγείας. Επιπρόσθετα, από τις 12 χιλιάδες χρυσές λίρες, ο συνεργάτης του Τσιγάντε, λοχίας Γυφτόπουλος θα βρει μόνο 800. Όσο για το λεγόμενο συντονιστικό συμβούλιό της, που θα συγκροτούνταν στις 15/1/43 υπό την προεδρία του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού, δεν θα λειτουργήσει ποτέ. Τα μέλη του σκόρπισαν κι επέστρεψαν στις ζωές τους σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
Η μυστηριώδης γυναίκα που ειδοποίησε τους Ιταλούς για το κρησφύγετο του Τσιγάντε, ή αυτοί που την προέτρεψαν σ’ αυτή την πράξη, χάθηκαν στη λήθη μαζί με τις χρυσές λίρες του Μίδα.
Ίσως τα λόγια του Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ, θεωρητικού του ναζισμού, να μπορούν να εξηγήσουν την πράξη της προδοσίας, αδυνατούν ωστόσο να εξηγήσουν την αδυναμία απονομής δικαιοσύνης για πάνω από 70 χρόνια:
«Σε κάθε χώρα θα βρούμε αρκετά ιδιοτελή καθάρματα. Δεν θα τους ψάξουμε, θα σπεύσουν να μας βρουν μόνοι τους, θα τηλεφωνούν, θα στέλνουν δηλητηριώδη γράμματα».
http://ardin-rixi.gr/archives/14568
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Έρχονται να αρπάξουν τις τράπεζες
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ