2013-10-11 21:57:03
Σήμερα μετά από τόσα χρόνια, δεν έχει καμμία χρησιμότητα να ασχοληθούμε με το κατά πόσο νόμιμο ήταν το καθεστώς της 4ης Αυγούστου. Θα ήταν επίσης πολύ άδικο να κρίνουμε τα ιστορικά γεγονότα επηρεασμένοι από πολιτικές πεποιθήσεις και από ιδεολογίες, διαιωνίζοντας τα παλαιά μίση και πάθη που είχαν ολέθριες συνέπειες στη Πατρίδα μας. Σήμερα το μόνο που έχει ιστορική σημασία είναι το αποτέλεσμα των ενεργειών ενός φωτισμένου ανθρώπου, του Ιωάννη Μεταξά, που οδήγησε την Ελλάδα στη δόξα του Έπους του ΄40 και συνέβαλε αποφασιστικά στην τελική νίκη κατά του Άξονα.
Η ιστορία της οικογένειας του Ιωάννη Μεταξά ξεκινά από το 1081, στην εποχή της Μεσαιωνικής Αυτοκρατορίας μας. Είναι γεμάτη από επιφανείς άνδρες που τίμησαν και δόξασαν το όνομα της. Στην πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως, ο εκλεκτός γόνος της οικογενείας Μάρκος Αντώνιος Μεταξάς, πιστός συμπολεμιστής του τελευταίου μας Αυτοκράτορα, διακρίθηκε για τη γενναιότητα του και την αφοσίωση στο Καθήκον
. Την αποφράδα ημέρα κατάφερε να διαφύγει και περνώντας από τη Χίο και την Κρήτη, έφθασε στην Κεφαλονιά όπου εγκαταστάθηκε στη περιοχή "Φραντζάτα" που μετονομάσθηκε σε "Μεταξάτα". Από τότε η οικογένεια αυτή δεν έπαυσε να δίνει στο Έθνος σημαντικούς ανθρώπους. Αρχιερείς, Στρατηγούς, Πολιτικούς, Διπλωμάτες καθώς και άλλους που διακρίθηκαν στα γράμματα και τις επιστήμες. Ανάμεσα τους ο Ανδρέας και ο Κωνσταντίνος Μεταξάς οι οποίοι ηγήθηκαν σημαντικής δυνάμεως αγωνιστών της Κεφαλονιάς που πολέμησαν ηρωικά στην Πελοπόννησο κατά την Επανάσταση του 1821.
Ο Ιωάννης Μεταξάς γεννήθηκε στις 12 Απριλίου του 1871 στην Ιθάκη όπου ο πατέρας του ο Παναγής Μεταξάς ήταν Έπαρχος. Μητέρα του ήταν η Ελένη Τριγώνη από το Αγρίνιο. Από μικρός διακρινόταν για το ήθος του και την ευφυΐα του. Στο σχολείο ήταν επιμελής μαθητής με ιδιαίτερη κλήση στα μαθηματικά. Οι γονείς του καλλιέργησαν σ’ αυτόν τη φιλοπατρία και βαθιά χριστιανική πίστη. Το 1879 η οικογένεια του μετοίκησε στον τόπο της καταγωγής της την Κεφαλονιά, όπου διέμεινε διαβιώνοντας συντηρητικά λόγω των χαμηλών εισοδημάτων της. Εκεί ο Ιωάννης συμπλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του και στις 24 Σεπτεμβρίου του 1885 εισήλθε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Το 1890 αποφοίτησε και ονομάσθηκε Ανθυπολοχαγός στο Όπλο του Μηχανικού. Η επιλογή του Όπλου οφειλόταν στη μεγάλη του κλίση στα μαθηματικά και γενικά στις θετικές επιστήμες. Η στρατιωτική σταδιοδρομία του ήταν από την αρχή απόλυτα επιτυχής. Οι συνεχής διακρίσεις του τον οδήγησαν στο να κερδίσει μια σημαντική υποτροφία στην Ακαδημία Επιτελών του Βερολίνου. Σύντομα η φοίτηση του στην Σχολή ανέδειξε τα υψηλά του προσόντα. Οι συμμαθητές του τον θαύμαζαν και τον παρομοίαζαν με το Πρώσο Αρχιστράτηγο Helmuth von Molkte. Οι Καθηγητές του έκπληκτοι από την επιτελική του αντίληψη παραδεχόντουσαν ότι: «ουδέν πρόβλημα άλυτο δια τον Ιωάννη Μεταξά».
Το έτος 1903 ο Ιωάννης Μεταξάς, απόφοιτος πια της Ακαδημίας επέστρεψε στην Πατρίδα και τοποθετήθηκε στο Γενικό Επιτελείο που προσπαθούσε να οργανωθεί τότε κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Ακούραστος συνεργάτης του Βίκτωρα Δούσμανη φρόντισε για τη σύνταξη νέων κανονισμών για την καλύτερη οργάνωση του στρατεύματος, παράλληλα με τα καθήκοντα του Καθηγητή στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Η ευσυνειδησία του, η μεθοδικότητα του και γενικά οι ικανότητες του είχαν γίνει από νωρίς αντιληπτές στους συναδέλφους του και ειδικά στον Πρίγκιπα Ανδρέα με τον οποίο συνδεόταν φιλικά και τράβηξαν την προσοχή των ανωτέρων του, ειδικά μάλιστα του Αρχιστρατήγου Διάδοχου Κωνσταντίνου. Το 1909 ο Μεταξάς παντρεύτηκε τη Λέλα Χατζηϊωάννου. Την ίδια χρονιά όμως, στις 14 Αυγούστου, έγινε το Κίνημα του Στρατιωτικού Συνδέσμου. Ο Μεταξάς επειδή ήταν βασιλικός απομακρύνθηκε από τη θέση του και μετατέθηκε δυσμενώς στη Λάρισα. Τον Οκτωβρίου του 1910 Πρωθυπουργός ανέλαβε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Αμέσως κάλεσε τον Ιωάννη Μεταξά και του πρότεινε τη θέση του υπασπιστή και του στρατιωτικού συμβούλου. Ο Μεταξάς απαλλαγμένος από πολιτικά πάθη και γνωρίζοντας πολύ καλά ότι από αυτή τη θέση θα μπορούσε να υπηρετήσει καλύτερα αυτό το Εθνικό Συμφέρον δεν δίστασε καθόλου να τη δεχθεί. Η συνεργασία τους ήταν άψογη και από νωρίς επεκτάθηκε και στο διπλωματικό πεδίο. Σημαντική επιτυχία είχαν οι διαπραγματεύσεις του Μεταξά στη Σόφια για την Ελληνοβουλγαρική Συνθήκη λίγο πριν την έκρηξη του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου. Στη συνέχεια και σε όλη την πολεμική περίοδο ο Μεταξάς, ήταν ο κύριος εγκέφαλος του επιτελείου και μαζί με το Δούσμανη διαπραγματεύτηκε την παράδοση της Θεσσαλονίκης από τον Ταξίν Χασάν Πασά.
Στα τέλη του 1912 ο Ελευθέριος Βενιζέλος τον κάλεσε στο Λονδίνο για σύμβουλο στις διαπραγματεύσεις του. Δεν έμεινε όμως πολύ γιατί στις 16 Ιανουαρίου του 1913 ανακλήθηκε επειγόντως και στάλθηκε στην Ήπειρο, όπου ο μαχόμενος στρατός μας αντιμετώπιζε προβλήματα στις επιχειρήσεις του. Το σπάνιο επιτελικό μυαλό του Μεταξά δεν άργησε να βρει τις λύσεις. Χάρη σ’ αυτόν καταλήφθηκε το Μπιζάνι που ήταν το βασικό οχυρό για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Τον Απρίλιο του ιδίου έτους προήχθη σε Ταγματάρχη και διορίσθηκε Επιτελάρχης. Με αυτή την ιδιότητα συμμετείχε στο Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο μετά το πέρας του οποίου προήχθη σε Αντισυνταγματάρχη, τοποθετήθηκε Διευθυντής Επιχειρήσεων στο Γενικό Επιτελείο καθώς και Διευθυντής στη Σχολή Πολέμου και παρασημοφορήθηκε με το Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος.
Το Φεβρουάριο του 1915 ο Μεταξάς ανέλαβε αναπληρωτής Αρχηγός του Επιτελείου. Δεν ήθελε όμως την έξοδο της Ελλάδος στον πόλεμο και υποστήριζε τη θέληση του Βασιλιά για ουδετερότητα. Ειδικά για το θέμα της Μικράς Ασίας ήταν τελείως αντίθετος. Υποστήριζε σταθερά ότι οι δυνατότητες του Κράτους δεν θα μπορούσαν να διατηρήσουν την Ελληνική κυριαρχία στην περιοχή αυτή. Αντίθετα ο Βενιζέλος πίστευε ότι το Τουρκικό Κράτος ήταν έτοιμο να διαμελιστεί. Στην επιχείρηση των συμμάχων στα Δαρδανέλια ο Βενιζέλος ήθελε και Ελληνική συμμετοχή με ένα Σώμα Στρατού αρχικά αλλά βλέποντας έντονες αντιδράσεις περιορίσθηκε στο να θέλει να στείλει μια Μεραρχία Ο Ιωάννης Μεταξάς αντέδρασε και τότε έντονα. Έφθασε μάλιστα στο σημείο να παραιτηθεί. Πίστευε ότι η επιχείρηση αυτή ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία. Την ίδια άποψη είχε και Βασιλιάς με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί πολιτική κρίση και να παραιτηθεί ο Βενιζέλος. Από τότε ξεκίνησε ο περίφημος Εθνικός Διχασμός και η διαμάχη Μεταξά και Βενιζέλου. Το Μάρτιο του 1915 άρχισε η επιχείρηση στα Δαρδανέλια που κατέληξε στην πανωλεθρία των συμμάχων επαληθεύοντας τις προβλέψεις Μεταξά, ο οποίος μέσα σε λίγους μήνες, τον Οκτώβριο του ιδίου έτους, επανήλθε στις τάξεις του Στρατού.
Στα μέσα Νοεμβρίου 1916 κατατροπώθηκαν από Ελληνικές Στρατιωτικές Δυνάμεις, οι Αγγλογάλλοι που με επικεφαλής το Ναύαρχο Νταρντίζ ντε Φουρνιέ (Fournier) είχαν καταλάβει υψώματα του λεκανοπεδίου Αττικής και με την υποστήριξη ναυτικού πυροβολικού προσπαθούσαν να επιβάλουν τις θελήσεις τους. Τελικά, με τη διαμεσολάβηση των Πρέσβεων Ρωσίας και Ιταλίας αφέθηκαν να αποχωρήσουν και να επιβιβασθούν στα Πλοία τους. Η Γαλλία τότε θέλησε να εκδικηθεί για αυτή την ατίμωση που της είχε στοιχίσει το θάνατο πολλών στρατιωτών της. Θεώρησε υπεύθυνο το Βασιλιά Κωνσταντίνο και αποφάσισε την εκθρόνιση του. Την 11η Ιουνίου του 1917 απηύθυνε τελεσίγραφο ζητώντας την παραίτηση του Βασιλέως. Ο Κωνσταντίνος προς αποφυγή νέων αιματοχυσιών αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει το θρόνο. Αμέσως η Ελληνική Κυβέρνηση αποφάσισε υπό την υπόδειξη των «Προστάτιδων Δυνάμεων» να στείλει στην εξορία ορισμένα πρόσωπα. Ανάμεσα τους και ο τότε Συνταγματάρχης Ι. Μεταξάς ο οποίος στις 20 Ιουνίου 1917 απέπλευσε με το ατμόπλοιο «Βασιλεύς Κωνσταντίνος». Στις 29 Ιουνίου, ύστερα από ταξίδι εννιά ημερών, έφτασε στο Αιάκειο στην Κορσική όπου περιορίσθηκε μαζί με άλλους πολιτικούς εξόριστους. Μαζί του ήταν η σύζυγος του και οι δύο του κόρες. Στο διάστημα της εξορίας του, ο φιλομαθής εξόριστος στρατιωτικός δεν έμεινε αδρανής. Διάβαζε διαρκώς για να επεκτείνει ακόμα περισσότερο τη μόρφωση του και άρχισε να μαθαίνει γαλλικά. Βεβαίως φρόντισε και για τη μόρφωση των θυγατέρων του. Για να μην ξεχάσουν τη γλώσσα τους, τους δίδασκε ο ίδιος Ελληνικά από αναγνωστικό δικής του επινοήσεως. Σταδιακά η κατάσταση άρχισε να επιδεινώνετε και δεν άργησε να φθάσει η είδηση ότι οι «Φιλελεύθεροι», δηλαδή το Κόμμα του Βενιζέλου ήθελε να τους φέρει πίσω για να τους δικάσει, γεγονός που οδήγησε το Μεταξά στο να αναζητά τρόπο για να αποδράσει. Μαζί με τους επίσης εξόριστους πολιτικούς Δημήτριο Γούναρη και Γεώργιο Πεσματζόγλου συνέλαβαν ένα τολμηρό σχέδιο. Στις 6 Δεκεμβρίου το σχέδιο μπήκε σε εφαρμογή. Αρπάζοντας το αυτοκίνητο του Νομάρχη, διέσχισαν μια μεγάλη απόσταση και έφθασαν στη θάλασσα χωρίς κανείς να τολμήσει να τους σταματήσει. Από εκεί με ένα καΐκι πέρασαν στη Σαρδηνία όπου συνελήφθησαν από τις αστυνομικές αρχές. Αμέσως ο Βενιζέλος τους ζήτησε, αλλά οι Ιταλοί αρνήθηκαν.
Ένα περίπου χρόνο παρέμεινε ο Μεταξάς με την οικογένεια του στην πόλη Σιένα, υπό αυστηρή επιτήρηση. Στο διάστημα αυτό και μάλιστα στις 7 Νοεμβρίου ξεκίνησε η δίκη του χωρίς την παρουσία του. Η κατηγορία γι’ αυτόν αλλά και για το Δούσμανη ήταν για εσχάτη προδοσία. Το Στρατοδικείο στις 14 Φεβρουαρίου του 1920 τον καταδίκασε σε θάνατο. Η απόφαση όμως δεν μπορούσε να εκτελεσθεί γιατί βρισκόντουσαν στην Ιταλία. Εκτός αυτού τον επόμενο Μάιο οι καταδικασμένοι σε θάνατο πολιτικοί εξόριστοι έπαψαν να θεωρούνται κρατούμενοι από τις Ιταλικές Αρχές και στις 27 Σεπτεμβρίου 1920, ο Μεταξάς με την οικογένεια του μετακόμισαν στη Φλωρεντία.
Μετά την επάνοδο του Βασιλέως Κωνσταντίνου στην Ελλάδα στα τέλη του 1920, επέστρεψε και ο Μεταξάς για να εγκατασταθεί στο Φάληρο. Στις 7 Ιανουαρίου του 1921 ο Ιωάννης Μεταξάς αποκαταστάθηκε στο βαθμό του Υποστρατήγου. Τον Μάρτιο του 1921 έγινε μια μυστική συνάντηση με τον Πρωθυπουργό Δημήτριο Γούναρη, τον Υπουργό Στρατιωτικών Νικόλαο Θεοτόκη και το Συνταγματάρχη Αθανάσιο Εξαδάκτυλο στο σπίτι του Υπουργού Οικονομικών Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, όπου συζητήθηκαν τα περί Μικρασιατικής Εκστρατείας και πρότειναν στο Μεταξά να αναλάβει την αρχιστρατηγία. Ο Μεταξάς δεν δέχθηκε την αρχιστρατηγία και τους ξαναθύμισε το παλιό του υπόμνημα που είχε καταθέσει στο Γενικό Επιτελείο από το 1914, ισχυριζόμενος με βάσιμα επιχειρήματα ότι μια τέτοια επιχείρηση θα έφερνε την καταστροφή. Δυστυχώς όμως δεν μπόρεσε να τους πείσει ούτε εκείνη τη στιγμή ούτε και όταν έγινε άλλη μια συνάντηση μετά λίγες μέρες. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι και ο Γούναρης και ο Θεοτόκης και ο Πρωτοπαπαδάκης καταδικάσθηκαν σε θάνατο στη «δίκη των έξι» και εκτελέσθηκαν στο Γουδί στις 15 Νοεμβρίου του 1922 ως υπαίτιοι της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Την περίοδο που ακολούθησε ο Εθνικός Διχασμός είχε φθάσει στο έπακρο. Οι διαμάχες Βενιζελικών και Αντι-Βενιζελικών βρισκόντουσαν σε ημερησία διάταξη. Με αφορμή τη μεγάλη εθνική μας συμφορά όλοι έψαχναν εδώ και εκεί να βρουν τι έφταιγε, χωρίς κανένας να αναλογίζεται πως εκείνο που έφταιγε ήταν η απόφαση για τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Μια απόφαση που ο Μεταξάς προσπάθησε από πολύ νωρίς να αποτρέψει! Σε αυτή τη φάση ο Ιωάννης Μεταξάς ξεκίνησε να ιδρύσει ένα κόμμα καθαρά εθνικό μακριά από αυτή την ολέθρια διαμάχη. Αυτό ήταν το Κόμμα των Ελευθεροφρόνων. Στις 12 Οκτωβρίου του 1922, εκδόθηκε το πολιτικό του μανιφέστο. Παρά τις προσπάθειες του Μεταξά, το Κόμμα δεν βρήκε την αναμενόμενη ανταπόκριση. Ο Ελληνικός Λαός παθιασμένος προτιμούσε τη διαμάχη παρά τη συμφιλίωση. Στο μεταξύ η κατάσταση χειροτέρευε και τα μεσάνυκτα της 21 Οκτωβρίου 1923 εκδηλώθηκε το κίνημα των Γ. Λεοναρδόπουλου, Π. Γαργαλίδη και Γ. Ζήρα. Το κίνημα τελικά έληξε άδοξα στις 28 Οκτωβρίου. Ο Ιωάννης Μεταξάς ο οποίος είχε αναμιχθεί στα γεγονότα πρόλαβε να φύγει από την Πάτρα με Νορβηγικό πλοίο για την Ιταλία. Στις 25 Μαρτίου 1924 μετά από μια περίοδο ταραχών και αναρχίας ανακηρύσσεται Αβασίλευτος Δημοκρατία. Το πρώτο έτος αυτής της Δημοκρατίας, είναι έτος έξι στρατιωτικών κινημάτων και πέντε κυβερνήσεων. Η χρονιά αυτή όμως έφερε και πάλι τον Ιωάννη Μεταξά στην πολιτική σκηνή. Μαζί με τον Παναγή Τσαλδάρη εκπροσώπησε τη φιλοβασιλική παράταξη στο δημοψήφισμα. Παράλληλα προσπάθησε να ανασυγκροτήσει το Κόμμα του. Οι δραστηριότητες του σταμάτησαν απότομα στις 26 Ιουνίου του 1925 με τη δικτατορία του Θεόδωρου Παγκάλου. Ο Ιωάννης Μεταξάς συνελήφθη φυλακίσθηκε και εκτοπίσθηκε.
Τα πολιτικά γεγονότα στην Ελλάδα θα εξελιχθούν ταχύτατα. Στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1926 που κανένα κόμμα δεν πήρε πλειοψηφία, το Κόμμα του Μεταξά συγκέντρωσε 151.044 ψήφους που αντιστοιχούσαν σε 51 έδρες από τις 286. Ο ίδιος στα τέλη του 1926 διορίσθηκε Υπουργός Συγκοινωνίας στην Κυβέρνηση Αλέξανδρου Ζαΐμη. Στις 27 Ιουνίου 1928, παραιτείται η Κυβέρνηση Ζαΐμη και μετά από εκλογές στις 4 Ιουλίου έρχεται στην Κυβέρνηση ο Βενιζέλος. Στις εκλογές της 25ης Σεπτεμβρίου 1932, οι «Ελευθερόφρονες» πήραν 18.591 ψήφους για να καταλάβουν τρεις έδρες και ο Ιωάννης Μεταξάς να βρεθεί στην Κυβέρνηση του Παναγή Τσαλδάρη ως Υπουργός των Εσωτερικών. Το 1935 και το 1936 το Κόμμα του ανέδειξε επτά βουλευτές. Η ισοψηφία όμως Βενιζελικών και Αντιβενιζελικών στις εκλογές της 26 Ιανουαρίου του 1936, οδήγησαν τον Ιωάννη Μεταξά στη θέση του Υπουργού των Στρατιωτικών, όπου διορίσθηκε στις 9 Μαρτίου. Ο διορισμός αυτός ήταν κοινής αποδοχής και δεν σημειώθηκε καμμία αντίδραση από τα δύο μεγάλα κόμματα.
Στις 14 Μαρτίου ορκίστηκε η Κυβέρνηση Κωνσταντίνου Δεμερτζή με Αντιπρόεδρο και Υπουργό Στρατιωτικών τον Ιωάννη Μεταξά. Σε λίγες όμως μέρες πέθανε αιφνιδίως από ανακοπή καρδιάς ο Πρωθυπουργός. Έτσι στις 13 Απριλίου του 1936, ο Ιωάννης Μεταξάς από Αντιπρόεδρος βρέθηκε Πρωθυπουργός αφού έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή. Στις 4 Αυγούστου του 1936 ο Ιωάννης Μεταξάς διέλυσε τη Βουλή εγκαθιστώντας στην Χώρα δικτατορία. Όπως αναφέραμε και στην αρχή, η πρόθεση μας δεν είναι να σχολιάσουμε ιδεολογικά το καθεστώς του Μεταξά. Ανεξάρτητα όμως απ’ αυτό δεν μπορούμε να μην παραδεχθούμε το γεγονός ότι ο Μεταξάς ήταν εκείνος που προετοίμασε με μεγάλη επιτυχία ότι αργότερα έδωσε απέραντη δόξα στην Ελλάδα. Δεν πρέπει επίσης να παραβλέψουμε ότι επί δικτατορίας 4ης Αυγούστου προωθήθηκαν πολλά φιλολαϊκά μέτρα για τη βελτίωση της θέσεως των εργαζομένων όπως το 8ωρο και η υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση. Αυξήθηκαν τα κέρδη των αγροτών και δόθηκαν οι προϋποθέσεις για να βελτιωθεί η θέση όσων είχαν αγροτικά χρέη. Παράλληλα αυξήθηκαν και οι επενδύσεις αφού από το 1936 έως το 1938 αναπτύχθηκαν 567 βιομηχανίες! Σημαντικό είναι και ένα άλλο γεγονός: Το 1936 ο Ιωάννης Μεταξάς αρνήθηκε να πληρώσει το χρέος της Ελλάδας στη βελγική τράπεζα Societe Commerciale de Belgique και αντιμετώπισε το Διαρκές Δικαστήριο Διεθνούς Δικαιοσύνης. Στο υπόμνημα τότε η Χώρα μας απολογούμενη είχε επισημάνει ότι: «Η Κυβέρνηση της Ελλάδος είναι ανήσυχη για τα ζωτικά συμφέροντα του Ελληνικού λαού, τη διοίκηση, την οικονομική ζωή, την κατάσταση της υγείας και την εσωτερική και εξωτερική ασφάλεια της χώρας. Γι’ αυτό, δεν θα μπορούσε να προβεί σε άλλη επιλογή….». Αργότερα αναφερόμενη γενικά σε όλα τα Κράτη είχε δηλώσει συμπληρωματικά: «….Όταν μια Κυβέρνηση καλείται να επιλέξει ανάμεσα στην πληρωμή του χρέους και στην εξασφάλιση για το Λαό κατάλληλης διοικήσεως, εγγυημένων συνθηκών για ηθική, κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη, πρέπει να επιλέξει το δεύτερο. Το Καθήκον του Κράτους να εξασφαλίσει την εύρυθμη λειτουργία των βασικών δημοσίων υπηρεσιών, υπερτερεί έναντι της πληρωμής των χρεών. Από κανένα Κράτος δεν μπορεί να απαιτηθεί η εκπλήρωση, μερική ή ολική των χρηματικών του υποχρεώσεων θέτοντας σε κίνδυνο τη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών του με συνέπεια την αποδιοργάνωση της χώρας … …..». Με αυτά τα τόσο σωστά επιχειρήματα το Διεθνές Δικαστήριο δικαίωσε την Ελλάδα, δημιουργώντας ένα ευνοϊκό προηγούμενο, πάνω στο οποίο βασίσθηκε και το 2003 ανάλογη ευνοϊκή απόφαση για την Αργεντινή.
Επιτυχής ήταν και η εξωτερική πολιτική του Μεταξά. Είχε σπουδάσει στη Γερμανία και πολλοί διαδίδουν ότι ήταν γερμανόφιλος. Παρ’ όλα αυτά γεγονός είναι πως μπορούσε να δει ξεκάθαρα ότι η Αγγλία ήταν η κυρίαρχη ναυτική δύναμη της Μεσογείου. Σαν άριστος γνώστης της στρατηγικής ήξερε πολύ καλά ποια είναι η επίδραση της θαλάσσιας ισχύος στην ιστορία, όπως είχε διδάξει ο Ναύαρχος Άλφρεντ Θάγιερ Μάχαν (Alfred Thayer Mahan), ο μεγάλος θεωρητικός της στρατηγικής. Όπως αποδεικνύεται από την ιστορία, από νωρίς η Ελλάδα είχε ευθυγραμμιστεί απόλυτα με τους Βρετανούς. Το 1938 μάλιστα ο Ιωάννης Μεταξάς είχε προτείνει στην Αγγλική Κυβέρνηση τη σύναψη αμυντικής συμμαχίας αλλά δεν βρήκε ανταπόκριση. Ίσως γιατί οι Άγγλοι ήθελαν να παραμείνει η Πατρίδα μας όσο το δυνατό περισσότερο σε κατάσταση ουδετερότητας, χωρίς να αμφιβάλλουν για την συνδρομή της σε περίπτωση που αυτό θα ήταν αναγκαίο.
Είναι γεγονός ότι η Ελλάδα προσπάθησε όσο μπορούσε να αποφύγει τον πόλεμο, χωρίς όμως να σταματήσει την πολεμική προετοιμασία παρά τις προκλήσεις των Ιταλών. Αποκορύφωμα των προκλήσεων ήταν η βύθιση της ΕΛΛΗΣ από τορπιλική επίθεση το Δεκαπενταύγουστο, ενώ συμμετείχε σημαιοστολισμένη στις εορταστικές εκδηλώσεις της Μεγαλόχαρης στη Τήνο. Η έρευνα του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η ενέργεια αυτή εκτελέσθηκε από Ιταλικό Υποβρύχιο. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώθηκε σχετικά πρόσφατα και από απόστρατο Ιταλό Ναύαρχο ο οποίος εμφανίσθηκε στα Ελληνικά Μ.Μ.Ε. και παραδέχθηκε δημόσια ότι ο τορπιλισμός της Έλλης ήταν δικό του «κατόρθωμα» όταν ήταν Κυβερνήτης στο Υποβρύχιο ΔΕΛΦΙΝΟ. Η Ελληνική Κυβέρνηση όμως που εκείνες τις στιγμές, βρισκόταν σε δύσκολη θέση αναγκάσθηκε να ανακοινώσει ότι το Πλοίο «εβλήθη δια τορπιλών αγνώστου εθνικότητος Υποβρυχίου». Αυτό έδωσε αφορμή στην αντεθνική προπαγάνδα για να διαδώσει τη φήμη ότι «τορπιλίστηκε από τους Εγγλέζους για να μας αναγκάσουν να βγούμε στον πόλεμο».
Μια μέρα μετά τον τορπιλισμό, ο Ιωάννης Μεταξάς συγκάλεσε το Υπουργικό Συμβούλιο όπου ξεκαθάρισε τη θέση του ανακοινώνοντας ότι: «… Ενώπιον αυτής της καταστάσεως, η πολιτική της Ελλάδος είναι καθαρά. Εκατό τοις εκατό, χωρίς επιφυλάξεις και χωρίς παζαρέματα, είμεθα παρά το πλευρό της Αγγλίας. Αυτήν την δήλωσιν, δεν σας την κάμνω δια να προκαλέσω συζήτησιν. Είναι πολιτική αποφασισθείσα, που την εγκρίνει χωρίς καμιά αμφιβολία ολόκληρος ο Ελληνικός Λαός, ο Στρατός μας και ο Βασιλεύς. Εάν υπάρχει αντίθετος, ο οποίος θέλει ν’ ακολουθήσει η Χώρα ιταλόφιλον πολιτικήν, ας εκδηλωθεί. Εάν υπάρχει μεταξύ υμών κανείς ο οποίος να μην εγκρίνει ή να έχει επιφυλάξεις ας αποχωρήση … Η πολιτική των υποχωρήσεων δεν φέρει πουθενά. Έχομεν το παράδειγμα της Ρουμανίας και του Πεταίν. Έστω και αν νικήσει ο Άξων, που το θεωρώ για πολλούς λόγους αδύνατον, οι Γερμανοί θα μας σεβασθούν πολύ περισσότερον και ως τιμίους εχθρούς και ως Έθνος που απέδειξεν πως έχει δικαιώματα να ζη ελέυθερον, παρά ως συμμάχους της τελευταίας στιγμής με προβαδίζοντας τους Ιταλούς και τους Βουλγάρους, με τας γνωστάς εδαφικάς αξιώσεις εναντίον μας … Εάν νικήσει η Μεγάλη Βρετανία, όπως πιστεύω, το μέλλον μας εις την Ανατολικήν Μεσόγειον είναι βεβαίως περίλαμπρον. Και τα πλέον τολμηρά μας όνειρα ασφαλώς θα πραγματοποιηθούν. Είναι μια καμπή της ιστορίας μας, η οποία παρουσιάζεται ίσως κάθε πεντακόσια έτη … Θα θέσωμεν την δόξαν πρώτην και ύστερα τη νίκην. Και θα δείξουμε εις τον κόσμον, ότι αι εσωτερικαί αξίαι του Ελληνισμού, δεν έχουν μειωθεί. Αι θυσίαι βεβαίως θα είναι μεγάλαι, μέγισται. Αλλά όπως εγώ είμαι έτοιμος να θυσιάσω τα πάντα, το σπίτι μου, τα παιδιά μου, τη ζωή μου, έτσι είμαι βέβαιος θα σκεφθή ο καθένας μας, ο κάθε Έλλην. Δεν επιτρέπεται να μαυρίσουμε, να κηλιδώσουμε μίαν ιστορίαν θαυμασία δυόμιση χιλιάδων ετών….»
Ήρθε και η 28η Οκτωβρίου του 1940 με την επίσκεψη του Πρέσβη της Ιταλίας Εμμανουέλλε Γκράτσι (E. Grazzi) στο σπίτι του Έλληνα Πρωθυπουργού. Η συνάντηση αυτή δεν ήταν απρόβλεπτη. Όλοι ήξεραν ότι κάποια στιγμή θα συμβεί! Ο Ιωάννης Μεταξάς ήταν καλά προετοιμασμένος και όχι μόνο αυτός. Σε ολόκληρο τον Ελληνικό Λαό είχε καλλιεργηθεί η ιδέα της αντιστάσεως στις ιταμές επιδιώξεις των Ιταλών. Το αποδεικνύει το αποτέλεσμα! Ο Ιταλός διπλωμάτης στο βιβλίο του «Η αρχή του τέλους - η επιχείρηση κατά της Ελλάδος» περιγράφει εκείνες τις στιγμές: «Ήταν λίγα λεπτά μετά τις 3 το πρωί. Χωρίς καθυστέρηση του είπα (στον Μεταξά), ότι η Κυβέρνησίς μου, μου είχε αναθέσει να τον επισκευθώ προσωπικά και να του εγχειρίσω ένα κείμενο, που δεν ήτο τίποτε άλλο, παρά το τελεσίγραφον της Ιταλίας προς την Ελλάδα με το οποίον απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση των στρατευμάτων της από την Ελληνική επικράτεια από το τις 6 π.μ. της 28 Οκτωβρίου 1940. Ο Μεταξάς άρχισε να διαβάζει το κείμενο. Τα μάτια του άρχισαν να βουρκώνουν. Το έβλεπα μέσα από τα γυαλιά του. Τελειώνοντας το διάβασμα με κοίταξε στο πρόσωπο και με λυπημένη αλλά σταθερή φωνή μου είπε: Alors, c'est la guerre, (Λοιπόν, έχουμε πόλεμο)».
Παρόμοια είναι και η περιγραφή της κόρης του Μεταξά η οποία όμως προσθέτει ότι αμέσως μετά τη φράση «Λοιπόν έχουμε πόλεμο» ο Γράτσι είπε: «όχι απαραίτητα εξοχότατε!» (Pas nécessaire, mon excellence), δηλαδή αν δεχθούν οι Έλληνες την πρόταση του δεν θα γίνει πόλεμος. Και ο Μεταξάς απάντησε λακωνικά: «όχι, είναι απαραίτητο» (Non, c'est nécessaire). Αυτό είναι το περίφημο ΟΧΙ του Μεταξά που έγινε το σύνθημα ενός ολόκληρου Λαού ο οποίος έγραψε με αίμα τις ενδοξότερες σελίδες της νεώτερης Ιστορίας μας. Στην συνέχεια ο Ιωάννης Μεταξάς συνόδευσε τον Πρέσβη μέχρι την εξώπορτα. Η συγκίνηση του δεν μπορούσε να κρυφτεί. Ο άνθρωπος αυτός εκείνη τη στιγμή είχε πάρει επάνω του όλη την μοίρα του Έθνους. Αποχαιρετώντας τον Ιταλό είπε μελαγχολικά: «Vous etes les plus forts» δηλαδή «Είσθε οι πιο ισχυροί». Ο Ιταλός Πρέσβης δεν είχε τίποτα να απαντήσει. Αποχαιρέτησε αυτόν που εκπροσωπούσε ολόκληρο το Αγέρωχο Γένος μας και έφυγε με σκυμμένο το κεφάλι. Για πρώτη φορά, σύμφωνα με τον ίδιο, αισθάνθηκε απέχθεια για το επάγγελμα του. «Αν στη μακρά σταδιοδρομία μου στην Υπηρεσία του Κράτους υπήρξε μια στιγμή που την μίσησα, ήταν όταν άκουσα αυτά τα λόγια από εκείνο τον ηλικιωμένο άνδρα που είχε καταναλώσει ολόκληρη τη ζωή του αγωνιζόμενος και υποφέροντας για την Χώρα του. Εκείνον που αυτή την υπέρτατη στιγμή, προτίμησε να διαλέξει για την Πατρίδα του το δρόμο της θυσίας και όχι το δρόμο της ατιμώσεως. Υποκλίθηκα μπροστά του με τον βαθύτερο σεβασμό και βγήκα από το σπίτι του».
Σε λίγο ακουγόταν το διάγγελμα του Πρωθυπουργού από το ραδιοφωνικό σταθμό:
«Η στιγμή επέστη που θα αγωνισθώμεν δια την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, την ακεραιότητα και την τιμήν της. Μολονότι ετηρήσαμεν την πλέον αυστηράν ουδετερότητα και ίσην προς όλους, η Ιταλία, μη αναγνωρίζουσα, εις ημάς το δικαίωμα να ζώμεν ως ελεύθεροι Έλληνες, μου εζήτησε σήμερον την 3ην πρωινήν την παράδοσιν τμημάτων του εθνικού εδάφους, κατά την ιδίαν αυτής βούλησιν και μου ανεκοίνωσε, ότι προς κατάληψιν αυτών, η κίνησης των στρατευμάτων της θα ήρχιζε την 6ην πρωινήν. Απήντησα είς τον Ιταλόν Πρέσβυν ότι θεωρώ και το αίτημα αυτό καθ'εαυτό και τον τρόπον με τον οποίο γίνεται τούτο ως κύρηξιν πολέμου της Ιταλίας κατά της Ελλάδος. Τώρα θα αποδείξωμεν εάν πράγματι είμεθα άξιοι των προγόνων μας και της ελευθερίας την οποίαν μας εξησφάλισαν οι προπάτορές μας. Όλο το Έθνος ας εγερθή σύσσωμον. Αγωνισθήτε δια την Πατρίδα, τας γυναίκας και τα παιδιά σας και τας ιεράς μας παραδόσεις. Νυν υπέρ πάντων ο Αγών».
Οι Ιταλοί έχοντας λάθος εκτίμηση της καταστάσεως και βασισμένοι σε ψευδείς πληροφορίες που άφησαν σκόπιμα οι μυστικές μας υπηρεσίες να διαρρεύσουν, ξεκίνησαν μια εκστρατεία στην αρχή του χειμώνα. Βρέθηκαν αιφνιδιαστικά όμως αντιμέτωποι με αγέρωχους και ανυποχώρητους, άριστα εκπαιδευμένους στρατιώτες που μπόρεσαν να αξιοποιήσουν στο έπακρο τα ελάχιστα και παρελθούσης εποχής μέσα τους, αποδεικνύοντας περίτρανα την τεράστια σημασία του έμψυχου υλικού για τις πολεμικές επιχειρήσεις καθώς και την ύπαρξη ενός ακμαιότατου ηθικού που εξακολούθησε να συντηρείται με κάθε μέσο σε όλο το διάστημα του Έπους. Δεν χρειάζεται να εξιστορήσουμε τις νίκες του Στρατού μας. Είναι όμως αναγκαίο να εμβαθύνουμε σε γεγονότα λιγότερο γνωστά.
Το Δεκέμβριο του 1940 Ιταλός Ντούτσε, Μπενίτο Μουσολίνι (Benito Amilcare Andrea Mussolini) κατάλαβε ότι η κατάσταση δεν ήταν αναστρέψιμος. Άρχισε να σκέπτεται ανακωχή. Οι Υπουργοί του όμως και οι Στρατηγοί τον έπεισαν να περιμένει. Οι Γερμανοί τότε άρχισαν να βλέπουν με ανησυχία τις εξελίξεις. Το γεγονός αυτό αναστάτωσε τον Ιωάννη Μεταξά. Στις 18 Ιανουαρίου 1941 έστειλε την παρακάτω διακοίνωση προς τη Βρετανική Κυβέρνηση: «Είμεθα αποφασισμένοι να αντιμετωπίσωμεν καθ’ οιονδήποτε τρόπον και με οιασδήποτε θυσίας ενδεχομένην γερμανικήν επίθεσιν, αλλ’ ουδόλως επιθυμούμεν να την προκαλέσωμεν….»
Αυτό είναι το τελευταίο έγγραφο που υπέγραψε ο Μεγάλος Ηγέτης. Στις 29 Ιανουαρίου 1941, ο Ιωάννης Μεταξάς πέθανε αιφνιδίως. Ολόκληρο το Έθνος τον έκλαψε. Πέθανε ενώ είχε διαδραματίσει ένα από τους πιο σημαντικούς ρόλους σε μια περίοδο όλο ταραχές και συμφορές. Πέθανε τίμιος και φτωχός όπως είχε ξεκινήσει! Μοναδική του σκέψη και φροντίδα ήταν το καλό της αγαπημένης του Πατρίδας. Την ημέρα της κηδείας του είχαν γεμίσει ασφυκτικά όλοι οι δρόμοι της Αθήνας. Δύναμη Αστυφυλάκων προηγήτο της νεκρικής πομπής με αργό πένθιμο βήμα. Αμέσως μετά ακολουθούσαν οι στρατιωτικές μπάντες και σαλπιγκτές με τυμπανιστές της Εθνικής Οργανώσεως Νεολαίας. Μετά βάδιζαν τιμητικά αποσπάσματα Χωροφυλακής, Αστυνομίας και Πυροσβεστών, ένα άγημα Βασιλικού Ναυτικού, Τμήματα Νεολαίας, συμμαχικά αγήματα και ακολουθούσαν τα στεφάνια από Αρχηγούς Κρατών. Στη συνέχεια ένας Αξιωματικός που κρατούσε σε σκούρο μαξιλάρι τα παράσημα του και κατόπιν ανάμεσα σε διπλό στίχο πρωτοετών Ευελπίδων που έφεραν τα όπλα υπομάλης, κινήτο ένα πυροβόλο πάνω στον κιλλίβαντα του οποίου υπήρχε το δρύινο φέρετρο του Μεγάλου Νεκρού. Στις 18.10 και αφού εψάλλει η τελευταία δέηση, ετάφη ο Ιωάννης Μεταξάς με ομοβροντίες πυροβόλων και εμβατήρια. Σε εκτέλεση επιθυμίας του ετάφη μαζί του και η σπάθη που έφερε στις εκστρατείες.
Αυτός ήταν ο Ιωάννης Μεταξάς! Ο φωτισμένος Ηγέτης, που ο αμερόληπτος κριτής θα τον κατατάξει στις μεγάλες μορφές του Έθνους. Είναι αυτός που προετοίμασε σχολαστικά την Ελλάδα για να αντιμετωπίσει δύο «Αυτοκρατορίες» και βροντοφώνησε εκ μέρους όλου του Ελληνικού Λαού το ΟΧΙ. Τέλος, είναι εκείνος που εκτίμησε σωστά την κατάσταση και προσπάθησε να αποτρέψει την τέλεση του μεγαλύτερου εθνικού σφάλματος, της Μικρασιατικής Εκστρατείας που επιτάχυνε τον εθνικό ξεριζωμό, δημιούργησε χιλιάδες θύματα, και τέτοια δυστυχία τόσων και τόσων ομογενών μας.
greece.org
Tromaktiko
Η ιστορία της οικογένειας του Ιωάννη Μεταξά ξεκινά από το 1081, στην εποχή της Μεσαιωνικής Αυτοκρατορίας μας. Είναι γεμάτη από επιφανείς άνδρες που τίμησαν και δόξασαν το όνομα της. Στην πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως, ο εκλεκτός γόνος της οικογενείας Μάρκος Αντώνιος Μεταξάς, πιστός συμπολεμιστής του τελευταίου μας Αυτοκράτορα, διακρίθηκε για τη γενναιότητα του και την αφοσίωση στο Καθήκον
Ο Ιωάννης Μεταξάς γεννήθηκε στις 12 Απριλίου του 1871 στην Ιθάκη όπου ο πατέρας του ο Παναγής Μεταξάς ήταν Έπαρχος. Μητέρα του ήταν η Ελένη Τριγώνη από το Αγρίνιο. Από μικρός διακρινόταν για το ήθος του και την ευφυΐα του. Στο σχολείο ήταν επιμελής μαθητής με ιδιαίτερη κλήση στα μαθηματικά. Οι γονείς του καλλιέργησαν σ’ αυτόν τη φιλοπατρία και βαθιά χριστιανική πίστη. Το 1879 η οικογένεια του μετοίκησε στον τόπο της καταγωγής της την Κεφαλονιά, όπου διέμεινε διαβιώνοντας συντηρητικά λόγω των χαμηλών εισοδημάτων της. Εκεί ο Ιωάννης συμπλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του και στις 24 Σεπτεμβρίου του 1885 εισήλθε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Το 1890 αποφοίτησε και ονομάσθηκε Ανθυπολοχαγός στο Όπλο του Μηχανικού. Η επιλογή του Όπλου οφειλόταν στη μεγάλη του κλίση στα μαθηματικά και γενικά στις θετικές επιστήμες. Η στρατιωτική σταδιοδρομία του ήταν από την αρχή απόλυτα επιτυχής. Οι συνεχής διακρίσεις του τον οδήγησαν στο να κερδίσει μια σημαντική υποτροφία στην Ακαδημία Επιτελών του Βερολίνου. Σύντομα η φοίτηση του στην Σχολή ανέδειξε τα υψηλά του προσόντα. Οι συμμαθητές του τον θαύμαζαν και τον παρομοίαζαν με το Πρώσο Αρχιστράτηγο Helmuth von Molkte. Οι Καθηγητές του έκπληκτοι από την επιτελική του αντίληψη παραδεχόντουσαν ότι: «ουδέν πρόβλημα άλυτο δια τον Ιωάννη Μεταξά».
Το έτος 1903 ο Ιωάννης Μεταξάς, απόφοιτος πια της Ακαδημίας επέστρεψε στην Πατρίδα και τοποθετήθηκε στο Γενικό Επιτελείο που προσπαθούσε να οργανωθεί τότε κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Ακούραστος συνεργάτης του Βίκτωρα Δούσμανη φρόντισε για τη σύνταξη νέων κανονισμών για την καλύτερη οργάνωση του στρατεύματος, παράλληλα με τα καθήκοντα του Καθηγητή στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Η ευσυνειδησία του, η μεθοδικότητα του και γενικά οι ικανότητες του είχαν γίνει από νωρίς αντιληπτές στους συναδέλφους του και ειδικά στον Πρίγκιπα Ανδρέα με τον οποίο συνδεόταν φιλικά και τράβηξαν την προσοχή των ανωτέρων του, ειδικά μάλιστα του Αρχιστρατήγου Διάδοχου Κωνσταντίνου. Το 1909 ο Μεταξάς παντρεύτηκε τη Λέλα Χατζηϊωάννου. Την ίδια χρονιά όμως, στις 14 Αυγούστου, έγινε το Κίνημα του Στρατιωτικού Συνδέσμου. Ο Μεταξάς επειδή ήταν βασιλικός απομακρύνθηκε από τη θέση του και μετατέθηκε δυσμενώς στη Λάρισα. Τον Οκτωβρίου του 1910 Πρωθυπουργός ανέλαβε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Αμέσως κάλεσε τον Ιωάννη Μεταξά και του πρότεινε τη θέση του υπασπιστή και του στρατιωτικού συμβούλου. Ο Μεταξάς απαλλαγμένος από πολιτικά πάθη και γνωρίζοντας πολύ καλά ότι από αυτή τη θέση θα μπορούσε να υπηρετήσει καλύτερα αυτό το Εθνικό Συμφέρον δεν δίστασε καθόλου να τη δεχθεί. Η συνεργασία τους ήταν άψογη και από νωρίς επεκτάθηκε και στο διπλωματικό πεδίο. Σημαντική επιτυχία είχαν οι διαπραγματεύσεις του Μεταξά στη Σόφια για την Ελληνοβουλγαρική Συνθήκη λίγο πριν την έκρηξη του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου. Στη συνέχεια και σε όλη την πολεμική περίοδο ο Μεταξάς, ήταν ο κύριος εγκέφαλος του επιτελείου και μαζί με το Δούσμανη διαπραγματεύτηκε την παράδοση της Θεσσαλονίκης από τον Ταξίν Χασάν Πασά.
Στα τέλη του 1912 ο Ελευθέριος Βενιζέλος τον κάλεσε στο Λονδίνο για σύμβουλο στις διαπραγματεύσεις του. Δεν έμεινε όμως πολύ γιατί στις 16 Ιανουαρίου του 1913 ανακλήθηκε επειγόντως και στάλθηκε στην Ήπειρο, όπου ο μαχόμενος στρατός μας αντιμετώπιζε προβλήματα στις επιχειρήσεις του. Το σπάνιο επιτελικό μυαλό του Μεταξά δεν άργησε να βρει τις λύσεις. Χάρη σ’ αυτόν καταλήφθηκε το Μπιζάνι που ήταν το βασικό οχυρό για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Τον Απρίλιο του ιδίου έτους προήχθη σε Ταγματάρχη και διορίσθηκε Επιτελάρχης. Με αυτή την ιδιότητα συμμετείχε στο Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο μετά το πέρας του οποίου προήχθη σε Αντισυνταγματάρχη, τοποθετήθηκε Διευθυντής Επιχειρήσεων στο Γενικό Επιτελείο καθώς και Διευθυντής στη Σχολή Πολέμου και παρασημοφορήθηκε με το Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος.
Το Φεβρουάριο του 1915 ο Μεταξάς ανέλαβε αναπληρωτής Αρχηγός του Επιτελείου. Δεν ήθελε όμως την έξοδο της Ελλάδος στον πόλεμο και υποστήριζε τη θέληση του Βασιλιά για ουδετερότητα. Ειδικά για το θέμα της Μικράς Ασίας ήταν τελείως αντίθετος. Υποστήριζε σταθερά ότι οι δυνατότητες του Κράτους δεν θα μπορούσαν να διατηρήσουν την Ελληνική κυριαρχία στην περιοχή αυτή. Αντίθετα ο Βενιζέλος πίστευε ότι το Τουρκικό Κράτος ήταν έτοιμο να διαμελιστεί. Στην επιχείρηση των συμμάχων στα Δαρδανέλια ο Βενιζέλος ήθελε και Ελληνική συμμετοχή με ένα Σώμα Στρατού αρχικά αλλά βλέποντας έντονες αντιδράσεις περιορίσθηκε στο να θέλει να στείλει μια Μεραρχία Ο Ιωάννης Μεταξάς αντέδρασε και τότε έντονα. Έφθασε μάλιστα στο σημείο να παραιτηθεί. Πίστευε ότι η επιχείρηση αυτή ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία. Την ίδια άποψη είχε και Βασιλιάς με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί πολιτική κρίση και να παραιτηθεί ο Βενιζέλος. Από τότε ξεκίνησε ο περίφημος Εθνικός Διχασμός και η διαμάχη Μεταξά και Βενιζέλου. Το Μάρτιο του 1915 άρχισε η επιχείρηση στα Δαρδανέλια που κατέληξε στην πανωλεθρία των συμμάχων επαληθεύοντας τις προβλέψεις Μεταξά, ο οποίος μέσα σε λίγους μήνες, τον Οκτώβριο του ιδίου έτους, επανήλθε στις τάξεις του Στρατού.
Στα μέσα Νοεμβρίου 1916 κατατροπώθηκαν από Ελληνικές Στρατιωτικές Δυνάμεις, οι Αγγλογάλλοι που με επικεφαλής το Ναύαρχο Νταρντίζ ντε Φουρνιέ (Fournier) είχαν καταλάβει υψώματα του λεκανοπεδίου Αττικής και με την υποστήριξη ναυτικού πυροβολικού προσπαθούσαν να επιβάλουν τις θελήσεις τους. Τελικά, με τη διαμεσολάβηση των Πρέσβεων Ρωσίας και Ιταλίας αφέθηκαν να αποχωρήσουν και να επιβιβασθούν στα Πλοία τους. Η Γαλλία τότε θέλησε να εκδικηθεί για αυτή την ατίμωση που της είχε στοιχίσει το θάνατο πολλών στρατιωτών της. Θεώρησε υπεύθυνο το Βασιλιά Κωνσταντίνο και αποφάσισε την εκθρόνιση του. Την 11η Ιουνίου του 1917 απηύθυνε τελεσίγραφο ζητώντας την παραίτηση του Βασιλέως. Ο Κωνσταντίνος προς αποφυγή νέων αιματοχυσιών αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει το θρόνο. Αμέσως η Ελληνική Κυβέρνηση αποφάσισε υπό την υπόδειξη των «Προστάτιδων Δυνάμεων» να στείλει στην εξορία ορισμένα πρόσωπα. Ανάμεσα τους και ο τότε Συνταγματάρχης Ι. Μεταξάς ο οποίος στις 20 Ιουνίου 1917 απέπλευσε με το ατμόπλοιο «Βασιλεύς Κωνσταντίνος». Στις 29 Ιουνίου, ύστερα από ταξίδι εννιά ημερών, έφτασε στο Αιάκειο στην Κορσική όπου περιορίσθηκε μαζί με άλλους πολιτικούς εξόριστους. Μαζί του ήταν η σύζυγος του και οι δύο του κόρες. Στο διάστημα της εξορίας του, ο φιλομαθής εξόριστος στρατιωτικός δεν έμεινε αδρανής. Διάβαζε διαρκώς για να επεκτείνει ακόμα περισσότερο τη μόρφωση του και άρχισε να μαθαίνει γαλλικά. Βεβαίως φρόντισε και για τη μόρφωση των θυγατέρων του. Για να μην ξεχάσουν τη γλώσσα τους, τους δίδασκε ο ίδιος Ελληνικά από αναγνωστικό δικής του επινοήσεως. Σταδιακά η κατάσταση άρχισε να επιδεινώνετε και δεν άργησε να φθάσει η είδηση ότι οι «Φιλελεύθεροι», δηλαδή το Κόμμα του Βενιζέλου ήθελε να τους φέρει πίσω για να τους δικάσει, γεγονός που οδήγησε το Μεταξά στο να αναζητά τρόπο για να αποδράσει. Μαζί με τους επίσης εξόριστους πολιτικούς Δημήτριο Γούναρη και Γεώργιο Πεσματζόγλου συνέλαβαν ένα τολμηρό σχέδιο. Στις 6 Δεκεμβρίου το σχέδιο μπήκε σε εφαρμογή. Αρπάζοντας το αυτοκίνητο του Νομάρχη, διέσχισαν μια μεγάλη απόσταση και έφθασαν στη θάλασσα χωρίς κανείς να τολμήσει να τους σταματήσει. Από εκεί με ένα καΐκι πέρασαν στη Σαρδηνία όπου συνελήφθησαν από τις αστυνομικές αρχές. Αμέσως ο Βενιζέλος τους ζήτησε, αλλά οι Ιταλοί αρνήθηκαν.
Ένα περίπου χρόνο παρέμεινε ο Μεταξάς με την οικογένεια του στην πόλη Σιένα, υπό αυστηρή επιτήρηση. Στο διάστημα αυτό και μάλιστα στις 7 Νοεμβρίου ξεκίνησε η δίκη του χωρίς την παρουσία του. Η κατηγορία γι’ αυτόν αλλά και για το Δούσμανη ήταν για εσχάτη προδοσία. Το Στρατοδικείο στις 14 Φεβρουαρίου του 1920 τον καταδίκασε σε θάνατο. Η απόφαση όμως δεν μπορούσε να εκτελεσθεί γιατί βρισκόντουσαν στην Ιταλία. Εκτός αυτού τον επόμενο Μάιο οι καταδικασμένοι σε θάνατο πολιτικοί εξόριστοι έπαψαν να θεωρούνται κρατούμενοι από τις Ιταλικές Αρχές και στις 27 Σεπτεμβρίου 1920, ο Μεταξάς με την οικογένεια του μετακόμισαν στη Φλωρεντία.
Μετά την επάνοδο του Βασιλέως Κωνσταντίνου στην Ελλάδα στα τέλη του 1920, επέστρεψε και ο Μεταξάς για να εγκατασταθεί στο Φάληρο. Στις 7 Ιανουαρίου του 1921 ο Ιωάννης Μεταξάς αποκαταστάθηκε στο βαθμό του Υποστρατήγου. Τον Μάρτιο του 1921 έγινε μια μυστική συνάντηση με τον Πρωθυπουργό Δημήτριο Γούναρη, τον Υπουργό Στρατιωτικών Νικόλαο Θεοτόκη και το Συνταγματάρχη Αθανάσιο Εξαδάκτυλο στο σπίτι του Υπουργού Οικονομικών Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, όπου συζητήθηκαν τα περί Μικρασιατικής Εκστρατείας και πρότειναν στο Μεταξά να αναλάβει την αρχιστρατηγία. Ο Μεταξάς δεν δέχθηκε την αρχιστρατηγία και τους ξαναθύμισε το παλιό του υπόμνημα που είχε καταθέσει στο Γενικό Επιτελείο από το 1914, ισχυριζόμενος με βάσιμα επιχειρήματα ότι μια τέτοια επιχείρηση θα έφερνε την καταστροφή. Δυστυχώς όμως δεν μπόρεσε να τους πείσει ούτε εκείνη τη στιγμή ούτε και όταν έγινε άλλη μια συνάντηση μετά λίγες μέρες. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι και ο Γούναρης και ο Θεοτόκης και ο Πρωτοπαπαδάκης καταδικάσθηκαν σε θάνατο στη «δίκη των έξι» και εκτελέσθηκαν στο Γουδί στις 15 Νοεμβρίου του 1922 ως υπαίτιοι της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Την περίοδο που ακολούθησε ο Εθνικός Διχασμός είχε φθάσει στο έπακρο. Οι διαμάχες Βενιζελικών και Αντι-Βενιζελικών βρισκόντουσαν σε ημερησία διάταξη. Με αφορμή τη μεγάλη εθνική μας συμφορά όλοι έψαχναν εδώ και εκεί να βρουν τι έφταιγε, χωρίς κανένας να αναλογίζεται πως εκείνο που έφταιγε ήταν η απόφαση για τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Μια απόφαση που ο Μεταξάς προσπάθησε από πολύ νωρίς να αποτρέψει! Σε αυτή τη φάση ο Ιωάννης Μεταξάς ξεκίνησε να ιδρύσει ένα κόμμα καθαρά εθνικό μακριά από αυτή την ολέθρια διαμάχη. Αυτό ήταν το Κόμμα των Ελευθεροφρόνων. Στις 12 Οκτωβρίου του 1922, εκδόθηκε το πολιτικό του μανιφέστο. Παρά τις προσπάθειες του Μεταξά, το Κόμμα δεν βρήκε την αναμενόμενη ανταπόκριση. Ο Ελληνικός Λαός παθιασμένος προτιμούσε τη διαμάχη παρά τη συμφιλίωση. Στο μεταξύ η κατάσταση χειροτέρευε και τα μεσάνυκτα της 21 Οκτωβρίου 1923 εκδηλώθηκε το κίνημα των Γ. Λεοναρδόπουλου, Π. Γαργαλίδη και Γ. Ζήρα. Το κίνημα τελικά έληξε άδοξα στις 28 Οκτωβρίου. Ο Ιωάννης Μεταξάς ο οποίος είχε αναμιχθεί στα γεγονότα πρόλαβε να φύγει από την Πάτρα με Νορβηγικό πλοίο για την Ιταλία. Στις 25 Μαρτίου 1924 μετά από μια περίοδο ταραχών και αναρχίας ανακηρύσσεται Αβασίλευτος Δημοκρατία. Το πρώτο έτος αυτής της Δημοκρατίας, είναι έτος έξι στρατιωτικών κινημάτων και πέντε κυβερνήσεων. Η χρονιά αυτή όμως έφερε και πάλι τον Ιωάννη Μεταξά στην πολιτική σκηνή. Μαζί με τον Παναγή Τσαλδάρη εκπροσώπησε τη φιλοβασιλική παράταξη στο δημοψήφισμα. Παράλληλα προσπάθησε να ανασυγκροτήσει το Κόμμα του. Οι δραστηριότητες του σταμάτησαν απότομα στις 26 Ιουνίου του 1925 με τη δικτατορία του Θεόδωρου Παγκάλου. Ο Ιωάννης Μεταξάς συνελήφθη φυλακίσθηκε και εκτοπίσθηκε.
Τα πολιτικά γεγονότα στην Ελλάδα θα εξελιχθούν ταχύτατα. Στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1926 που κανένα κόμμα δεν πήρε πλειοψηφία, το Κόμμα του Μεταξά συγκέντρωσε 151.044 ψήφους που αντιστοιχούσαν σε 51 έδρες από τις 286. Ο ίδιος στα τέλη του 1926 διορίσθηκε Υπουργός Συγκοινωνίας στην Κυβέρνηση Αλέξανδρου Ζαΐμη. Στις 27 Ιουνίου 1928, παραιτείται η Κυβέρνηση Ζαΐμη και μετά από εκλογές στις 4 Ιουλίου έρχεται στην Κυβέρνηση ο Βενιζέλος. Στις εκλογές της 25ης Σεπτεμβρίου 1932, οι «Ελευθερόφρονες» πήραν 18.591 ψήφους για να καταλάβουν τρεις έδρες και ο Ιωάννης Μεταξάς να βρεθεί στην Κυβέρνηση του Παναγή Τσαλδάρη ως Υπουργός των Εσωτερικών. Το 1935 και το 1936 το Κόμμα του ανέδειξε επτά βουλευτές. Η ισοψηφία όμως Βενιζελικών και Αντιβενιζελικών στις εκλογές της 26 Ιανουαρίου του 1936, οδήγησαν τον Ιωάννη Μεταξά στη θέση του Υπουργού των Στρατιωτικών, όπου διορίσθηκε στις 9 Μαρτίου. Ο διορισμός αυτός ήταν κοινής αποδοχής και δεν σημειώθηκε καμμία αντίδραση από τα δύο μεγάλα κόμματα.
Στις 14 Μαρτίου ορκίστηκε η Κυβέρνηση Κωνσταντίνου Δεμερτζή με Αντιπρόεδρο και Υπουργό Στρατιωτικών τον Ιωάννη Μεταξά. Σε λίγες όμως μέρες πέθανε αιφνιδίως από ανακοπή καρδιάς ο Πρωθυπουργός. Έτσι στις 13 Απριλίου του 1936, ο Ιωάννης Μεταξάς από Αντιπρόεδρος βρέθηκε Πρωθυπουργός αφού έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή. Στις 4 Αυγούστου του 1936 ο Ιωάννης Μεταξάς διέλυσε τη Βουλή εγκαθιστώντας στην Χώρα δικτατορία. Όπως αναφέραμε και στην αρχή, η πρόθεση μας δεν είναι να σχολιάσουμε ιδεολογικά το καθεστώς του Μεταξά. Ανεξάρτητα όμως απ’ αυτό δεν μπορούμε να μην παραδεχθούμε το γεγονός ότι ο Μεταξάς ήταν εκείνος που προετοίμασε με μεγάλη επιτυχία ότι αργότερα έδωσε απέραντη δόξα στην Ελλάδα. Δεν πρέπει επίσης να παραβλέψουμε ότι επί δικτατορίας 4ης Αυγούστου προωθήθηκαν πολλά φιλολαϊκά μέτρα για τη βελτίωση της θέσεως των εργαζομένων όπως το 8ωρο και η υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση. Αυξήθηκαν τα κέρδη των αγροτών και δόθηκαν οι προϋποθέσεις για να βελτιωθεί η θέση όσων είχαν αγροτικά χρέη. Παράλληλα αυξήθηκαν και οι επενδύσεις αφού από το 1936 έως το 1938 αναπτύχθηκαν 567 βιομηχανίες! Σημαντικό είναι και ένα άλλο γεγονός: Το 1936 ο Ιωάννης Μεταξάς αρνήθηκε να πληρώσει το χρέος της Ελλάδας στη βελγική τράπεζα Societe Commerciale de Belgique και αντιμετώπισε το Διαρκές Δικαστήριο Διεθνούς Δικαιοσύνης. Στο υπόμνημα τότε η Χώρα μας απολογούμενη είχε επισημάνει ότι: «Η Κυβέρνηση της Ελλάδος είναι ανήσυχη για τα ζωτικά συμφέροντα του Ελληνικού λαού, τη διοίκηση, την οικονομική ζωή, την κατάσταση της υγείας και την εσωτερική και εξωτερική ασφάλεια της χώρας. Γι’ αυτό, δεν θα μπορούσε να προβεί σε άλλη επιλογή….». Αργότερα αναφερόμενη γενικά σε όλα τα Κράτη είχε δηλώσει συμπληρωματικά: «….Όταν μια Κυβέρνηση καλείται να επιλέξει ανάμεσα στην πληρωμή του χρέους και στην εξασφάλιση για το Λαό κατάλληλης διοικήσεως, εγγυημένων συνθηκών για ηθική, κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη, πρέπει να επιλέξει το δεύτερο. Το Καθήκον του Κράτους να εξασφαλίσει την εύρυθμη λειτουργία των βασικών δημοσίων υπηρεσιών, υπερτερεί έναντι της πληρωμής των χρεών. Από κανένα Κράτος δεν μπορεί να απαιτηθεί η εκπλήρωση, μερική ή ολική των χρηματικών του υποχρεώσεων θέτοντας σε κίνδυνο τη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών του με συνέπεια την αποδιοργάνωση της χώρας … …..». Με αυτά τα τόσο σωστά επιχειρήματα το Διεθνές Δικαστήριο δικαίωσε την Ελλάδα, δημιουργώντας ένα ευνοϊκό προηγούμενο, πάνω στο οποίο βασίσθηκε και το 2003 ανάλογη ευνοϊκή απόφαση για την Αργεντινή.
Επιτυχής ήταν και η εξωτερική πολιτική του Μεταξά. Είχε σπουδάσει στη Γερμανία και πολλοί διαδίδουν ότι ήταν γερμανόφιλος. Παρ’ όλα αυτά γεγονός είναι πως μπορούσε να δει ξεκάθαρα ότι η Αγγλία ήταν η κυρίαρχη ναυτική δύναμη της Μεσογείου. Σαν άριστος γνώστης της στρατηγικής ήξερε πολύ καλά ποια είναι η επίδραση της θαλάσσιας ισχύος στην ιστορία, όπως είχε διδάξει ο Ναύαρχος Άλφρεντ Θάγιερ Μάχαν (Alfred Thayer Mahan), ο μεγάλος θεωρητικός της στρατηγικής. Όπως αποδεικνύεται από την ιστορία, από νωρίς η Ελλάδα είχε ευθυγραμμιστεί απόλυτα με τους Βρετανούς. Το 1938 μάλιστα ο Ιωάννης Μεταξάς είχε προτείνει στην Αγγλική Κυβέρνηση τη σύναψη αμυντικής συμμαχίας αλλά δεν βρήκε ανταπόκριση. Ίσως γιατί οι Άγγλοι ήθελαν να παραμείνει η Πατρίδα μας όσο το δυνατό περισσότερο σε κατάσταση ουδετερότητας, χωρίς να αμφιβάλλουν για την συνδρομή της σε περίπτωση που αυτό θα ήταν αναγκαίο.
Είναι γεγονός ότι η Ελλάδα προσπάθησε όσο μπορούσε να αποφύγει τον πόλεμο, χωρίς όμως να σταματήσει την πολεμική προετοιμασία παρά τις προκλήσεις των Ιταλών. Αποκορύφωμα των προκλήσεων ήταν η βύθιση της ΕΛΛΗΣ από τορπιλική επίθεση το Δεκαπενταύγουστο, ενώ συμμετείχε σημαιοστολισμένη στις εορταστικές εκδηλώσεις της Μεγαλόχαρης στη Τήνο. Η έρευνα του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η ενέργεια αυτή εκτελέσθηκε από Ιταλικό Υποβρύχιο. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώθηκε σχετικά πρόσφατα και από απόστρατο Ιταλό Ναύαρχο ο οποίος εμφανίσθηκε στα Ελληνικά Μ.Μ.Ε. και παραδέχθηκε δημόσια ότι ο τορπιλισμός της Έλλης ήταν δικό του «κατόρθωμα» όταν ήταν Κυβερνήτης στο Υποβρύχιο ΔΕΛΦΙΝΟ. Η Ελληνική Κυβέρνηση όμως που εκείνες τις στιγμές, βρισκόταν σε δύσκολη θέση αναγκάσθηκε να ανακοινώσει ότι το Πλοίο «εβλήθη δια τορπιλών αγνώστου εθνικότητος Υποβρυχίου». Αυτό έδωσε αφορμή στην αντεθνική προπαγάνδα για να διαδώσει τη φήμη ότι «τορπιλίστηκε από τους Εγγλέζους για να μας αναγκάσουν να βγούμε στον πόλεμο».
Μια μέρα μετά τον τορπιλισμό, ο Ιωάννης Μεταξάς συγκάλεσε το Υπουργικό Συμβούλιο όπου ξεκαθάρισε τη θέση του ανακοινώνοντας ότι: «… Ενώπιον αυτής της καταστάσεως, η πολιτική της Ελλάδος είναι καθαρά. Εκατό τοις εκατό, χωρίς επιφυλάξεις και χωρίς παζαρέματα, είμεθα παρά το πλευρό της Αγγλίας. Αυτήν την δήλωσιν, δεν σας την κάμνω δια να προκαλέσω συζήτησιν. Είναι πολιτική αποφασισθείσα, που την εγκρίνει χωρίς καμιά αμφιβολία ολόκληρος ο Ελληνικός Λαός, ο Στρατός μας και ο Βασιλεύς. Εάν υπάρχει αντίθετος, ο οποίος θέλει ν’ ακολουθήσει η Χώρα ιταλόφιλον πολιτικήν, ας εκδηλωθεί. Εάν υπάρχει μεταξύ υμών κανείς ο οποίος να μην εγκρίνει ή να έχει επιφυλάξεις ας αποχωρήση … Η πολιτική των υποχωρήσεων δεν φέρει πουθενά. Έχομεν το παράδειγμα της Ρουμανίας και του Πεταίν. Έστω και αν νικήσει ο Άξων, που το θεωρώ για πολλούς λόγους αδύνατον, οι Γερμανοί θα μας σεβασθούν πολύ περισσότερον και ως τιμίους εχθρούς και ως Έθνος που απέδειξεν πως έχει δικαιώματα να ζη ελέυθερον, παρά ως συμμάχους της τελευταίας στιγμής με προβαδίζοντας τους Ιταλούς και τους Βουλγάρους, με τας γνωστάς εδαφικάς αξιώσεις εναντίον μας … Εάν νικήσει η Μεγάλη Βρετανία, όπως πιστεύω, το μέλλον μας εις την Ανατολικήν Μεσόγειον είναι βεβαίως περίλαμπρον. Και τα πλέον τολμηρά μας όνειρα ασφαλώς θα πραγματοποιηθούν. Είναι μια καμπή της ιστορίας μας, η οποία παρουσιάζεται ίσως κάθε πεντακόσια έτη … Θα θέσωμεν την δόξαν πρώτην και ύστερα τη νίκην. Και θα δείξουμε εις τον κόσμον, ότι αι εσωτερικαί αξίαι του Ελληνισμού, δεν έχουν μειωθεί. Αι θυσίαι βεβαίως θα είναι μεγάλαι, μέγισται. Αλλά όπως εγώ είμαι έτοιμος να θυσιάσω τα πάντα, το σπίτι μου, τα παιδιά μου, τη ζωή μου, έτσι είμαι βέβαιος θα σκεφθή ο καθένας μας, ο κάθε Έλλην. Δεν επιτρέπεται να μαυρίσουμε, να κηλιδώσουμε μίαν ιστορίαν θαυμασία δυόμιση χιλιάδων ετών….»
Ήρθε και η 28η Οκτωβρίου του 1940 με την επίσκεψη του Πρέσβη της Ιταλίας Εμμανουέλλε Γκράτσι (E. Grazzi) στο σπίτι του Έλληνα Πρωθυπουργού. Η συνάντηση αυτή δεν ήταν απρόβλεπτη. Όλοι ήξεραν ότι κάποια στιγμή θα συμβεί! Ο Ιωάννης Μεταξάς ήταν καλά προετοιμασμένος και όχι μόνο αυτός. Σε ολόκληρο τον Ελληνικό Λαό είχε καλλιεργηθεί η ιδέα της αντιστάσεως στις ιταμές επιδιώξεις των Ιταλών. Το αποδεικνύει το αποτέλεσμα! Ο Ιταλός διπλωμάτης στο βιβλίο του «Η αρχή του τέλους - η επιχείρηση κατά της Ελλάδος» περιγράφει εκείνες τις στιγμές: «Ήταν λίγα λεπτά μετά τις 3 το πρωί. Χωρίς καθυστέρηση του είπα (στον Μεταξά), ότι η Κυβέρνησίς μου, μου είχε αναθέσει να τον επισκευθώ προσωπικά και να του εγχειρίσω ένα κείμενο, που δεν ήτο τίποτε άλλο, παρά το τελεσίγραφον της Ιταλίας προς την Ελλάδα με το οποίον απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση των στρατευμάτων της από την Ελληνική επικράτεια από το τις 6 π.μ. της 28 Οκτωβρίου 1940. Ο Μεταξάς άρχισε να διαβάζει το κείμενο. Τα μάτια του άρχισαν να βουρκώνουν. Το έβλεπα μέσα από τα γυαλιά του. Τελειώνοντας το διάβασμα με κοίταξε στο πρόσωπο και με λυπημένη αλλά σταθερή φωνή μου είπε: Alors, c'est la guerre, (Λοιπόν, έχουμε πόλεμο)».
Παρόμοια είναι και η περιγραφή της κόρης του Μεταξά η οποία όμως προσθέτει ότι αμέσως μετά τη φράση «Λοιπόν έχουμε πόλεμο» ο Γράτσι είπε: «όχι απαραίτητα εξοχότατε!» (Pas nécessaire, mon excellence), δηλαδή αν δεχθούν οι Έλληνες την πρόταση του δεν θα γίνει πόλεμος. Και ο Μεταξάς απάντησε λακωνικά: «όχι, είναι απαραίτητο» (Non, c'est nécessaire). Αυτό είναι το περίφημο ΟΧΙ του Μεταξά που έγινε το σύνθημα ενός ολόκληρου Λαού ο οποίος έγραψε με αίμα τις ενδοξότερες σελίδες της νεώτερης Ιστορίας μας. Στην συνέχεια ο Ιωάννης Μεταξάς συνόδευσε τον Πρέσβη μέχρι την εξώπορτα. Η συγκίνηση του δεν μπορούσε να κρυφτεί. Ο άνθρωπος αυτός εκείνη τη στιγμή είχε πάρει επάνω του όλη την μοίρα του Έθνους. Αποχαιρετώντας τον Ιταλό είπε μελαγχολικά: «Vous etes les plus forts» δηλαδή «Είσθε οι πιο ισχυροί». Ο Ιταλός Πρέσβης δεν είχε τίποτα να απαντήσει. Αποχαιρέτησε αυτόν που εκπροσωπούσε ολόκληρο το Αγέρωχο Γένος μας και έφυγε με σκυμμένο το κεφάλι. Για πρώτη φορά, σύμφωνα με τον ίδιο, αισθάνθηκε απέχθεια για το επάγγελμα του. «Αν στη μακρά σταδιοδρομία μου στην Υπηρεσία του Κράτους υπήρξε μια στιγμή που την μίσησα, ήταν όταν άκουσα αυτά τα λόγια από εκείνο τον ηλικιωμένο άνδρα που είχε καταναλώσει ολόκληρη τη ζωή του αγωνιζόμενος και υποφέροντας για την Χώρα του. Εκείνον που αυτή την υπέρτατη στιγμή, προτίμησε να διαλέξει για την Πατρίδα του το δρόμο της θυσίας και όχι το δρόμο της ατιμώσεως. Υποκλίθηκα μπροστά του με τον βαθύτερο σεβασμό και βγήκα από το σπίτι του».
Σε λίγο ακουγόταν το διάγγελμα του Πρωθυπουργού από το ραδιοφωνικό σταθμό:
«Η στιγμή επέστη που θα αγωνισθώμεν δια την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, την ακεραιότητα και την τιμήν της. Μολονότι ετηρήσαμεν την πλέον αυστηράν ουδετερότητα και ίσην προς όλους, η Ιταλία, μη αναγνωρίζουσα, εις ημάς το δικαίωμα να ζώμεν ως ελεύθεροι Έλληνες, μου εζήτησε σήμερον την 3ην πρωινήν την παράδοσιν τμημάτων του εθνικού εδάφους, κατά την ιδίαν αυτής βούλησιν και μου ανεκοίνωσε, ότι προς κατάληψιν αυτών, η κίνησης των στρατευμάτων της θα ήρχιζε την 6ην πρωινήν. Απήντησα είς τον Ιταλόν Πρέσβυν ότι θεωρώ και το αίτημα αυτό καθ'εαυτό και τον τρόπον με τον οποίο γίνεται τούτο ως κύρηξιν πολέμου της Ιταλίας κατά της Ελλάδος. Τώρα θα αποδείξωμεν εάν πράγματι είμεθα άξιοι των προγόνων μας και της ελευθερίας την οποίαν μας εξησφάλισαν οι προπάτορές μας. Όλο το Έθνος ας εγερθή σύσσωμον. Αγωνισθήτε δια την Πατρίδα, τας γυναίκας και τα παιδιά σας και τας ιεράς μας παραδόσεις. Νυν υπέρ πάντων ο Αγών».
Οι Ιταλοί έχοντας λάθος εκτίμηση της καταστάσεως και βασισμένοι σε ψευδείς πληροφορίες που άφησαν σκόπιμα οι μυστικές μας υπηρεσίες να διαρρεύσουν, ξεκίνησαν μια εκστρατεία στην αρχή του χειμώνα. Βρέθηκαν αιφνιδιαστικά όμως αντιμέτωποι με αγέρωχους και ανυποχώρητους, άριστα εκπαιδευμένους στρατιώτες που μπόρεσαν να αξιοποιήσουν στο έπακρο τα ελάχιστα και παρελθούσης εποχής μέσα τους, αποδεικνύοντας περίτρανα την τεράστια σημασία του έμψυχου υλικού για τις πολεμικές επιχειρήσεις καθώς και την ύπαρξη ενός ακμαιότατου ηθικού που εξακολούθησε να συντηρείται με κάθε μέσο σε όλο το διάστημα του Έπους. Δεν χρειάζεται να εξιστορήσουμε τις νίκες του Στρατού μας. Είναι όμως αναγκαίο να εμβαθύνουμε σε γεγονότα λιγότερο γνωστά.
Το Δεκέμβριο του 1940 Ιταλός Ντούτσε, Μπενίτο Μουσολίνι (Benito Amilcare Andrea Mussolini) κατάλαβε ότι η κατάσταση δεν ήταν αναστρέψιμος. Άρχισε να σκέπτεται ανακωχή. Οι Υπουργοί του όμως και οι Στρατηγοί τον έπεισαν να περιμένει. Οι Γερμανοί τότε άρχισαν να βλέπουν με ανησυχία τις εξελίξεις. Το γεγονός αυτό αναστάτωσε τον Ιωάννη Μεταξά. Στις 18 Ιανουαρίου 1941 έστειλε την παρακάτω διακοίνωση προς τη Βρετανική Κυβέρνηση: «Είμεθα αποφασισμένοι να αντιμετωπίσωμεν καθ’ οιονδήποτε τρόπον και με οιασδήποτε θυσίας ενδεχομένην γερμανικήν επίθεσιν, αλλ’ ουδόλως επιθυμούμεν να την προκαλέσωμεν….»
Αυτό είναι το τελευταίο έγγραφο που υπέγραψε ο Μεγάλος Ηγέτης. Στις 29 Ιανουαρίου 1941, ο Ιωάννης Μεταξάς πέθανε αιφνιδίως. Ολόκληρο το Έθνος τον έκλαψε. Πέθανε ενώ είχε διαδραματίσει ένα από τους πιο σημαντικούς ρόλους σε μια περίοδο όλο ταραχές και συμφορές. Πέθανε τίμιος και φτωχός όπως είχε ξεκινήσει! Μοναδική του σκέψη και φροντίδα ήταν το καλό της αγαπημένης του Πατρίδας. Την ημέρα της κηδείας του είχαν γεμίσει ασφυκτικά όλοι οι δρόμοι της Αθήνας. Δύναμη Αστυφυλάκων προηγήτο της νεκρικής πομπής με αργό πένθιμο βήμα. Αμέσως μετά ακολουθούσαν οι στρατιωτικές μπάντες και σαλπιγκτές με τυμπανιστές της Εθνικής Οργανώσεως Νεολαίας. Μετά βάδιζαν τιμητικά αποσπάσματα Χωροφυλακής, Αστυνομίας και Πυροσβεστών, ένα άγημα Βασιλικού Ναυτικού, Τμήματα Νεολαίας, συμμαχικά αγήματα και ακολουθούσαν τα στεφάνια από Αρχηγούς Κρατών. Στη συνέχεια ένας Αξιωματικός που κρατούσε σε σκούρο μαξιλάρι τα παράσημα του και κατόπιν ανάμεσα σε διπλό στίχο πρωτοετών Ευελπίδων που έφεραν τα όπλα υπομάλης, κινήτο ένα πυροβόλο πάνω στον κιλλίβαντα του οποίου υπήρχε το δρύινο φέρετρο του Μεγάλου Νεκρού. Στις 18.10 και αφού εψάλλει η τελευταία δέηση, ετάφη ο Ιωάννης Μεταξάς με ομοβροντίες πυροβόλων και εμβατήρια. Σε εκτέλεση επιθυμίας του ετάφη μαζί του και η σπάθη που έφερε στις εκστρατείες.
Αυτός ήταν ο Ιωάννης Μεταξάς! Ο φωτισμένος Ηγέτης, που ο αμερόληπτος κριτής θα τον κατατάξει στις μεγάλες μορφές του Έθνους. Είναι αυτός που προετοίμασε σχολαστικά την Ελλάδα για να αντιμετωπίσει δύο «Αυτοκρατορίες» και βροντοφώνησε εκ μέρους όλου του Ελληνικού Λαού το ΟΧΙ. Τέλος, είναι εκείνος που εκτίμησε σωστά την κατάσταση και προσπάθησε να αποτρέψει την τέλεση του μεγαλύτερου εθνικού σφάλματος, της Μικρασιατικής Εκστρατείας που επιτάχυνε τον εθνικό ξεριζωμό, δημιούργησε χιλιάδες θύματα, και τέτοια δυστυχία τόσων και τόσων ομογενών μας.
greece.org
Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ