2013-10-15 09:47:07
Xavier Monthéard, [Νάτσιος Ηλίας (μτφ)]
ΤΑΪΛΑΝΔΗ
Οι Ροχίγκας, μια μουσουλμανική μειονότητα που βρίσκεται υπό διωγμόν στη Βιρμανία, ζουν στοιβαγμένοι σε στρατόπεδα της Ταϊλάνδης και απειλούνται με απέλαση. Ωστόσο, η μετανάστευση της εργατικής δύναμης στα σύνορα μεταξύ των δύο χωρών συνεχίζει να τροφοδοτεί τα εργοστάσια, στα οποία οι Βιρμανοί αναλαμβάνουν τις πιο σκληρές δουλειές και είναι κακοπληρωμένοι, όπως συμβαίνει στο Ρανόνγκ.
Στα ανοιχτά του Ρανόνγκ, το κύριο αλιευτικό λιμάνι της Ταϊλάνδης (τρίτος εξαγωγέας παγκοσμίως ιχθύων και προϊόντων αλιείας, με μόλις 69 εκατομμύρια κατοίκους [1], οι μηχανότρατες διασχίζουν ασταμάτητα τη θάλασσα του Ανταμάν. Τα εκατομμύρια τόνων ψαριών που αλιεύουν, από τα οποία τα δύο τρίτα θα κατευθυνθούν προς την Ανατολική Ασία, την Ευρώπη και την Αμερική, τυποποιούνται αμέσως στα προάστια της πόλης. Δυσάρεστες οσμές αναδύονται από τα εργοστάσια, τα οποία προστατεύουν ψηλοί τοίχοι.
Ποιος ο λόγος όμως για τόση διακριτικότητα ; Οι διοικήσεις των επιχειρήσεων δεν επιθυμούν να γίνει γνωστή η κύρια πηγή κερδοφορίας τους που είναι οι Βιρμανοί, οι οποίοι, μια μέρα, διέσχισαν τη λεπτή λωρίδα θάλασσας που χωρίζει τις δύο χώρες για να εργαστούν στα πλοία τους και τις μονάδες επεξεργασίας που διαθέτουν. Είναι νόμιμοι ή παράνομοι ; Αμείβονται όπως πρέπει ; Αντιμετωπίζονται με αξιοπρέπεια ; Είναι όλοι τους ενήλικες ; Τέτοιες ερωτήσεις δεν χαροποιούν ιδιαίτερα τους εργοδότες τους. Κατανοητό, λοιπόν, το γιατί είναι μάταιο να προσπαθήσει κανείς να επισκεφθεί τους εν λόγω χώρους εργασίας. Η αλληλογραφία μένει αναπάντητη και φύλακες φρουρούν τις εισόδους.
Εδώ είναι που παρεμβαίνει, σαν από θαύμα, η κομψή εκπρόσωπος του Εμπορικού Επιμελητηρίου του Ρανόνγκ, η κυρία Ναρουμόν Κοραποόμ. Η συνομιλία μαζί της είναι εγκάρδια. Το θέμα της μετανάστευσης από τη Βιρμανία τίθεται διακριτικά. Τελικά, λαμβάνεται η απόφαση. Πληκτρολογεί έναν αριθμό στο τηλέφωνο. Ο συνομιλητής της ακούει, ενδεχομένως ενοχλημένος, αλλά αναγκαστικά υπακούει. Ναι, ένα εργοστάσιο επεξεργασίας οστρακοειδών θα σας υποδεχτεί αύριο στις 10.00. Όχι… παρακαλώ, ήταν ευχαρίστησή μου να λύσω αυτήν την παρεξήγηση.
Χωρίς την παρέμβαση της κυρίας Ναρουμόν, ο δραστήριος υπεύθυνος της Ranong Frozen Foods (RFF), Νασάντα Ρανγκσιγιανάντ, δεν θα μας ξεναγούσε στην εταιρεία του. Όπως μας εξηγεί, για να ικανοποιήσει τους πελάτες της από την Ιαπωνία και τη Σιγκαπούρη, η RFF πρέπει να στέλνει κάθε εβδομάδα στην Μπανγκόκ τρία κοντέινερ. Προηγουμένως, η καθημερινή πρώτη ύλη (πέντε τόνοι καλαμάρια, σουπιές και χταπόδια τα οποία συσκευάζονται σε μια αποθήκη με μια μυρωδιά που δύσκολα ξεχνάει κανείς) προετοιμάζεται με σκοπό τη μεγαλύτερη δυνατή ικανοποίηση του καταναλωτή.
Υπάρχει δυνατότητα να δούμε κάποιον από τους 450 Βιρμανούς εργάτες ; Ο κ. Νασάντα οδηγεί τον επισκέπτη προς έναν αεροστεγή θάλαμο που επικοινωνεί με έναν κόσμο λευκό και πράσινο. Γυαλιστερό, κρύο, ήσυχο. Όλοι εκεί φορούν ποδιά, ειδικό σκούφο, γάντια και μπότες. Κάποιοι διαχωρίζουν τα χιλιάδες μαλάκια που βρίσκονται εκεί, κάποιοι άλλοι ανακατεύουν μέσα σε μεγάλες δεξαμενές ένα χημικό προϊόν το οποίο λευκαίνει τις πρώτες ύλες, προσθέτουν καρυκεύματα σύμφωνα με την προκαθορισμένη συνταγή και καταψύχουν το τελικό προϊόν. Η διαδικασία αποτελείται από δύο φάσεις : μηχανικά, ταχύτατα, αδιάκοπα, οι εργάτες κόβουν το κεφάλι του καλαμαριού και το ρίχνουν μέσα σε ένα καλάθι· στη συνέχεια πιάνουν το κύριο σώμα, αφαιρούν τη μεμβράνη από τις δύο πλευρές και τοποθετούν την ημίρρευστη αυτή μάζα σε ένα άλλο καλάθι. Ένας μικρός πλαδαρός ήχος ακούγεται. Αυτά, από τις 8 το πρωί μέχρι τις 5 το απόγευμα, με ένα μικρό διάλειμμα για να γευματίσουν. Μια δουλειά τόσο σκληρή αλλά και τόσο κακοπληρωμένη (200 με 250 μπατ την ημέρα [2].), ενώ κανένας υπάλληλος της RFF δεν είναι Ταϊλανδός.
Πρόκειται για ένα γενικευμένο φαινόμενο.
Από την οικονομική έκρηξη της δεκαετίας του 1990, οι περισσότερες βαριές δουλειές ανατίθενται στους αλλοδαπούς, δηλαδή σε δεκάδες χιλιάδες Καμποτζιανούς, Λαοτιανούς, αλλά βασικά σε Βιρμανούς, οι οποίοι υπολογίζεται ότι ξεπερνούν τα δύο εκατομμύρια. Η Ταϊλάνδη, μια βιομηχανική χώρα που συγκαταλέγεται μεταξύ των πιο δυναμικών οικονομιών της Νοτιοδυτικής Ασίας χάρη στη σταθερή ανάπτυξη που παρουσιάζει και τους διαφοροποιημένους πόρους που διαθέτει, εξουσιάζει με όλο της το βάρος τη γείτονά της, που με κόπο πασχίζει να απαλλαγεί από το πεντηκονταετές στρατιωτικό αυταρχικό καθεστώς της. Έχει, λοιπόν, τη δυνατότητα να προσφέρει απεριόριστη εργασία, και εύκολα το κάνει, δεδομένου ότι οι εργοδότες της επιβάλλουν χωρίς ενδοιασμούς διακρίσεις εις βάρος των αλλοδαπών. Η RFF δεν είναι το χειρότερο μέρος που μπορεί να εργαστεί κανείς στο Ρανόνγκ. Κάθε μέρα τα ξημερώματα, τα φορτηγά μιας από τις μεγαλύτερες εταιρείες της πόλης, της Siamchai International Food Company (Sifco), περισυλλέγουν το καθένα από 70 νέους, για να τους οδηγήσουν στα εργοστάσια. Οι επιβάτες στοιβάζονται όρθιοι σαν να ήταν σε ζωάδικα. « Κερδίζουν μισή ώρα δωρεάν μεταφορά, αλλά είναι στριμωγμένοι σαν σαρδέλες ! », λέει ένας περαστικός. Οι εργάτες φορούν ήδη τις στολές εργασίας και τους σκούφους τους. Όταν φτάνουν στο εργοστάσιο βάζουν τον αντίχειρά τους σε μια οθόνη αφής, πριν ωθήσουν την κεντρική πύλη. « Η ασφάλεια πάνω απ’ όλα », γράφει μια πινακίδα στην είσοδο.
« Ένα πολύ κακό κάρμα »
Η καθημερινότητα της κυρίας Όγκ Τι Ο, μιας εργαζόμενης της Sifco που απασχολείται εκεί έξι μέρες στις επτά, περιγράφεται ως εξής : Κατά τις 5.30 το πρωί κατευθύνεται προς έναν δρόμο από τον οποίο περνάει το φορτηγό που την παραλαμβάνει. Υποτίθεται ότι η έναρξη του ωραρίου εργασίας είναι στις επτά. Μετά από το διάλλειμα για γεύμα, στις 11, συνεχίζει να εργάζεται μέχρι τις 5 το απόγευμα. Στη διάρκεια της ημέρας θα μάθει αν πρόκειται να χρειαστεί να κάνει υπερωρίες. οι οποίες ξεκινούν στις 5.30 το απόγευμα και διαρκούν μέχρι τις 10, 11 ή καμιά φορά ακόμη και μέχρι τα μεσάνυχτα. « Τι περιθώρια έχω να κάνω οικογενειακή ζωή με τέτοιο ωράριο ; », διερωτάται.
Στην Golden Seafood International, η αμοιβή είναι μόλις 155 μπατ την ημέρα για εννέα ώρες εργασίας. Εδώ και οχτώ μήνες, ο εικοσάχρονος Γιε Χτετ Νεγκ, πετάει αγκαλιές από γαρίδες μέσα σε δεξαμενές με καυτό νερό, τις αλατίζει, τις βγάζει ψημένες και ξανά από την αρχή… Η μετατροπή ζώντων ζώων σε εδώδιμα προϊόντα έρχεται σε αντίθεση με τα βουδιστικά του πιστεύω. « Περνάω όλη μου την ημέρα σκοτώνοντας… αυτό έχει ένα πολύ κακό κάρμα », μας λέει. « Αλλά δεν έχω και άλλη επιλογή ».
Ο Τιμάτ Ζιν Μόε, εργάζεται σκληρά δώδεκα ώρες την ημέρα σε ένα εργοστάσιο παραγωγής πάγου, για 4.500 μπατ τον μήνα. « Κάνει ανυπόφορο κρύο και δεν μας παρέχουν ούτε καν τα απαραίτητα ρούχα και γάντια προστασίας ». Τα παραδείγματα είναι άφθονα : ένας από αυτούς αναγκάστηκε να αγοράσει με δικά του έξοδα τη στολή εργασίας του, ένας άλλος διαμαρτύρεται για την έλλειψη πόσιμου νερού στις εγκαταστάσεις. Δεν πληρώνονται σε περίπτωση ασθένειας. Δεν προβλέπεται άδεια. Και επειδή ο μισθός τους είναι ιδιαιτέρως χαμηλός, είναι όλοι αναγκασμένοι να δεχτούν να εργαστούν υπερωριακά χωρίς να το γνωρίζουν εκ των προτέρων, κάτι που, εξαιτίας της ανάγκης απόλυτης προσαρμογής στις μεταβολές της αλιείας, επεκτείνει το ωράριο εργασίας πέρα από κάθε λογικό όριο.
Εκτός από την εργασία, και ο ελεύθερος χρόνος δεν είναι διόλου πιο ευχάριστος. Ενώ οι Ταϊλανδοί κατοικούν στα ψηλά σημεία της πόλης, οι Βιρμανοί ζουν στις κάτω γειτονιές γύρω από το λιμάνι. Το γκέτο αυτό αναδίδει ψάρι και μόχθο, πορνεία στη χειρότερη μορφή της και ταλαιπωρία. Οι αλλοδαποί έχουν δικές τους παγόδες, τις δικές τους ανθυγιεινές καλύβες και τους δικούς τους πάγκους με καρύδες του βετέλ (είναι ο καρπός του φοίνικα αρέκα), ένα ελαφρύ ναρκωτικό που τους αρέσει να μασάνε και το οποίο βάφει το στόμα κόκκινο πριν κηλιδώσει τα πεζοδρόμια.
Όσον αφορά τις γυναίκες, εδώ δεν κάνουν υπερβολική χρήση του τανάκα, αυτής της κίτρινης πούδρας που χρησιμοποιείται ταυτόχρονα ως μακιγιάζ και αντηλιακό και που κάνει να ξεχωρίζει μια Βιρμανή από όλες τις άλλες γυναίκες τις Νοτιοδυτικής Ασίας. « Έτσι είναι λιγότερο ορατές και αυτό τους επιτρέπει να γλυτώνουν από τα περιφρονητικά σχόλια των Ταϊλανδέζων », εξηγεί ο κύριος Νάι Λίνε Χτίκε, εκπρόσωπος του Εκπαιδευτικού Ινστιτούτου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στην Μπούρμα, μιας αμφίβολης οργάνωσης για τα δικαιώματα των λεσβιών, των γκέι, των αμφί και των τρανς (LGBT). « Η Νότια Ταϊλάνδη είναι πολύ συντηρητική. Στη συνείδηση του κόσμου υπάρχει η αντιπαράθεση μεταξύ των δύο χωρών, όλες αυτές οι παλιές ιστορίες με τις συγκρούσεις μεταξύ βασιλιάδων. Με τέτοιες ιδέες τούς πιπιλίζουν τα μυαλά στο σχολείο, και αυτές τις απόψεις εκμεταλλεύεται η κινηματογραφική βιομηχανία που γυρίζει συνεχώς ταινίες γεμάτες στερεότυπα ». Οι αδιάκοποι πόλεμοι του 16ου και του 17ου αιώνα άφησαν έχθρες, τις οποίες τακτικά η συγκατοίκηση οξύνει και μετατρέπει σε ρατσιστικό εκφοβισμό.
Παρά την ακραία αβεβαιότητα που βιώνουν, οι Βιρμανοί εργάτες θεωρούν ότι η κατάστασή τους είναι προτιμότερη από αυτήν που τους επιφυλάσσει η χώρα προέλευσής τους. Στο Ρανόνγκ υποαμείβονται αλλά τουλάχιστον έχουν στέγη. Είναι καταπιεσμένοι αλλά τουλάχιστον έχουν μια μικρή ελπίδα. Σε αντίθεση με αυτό που πολλοί πιστεύουν, η κυβέρνηση του Νάι Πι Τάου δεν απαγορεύει την έξοδο από τη χώρα. Αλλά, εδώ και καιρό, η μετανάστευση διοχετεύεται μέσω παράνομων καναλιών : στον Βορρά μέσω των καναλιών που έχουν εγκατασταθεί για τους πολιτικούς αντιπάλους της κυβέρνησης και τους πρόσφυγες που προσπαθούν να αποφύγουν τους αντάρτες και ζουν συγκεντρωμένοι σε στρατόπεδα χωρίς νομική προστασία, δεδομένου ότι η Μπανγκόκ δεν έχει επικυρώσει τη Σύμβαση του ΟΗΕ του 1951 για το καθεστώς των προσφύγων· και στον Νότο, μέσω των καναλιών του λαθρεμπορίου και της εμπορίας ανθρώπων [3]. Οι υποψήφιοι προς αποχώρηση καταλήγουν στα χέρια των διακινητών της Κο Σόουγκ (δίδυμη πόλη της Ρανόνγκ που βρίσκεται στην απέναντι όχθη της λεπτής λωρίδας θάλασσας που χωρίζει τις δύο χώρες), οι οποίοι πότε λειτουργούν με τη συνεργασία των συνοριοφυλάκων τους οποίους πληρώνουν αδρά, και πότε λειτουργούν εν αγνοία τους. Πολλοί είναι αυτοί που πνίγηκαν κατά τη διάρκεια των νυχτερινών διαβάσεων. Επιπλέον, όταν φτάνουν στο Ρανόνγκ πρέπει να αποφύγουν να πέσουν στα χέρια της αστυνομίας : όσοι δεν μπορούν να εμφανίσουν νόμιμα χαρτιά ή να αγοράσουν με μετρητά μια άδεια εισόδου, επαναπατρίζονται στη Βιρμανία.
Με την πάροδο του χρόνου η κατάσταση έχει ομαλοποιηθεί. « Το μόνο που χρειάζεται για να περάσει κανείς τα σύνορα », εξηγεί ο Ζο, ένας οδηγός μηχανοκίνητης πιρόγας, « είναι να επιδείξεις στην υπηρεσία αλλοδαπών της Ταϊλάνδης ένα προσωρινό διαβατήριο που σου επιτρέπει να διαμείνεις στο Ρανόνγκ για μια εβδομάδα ». Στη συνέχεια, αρκεί να αναμιχθείς με το πλήθος εκείνων που έχουν αποκτήσει νόμιμα άδεια εργασίας. Αυτό, ωστόσο, δεν εμποδίζει τους αστυνομικούς να συνεχίσουν να διεξάγουν εξακριβώσεις στοιχείων. « Τους ξεχωρίζουν από τα μάτια, είναι απίστευτα καλοί σε αυτό », εξηγεί ο Πάι Πάι, ένας εικοσάχρονος καταφερτζής που μεγάλωσε στο γκέτο και γνωρίζει πώς να ελίσσεται σε αυτό. « Χθες ένας φίλος μου περιφερόταν χωρίς άδεια εργασίας. Ήταν λάθος του. Ένα μικρό ασήμαντο λάθος, έτσι δεν είναι ; Η αστυνομία τον ήλεγξε και στη συνέχεια τον συνέλαβε. Επειδή δεν μιλάει ταϊλανδέζικα, μου τηλεφώνησε. Οι αστυνομικοί ζητούσαν 3.000 μπατ. Μετά από διαπραγματεύσεις κατάφερα να τα ρίξω στα 1.000. Μου έδωσαν ραντεβού στο αυτοκίνητό τους, πίσω από το τμήμα ». Γιατί στο αυτοκίνητο ; « Για να αποφευχθούν οι ενοχοποιητικές φωτογραφίες ; » Και γιατί όχι στο γραφείο τους στο τμήμα ; « Για να μην αναγκαστούν να μοιραστούν τα χρήματα με τους συναδέλφους τους ».
Το Ρανόνγκ διαθέτει μόνο λίγους κοινωνικούς λειτουργούς που θα μπορούσαν να βοηθήσουν αυτόν τον πληθυσμό και ακόμα λιγότερες διεθνείς Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις. Ο πατήρ Τζον, ένας ιερέας από τη Νέα Ζηλανδία με διαπεραστικό βλέμμα και καθαρό λόγο, εργάστηκε έξι χρόνια στην περιοχή ως συντονιστής μιας εκπαιδευτικής δομής που συνδέεται με το Καθολικό Πανεπιστήμιο της Αυστραλίας. « Η κατάσταση των Βιρμανών βελτιώνεται χρόνο με τον χρόνο », παρατηρεί. Περνώντας από την παράνομη μετανάστευση των ψαράδων και τις συνθήκες εργασίας σχεδόν ΄΄σύγχρονης δουλείας΄΄ στη μετανάστευση εργατικής δύναμης με δικαίωμα οικογενειακής συνένωσης, που τους επέτρεψε να δημιουργήσουν και μια δεύτερη γενιά μεταναστών, απέκτησαν σταδιακά προστασία απέναντι στις πιο κραυγαλέες περιπτώσεις εκμετάλλευσης, καθώς και κάποιου είδους αναγνώριση των δικαιωμάτων τους. Από τον Αύγουστο του 2005, η ταϊλανδέζικη νομοθεσία προβλέπει μέχρι και την υποχρεωτική εκπαίδευση των παιδιών τους. Αλλά λίγο τους απασχολεί η δυνατότητα αυτή. Ο πατήρ Τζον προσθέτει και έναν πολιτιστικό παράγοντα : « Σε μια ιδανική περίπτωση, οι νέοι θα έπρεπε να πηγαίνουν στο δημόσιο ταϊλανδέζικο σχολείο, διατηρώντας όμως ταυτοχρόνως και τις παραδόσεις τους. Αλλά η εκπαίδευση δεν έχει ιδιαίτερη αξία για τους Βιρμανούς. Καταβάλλουμε, συνεπώς, προσπάθειες να διατηρήσουμε μακριά από την εργασία τα παιδιά που φτάνουν στην ηλικία των 11-12 ετών ».
Θεσμική εκμετάλλευση
Οι μετανάστες έχουν συνήθως ασθενική υγεία. « Οι εργαζόμενοι δεν διαθέτουν καθόλου ελεύθερο χρόνο για να φροντίσουν την υγεία τους και είναι πολύ δύσκολο για μας να μπούμε στα εργοστάσια που εργάζονται. Υπό τέτοιες συνθήκες, η πρόληψη είναι σύνθετη υπόθεση », εξηγεί η Μιέ Μιέ Χαν, μια γιατρός με ειδικότητα στο VIH/AIDS και στη φυματίωση. Σημαντική πρόοδος αποτέλεσε η δυνατότητα που δόθηκε στον πληθυσμό να επισκέπτεται γιατρό έναντι 30 μπατ (λιγότερο από 1 ευρώ), αν και το κόστος του μέτρου αυτού για το δημόσιο σύστημα υγείας της Ταϊλάνδης υπήρξε αντικείμενο έντονης κριτικής από τους αντιπάλους της κυβέρνησης. Για αυτούς, αποτελεί ισχυρό επιχείρημα το γεγονός ότι στο Ρανόνγκ οι Βιρμανοί πια είναι τόσο πολλοί που αντιπροσωπεύουν πάνω από τους μισούς των 400.000 κατοίκων της πόλης.
Την 1η Ιανουαρίου 2013, η κυβέρνηση του Γίνγκλουκ Σιναουάτρα έλαβε ένα ιστορικό μέτρο : Καθιέρωσε εθνικό κατώτατο μισθό στα 300 μπατ ημερησίως, κάτι που ισοδυναμεί σε μια μισθολογική αύξηση της τάξης του 40% για όλους τους εργαζόμενους. Αλλά κατά την ερευνήτρια Μίουα Γιαμάντα, η οποία συμμετείχε σε μια συλλογική έρευνα που έγινε το 2010 για τους Βιρμανούς στο Ρανόνγκ [4] : « Το μόνο που κάνει η άδεια εργασίας στην Ταϊλάνδη είναι να θεσμοθετεί την εκμετάλλευση των μεταναστών. Ειδικότερα, δεν πρόκειται για άδεια εργασίας αλλά για μια συγκατάθεση να δουλέψεις. Συνεπώς, ο εργοδότης κρατά το κλειδί της πρόσβασης στην εργασία ». Και τα αφεντικά δεν πάσχουν από έλλειψη φαντασίας όταν πρόκειται να βρουν τρόπους να ροκανίσουν την αύξηση που δόθηκε στην αρχή της χρονιάς : σε κάποιες περιπτώσεις καταργείται το ημερήσιο επίδομα διατροφής, σε άλλες το πριμ των 200 μπατ κάθε δεκαπενθήμερο μετατρέπεται σε 300 μπατ τον μήνα, σε άλλες πάλι αφαιρούμε από τον νέο μισθό το κόστος διατροφής ή το κόστος φακέλου.
« Όλοι είναι ίσοι, άλλα κάποιοι είναι περισσότερο ίσοι από κάποιους άλλους… ». Μια σκηνή επανέρχεται συνεχώς στη μνήμη. Είναι 4 η ώρα το πρωί στο λιμάνι. Δύο δωδεκάδες άντρες, όλοι Βιρμανοί, εκτός από τον Ταϊλανδό καπετάνιο, ξεφορτώνουν μια μηχανότρατα με τη βοήθεια ανυψωτικών. Εκατοντάδες Βιρμανέζες ταξινομούν τα ψάρια σε έναν ξέφρενο ρυθμό. Λίγο πιο πέρα κάποιες λογίστριες κυκλοφορούν με την άνεσή τους και με ένα ύφος υπεροπτικό. Αναμφίβολα είναι Ταϊλανδέζες. Ποιος άλλος θα μπορούσε να φορέσει ροζ μπότα ;
Documents joints
Sold to the sea : Human trafficking in Thailands fishing industry (PDF - 5.8 Mo)
Notes
[1] Παγκόσμια κατάσταση της Αλιείας και των Ιχθυοτροφείων το 2012, Διεθνής Οργάνωση Τροφίμων και Γεωργίας (FAO), Ρώμη, 2012.
[2] 40 μπατ = 1 ευρώ
[3] Βλ. Maxime Boutry & Jacques Ivanoff, La Monnaie des frontières. Migrations birmanes dans le sud de la Thaïlande, structure des réseaux et internationalisation des frontières, Institut de Recherche sur l’Asie du Sud-Est contemporaine. Bangkok, 2009.
[4] « Myanmar migrant laborers in Ranong, Thailand », Institute of Developing Economies, Chiba (Japon), 2010
Monde Diplomatique
InfoGnomon
ΤΑΪΛΑΝΔΗ
Οι Ροχίγκας, μια μουσουλμανική μειονότητα που βρίσκεται υπό διωγμόν στη Βιρμανία, ζουν στοιβαγμένοι σε στρατόπεδα της Ταϊλάνδης και απειλούνται με απέλαση. Ωστόσο, η μετανάστευση της εργατικής δύναμης στα σύνορα μεταξύ των δύο χωρών συνεχίζει να τροφοδοτεί τα εργοστάσια, στα οποία οι Βιρμανοί αναλαμβάνουν τις πιο σκληρές δουλειές και είναι κακοπληρωμένοι, όπως συμβαίνει στο Ρανόνγκ.
Στα ανοιχτά του Ρανόνγκ, το κύριο αλιευτικό λιμάνι της Ταϊλάνδης (τρίτος εξαγωγέας παγκοσμίως ιχθύων και προϊόντων αλιείας, με μόλις 69 εκατομμύρια κατοίκους [1], οι μηχανότρατες διασχίζουν ασταμάτητα τη θάλασσα του Ανταμάν. Τα εκατομμύρια τόνων ψαριών που αλιεύουν, από τα οποία τα δύο τρίτα θα κατευθυνθούν προς την Ανατολική Ασία, την Ευρώπη και την Αμερική, τυποποιούνται αμέσως στα προάστια της πόλης. Δυσάρεστες οσμές αναδύονται από τα εργοστάσια, τα οποία προστατεύουν ψηλοί τοίχοι.
Ποιος ο λόγος όμως για τόση διακριτικότητα ; Οι διοικήσεις των επιχειρήσεων δεν επιθυμούν να γίνει γνωστή η κύρια πηγή κερδοφορίας τους που είναι οι Βιρμανοί, οι οποίοι, μια μέρα, διέσχισαν τη λεπτή λωρίδα θάλασσας που χωρίζει τις δύο χώρες για να εργαστούν στα πλοία τους και τις μονάδες επεξεργασίας που διαθέτουν. Είναι νόμιμοι ή παράνομοι ; Αμείβονται όπως πρέπει ; Αντιμετωπίζονται με αξιοπρέπεια ; Είναι όλοι τους ενήλικες ; Τέτοιες ερωτήσεις δεν χαροποιούν ιδιαίτερα τους εργοδότες τους. Κατανοητό, λοιπόν, το γιατί είναι μάταιο να προσπαθήσει κανείς να επισκεφθεί τους εν λόγω χώρους εργασίας. Η αλληλογραφία μένει αναπάντητη και φύλακες φρουρούν τις εισόδους.
Εδώ είναι που παρεμβαίνει, σαν από θαύμα, η κομψή εκπρόσωπος του Εμπορικού Επιμελητηρίου του Ρανόνγκ, η κυρία Ναρουμόν Κοραποόμ. Η συνομιλία μαζί της είναι εγκάρδια. Το θέμα της μετανάστευσης από τη Βιρμανία τίθεται διακριτικά. Τελικά, λαμβάνεται η απόφαση. Πληκτρολογεί έναν αριθμό στο τηλέφωνο. Ο συνομιλητής της ακούει, ενδεχομένως ενοχλημένος, αλλά αναγκαστικά υπακούει. Ναι, ένα εργοστάσιο επεξεργασίας οστρακοειδών θα σας υποδεχτεί αύριο στις 10.00. Όχι… παρακαλώ, ήταν ευχαρίστησή μου να λύσω αυτήν την παρεξήγηση.
Χωρίς την παρέμβαση της κυρίας Ναρουμόν, ο δραστήριος υπεύθυνος της Ranong Frozen Foods (RFF), Νασάντα Ρανγκσιγιανάντ, δεν θα μας ξεναγούσε στην εταιρεία του. Όπως μας εξηγεί, για να ικανοποιήσει τους πελάτες της από την Ιαπωνία και τη Σιγκαπούρη, η RFF πρέπει να στέλνει κάθε εβδομάδα στην Μπανγκόκ τρία κοντέινερ. Προηγουμένως, η καθημερινή πρώτη ύλη (πέντε τόνοι καλαμάρια, σουπιές και χταπόδια τα οποία συσκευάζονται σε μια αποθήκη με μια μυρωδιά που δύσκολα ξεχνάει κανείς) προετοιμάζεται με σκοπό τη μεγαλύτερη δυνατή ικανοποίηση του καταναλωτή.
Υπάρχει δυνατότητα να δούμε κάποιον από τους 450 Βιρμανούς εργάτες ; Ο κ. Νασάντα οδηγεί τον επισκέπτη προς έναν αεροστεγή θάλαμο που επικοινωνεί με έναν κόσμο λευκό και πράσινο. Γυαλιστερό, κρύο, ήσυχο. Όλοι εκεί φορούν ποδιά, ειδικό σκούφο, γάντια και μπότες. Κάποιοι διαχωρίζουν τα χιλιάδες μαλάκια που βρίσκονται εκεί, κάποιοι άλλοι ανακατεύουν μέσα σε μεγάλες δεξαμενές ένα χημικό προϊόν το οποίο λευκαίνει τις πρώτες ύλες, προσθέτουν καρυκεύματα σύμφωνα με την προκαθορισμένη συνταγή και καταψύχουν το τελικό προϊόν. Η διαδικασία αποτελείται από δύο φάσεις : μηχανικά, ταχύτατα, αδιάκοπα, οι εργάτες κόβουν το κεφάλι του καλαμαριού και το ρίχνουν μέσα σε ένα καλάθι· στη συνέχεια πιάνουν το κύριο σώμα, αφαιρούν τη μεμβράνη από τις δύο πλευρές και τοποθετούν την ημίρρευστη αυτή μάζα σε ένα άλλο καλάθι. Ένας μικρός πλαδαρός ήχος ακούγεται. Αυτά, από τις 8 το πρωί μέχρι τις 5 το απόγευμα, με ένα μικρό διάλειμμα για να γευματίσουν. Μια δουλειά τόσο σκληρή αλλά και τόσο κακοπληρωμένη (200 με 250 μπατ την ημέρα [2].), ενώ κανένας υπάλληλος της RFF δεν είναι Ταϊλανδός.
Πρόκειται για ένα γενικευμένο φαινόμενο.
Από την οικονομική έκρηξη της δεκαετίας του 1990, οι περισσότερες βαριές δουλειές ανατίθενται στους αλλοδαπούς, δηλαδή σε δεκάδες χιλιάδες Καμποτζιανούς, Λαοτιανούς, αλλά βασικά σε Βιρμανούς, οι οποίοι υπολογίζεται ότι ξεπερνούν τα δύο εκατομμύρια. Η Ταϊλάνδη, μια βιομηχανική χώρα που συγκαταλέγεται μεταξύ των πιο δυναμικών οικονομιών της Νοτιοδυτικής Ασίας χάρη στη σταθερή ανάπτυξη που παρουσιάζει και τους διαφοροποιημένους πόρους που διαθέτει, εξουσιάζει με όλο της το βάρος τη γείτονά της, που με κόπο πασχίζει να απαλλαγεί από το πεντηκονταετές στρατιωτικό αυταρχικό καθεστώς της. Έχει, λοιπόν, τη δυνατότητα να προσφέρει απεριόριστη εργασία, και εύκολα το κάνει, δεδομένου ότι οι εργοδότες της επιβάλλουν χωρίς ενδοιασμούς διακρίσεις εις βάρος των αλλοδαπών. Η RFF δεν είναι το χειρότερο μέρος που μπορεί να εργαστεί κανείς στο Ρανόνγκ. Κάθε μέρα τα ξημερώματα, τα φορτηγά μιας από τις μεγαλύτερες εταιρείες της πόλης, της Siamchai International Food Company (Sifco), περισυλλέγουν το καθένα από 70 νέους, για να τους οδηγήσουν στα εργοστάσια. Οι επιβάτες στοιβάζονται όρθιοι σαν να ήταν σε ζωάδικα. « Κερδίζουν μισή ώρα δωρεάν μεταφορά, αλλά είναι στριμωγμένοι σαν σαρδέλες ! », λέει ένας περαστικός. Οι εργάτες φορούν ήδη τις στολές εργασίας και τους σκούφους τους. Όταν φτάνουν στο εργοστάσιο βάζουν τον αντίχειρά τους σε μια οθόνη αφής, πριν ωθήσουν την κεντρική πύλη. « Η ασφάλεια πάνω απ’ όλα », γράφει μια πινακίδα στην είσοδο.
« Ένα πολύ κακό κάρμα »
Η καθημερινότητα της κυρίας Όγκ Τι Ο, μιας εργαζόμενης της Sifco που απασχολείται εκεί έξι μέρες στις επτά, περιγράφεται ως εξής : Κατά τις 5.30 το πρωί κατευθύνεται προς έναν δρόμο από τον οποίο περνάει το φορτηγό που την παραλαμβάνει. Υποτίθεται ότι η έναρξη του ωραρίου εργασίας είναι στις επτά. Μετά από το διάλλειμα για γεύμα, στις 11, συνεχίζει να εργάζεται μέχρι τις 5 το απόγευμα. Στη διάρκεια της ημέρας θα μάθει αν πρόκειται να χρειαστεί να κάνει υπερωρίες. οι οποίες ξεκινούν στις 5.30 το απόγευμα και διαρκούν μέχρι τις 10, 11 ή καμιά φορά ακόμη και μέχρι τα μεσάνυχτα. « Τι περιθώρια έχω να κάνω οικογενειακή ζωή με τέτοιο ωράριο ; », διερωτάται.
Στην Golden Seafood International, η αμοιβή είναι μόλις 155 μπατ την ημέρα για εννέα ώρες εργασίας. Εδώ και οχτώ μήνες, ο εικοσάχρονος Γιε Χτετ Νεγκ, πετάει αγκαλιές από γαρίδες μέσα σε δεξαμενές με καυτό νερό, τις αλατίζει, τις βγάζει ψημένες και ξανά από την αρχή… Η μετατροπή ζώντων ζώων σε εδώδιμα προϊόντα έρχεται σε αντίθεση με τα βουδιστικά του πιστεύω. « Περνάω όλη μου την ημέρα σκοτώνοντας… αυτό έχει ένα πολύ κακό κάρμα », μας λέει. « Αλλά δεν έχω και άλλη επιλογή ».
Ο Τιμάτ Ζιν Μόε, εργάζεται σκληρά δώδεκα ώρες την ημέρα σε ένα εργοστάσιο παραγωγής πάγου, για 4.500 μπατ τον μήνα. « Κάνει ανυπόφορο κρύο και δεν μας παρέχουν ούτε καν τα απαραίτητα ρούχα και γάντια προστασίας ». Τα παραδείγματα είναι άφθονα : ένας από αυτούς αναγκάστηκε να αγοράσει με δικά του έξοδα τη στολή εργασίας του, ένας άλλος διαμαρτύρεται για την έλλειψη πόσιμου νερού στις εγκαταστάσεις. Δεν πληρώνονται σε περίπτωση ασθένειας. Δεν προβλέπεται άδεια. Και επειδή ο μισθός τους είναι ιδιαιτέρως χαμηλός, είναι όλοι αναγκασμένοι να δεχτούν να εργαστούν υπερωριακά χωρίς να το γνωρίζουν εκ των προτέρων, κάτι που, εξαιτίας της ανάγκης απόλυτης προσαρμογής στις μεταβολές της αλιείας, επεκτείνει το ωράριο εργασίας πέρα από κάθε λογικό όριο.
Εκτός από την εργασία, και ο ελεύθερος χρόνος δεν είναι διόλου πιο ευχάριστος. Ενώ οι Ταϊλανδοί κατοικούν στα ψηλά σημεία της πόλης, οι Βιρμανοί ζουν στις κάτω γειτονιές γύρω από το λιμάνι. Το γκέτο αυτό αναδίδει ψάρι και μόχθο, πορνεία στη χειρότερη μορφή της και ταλαιπωρία. Οι αλλοδαποί έχουν δικές τους παγόδες, τις δικές τους ανθυγιεινές καλύβες και τους δικούς τους πάγκους με καρύδες του βετέλ (είναι ο καρπός του φοίνικα αρέκα), ένα ελαφρύ ναρκωτικό που τους αρέσει να μασάνε και το οποίο βάφει το στόμα κόκκινο πριν κηλιδώσει τα πεζοδρόμια.
Όσον αφορά τις γυναίκες, εδώ δεν κάνουν υπερβολική χρήση του τανάκα, αυτής της κίτρινης πούδρας που χρησιμοποιείται ταυτόχρονα ως μακιγιάζ και αντηλιακό και που κάνει να ξεχωρίζει μια Βιρμανή από όλες τις άλλες γυναίκες τις Νοτιοδυτικής Ασίας. « Έτσι είναι λιγότερο ορατές και αυτό τους επιτρέπει να γλυτώνουν από τα περιφρονητικά σχόλια των Ταϊλανδέζων », εξηγεί ο κύριος Νάι Λίνε Χτίκε, εκπρόσωπος του Εκπαιδευτικού Ινστιτούτου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στην Μπούρμα, μιας αμφίβολης οργάνωσης για τα δικαιώματα των λεσβιών, των γκέι, των αμφί και των τρανς (LGBT). « Η Νότια Ταϊλάνδη είναι πολύ συντηρητική. Στη συνείδηση του κόσμου υπάρχει η αντιπαράθεση μεταξύ των δύο χωρών, όλες αυτές οι παλιές ιστορίες με τις συγκρούσεις μεταξύ βασιλιάδων. Με τέτοιες ιδέες τούς πιπιλίζουν τα μυαλά στο σχολείο, και αυτές τις απόψεις εκμεταλλεύεται η κινηματογραφική βιομηχανία που γυρίζει συνεχώς ταινίες γεμάτες στερεότυπα ». Οι αδιάκοποι πόλεμοι του 16ου και του 17ου αιώνα άφησαν έχθρες, τις οποίες τακτικά η συγκατοίκηση οξύνει και μετατρέπει σε ρατσιστικό εκφοβισμό.
Παρά την ακραία αβεβαιότητα που βιώνουν, οι Βιρμανοί εργάτες θεωρούν ότι η κατάστασή τους είναι προτιμότερη από αυτήν που τους επιφυλάσσει η χώρα προέλευσής τους. Στο Ρανόνγκ υποαμείβονται αλλά τουλάχιστον έχουν στέγη. Είναι καταπιεσμένοι αλλά τουλάχιστον έχουν μια μικρή ελπίδα. Σε αντίθεση με αυτό που πολλοί πιστεύουν, η κυβέρνηση του Νάι Πι Τάου δεν απαγορεύει την έξοδο από τη χώρα. Αλλά, εδώ και καιρό, η μετανάστευση διοχετεύεται μέσω παράνομων καναλιών : στον Βορρά μέσω των καναλιών που έχουν εγκατασταθεί για τους πολιτικούς αντιπάλους της κυβέρνησης και τους πρόσφυγες που προσπαθούν να αποφύγουν τους αντάρτες και ζουν συγκεντρωμένοι σε στρατόπεδα χωρίς νομική προστασία, δεδομένου ότι η Μπανγκόκ δεν έχει επικυρώσει τη Σύμβαση του ΟΗΕ του 1951 για το καθεστώς των προσφύγων· και στον Νότο, μέσω των καναλιών του λαθρεμπορίου και της εμπορίας ανθρώπων [3]. Οι υποψήφιοι προς αποχώρηση καταλήγουν στα χέρια των διακινητών της Κο Σόουγκ (δίδυμη πόλη της Ρανόνγκ που βρίσκεται στην απέναντι όχθη της λεπτής λωρίδας θάλασσας που χωρίζει τις δύο χώρες), οι οποίοι πότε λειτουργούν με τη συνεργασία των συνοριοφυλάκων τους οποίους πληρώνουν αδρά, και πότε λειτουργούν εν αγνοία τους. Πολλοί είναι αυτοί που πνίγηκαν κατά τη διάρκεια των νυχτερινών διαβάσεων. Επιπλέον, όταν φτάνουν στο Ρανόνγκ πρέπει να αποφύγουν να πέσουν στα χέρια της αστυνομίας : όσοι δεν μπορούν να εμφανίσουν νόμιμα χαρτιά ή να αγοράσουν με μετρητά μια άδεια εισόδου, επαναπατρίζονται στη Βιρμανία.
Με την πάροδο του χρόνου η κατάσταση έχει ομαλοποιηθεί. « Το μόνο που χρειάζεται για να περάσει κανείς τα σύνορα », εξηγεί ο Ζο, ένας οδηγός μηχανοκίνητης πιρόγας, « είναι να επιδείξεις στην υπηρεσία αλλοδαπών της Ταϊλάνδης ένα προσωρινό διαβατήριο που σου επιτρέπει να διαμείνεις στο Ρανόνγκ για μια εβδομάδα ». Στη συνέχεια, αρκεί να αναμιχθείς με το πλήθος εκείνων που έχουν αποκτήσει νόμιμα άδεια εργασίας. Αυτό, ωστόσο, δεν εμποδίζει τους αστυνομικούς να συνεχίσουν να διεξάγουν εξακριβώσεις στοιχείων. « Τους ξεχωρίζουν από τα μάτια, είναι απίστευτα καλοί σε αυτό », εξηγεί ο Πάι Πάι, ένας εικοσάχρονος καταφερτζής που μεγάλωσε στο γκέτο και γνωρίζει πώς να ελίσσεται σε αυτό. « Χθες ένας φίλος μου περιφερόταν χωρίς άδεια εργασίας. Ήταν λάθος του. Ένα μικρό ασήμαντο λάθος, έτσι δεν είναι ; Η αστυνομία τον ήλεγξε και στη συνέχεια τον συνέλαβε. Επειδή δεν μιλάει ταϊλανδέζικα, μου τηλεφώνησε. Οι αστυνομικοί ζητούσαν 3.000 μπατ. Μετά από διαπραγματεύσεις κατάφερα να τα ρίξω στα 1.000. Μου έδωσαν ραντεβού στο αυτοκίνητό τους, πίσω από το τμήμα ». Γιατί στο αυτοκίνητο ; « Για να αποφευχθούν οι ενοχοποιητικές φωτογραφίες ; » Και γιατί όχι στο γραφείο τους στο τμήμα ; « Για να μην αναγκαστούν να μοιραστούν τα χρήματα με τους συναδέλφους τους ».
Το Ρανόνγκ διαθέτει μόνο λίγους κοινωνικούς λειτουργούς που θα μπορούσαν να βοηθήσουν αυτόν τον πληθυσμό και ακόμα λιγότερες διεθνείς Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις. Ο πατήρ Τζον, ένας ιερέας από τη Νέα Ζηλανδία με διαπεραστικό βλέμμα και καθαρό λόγο, εργάστηκε έξι χρόνια στην περιοχή ως συντονιστής μιας εκπαιδευτικής δομής που συνδέεται με το Καθολικό Πανεπιστήμιο της Αυστραλίας. « Η κατάσταση των Βιρμανών βελτιώνεται χρόνο με τον χρόνο », παρατηρεί. Περνώντας από την παράνομη μετανάστευση των ψαράδων και τις συνθήκες εργασίας σχεδόν ΄΄σύγχρονης δουλείας΄΄ στη μετανάστευση εργατικής δύναμης με δικαίωμα οικογενειακής συνένωσης, που τους επέτρεψε να δημιουργήσουν και μια δεύτερη γενιά μεταναστών, απέκτησαν σταδιακά προστασία απέναντι στις πιο κραυγαλέες περιπτώσεις εκμετάλλευσης, καθώς και κάποιου είδους αναγνώριση των δικαιωμάτων τους. Από τον Αύγουστο του 2005, η ταϊλανδέζικη νομοθεσία προβλέπει μέχρι και την υποχρεωτική εκπαίδευση των παιδιών τους. Αλλά λίγο τους απασχολεί η δυνατότητα αυτή. Ο πατήρ Τζον προσθέτει και έναν πολιτιστικό παράγοντα : « Σε μια ιδανική περίπτωση, οι νέοι θα έπρεπε να πηγαίνουν στο δημόσιο ταϊλανδέζικο σχολείο, διατηρώντας όμως ταυτοχρόνως και τις παραδόσεις τους. Αλλά η εκπαίδευση δεν έχει ιδιαίτερη αξία για τους Βιρμανούς. Καταβάλλουμε, συνεπώς, προσπάθειες να διατηρήσουμε μακριά από την εργασία τα παιδιά που φτάνουν στην ηλικία των 11-12 ετών ».
Θεσμική εκμετάλλευση
Οι μετανάστες έχουν συνήθως ασθενική υγεία. « Οι εργαζόμενοι δεν διαθέτουν καθόλου ελεύθερο χρόνο για να φροντίσουν την υγεία τους και είναι πολύ δύσκολο για μας να μπούμε στα εργοστάσια που εργάζονται. Υπό τέτοιες συνθήκες, η πρόληψη είναι σύνθετη υπόθεση », εξηγεί η Μιέ Μιέ Χαν, μια γιατρός με ειδικότητα στο VIH/AIDS και στη φυματίωση. Σημαντική πρόοδος αποτέλεσε η δυνατότητα που δόθηκε στον πληθυσμό να επισκέπτεται γιατρό έναντι 30 μπατ (λιγότερο από 1 ευρώ), αν και το κόστος του μέτρου αυτού για το δημόσιο σύστημα υγείας της Ταϊλάνδης υπήρξε αντικείμενο έντονης κριτικής από τους αντιπάλους της κυβέρνησης. Για αυτούς, αποτελεί ισχυρό επιχείρημα το γεγονός ότι στο Ρανόνγκ οι Βιρμανοί πια είναι τόσο πολλοί που αντιπροσωπεύουν πάνω από τους μισούς των 400.000 κατοίκων της πόλης.
Την 1η Ιανουαρίου 2013, η κυβέρνηση του Γίνγκλουκ Σιναουάτρα έλαβε ένα ιστορικό μέτρο : Καθιέρωσε εθνικό κατώτατο μισθό στα 300 μπατ ημερησίως, κάτι που ισοδυναμεί σε μια μισθολογική αύξηση της τάξης του 40% για όλους τους εργαζόμενους. Αλλά κατά την ερευνήτρια Μίουα Γιαμάντα, η οποία συμμετείχε σε μια συλλογική έρευνα που έγινε το 2010 για τους Βιρμανούς στο Ρανόνγκ [4] : « Το μόνο που κάνει η άδεια εργασίας στην Ταϊλάνδη είναι να θεσμοθετεί την εκμετάλλευση των μεταναστών. Ειδικότερα, δεν πρόκειται για άδεια εργασίας αλλά για μια συγκατάθεση να δουλέψεις. Συνεπώς, ο εργοδότης κρατά το κλειδί της πρόσβασης στην εργασία ». Και τα αφεντικά δεν πάσχουν από έλλειψη φαντασίας όταν πρόκειται να βρουν τρόπους να ροκανίσουν την αύξηση που δόθηκε στην αρχή της χρονιάς : σε κάποιες περιπτώσεις καταργείται το ημερήσιο επίδομα διατροφής, σε άλλες το πριμ των 200 μπατ κάθε δεκαπενθήμερο μετατρέπεται σε 300 μπατ τον μήνα, σε άλλες πάλι αφαιρούμε από τον νέο μισθό το κόστος διατροφής ή το κόστος φακέλου.
« Όλοι είναι ίσοι, άλλα κάποιοι είναι περισσότερο ίσοι από κάποιους άλλους… ». Μια σκηνή επανέρχεται συνεχώς στη μνήμη. Είναι 4 η ώρα το πρωί στο λιμάνι. Δύο δωδεκάδες άντρες, όλοι Βιρμανοί, εκτός από τον Ταϊλανδό καπετάνιο, ξεφορτώνουν μια μηχανότρατα με τη βοήθεια ανυψωτικών. Εκατοντάδες Βιρμανέζες ταξινομούν τα ψάρια σε έναν ξέφρενο ρυθμό. Λίγο πιο πέρα κάποιες λογίστριες κυκλοφορούν με την άνεσή τους και με ένα ύφος υπεροπτικό. Αναμφίβολα είναι Ταϊλανδέζες. Ποιος άλλος θα μπορούσε να φορέσει ροζ μπότα ;
Documents joints
Sold to the sea : Human trafficking in Thailands fishing industry (PDF - 5.8 Mo)
Notes
[1] Παγκόσμια κατάσταση της Αλιείας και των Ιχθυοτροφείων το 2012, Διεθνής Οργάνωση Τροφίμων και Γεωργίας (FAO), Ρώμη, 2012.
[2] 40 μπατ = 1 ευρώ
[3] Βλ. Maxime Boutry & Jacques Ivanoff, La Monnaie des frontières. Migrations birmanes dans le sud de la Thaïlande, structure des réseaux et internationalisation des frontières, Institut de Recherche sur l’Asie du Sud-Est contemporaine. Bangkok, 2009.
[4] « Myanmar migrant laborers in Ranong, Thailand », Institute of Developing Economies, Chiba (Japon), 2010
Monde Diplomatique
InfoGnomon
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
«Η ελληνική ναυτιλία είναι διαχρονικά θύμα του λαϊκισμού»
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Η Κεφαλογιάννη στη Μόσχα
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ