2013-10-15 23:20:04
Γράφει ο Βασίλης Τσιράκης
«Τους βαρούν με τα πολυβόλα [τους κομμουνάρους]. Όταν άκουσα τον χαρμόσυνο ήχο, αισθάνθηκα ανακούφιση», Εντμόντ ντε Γκονκούρ. «Βρώμικα κολάρα, σκούφοι φρυγικοί, εκτροφείς σαλιγκαριών, σωτήρες του λαού, ξεπεσμένοι, ανίκανοι, τεμπέληδες.
Γιατί οι εργάτες ανακατεύονται με την πολιτική;», Αλφονς Ντοτέ.
«Στην ανωριμότητα του εργάτη υπάρχει η ανάγκη μιας κυβέρνησης σοφών μανδαρίνων», έγραφε ο Φλομπέρ που χαρακτήριζε τους εργάτες κάφρους, ενώ ο Εμίλ Ζολά χαρακτήριζε το αιματοκύλισμα του λαού του Παρισιού «αποτρόπαια αναγκαιότητα». Αλλά και αυτός ακόμα ο Βίκτωρ Ουγκό κατέκρινε τους κομμουνάρους για τη βίαιη πρακτική τους, που όπως πίστευε προερχόταν από την αγραμματοσύνη τους, ενώ ο Θεόφιλος Γκοτιέ διαμαρτυρόταν πως είναι δυνατόν το Παρίσι να τρομοκρατείται από κάποιους κατάδικους. Είναι οι ίδιοι συγγραφείς που έγραψαν τους «Άθλιους», το «Ζερμινάλ» και τη «Μαντάμ Μποβαρί».
Κική Δημουλά, Πέτρος Μάρκαρης, Απόστολος Δοξιάδης, Διονύσης Σαββόπουλος, Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, Λένα Διβάνη, Χρήστος Χωμενίδης, Σώτη Τριανταφύλλου, Θανάσης Χειμωνάς, Πέτρος Τατσόπουλος, Σωκράτης Μάλαμας και άλλοι άνθρωποι της τέχνης ήλθαν το τελευταίο διάστημα στην επικαιρότητα για δηλώσεις ή πράξεις τους. Σχόλια πολλά και ανταπαντήσεις που αφορούσαν κυρίως στην ερμηνεία των δηλώσεων ή πράξεών τους. Μα τι κάνουν οι καλλιτέχνες αυτές τις κρίσιμες ώρες; Γιατί δεν μιλούν; Γιατί δεν βγαίνουν μπροστά;
Αλλά αντί για εύκολες απαντήσεις ας γυρίσουμε πάλι λίγο πίσω. Γιατί ο Σεφέρης δεν αποκήρυσσε τη χούντα τα δυο πρώτα χρόνια της; Γιατί ο Μίκης έγινε υπουργός της Ν.Δ και ο Μικρούτσικος υπουργός του ΠΑΣΟΚ; Πως ο δημιουργός της «πλατείας» και της «παράγκας» έγινε κολαούζος του συστήματος; Πως εξηγείται η στάση του Τσιτσάνη στην κατοχή; Γιατί ο Μπιθικώτσης τραγούδησε τον ύμνο της χούντας; Πως εξηγείται πως ο Βαμβακάρης ήταν οπαδός του Βασιλιά; Ποια εξήγηση θα μπορούσε να δοθεί στο ότι ο Θ. Αγγελόπουλος, ο δημιουργός ότι πιο αριστερού και ριζοσπαστικού έχει δώσει η τέχνη μετά τη μεταπολίτευση (και όχι μόνο στη χώρα μας), εξυμνούσε τον εκσυγχρονισμό του Σημίτη, ή στη δήλωσή του αμέσως μετά τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 2008 πως η λύση είναι η εθνική ενότητα, ενώ την ίδια χρονιά έκανε τη «Σκόνη του χρόνου»;
Είναι δυνατόν ένα έργο τέχνης να αυτονομηθεί από το δημιουργό του; Ή αντίστροφα μπορεί οι γενικότερες απόψεις του δημιουργού να έρχονται σε αντίθεση με το περιεχόμενο του έργου του; Και αν ναι, μήπως αυτό αποτελεί μια ειδική περίπτωση, μια εξαίρεση στον κανόνα; Ποιός είναι ο κανόνας και ποια η εξαίρεση;
Είναι αλήθεια πως η απαρχή κάθε έργου τέχνης βρίσκεται σε κάποιο προσωπικό ζήτημα - πρόβλημα που βασανίζει τον δημιουργό και απαιτεί έκφραση, διέξοδο, λύτρωση. Πρόβλημα όμως που για να γίνει τέχνη πρέπει να μεταπλαστεί με τα εκφραστικά μέσα και την αντίστοιχη γλώσσα της και να ανυψωθεί κατά το δυνατό στο επίπεδο του καθολικού – οικουμενικού. Για να επιτευχθεί όμως αυτό απαραίτητη προϋπόθεση είναι η αλληλεπίδραση με το περιβάλλον του, με τις κοινωνικές αντιθέσεις και τις αγωνίες των καιρών, αλλιώς η τέχνη είναι ναρκισσιστική, τέχνη αυνανισμός.
Θα μπορούσαμε συνοπτικά να επισημάνουμε πως ενώ το έργο τέχνης είναι προϊόν αλληλεπίδρασης των εσωτερικών αντιφάσεων του δημιουργού με τις αντιθέσεις της κοινωνίας, αντίθετα η πολιτική τοποθέτηση ενός δημιουργού, ως πολίτη, καθορίζεται κατ’ αρχήν από τα συμφέροντα του, από τη θέση του στην κοινωνία.
Ποια όμως είναι η θέση των δημιουργών - καλλιτεχνών μέσα στην κοινωνία;
Και εδώ βέβαια η απάντηση δεν εύκολη, αλλά είναι σύνθετη και πολύπλοκη. Ούτε ανήκουν σε κάποια συγκεκριμένη τάξη, ούτε όμως και διαχέονται σε όλες τις τάξεις και στρώματα. Ούτε ακόμα θα μπορούσαν να καταταχτούν σε κάποιο συγκεκριμένο κοινωνικό στρώμα, όπως πχ η διανόηση.
Αν εξαιρέσουμε την ερασιτεχνική δημιουργία, η τέχνη που αποτελεί συνέχεια - τομή του παγκόσμιου πολιτισμού, που λαμβάνει υπόψη της ότι πολυτιμότερο έχει επιζήσει στο πέρασμα των χρόνων, η τέχνη λοιπόν αυτή, που κάποιοι την ονόμασαν αληθινή και άλλοι υψηλή τέχνη, απαιτεί κόπο και χρόνο που δεν χωρά στο καθημερινό ωράριο της εργατικής τάξης.
Στο σημείο αυτό να επικαλεστούμε την ομοφωνία των κλασσικών, πως ο καταμερισμός εργασίας στον καπιταλισμό, δεν αφήνει δυνατότητες για ανάπτυξη προλεταριακής τέχνης και ότι της εργατικής τάξης δεν της αξίζει ο αποκλεισμός της από την πρόσβαση στην υψηλή τέχνη και η ενασχόληση της με την υποκουλτούρα που προορίζει γι’ αυτήν η πολιτιστική βιομηχανία. Αυτό όμως δεν σημαίνει σε καμιά περίπτωση και υποτίμηση της ερασιτεχνικής δημιουργίας, που αντίθετα οφείλουμε να την ενθαρρύνουμε, να την ενισχύουμε και να προβάλλουμε, ιδιαίτερα όταν αυτή αποτελεί συλλογική προσπάθεια των «από κάτω».
Με δεδομένο λοιπόν πως ο καλλιτέχνης προσπαθεί να βρει τρόπους και μέσα για να μπορεί να είναι δημιουργός - στο βαθμό που η ενασχόληση του με την τέχνη δεν είναι χόμπι, αλλά ζωτική ανάγκη - προκρίνουμε με το κίνδυνο της απλούστευσης την εξής κατηγοριοποίηση:
Στην πρώτη κατηγορία θα μπορούσαμε να κατατάξουμε τους δημιουργούς που έχουν σταθερό εισόδημα χωρίς να εργάζονται, ανεξάρτητο από το καλλιτεχνικό τους έργο, οπότε μπορούν να αφιερώνονται αναπόσπαστα στο έργο τους.
Στη δεύτερη κατηγορία τους δημιουργούς που όντας στελέχη της πολιτιστικής βιομηχανίας ή και στελέχη οργανισμών και επιτροπών του κρατικού μηχανισμού, μπορούν αξιοποιώντας τη θέση τους και να ασχολούνται με την τέχνη τους, αλλά και κυρίως να βρίσκουν την αναγκαία χρηματοδότηση και προβολή του έργου τους.
Στην τρίτη κατηγορία οι δημιουργοί που με επιλογή τους υποαπασχολούνται, αφενός για να εξοικονομούν τα προς το ζην και αφετέρου να απελευθερώνουν τον αναγκαίο χρόνο που απαιτεί η τέχνη τους.
Τέλος οι ελάχιστοι δημιουργοί που έχουν την τύχη να ζουν αποκλειστικά από το καλλιτεχνικό τους έργο.
Κάτω από αυτό το πρίσμα θα μπορούσαμε να κρίνουμε και να κατακρίνουμε, μα και να εξηγήσουμε κάθε μια ξεχωριστά, τις δηλώσεις των ανθρώπων της τέχνης που ήρθαν στο φως της επικαιρότητας έχοντας σαν κριτήριο κυρίως όχι το έργο τους, αλλά την κοινωνική θέση τους και τα όρια ή τις απαιτήσεις που αυτή θέτει. Και σε συνθήκες ολόπλευρης κρίσης του συστήματος τα όρια στενεύουν και οι απαιτήσεις αυξάνονται και τότε ο καλλιτέχνης θα πρέπει να αποφασίσει με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει. Και εμείς δεν πρέπει να κρατήσουμε τόσο, το ότι η ιστορία απέδειξε ότι οι περισσότεροι πηγαίνουν με την τάξη τους, αλλά το ότι υπήρχαν και δημιουργοί που επέλεξαν το δρόμο της συμπόρευσης με τους αγώνες του λαού με αντίτιμο διώξεις, φυλακίσεις και εξορίες.
Και βέβαια από την άλλη μεριά έχουμε περιπτώσεις όπου ενώ ο δημιουργός δεν κάνει το μεγάλο άλμα, το έργο του αλληλεπιδρώντας με τις κοινωνικές αντιθέσεις και τις πολιτικές εξελίξεις της περιόδου αυτονομείται από το δημιουργό του, τον ξεπερνά και επανοηματοδοτείται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το «Άξιον εστί» του Οδυσσέα Ελύτη, που με την ώθηση της μουσικής του Μίκη, αναβαπτίστηκε μέσα στους λαϊκούς αγώνες σε λαϊκή υμνωδία.
Και μια σημείωση ως επίλογο. Είναι στιγμές στην ιστορία όπου η έννοια του ωραίου επαναδιαπραγματεύεται. Και στις μεγάλες ανατάσεις του λαϊκού κινήματος, ορισμένες στιγμές μιας διαδήλωσης μπορεί να αξίζουν (και καλλιτεχνικά) περισσότερο από τη θέαση ενός πίνακα στην αίθουσα ενός μουσείου.
Αναφορές:
Εφημερίδα «Εποχή» : Ν. Σεβαστάκης «Συγγραφείς και κομμούνα. Ο λόγος της απόρριψης».
Εφημερίδα «Ριζοσπάστης»: «Αφιέρωμα στην παρισινή Κομμούνα: Τέχνη και Παρισινή Κομμούνα».
aristeroblog.gr
«Τους βαρούν με τα πολυβόλα [τους κομμουνάρους]. Όταν άκουσα τον χαρμόσυνο ήχο, αισθάνθηκα ανακούφιση», Εντμόντ ντε Γκονκούρ. «Βρώμικα κολάρα, σκούφοι φρυγικοί, εκτροφείς σαλιγκαριών, σωτήρες του λαού, ξεπεσμένοι, ανίκανοι, τεμπέληδες.
Γιατί οι εργάτες ανακατεύονται με την πολιτική;», Αλφονς Ντοτέ.
«Στην ανωριμότητα του εργάτη υπάρχει η ανάγκη μιας κυβέρνησης σοφών μανδαρίνων», έγραφε ο Φλομπέρ που χαρακτήριζε τους εργάτες κάφρους, ενώ ο Εμίλ Ζολά χαρακτήριζε το αιματοκύλισμα του λαού του Παρισιού «αποτρόπαια αναγκαιότητα». Αλλά και αυτός ακόμα ο Βίκτωρ Ουγκό κατέκρινε τους κομμουνάρους για τη βίαιη πρακτική τους, που όπως πίστευε προερχόταν από την αγραμματοσύνη τους, ενώ ο Θεόφιλος Γκοτιέ διαμαρτυρόταν πως είναι δυνατόν το Παρίσι να τρομοκρατείται από κάποιους κατάδικους. Είναι οι ίδιοι συγγραφείς που έγραψαν τους «Άθλιους», το «Ζερμινάλ» και τη «Μαντάμ Μποβαρί».
Κική Δημουλά, Πέτρος Μάρκαρης, Απόστολος Δοξιάδης, Διονύσης Σαββόπουλος, Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, Λένα Διβάνη, Χρήστος Χωμενίδης, Σώτη Τριανταφύλλου, Θανάσης Χειμωνάς, Πέτρος Τατσόπουλος, Σωκράτης Μάλαμας και άλλοι άνθρωποι της τέχνης ήλθαν το τελευταίο διάστημα στην επικαιρότητα για δηλώσεις ή πράξεις τους. Σχόλια πολλά και ανταπαντήσεις που αφορούσαν κυρίως στην ερμηνεία των δηλώσεων ή πράξεών τους. Μα τι κάνουν οι καλλιτέχνες αυτές τις κρίσιμες ώρες; Γιατί δεν μιλούν; Γιατί δεν βγαίνουν μπροστά;
Αλλά αντί για εύκολες απαντήσεις ας γυρίσουμε πάλι λίγο πίσω. Γιατί ο Σεφέρης δεν αποκήρυσσε τη χούντα τα δυο πρώτα χρόνια της; Γιατί ο Μίκης έγινε υπουργός της Ν.Δ και ο Μικρούτσικος υπουργός του ΠΑΣΟΚ; Πως ο δημιουργός της «πλατείας» και της «παράγκας» έγινε κολαούζος του συστήματος; Πως εξηγείται η στάση του Τσιτσάνη στην κατοχή; Γιατί ο Μπιθικώτσης τραγούδησε τον ύμνο της χούντας; Πως εξηγείται πως ο Βαμβακάρης ήταν οπαδός του Βασιλιά; Ποια εξήγηση θα μπορούσε να δοθεί στο ότι ο Θ. Αγγελόπουλος, ο δημιουργός ότι πιο αριστερού και ριζοσπαστικού έχει δώσει η τέχνη μετά τη μεταπολίτευση (και όχι μόνο στη χώρα μας), εξυμνούσε τον εκσυγχρονισμό του Σημίτη, ή στη δήλωσή του αμέσως μετά τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 2008 πως η λύση είναι η εθνική ενότητα, ενώ την ίδια χρονιά έκανε τη «Σκόνη του χρόνου»;
Είναι δυνατόν ένα έργο τέχνης να αυτονομηθεί από το δημιουργό του; Ή αντίστροφα μπορεί οι γενικότερες απόψεις του δημιουργού να έρχονται σε αντίθεση με το περιεχόμενο του έργου του; Και αν ναι, μήπως αυτό αποτελεί μια ειδική περίπτωση, μια εξαίρεση στον κανόνα; Ποιός είναι ο κανόνας και ποια η εξαίρεση;
Είναι αλήθεια πως η απαρχή κάθε έργου τέχνης βρίσκεται σε κάποιο προσωπικό ζήτημα - πρόβλημα που βασανίζει τον δημιουργό και απαιτεί έκφραση, διέξοδο, λύτρωση. Πρόβλημα όμως που για να γίνει τέχνη πρέπει να μεταπλαστεί με τα εκφραστικά μέσα και την αντίστοιχη γλώσσα της και να ανυψωθεί κατά το δυνατό στο επίπεδο του καθολικού – οικουμενικού. Για να επιτευχθεί όμως αυτό απαραίτητη προϋπόθεση είναι η αλληλεπίδραση με το περιβάλλον του, με τις κοινωνικές αντιθέσεις και τις αγωνίες των καιρών, αλλιώς η τέχνη είναι ναρκισσιστική, τέχνη αυνανισμός.
Θα μπορούσαμε συνοπτικά να επισημάνουμε πως ενώ το έργο τέχνης είναι προϊόν αλληλεπίδρασης των εσωτερικών αντιφάσεων του δημιουργού με τις αντιθέσεις της κοινωνίας, αντίθετα η πολιτική τοποθέτηση ενός δημιουργού, ως πολίτη, καθορίζεται κατ’ αρχήν από τα συμφέροντα του, από τη θέση του στην κοινωνία.
Ποια όμως είναι η θέση των δημιουργών - καλλιτεχνών μέσα στην κοινωνία;
Και εδώ βέβαια η απάντηση δεν εύκολη, αλλά είναι σύνθετη και πολύπλοκη. Ούτε ανήκουν σε κάποια συγκεκριμένη τάξη, ούτε όμως και διαχέονται σε όλες τις τάξεις και στρώματα. Ούτε ακόμα θα μπορούσαν να καταταχτούν σε κάποιο συγκεκριμένο κοινωνικό στρώμα, όπως πχ η διανόηση.
Αν εξαιρέσουμε την ερασιτεχνική δημιουργία, η τέχνη που αποτελεί συνέχεια - τομή του παγκόσμιου πολιτισμού, που λαμβάνει υπόψη της ότι πολυτιμότερο έχει επιζήσει στο πέρασμα των χρόνων, η τέχνη λοιπόν αυτή, που κάποιοι την ονόμασαν αληθινή και άλλοι υψηλή τέχνη, απαιτεί κόπο και χρόνο που δεν χωρά στο καθημερινό ωράριο της εργατικής τάξης.
Στο σημείο αυτό να επικαλεστούμε την ομοφωνία των κλασσικών, πως ο καταμερισμός εργασίας στον καπιταλισμό, δεν αφήνει δυνατότητες για ανάπτυξη προλεταριακής τέχνης και ότι της εργατικής τάξης δεν της αξίζει ο αποκλεισμός της από την πρόσβαση στην υψηλή τέχνη και η ενασχόληση της με την υποκουλτούρα που προορίζει γι’ αυτήν η πολιτιστική βιομηχανία. Αυτό όμως δεν σημαίνει σε καμιά περίπτωση και υποτίμηση της ερασιτεχνικής δημιουργίας, που αντίθετα οφείλουμε να την ενθαρρύνουμε, να την ενισχύουμε και να προβάλλουμε, ιδιαίτερα όταν αυτή αποτελεί συλλογική προσπάθεια των «από κάτω».
Με δεδομένο λοιπόν πως ο καλλιτέχνης προσπαθεί να βρει τρόπους και μέσα για να μπορεί να είναι δημιουργός - στο βαθμό που η ενασχόληση του με την τέχνη δεν είναι χόμπι, αλλά ζωτική ανάγκη - προκρίνουμε με το κίνδυνο της απλούστευσης την εξής κατηγοριοποίηση:
Στην πρώτη κατηγορία θα μπορούσαμε να κατατάξουμε τους δημιουργούς που έχουν σταθερό εισόδημα χωρίς να εργάζονται, ανεξάρτητο από το καλλιτεχνικό τους έργο, οπότε μπορούν να αφιερώνονται αναπόσπαστα στο έργο τους.
Στη δεύτερη κατηγορία τους δημιουργούς που όντας στελέχη της πολιτιστικής βιομηχανίας ή και στελέχη οργανισμών και επιτροπών του κρατικού μηχανισμού, μπορούν αξιοποιώντας τη θέση τους και να ασχολούνται με την τέχνη τους, αλλά και κυρίως να βρίσκουν την αναγκαία χρηματοδότηση και προβολή του έργου τους.
Στην τρίτη κατηγορία οι δημιουργοί που με επιλογή τους υποαπασχολούνται, αφενός για να εξοικονομούν τα προς το ζην και αφετέρου να απελευθερώνουν τον αναγκαίο χρόνο που απαιτεί η τέχνη τους.
Τέλος οι ελάχιστοι δημιουργοί που έχουν την τύχη να ζουν αποκλειστικά από το καλλιτεχνικό τους έργο.
Κάτω από αυτό το πρίσμα θα μπορούσαμε να κρίνουμε και να κατακρίνουμε, μα και να εξηγήσουμε κάθε μια ξεχωριστά, τις δηλώσεις των ανθρώπων της τέχνης που ήρθαν στο φως της επικαιρότητας έχοντας σαν κριτήριο κυρίως όχι το έργο τους, αλλά την κοινωνική θέση τους και τα όρια ή τις απαιτήσεις που αυτή θέτει. Και σε συνθήκες ολόπλευρης κρίσης του συστήματος τα όρια στενεύουν και οι απαιτήσεις αυξάνονται και τότε ο καλλιτέχνης θα πρέπει να αποφασίσει με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει. Και εμείς δεν πρέπει να κρατήσουμε τόσο, το ότι η ιστορία απέδειξε ότι οι περισσότεροι πηγαίνουν με την τάξη τους, αλλά το ότι υπήρχαν και δημιουργοί που επέλεξαν το δρόμο της συμπόρευσης με τους αγώνες του λαού με αντίτιμο διώξεις, φυλακίσεις και εξορίες.
Και βέβαια από την άλλη μεριά έχουμε περιπτώσεις όπου ενώ ο δημιουργός δεν κάνει το μεγάλο άλμα, το έργο του αλληλεπιδρώντας με τις κοινωνικές αντιθέσεις και τις πολιτικές εξελίξεις της περιόδου αυτονομείται από το δημιουργό του, τον ξεπερνά και επανοηματοδοτείται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το «Άξιον εστί» του Οδυσσέα Ελύτη, που με την ώθηση της μουσικής του Μίκη, αναβαπτίστηκε μέσα στους λαϊκούς αγώνες σε λαϊκή υμνωδία.
Και μια σημείωση ως επίλογο. Είναι στιγμές στην ιστορία όπου η έννοια του ωραίου επαναδιαπραγματεύεται. Και στις μεγάλες ανατάσεις του λαϊκού κινήματος, ορισμένες στιγμές μιας διαδήλωσης μπορεί να αξίζουν (και καλλιτεχνικά) περισσότερο από τη θέαση ενός πίνακα στην αίθουσα ενός μουσείου.
Αναφορές:
Εφημερίδα «Εποχή» : Ν. Σεβαστάκης «Συγγραφείς και κομμούνα. Ο λόγος της απόρριψης».
Εφημερίδα «Ριζοσπάστης»: «Αφιέρωμα στην παρισινή Κομμούνα: Τέχνη και Παρισινή Κομμούνα».
aristeroblog.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ε, ρε Πρετεντέρης που μας χρειάζεται…
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ