2013-10-19 11:01:38
Ο Γιώργος Καραγκούνης ανάμεσα στους Ροτέν (αριστερά) και Ντιανέ σε ματς με την Παρί Σεν Ζερμέν. Ο αρχηγός της εθνικής ομάδας έπαιξε δύο σεζόν στην ΜπενφίκαΤο πόσο μεγάλη είναι η πορτογαλική Μπενφίκα δεν αποδεικνύεται μόνο μέσα από την εξιστόρηση των σπουδαίων επιτευγμάτων της εκπληκτικής ομάδας του τεράστιου Εουσέμπιο ή των προγενέστερων και μεταγενέστερων ηρώων της
Οι εικόνες των μεγάλων ευρωπαϊκών αγώνων θα μείνουν χαραγμένες στη μνήμη του Κώστα Κατσουράνη Στον τελικό του Euro 2004 ο Τάκης Φύσσας ήταν ήδη εξοικειωμένος με το Ντα Λουζ
Το μέγεθος της επόμενης αντιπάλου του Ολυμπιακού (στις 23/10, για τη δεύτερη αγωνιστική των ομίλων του Τσάμπιονς Λιγκ), μπορεί να το συνειδητοποιήσει κανείς από το γεγονός ότι ένας σύλλογος της Πορτογαλίας - δηλαδή ενός μικρού πληθυσμικά κράτους εν συγκρίσει με τα ευρωπαϊκά μεγαθήρια - αριθμεί παγκοσμίως τα περισσότερα ενεργά εγγεγραμμένα μέλη, πιο πολλά ακόμα και από την Μπαρτσελόνα, η οποία πλασάρεται ως το απόλυτο role model μεταξύ των αθλητικών κολοσσών που στηρίζονται στη λαϊκή βάση και καθοδηγούνται από τη λαϊκή βούληση.
Οπως επισημαίνει μιλώντας στην «Ομάδα» ένας εκ των τεσσάρων ελλήνων ποδοσφαιριστών που φόρεσαν ποτέ τη φανέλα της και μέλος της χρυσής εθνικής ομάδας που κατέκτησε την κορυφή της Ευρώπης το καλοκαίρι του 2004, ο Τάκης Φύσσας, «τη μεγαλοσύνη που χαρακτηρίζει την Μπενφίκα την αντιλαμβάνεσαι όταν φοράς τη φανέλα της και αγωνίζεσαι για εκείνη. Είναι ένα τεράστιο κλαμπ, από τα μεγαλύτερα του κόσμου, ένας σύλλογος που πλημμυρίζει από εικόνες και παράγει ατμόσφαιρα».
Ο παλαίμαχος αριστερός μπακ και νυν τεχνικός διευθυντής των εθνικών ομάδων Ανδρών και Ελπίδων της Ελλάδας ήταν ο δεύτερος που πέρασε το κατώφλι του Ντα Λουζ της Λισαβώνας, του ανακαινισμένου μάλιστα, καθώς είχε γίνει ποδοσφαιριστής της τον Ιανουάριο του 2004, δηλαδή πριν από τον άθλο της εθνικής ομάδας στα γήπεδα της Πορτογαλίας και δη στο συγκεκριμένο, εκεί όπου αναδείχθηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης, επικρατώντας στον τελικό του Euro της διοργανώτριας χώρας!
Την αρχή είχε κάνει τον Ιανουάριο του 2000 ο Τριαντάφυλλος Μαχαιρίδης, φεύγοντας από τον ΠΑΟΚ σε ηλικία 26 ετών για να φορέσει τη φανέλα μιας εκ των (διαχρονικά) πιο αναγνωρισμένων ομάδων στον πλανήτη! Ηταν και μοναδικός που δεν κατάλαβε την ευκαιρία που του παρουσιάστηκε καθώς αναζήτησε επισταμένως την επιστροφή του στην Ελλάδα (και τελικά κατέληξε στην Αλκή Κύπρου!), σχεδόν παρακαλώντας την τότε διοίκηση της Μπενφίκα να τον απελευθερώσει από τα δεσμά της!
Ηταν μία εποχή που ο έλληνας ποδοσφαιριστής (ανάλογο παράδειγμα ήταν η περίπτωση του Γρηγόρη Γεωργάτου) δεν μπορούσε να αναλογιστεί πόσο σημαντικό είναι να αγωνίζεσαι στο εξωτερικό, νοσταλγώντας τον φραπέ στις καφετέριες ή τα μπουζούκια και κουβαλώντας μαζί του όλα τα τότε σύνδρομα της τεμπέλικης αντιμετώπισης. Ο Μαχαιρίδης είχε επικαλεστεί την αβάσταχτη μοναξιά Ο τότε προπονητής της Μπενφίκα (ο οποίος οδήγησε πριν από μερικούς μήνες την Μπάγερν Μονάχου στην κατάκτηση του Τσάμπιονς Λιγκ) Γιουπ Χάινκες έβλεπε στον Μαχαιρίδη έναν μοντέρνο αμυντικό χαφ (με ύψος 1,88 και εξαιρετική τεχνική κατάρτιση) και τον χρησιμοποίησε σε 16 αγώνες ως βασικό, ωστόσο δεν το έβλεπε ο ίδιος ο ποδοσφαιριστής. Μοιραία ο Γερμανός δεν κατάφερε να τον πείσει ότι το συμφέρον του ήταν να παραμείνει στον σύλλογο και να εκτοξεύσει την καριέρα του.
Ζητήσαμε από τον Κώστα Κατσουράνη, τον τελευταίο χρονικά έλληνα ποδοσφαιριστή που φόρεσε τη φανέλα των Αετών της Λισαβώνας το καλοκαίρι του 2006 (και ενώ βρισκόταν ήδη εκεί ο Γιώργος Καραγκούνης, ο οποίος αγωνίστηκε στην Μπενφίκα για δύο σεζόν) να μας μεταφέρει τις εντυπώσεις του από την τριετή θητεία του στη Λισαβώνα. Εσταζε μέλι...
ΜΑΣ ΥΠΟΔΕΧΟΝΤΑΝ ΜΕ ΔΕΟΣ.
«Νιώθω ευλογημένος που είχα την τύχη να αγωνιστώ για τρία χρόνια σε αυτή την τεράστια ομάδα. Το διαπίστωσα σε κάθε χώρα της Ευρώπης: όπου ταξιδέψαμε μας υποδέχονταν με τεράστια διαχυτικότητα, έως και με δέος κάποιες φορές. Τέτοια είναι η αίγλη της Μπενφίκα, τέτοιο είναι το επίπεδό της και έτσι αντιμετωπίζεται από όλους, εντός και εκτός Πορτογαλίας».
Φεύγοντας από την ΑΕΚ το καλοκαίρι του 2006, ο Κατσουράνης ακολούθησε τον νυν τεχνικό της εθνικής ομάδας Φερνάντο Σάντος (που διέγραψε μεν σημαντική προπονητική καριέρα στην Πόρτο, ωστόσο το ποδόσφαιρο το ξεκίνησε και το έμαθε στο καμάρι της Λισαβώνας) ο οποίος αποχωρώντας επίσης από την Ενωση τράβηξε τον Κατσούρ μαζί του στην Μπενφίκα.
Την ίδια διαδρομή παραλίγο να ακολουθήσει εκείνο το καλοκαίρι και ο Νίκος Λυμπερόπουλος, ο οποίος με εισήγηση του Σάντος είχε μπει επίσης στο στόχαστρο της πορτογαλικής ομάδας.
Ωστόσο η διοίκηση της Μπενφίκα επέλεξε τελικά να προχωρήσει στην απόκτηση δύο επιθετικών από τη Λατινική Αμερική. Στην πορτογαλική ομάδα αγωνίζεται σήμερα ο σέρβος μέσος Λιούμπομιρ Φέισα, τον οποίο απέκτησε από τον Ολυμπιακό πριν από περίπου τρεις μήνες.
Allinsports
Οι εικόνες των μεγάλων ευρωπαϊκών αγώνων θα μείνουν χαραγμένες στη μνήμη του Κώστα Κατσουράνη Στον τελικό του Euro 2004 ο Τάκης Φύσσας ήταν ήδη εξοικειωμένος με το Ντα Λουζ
Το μέγεθος της επόμενης αντιπάλου του Ολυμπιακού (στις 23/10, για τη δεύτερη αγωνιστική των ομίλων του Τσάμπιονς Λιγκ), μπορεί να το συνειδητοποιήσει κανείς από το γεγονός ότι ένας σύλλογος της Πορτογαλίας - δηλαδή ενός μικρού πληθυσμικά κράτους εν συγκρίσει με τα ευρωπαϊκά μεγαθήρια - αριθμεί παγκοσμίως τα περισσότερα ενεργά εγγεγραμμένα μέλη, πιο πολλά ακόμα και από την Μπαρτσελόνα, η οποία πλασάρεται ως το απόλυτο role model μεταξύ των αθλητικών κολοσσών που στηρίζονται στη λαϊκή βάση και καθοδηγούνται από τη λαϊκή βούληση.
Οπως επισημαίνει μιλώντας στην «Ομάδα» ένας εκ των τεσσάρων ελλήνων ποδοσφαιριστών που φόρεσαν ποτέ τη φανέλα της και μέλος της χρυσής εθνικής ομάδας που κατέκτησε την κορυφή της Ευρώπης το καλοκαίρι του 2004, ο Τάκης Φύσσας, «τη μεγαλοσύνη που χαρακτηρίζει την Μπενφίκα την αντιλαμβάνεσαι όταν φοράς τη φανέλα της και αγωνίζεσαι για εκείνη. Είναι ένα τεράστιο κλαμπ, από τα μεγαλύτερα του κόσμου, ένας σύλλογος που πλημμυρίζει από εικόνες και παράγει ατμόσφαιρα».
Ο παλαίμαχος αριστερός μπακ και νυν τεχνικός διευθυντής των εθνικών ομάδων Ανδρών και Ελπίδων της Ελλάδας ήταν ο δεύτερος που πέρασε το κατώφλι του Ντα Λουζ της Λισαβώνας, του ανακαινισμένου μάλιστα, καθώς είχε γίνει ποδοσφαιριστής της τον Ιανουάριο του 2004, δηλαδή πριν από τον άθλο της εθνικής ομάδας στα γήπεδα της Πορτογαλίας και δη στο συγκεκριμένο, εκεί όπου αναδείχθηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης, επικρατώντας στον τελικό του Euro της διοργανώτριας χώρας!
Την αρχή είχε κάνει τον Ιανουάριο του 2000 ο Τριαντάφυλλος Μαχαιρίδης, φεύγοντας από τον ΠΑΟΚ σε ηλικία 26 ετών για να φορέσει τη φανέλα μιας εκ των (διαχρονικά) πιο αναγνωρισμένων ομάδων στον πλανήτη! Ηταν και μοναδικός που δεν κατάλαβε την ευκαιρία που του παρουσιάστηκε καθώς αναζήτησε επισταμένως την επιστροφή του στην Ελλάδα (και τελικά κατέληξε στην Αλκή Κύπρου!), σχεδόν παρακαλώντας την τότε διοίκηση της Μπενφίκα να τον απελευθερώσει από τα δεσμά της!
Ηταν μία εποχή που ο έλληνας ποδοσφαιριστής (ανάλογο παράδειγμα ήταν η περίπτωση του Γρηγόρη Γεωργάτου) δεν μπορούσε να αναλογιστεί πόσο σημαντικό είναι να αγωνίζεσαι στο εξωτερικό, νοσταλγώντας τον φραπέ στις καφετέριες ή τα μπουζούκια και κουβαλώντας μαζί του όλα τα τότε σύνδρομα της τεμπέλικης αντιμετώπισης. Ο Μαχαιρίδης είχε επικαλεστεί την αβάσταχτη μοναξιά Ο τότε προπονητής της Μπενφίκα (ο οποίος οδήγησε πριν από μερικούς μήνες την Μπάγερν Μονάχου στην κατάκτηση του Τσάμπιονς Λιγκ) Γιουπ Χάινκες έβλεπε στον Μαχαιρίδη έναν μοντέρνο αμυντικό χαφ (με ύψος 1,88 και εξαιρετική τεχνική κατάρτιση) και τον χρησιμοποίησε σε 16 αγώνες ως βασικό, ωστόσο δεν το έβλεπε ο ίδιος ο ποδοσφαιριστής. Μοιραία ο Γερμανός δεν κατάφερε να τον πείσει ότι το συμφέρον του ήταν να παραμείνει στον σύλλογο και να εκτοξεύσει την καριέρα του.
Ζητήσαμε από τον Κώστα Κατσουράνη, τον τελευταίο χρονικά έλληνα ποδοσφαιριστή που φόρεσε τη φανέλα των Αετών της Λισαβώνας το καλοκαίρι του 2006 (και ενώ βρισκόταν ήδη εκεί ο Γιώργος Καραγκούνης, ο οποίος αγωνίστηκε στην Μπενφίκα για δύο σεζόν) να μας μεταφέρει τις εντυπώσεις του από την τριετή θητεία του στη Λισαβώνα. Εσταζε μέλι...
ΜΑΣ ΥΠΟΔΕΧΟΝΤΑΝ ΜΕ ΔΕΟΣ.
«Νιώθω ευλογημένος που είχα την τύχη να αγωνιστώ για τρία χρόνια σε αυτή την τεράστια ομάδα. Το διαπίστωσα σε κάθε χώρα της Ευρώπης: όπου ταξιδέψαμε μας υποδέχονταν με τεράστια διαχυτικότητα, έως και με δέος κάποιες φορές. Τέτοια είναι η αίγλη της Μπενφίκα, τέτοιο είναι το επίπεδό της και έτσι αντιμετωπίζεται από όλους, εντός και εκτός Πορτογαλίας».
Φεύγοντας από την ΑΕΚ το καλοκαίρι του 2006, ο Κατσουράνης ακολούθησε τον νυν τεχνικό της εθνικής ομάδας Φερνάντο Σάντος (που διέγραψε μεν σημαντική προπονητική καριέρα στην Πόρτο, ωστόσο το ποδόσφαιρο το ξεκίνησε και το έμαθε στο καμάρι της Λισαβώνας) ο οποίος αποχωρώντας επίσης από την Ενωση τράβηξε τον Κατσούρ μαζί του στην Μπενφίκα.
Την ίδια διαδρομή παραλίγο να ακολουθήσει εκείνο το καλοκαίρι και ο Νίκος Λυμπερόπουλος, ο οποίος με εισήγηση του Σάντος είχε μπει επίσης στο στόχαστρο της πορτογαλικής ομάδας.
Ωστόσο η διοίκηση της Μπενφίκα επέλεξε τελικά να προχωρήσει στην απόκτηση δύο επιθετικών από τη Λατινική Αμερική. Στην πορτογαλική ομάδα αγωνίζεται σήμερα ο σέρβος μέσος Λιούμπομιρ Φέισα, τον οποίο απέκτησε από τον Ολυμπιακό πριν από περίπου τρεις μήνες.
Allinsports
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Η ανάπτυξη και τα παραμύθια της Χαλιμάς…
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ