2013-10-21 17:00:14
Των Γιώργου Κρεασίδη, Παναγιώτη Μαυροειδή
Όταν ακόμη και μια 76χρονη κάτοικος της Ιερισσού έλαβε κλήση για να δώσει κατάθεση και να απολογηθεί για ‘’πράξεις παράνομης βίας’’, οι λόγοι ανησυχίας πολλαπλασιάζονται ακόμη και για τον πλέον ανυποψίαστο. Μια κυβέρνηση που χρεώνεται μαζί με τις ομογάλακτές της που διαδέχτηκε, την πλήρη ισοπέδωση της χώρας και την κοινωνική εξόντωση του λαού της, έχει πλέον αποκλειστικά σχεδόν – μα και απελπισμένα – καταφύγει στη ν πολιτική στρατηγική της ‘’καταδίκης της βίας από όπου και να προέρχεται’’ και στο κυνηγητό των ‘’δύο άκρων’’.
Ποιος όμως είναι ο στόχος; Η ορατή πλευρά είναι η προσπάθεια πολιτικής διάσωσης της ΝΔ στην τρέχουσα συγκυρία. Με την όψιμη, αλλά και εξαναγκασμένη από τα γεγονότα και τη λαϊκή πίεση, μετατροπή των πολιτικών χορηγών της ναζιστικής Χρυσής Αυγής σε διώκτες της, επιχειρείται η επιβολή του διλήμματος ‘’μνημόνιο ή φασισμός’’
. Διπλή η προσδοκία: Το κόντεμα της συμμορίας να οδηγήσει ένα αριθμό ψηφοφόρων στη ΝΔ και ταυτόχρονα να καθηλωθεί η δυναμική προς τα αριστερά, με άμεσα αποτέλεσμα τη διατήρηση της κυβερνητικής κουτάλας. Δεν πρόκειται γενικά για ‘’μανία της εξουσίας’’, αλλά για εξυπηρέτηση της προσπάθειας να επιβληθεί και να εμπεδωθεί η μνημονιακή κυριαρχία των αντεργατικών πολιτικών και του ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας, ως μια προοπτική χωρίς επιστροφή.
Το ‘’άκρο’’ του άλλου δρόμου
Σε κάποιο βαθμό, υπερβάλλονται οι υπαρκτές αντιθέσεις μέσα στο αστικό στρατόπεδο και οι διαφορετικές γνώμες ειδικά σε ότι αφορά την περιβόητη θεωρία των ‘’δύο άκρων’’. Είναι πιο χρήσιμο, να ξεχωρίσουμε ότι η κυβέρνηση δεν επιδιώκει να στοχοποιήσει μόνο κάποιες (ή και όλες) πολιτικές δυνάμεις της αριστεράς ή τμήματά τους, όσο κυρίως να θέσει το όριο της πολιτικής, όπου από εκεί και πέρα, όλα θεωρούνται ‘’ακραία’’ και ‘’εκτός νόμου’’. Από τις ΗΠΑ, ο ίδιος ο Σαμαράς δεν κατονόμασε πολιτικές δυνάμεις, αλλά όρισε ως πολιτικό άκρο αυτούς που ζητούν ‘’έξοδο από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ’’. Και αυτό ακριβώς είναι που κάνει τα πράγματα σοβαρότερα.
Η χειρότερη στάση που θα μπορούσαν να κρατήσουν οι δυνάμεις της αριστεράς θα ήταν είτε να ..σκύψουν ώστε τα βέλη να πιάσουν τ κάποιους άλλους παρά πίσω, είτε να περιοριστούν σε μια ψοφοδεή και μάλλον φοβισμένη υπεράσπιση της οντότητάς τους. Το ζητούμενο είναι η αριστερά, αναπτύσσοντας και ενωτικές πρακτικές, να υψώσει ένα θαρραλέο ανάστημα υποστήριξης των αναγκαίων πολιτικών διεξόδου για τους εργαζόμενους και τους ανέργους της Ελλάδας και υπεράσπισης των κοινωνικών αγώνων ως βασικού δρόμου ανατροπής του μνημονιακού εφιάλτη.
ΟΤΑΝ ΤΟ ΑΔΙΚΟ ΕΧΕΙ ΓΙΝΕΙ ΝΟΜΟΣ-Η βία στην ημερήσια διάταξη
Υπάρχει ένα βαθύτερο υπόβαθρο της απότομης κλιμάκωσης στη συζήτηση του ζητήματος της βίας, και στην τάση της επιβολής του ‘’νόμου και της της τάξης’’. Και αυτό δεν σχετίζεται μόνο με τις εξελίξεις στην Ελλάδα.
Η υπεραντιδραστική στροφή που είναι σε εξέλιξη, είναι η ‘’νομοτελειακή’’ κατάληξη σε πολιτικό επίπεδο της νέας κοινωνικής πραγματικότητας που χαρακτηρίζει όλο και πιο σταθερά και εμφανώς τις χώρες ειδικά του ανεπτυγμένου καπιταλισμού. Ο εργαζόμενος έχει πλέον όλο και λιγότερα κοινωνικά δικαιώματα, ενώ χάνει και κάθε σημείο αφετηρίας, μέσω της κατάργησης των ‘’κεκτημένων’’.
Δεν είμαστε πλέον στην εποχή όπου απλά ο νεοφιλελευθερισμός, ως αντιδραστική πολιτική μορφή διαχείρισης του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, αμφισβητούσε τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα. Σήμερα μπαίνει ρητά στο στόχαστρο το ίδιο το ‘’δικαίωμα να έχεις δικαιώματα’’ και ακόμη πιο ειδικά το δικαίωμα να μάχεται η εργατική τάξη για την ανατροπή αυτής της μεγάλης και αντιδραστικής συνθήκης.
Πράγμα που σημαίνει, όχι μόνο πρέπει να γίνει αποδεκτή η κλοπή του μισθού και της σύνταξης, αλλά και να τεθεί εκτός νόμου ο αγώνας για αυτά, η απεργία, το έξω από την ΕΕ, ο άλλος δρόμος, και φυσικά το ‘’έξω από τον καπιταλισμό’’ και η επανάσταση για ένα άλλο κόσμο.
Η γενική κίνηση στον σύγχρονο καπιταλισμό είναι η υπέρβαση του νεοφιλελευθερισμού -που λειτούργησε ως προκαταρτικός βομβαρδισμός-, σε μια κατεύθυνση πολεμικής επιστροφής, όχι βέβαια στον καπιταλισμό του χθες με τις κεϋνσιανές ρυθμίσεις, όπως ονειρεύονται αφελώς πολλοί και στην αριστερά, αλλά στον καπιταλισμό του …προχθές. Δηλαδή σε μια σύγχρονη εκδοχή απόλυτης ελευθερίας και έλλειψης δεσμεύσεων του κεφαλαίου απέναντι στον κόσμο της εργασίας, με κατάργηση όχι μόνο κοινωνικών καταχτήσεων, αλλά και της νομιμότητας της εργατικής οργάνωσης και του κοινωνικού αγώνα. Η εκθεμελίωση των εργασιακών σχέσεων, η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, η διάλυση των δημόσιων κοινωνικών πολιτικών, αποτελούν τον κανόνα. Μη ξεχνάμε ότι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θεμέλιο για την εργατική νομοθεσία αποτελεί η οδηγία Μπολκεστάιν μαζί με την αύξηση των μεταναστευτικών ροών. Η ΕΕ στην προηγούμενη φάση έταζε κοινωνική ευημερία, οικονομική σύγκλιση και αλληλεγγύη μεταξύ των ευρωπαϊκών κοινωνιών και στη σημερινή φάση της κρίσης υπόσχεται απλά οικονομική επιβίωση. Πάντα ωστόσο θεωρούσε σαν προϋπόθεση την ανεμπόδιστη αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Ως εμπόδιο προσδιορίστηκε το σύνολο των κατακτήσεων που ήρθαν από τους αγώνες του εργατικού κινήματος στον 20ό αιώνα και την καθοριστική επίδραση της Οκτωβριανής Επανάστασης και της αντιφασιστικής νίκης στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο κόσμος του κεφαλαίου μαζί το οχτάωρο, την κοινωνική ασφάλιση και το δημόσιο δωρεάν χαρακτήρα μιας σειράς από αγαθά και υπηρεσίες, έβαλε στο στόχαστρο και τη δράση του εργατικού κινήματος, των λαϊκών και κοινωνικών αγώνων συνολικά. Η νεοφιλελεύθερη ρητορεία για την ατομική ελευθερία και το δικαίωμα της επιλογής δεν έκρυβε την αποστροφή της στο δικαίωμα των εργαζομένων να μη συμφωνούν με περικοπές, απολύσεις, υπερεργασία ή υποαπασχόληση. Όπως επίσης δεν ανεχόταν τη διαφωνία με την τσιμεντοποίηση υπαίθριων χώρων, την παιδεία της αγοράς, την περιβαλλοντική καταστροφή για χάρη του κέρδους, τις γενικευμένες ιδιωτικοποιήσεις.
Ο προπαγανδιστικός λόγος ενάντια στις “συντεχνίες” επιστρατεύτηκε για να απονομιμοποιήσει τη συλλογική δράση, καταρχήν των εργαζομένων. Η επίκληση της ανάγκης διαρκούς εκσυγχρονισμού και μεταρρυθμίσεων έδινε στις επιλογές της αστικές της τάξης τη διάσταση ‘’μονόδρομου’’ -άλλη μία προσφιλής έκφραση της νεοφιλελεύθερης προπαγάνδας- προκειμένου η κοινωνία να επιβιώσει. Όλα αυτά συμπληρώνονταν από την επίκληση της ανάγκης για συναίνεση στην πολιτική ζωή, δηλαδή στην άνευ όρων αποδοχή των στρατηγικών επιλογών της άρχουσας τάξης σε πρώτο επίπεδο και στη συνέχεια των βάρβαρων μέτρων που αυτές συνεπάγονται. Με δυο λόγια η πίεση για συναίνεση είναι η ανομολόγητη προσπάθεια να απονομιμοποιηθεί η άσκηση των πολιτικών ελευθεριών και των δημοκρατικών δικαιωμάτων.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι τέτοιου είδους διαπιστώσεις ίσως δε αποτελούν κάτι καινούργιο, καθώς από το ‘’τέλος της ταξικής πάλης’’ που ανακήρυξε το 1976 ο Λάσκαρης, υπουργός εργασίας τότε της ΝΔ, μέχρι τη μανιέρα να βαφτίζονται “εθνικό θέμα” που πρέπει να μείνει εκτός πολιτικών αντιπαραθέσεων, πότε η οικονομία πότε η παιδεία και η εξωτερική πολιτική, όλη Μεταπολίτευση είναι γεμάτη από τις προσπάθειες να γίνει η πολιτική του κεφαλαίου όριο της πολιτικής συζήτησης.
Το νέο στοιχείο είναι ότι επιχειρείται αυτή η αντίληψη να επιβληθεί δια νόμου και καταστολής και μάλιστα σε όλο το φάσμα της κοινωνικής ζωής. Υπάρχει μια ριζική μεταβολή, σε ένταση και έκταση, που έχει οδηγήσει μέσα στο έδαφος της κρίσης σε μια πραγματικότητα όπου πρακτικά επιδιώκεται να απονομιμοποιηθεί και να περιοριστεί μέχρι εξαφάνισης η πολιτική και συνδικαλιστική δράση. Δεν είναι τυχαίο γεγονός ότι η κυβέρνηση Σαμαρά είτε ως τρικομματική είτε ως δκομματική χωρίς τη ΔΗΜΑΡ, έχει κάνει ρεκόρ επιστρατεύσεων απεργών, στην περίπτωση των καθηγητών το Μάη προληπτικά πριν καν αποφασιστεί η απεργία. Ούτε είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο προπαγανδιστικός λόγος που παραδέχεται μεν ότι η απεργία είναι δικαίωμα, αλλά θεωρεί απαράδεκτες τις απεργίες στην τουριστική σεζόν, στις εξετάσεις, στις μεταφορές, στην αποκομιδή των σκουπιδιών κ.ο.κ., αφήνει πάντα αναπάντητο το ερώτημα ‘’πότε και πού η απεργία θεωρείται θεμιτή;’’. ίσως όταν οι εργαζόμενοι έχουν λάβει κανονική άδεια ή ακόμη καλύτερα το χαρτί της απόλυσης… Το “ποτέ και πουθενά” δε θεωρείται ακόμα ώριμο να γίνει αποδεκτό και για την ώρα το προπαγανδίζει μόνο η φασιστική Χρυσή Αυγή Ο κόσμος του κεφαλαίου μέσα από τις φλυαρίες περί βίας και ανομίας επιχειρεί φυσικά να προσπεράσει ένα πραγματικό γεγονός που είναι μια από τις πηγές της λαϊκής οργής και αγανάκτησης: η πολιτική της κοινωνικής βαρβαρότητας και χρεοκοπίας έχει επιβληθεί μέσα από τη δύναμη της βίας, μιας βίας ποικιλόμορφης που εφαρμόζεται παρατεταμένα. Η κοινωνία δεν ψήφισε βέβαια το Μνημόνιο. Αντίθετα, το καταψήφισε όπου της δόθηκε η ευκαιρία, από τις βουλευτικές και τοπικές εκλογές μέχρι αυτές των σωματείων, από τις γενικές συνελεύσεις του μαζικού κινήματος μέχρι τις πλατείες και τις συνελεύσεις στις γειτονιές. Το καταψήφισε επίσης στη δυναμική “δημοσκόπηση” των λαϊκών συγκεντρώσεων και διαδηλώσεων. Απέναντί του βρήκε την ωμή άσκηση βίας, καταστολή και συκοφάντησης, μαζί με μια ρητορική μίσους από κράτος, ΜΜΕ, στρατευμένη μνημονιακή διανόηση, αλλά και ναζιστικό-φασιστικό εσμό. Χαρακτηριστική, αλλά όχι μοναδική περίπτωση, ο αγώνας ενάντια στα μεταλλεία χρυσού στη Χαλκιδική που παρά την απήχηση -30.000 άτομα πήγαν στην πρόσφατη συναυλία αλληλεγγύης- αντιμετωπίζεται σαν τρομοκρατική δράση, με σημαντικό κόστος για την επιρροή της ΝΔ στην περιοχή.
Για να εφαρμοστεί πολιτική που υλοποιεί η κυβέρνηση Σαμαρά, μέσα από κοινό σχεδιασμό με ΕΕ και ΔΝΤ, αφήνει πίσω της κλειστά σχολεία και νοσοκομεία, σπίτι χωρίς ηλεκτρικό, πρωτοφανή ποσοστά άνεργων, που στους νέους είναι σχεδόν οι μισοί. Είναι μορφές πρωτοφανούς κοινωνικής βίας και καταστροφής όπως και τα φαινόμενα που εμφανίστηκαν με πεινασμένα παιδιά, βαριά ασθενείς χωρίς γιατρό και φάρμακο, ειδήσεις που παραπέμπουν σε συνθήκες πολέμου.
Οι φωνές υποκρισίας που ζητούν καταδίκη της βίας είναι οι ίδιες που προσπάθησαν να συσκοτίσουν και στη συνέχεια να απαξιώσουν το γεγονός ότι χιλιάδες άνθρωποι έδωσαν τέρμα στη ζωή τους μη αντέχοντας την ακραία φτώχεια και το καθημερινό αδιέξοδο. Μορφή βίας είναι και η μαζική μετανάστευση, κυρίως της νεολαίας. Δε φεύγουν οι άνθρωποι στο εξωτερικό από περιπετειώδη διάθεση, ξεριζώνονται για να καταφέρουν να ζήσουν.
Η δύναμη της συνήθειας και μια δηλητηριώδης εξοικείωση σαν του μιθριδατισμού έχει οδηγήσει στην ανοχή της ύπαρξης στρατοπέδων συγκέντρωσης στην ΕΕ για πρώτη φορά μετά την ήττα του ναζισμού, για πρόσφυγες και μετανάστες αυτή τη φορά, με την εξαίρεση των τόπων εξορίας στην Ελλάδα πριν τη μεταπολίτευση. Δεν παύει όμως η Αμυγδαλέζα και τα άλλα κολαστήρια να αποτελούν παραδείγματα μιας απάνθρωπης βίας που τσαλαπατά την έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Στη Μανωλάδα, η κτηνώδης βία σε βάρος των μεταναστών εργατών γης, ήρθε να θυμίσει το γενικευμένο αυταρχισμό των εργασιακών χώρων, τον εργοδοτικό τραμπουκισμό που βαφτίστηκε διευθυντικό δικαίωμα, τον καθημερινό φόβο για απόλυση, τη φθορά από την απλήρωτη εργασία.
Η συζήτηση περί βίας “από όπου και αν προέρχεται” επιμένει να αγνοεί τη διάχυτη βία που έχει ανάγκη η πολιτική κυβέρνησης-ΕΕ-ΔΝΤ.
Συμπυκνώνει την αίσθηση ενοχής και φόβου των ανθρώπων της άρχουσας τάξης για τη δίκαιη μαζική κινηματική λαϊκή βία αλλά και τιμωρία που τους αξίζει.
Παράλληλα όμως συγκαλύπτει και μια άλλη σκοπιμότητα, καθώς αφήνει έξω από διαπραγμάτευση το αν πρέπει να αλλάξει κάτι σε αυτήν την κοινωνία. Μας αξίζει άραγε να υποστούμε όλα αυτά που ζούμε και αν όχι, τι πρέπει να γίνει, με ποιο τρόπο, σε ποια προοπτική για την κοινωνία. Ουσιαστικά οι φτηνές θεωρίες περί άκρων, βίας κ.λπ. αφήνουν στο απυρόβλητο την κοινωνική αδικία. Επιχειρούν να επιβάλλουν τη σιωπή για τις ανάγκες της κοινωνίας, για το αίτημα για δικαιοσύνη, αξιοπρέπεια, ελευθερία. Προσπαθούν μάταια να κρύψουν στο σκοτάδι τα σκληρά διλήμματα, δουλειά και ασφάλιση ή σκλαβιά για χάρη των κερδών του κεφαλαίου, σχολεία και νοσοκομεία ή πληρωμή του χρέους, δημοκρατία, ελευθερία, ανεξαρτησία και τέλος της επιτροπείας από ΕΕ-ΔΝΤ ή Τρόικες και μνημονιακοί μονόδρομοι. Υπάρχει φόβος για όσα διαπιστώνει ο Ρήγας Φεραίος: “Όταν η διοίκησις βιάζη, αθετή, καταφρονή τα δίκαια του λαού και δεν εισακούη τα παράπονά του, το να κάμη ο λαός ή κάθε μέρος του λαού επανάστασιν, να αρπάζη τα άρματα και να τιμωρή τους τυράννους του, είναι το πλέον ιερόν από όλα τα δίκαιά του και το πλέον απαραίτητον από όλα τα χρέη του”.
Ποιός θρέφει το φασισμό; Οι ιστορικοί συμβιβασμοί και η στροφή στο ”κέντρο” έφρεψαν το αυγό του φιδιού
Είναι κλασικό το επιχείρημα των θιασωτών και υπερασπιστών της θεωρίας των ‘’δύο άκρων’’, ότι η επίκληση των κοινωνικών προβλημάτων και η δικαιολόγηση με βάση αυτό από τη αριστερά της πολιτικής νομιμότητας της αντίστασης, παρέχει ταυτόχρονα και την νομιμοποίηση της ακροδεξιάς και φασιστικής βίας.
Πρόκειται για την απόλυτη αντιστροφή. Η ιστορική πείρα δείχνει πως όταν και στο βαθμό που η αριστερά, στεκόταν μαχητικά απέναντι στην αστική πολιτική υποστηρίζοντας τα κοινωνικά και δημοκρατικά δικαιώματα των εργαζομένων και των φτωχών, ο φασισμός ήταν αδύναμος και σίγουρα ηθικά και πολιτικά αποδυναμωμένος. Αντίθετα, η ιστορική πείρα στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, έχει δείξει ότι κάθε διαδικασία ιδεολογικής ‘’συνάντησης αριστεράς-δεξιάς’’, δημιουργεί ένα επικίνδυνο νεφέλωμα, που μόνο την αριστερά βλάπτει, ενώ ωφελεί ιδιαιτέρως την άκρα δεξιά στη θεωρία της περί ‘’προδοτών’’ πολιτικών. Ας σταθούμε στη σήψη του σύγχρονου κοινοβουλευτισμού, που δεν αποτελεί ελληνική ιδιοτυπία. Οι θεσμοί της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, απογυμνώνονται από το περίβλημα του αδέκαστου διαχειριστή και φανερώνουν μια εικόνα απίστευτης διαφθοράς, στην υπηρεσία των μεγάλων οικονομικών δυνάμεων σε κάθε χώρα ή και των συμφερόντων πολυεθνικών ομίλων. Στο βαθμό που η αριστερά δεν αποκαλύπτει αυτή τη πραγματικότητα και δεν αποτελεί συνεπή πολέμιό της, με θαρραλέες διεκδικήσεις συγκρότησης νέων μορφών εργατικής και λαϊκής οργάνωσης, αλλά στριμώχνεται στο κατώφλι της μοιρασιάς της κυβερνητικής εξουσίας, δημιουργείται μεγάλο κενό για πολιτική απάθεια, αλλά και για το φασισμό.
Η δεύτερη επισήμανση αφορά τη σχέση εθνικού-διεθνικού στις σημερινές συνθήκες. Η αναπτυσσόμενη διαδικασία της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, καθώς και οι περιφερειακές καπιταλιστικές ολοκληρώσεις, δυναμιτίζουν το ρόλο της πλειονότητας των εθνικών κρατών, περιορίζοντας ταυτόχρονα τα πεδία της έστω δυνητικής λαϊκής επίδρασης, πόσω μάλλον της λαϊκής κυριαρχίας πάνω στην πορεία τους. Όταν στη Γαλλία, σύσσωμη σχεδόν η αριστερά, συγκλίνει με την δεξιά υπέρ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επί των κοινωνικών ερειπίων, είναι ολοφάνερο ότι ο ακροδεξιός λαϊκισμός θα βρίσκει το δικό του έδαφος, εντάσσοντας τη δυσαρέσκεια λαϊκών μαζών όχι φυσικά σε ένα προσανατολισμό πάλης κατά της ΕΕ από δημοκρατική και εργατική σκοπιά, αλλά φυλακίζοντάς την στον εθνικισμό και το μίσος για τους άλλους λαούς. Μα και στην Ελλάδα, σε συνθήκες ανοιχτής ιμπεριαλιστικής επιβολής σε βάρος του παρόντος και του μέλλοντος του λαού, που διαμορφώνει μαζικά αισθήματα εθνικής ταπείνωσης και διασυρμού, η αριστερά διστάζει να αντλήσει υλικό και δύναμη από τις δημοκρατικές, πατριωτικές και αντιιμπεριαλιστικές διαθέσεις του κόσμου, με το φόβο μήπως κατηγορηθεί για ‘’εθνική περιχαράκωση’’.
Δημοκρατία και ελευθερία ενάντια στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό
Με τον ίδιο τρόπο που είναι ζωτικής σημασίας η συγκρότηση ενός αντικαπιταλιστικού προγράμματος κομβικών στόχων δράσης γύρω από τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα, ξεχωρίζει και ανάγκη μιας νέας δημοκρατικής οργάνωσης του κινήματος και της κοινωνίας ευρύτερα.
Αυτό αποτελεί δρόμο για την διαμόρφωση των υλικών όρων ανατροπής πέρα από τον ορίζοντα του κοινοβουλευτισμού και της ανάθεσης, αλλά και για τη συγκρότηση δυνατοτήτων πραγματικής επιβολής της εργατικής και λαϊκής θέλησης για μια αντικαπιταλιστική και σοσιαλιστική διέξοδο.
Η κατεύθυνση αυτή ξεκινάει από όργανα εργατικής πολιτικής ως άμεσα εργαλεία μάχης σήμερα και καταλήγει στην πρόταξη μιας άλλης λογικής για την καθιέρωση εργατικής και κοινωνικής δημοκρατίας μετά την αποτίναξη της εξουσίας του κεφαλαίου. Έχουν τεθεί ενδιαφέρουσες σκέψεις για αυτό και στα συνεδριακά κείμενα του ΝΑΡ, που περιγράφουν μια διπλή κατεύθυνση. Αφενός γενικής δημοκρατικής αντιπροσώπευσης των πολιτικών ρευμάτων, κομμάτων και τάσεων, με περιορισμένη, ελεγχόμενη και ‘’λιτή’’ θητεία, όσο και ένα σύστημα άμεσης αντιπροσώπευσης μέσω αιρετών και ανακλητών αντιπροσώπων απ’ ευθείας από μονάδες εργασίας, μόρφωσης ή κατοικίας. Αν στην τυπική και προσχηματική αστική δημοκρατία, η δεύτερη βουλή (ή γερουσία) είναι εξ ορισμού συντηρητικότερη και πιο ελεγχόμενη, στη δική μας πρόταση, αυτή η δεύτερη ‘’βουλή’’ αποτελεί την ριζοσπαστικότερη και αυθεντικότερη μορφή ελέγχου και άσκησης εργατικής εξουσίας.
Δυστυχώς, αργά αλλά σταθερά, ομολογημένα ή όχι, η αναφορά των κυρίαρχων μερίδων της αριστεράς στο ζήτημα της δημοκρατίας, περιστρέφεται γύρω από τον καθαγιασμό – με αιτήματα διόρθωσης- της αστικής (δήθεν) δημοκρατίας που κυριολεκτικά είναι ένα πτώμα σε σήψη. Είναι χαρακτηριστικός και αυτός ακόμη ο δισταγμός στην προβολή του αιτήματος ‘’να πληρώσουν οι ένοχοι για τη μνημονιακή τραγωδία’’, αλλά πολύ περισσότερο η μεγάλη υποβάθμιση της σημασίας προβολής ενός προγράμματος δημοκρατικής πάλης, το οποίο μπορεί εξίσου και ίσως και ισχυρότερα σε ορισμένες στιγμές, να αποτελεί δρόμο για τη ρήξη, τη σύγκρουση και την ανατροπή του καπιταλιστικού πλαισίου.
Αν η αριστερά δεν θέτει με υλικούς όρους ζήτημα δημοκρατίας, δεν θέτει ζήτημα κράτους, συνεπώς δεν είναι επαναστατική με την ουσιαστική έννοια. Τις μέρες αυτές είδαμε τι σημαίνει κράτος, τόσο στην ‘’αποκλίνουσα’’ παρακρατική μορφή του φασισμού, όσο και κυρίως στην εικόνα του ολοκληρωτισμού που αποδίδει το επίσημο κράτος. Μπροστά μας, υψώθηκε ζωντανό και απαίσιο το πρώτο κόμμα της αστικής τάξης, το κράτος της, ως βασικής μορφής οργάνωσης της βίας.
Όσο θα σταθεροποιείται η ανεργία κοντά στο 30%, όσο οι μισθοί θα αγγίζουν τα 500 ευρώ και τα νοσοκομεία θα σου λένε ‘’αγόρασε γάζες και φάρμακα και έλα για το ράντζο’’, τόσο οι εκπρόσωποι της κρατικής κοινωνικής και πολιτικής βίας, θα απαιτούν και θα ασκούν το μονοπώλιο μιας άδικης βίας σε βάρος της κοινωνικής πλειονότητας.
Η αντίσταση σε αυτή τη βία, μα και ο στόχος της επανάστασης, δηλαδή η νικηφόρα πάλη για την κατάργηση της βίας, αποτελούν όχι απλώς δικαιώματα, αλλά υποχρεωτικό δρόμο επιβίωσης του κόσμου και πρώτιστο καθήκον των κομμουνιστών και των αριστερών κομμάτων και οργανώσεων.
Το πρόταγμα, της επαναστατικής ανατροπής της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, δεν αποτελεί ένα αναγκαίο κακό μέσο για ένα ευγενή σκοπό, αλλά αποτελεί ουσία του δημοκρατισμού μιας σύγχρονης κομμουνιστικής προοπτικής.
Ταξικοί και πολιτικοί αντίπαλοι και γενίτσαροι, προσπαθούν να αξιοποιήσουν την απωθητική εικόνα των εκμεταλλευτικών και ανελεύθερων καθεστώτων της ανατολικής Ευρώπης για να δικαιώσουν τον καπιταλισμό και να αμαυρώσουν τον κομμουνισμό. Εμείς δεν την φοβόμαστε αυτή τη συζήτηση. Διότι, απλούστατα, η πτώση του τείχους του Βερολίνου, απέδειξε πως ο σοσιαλισμός χωρίς δημοκρατία, δεν μπορεί να ζήσει. Σε αντίθεση με τον καπιταλισμό. Αυτός, με πραγματική δημοκρατία, δεν αντέχει ούτε μία μέρα.
Πηγή : ΠΡΙΝ 20/10
eleutheriellada
logioshermes
Όταν ακόμη και μια 76χρονη κάτοικος της Ιερισσού έλαβε κλήση για να δώσει κατάθεση και να απολογηθεί για ‘’πράξεις παράνομης βίας’’, οι λόγοι ανησυχίας πολλαπλασιάζονται ακόμη και για τον πλέον ανυποψίαστο. Μια κυβέρνηση που χρεώνεται μαζί με τις ομογάλακτές της που διαδέχτηκε, την πλήρη ισοπέδωση της χώρας και την κοινωνική εξόντωση του λαού της, έχει πλέον αποκλειστικά σχεδόν – μα και απελπισμένα – καταφύγει στη ν πολιτική στρατηγική της ‘’καταδίκης της βίας από όπου και να προέρχεται’’ και στο κυνηγητό των ‘’δύο άκρων’’.
Ποιος όμως είναι ο στόχος; Η ορατή πλευρά είναι η προσπάθεια πολιτικής διάσωσης της ΝΔ στην τρέχουσα συγκυρία. Με την όψιμη, αλλά και εξαναγκασμένη από τα γεγονότα και τη λαϊκή πίεση, μετατροπή των πολιτικών χορηγών της ναζιστικής Χρυσής Αυγής σε διώκτες της, επιχειρείται η επιβολή του διλήμματος ‘’μνημόνιο ή φασισμός’’
Το ‘’άκρο’’ του άλλου δρόμου
Σε κάποιο βαθμό, υπερβάλλονται οι υπαρκτές αντιθέσεις μέσα στο αστικό στρατόπεδο και οι διαφορετικές γνώμες ειδικά σε ότι αφορά την περιβόητη θεωρία των ‘’δύο άκρων’’. Είναι πιο χρήσιμο, να ξεχωρίσουμε ότι η κυβέρνηση δεν επιδιώκει να στοχοποιήσει μόνο κάποιες (ή και όλες) πολιτικές δυνάμεις της αριστεράς ή τμήματά τους, όσο κυρίως να θέσει το όριο της πολιτικής, όπου από εκεί και πέρα, όλα θεωρούνται ‘’ακραία’’ και ‘’εκτός νόμου’’. Από τις ΗΠΑ, ο ίδιος ο Σαμαράς δεν κατονόμασε πολιτικές δυνάμεις, αλλά όρισε ως πολιτικό άκρο αυτούς που ζητούν ‘’έξοδο από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ’’. Και αυτό ακριβώς είναι που κάνει τα πράγματα σοβαρότερα.
Η χειρότερη στάση που θα μπορούσαν να κρατήσουν οι δυνάμεις της αριστεράς θα ήταν είτε να ..σκύψουν ώστε τα βέλη να πιάσουν τ κάποιους άλλους παρά πίσω, είτε να περιοριστούν σε μια ψοφοδεή και μάλλον φοβισμένη υπεράσπιση της οντότητάς τους. Το ζητούμενο είναι η αριστερά, αναπτύσσοντας και ενωτικές πρακτικές, να υψώσει ένα θαρραλέο ανάστημα υποστήριξης των αναγκαίων πολιτικών διεξόδου για τους εργαζόμενους και τους ανέργους της Ελλάδας και υπεράσπισης των κοινωνικών αγώνων ως βασικού δρόμου ανατροπής του μνημονιακού εφιάλτη.
ΟΤΑΝ ΤΟ ΑΔΙΚΟ ΕΧΕΙ ΓΙΝΕΙ ΝΟΜΟΣ-Η βία στην ημερήσια διάταξη
Υπάρχει ένα βαθύτερο υπόβαθρο της απότομης κλιμάκωσης στη συζήτηση του ζητήματος της βίας, και στην τάση της επιβολής του ‘’νόμου και της της τάξης’’. Και αυτό δεν σχετίζεται μόνο με τις εξελίξεις στην Ελλάδα.
Η υπεραντιδραστική στροφή που είναι σε εξέλιξη, είναι η ‘’νομοτελειακή’’ κατάληξη σε πολιτικό επίπεδο της νέας κοινωνικής πραγματικότητας που χαρακτηρίζει όλο και πιο σταθερά και εμφανώς τις χώρες ειδικά του ανεπτυγμένου καπιταλισμού. Ο εργαζόμενος έχει πλέον όλο και λιγότερα κοινωνικά δικαιώματα, ενώ χάνει και κάθε σημείο αφετηρίας, μέσω της κατάργησης των ‘’κεκτημένων’’.
Δεν είμαστε πλέον στην εποχή όπου απλά ο νεοφιλελευθερισμός, ως αντιδραστική πολιτική μορφή διαχείρισης του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, αμφισβητούσε τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα. Σήμερα μπαίνει ρητά στο στόχαστρο το ίδιο το ‘’δικαίωμα να έχεις δικαιώματα’’ και ακόμη πιο ειδικά το δικαίωμα να μάχεται η εργατική τάξη για την ανατροπή αυτής της μεγάλης και αντιδραστικής συνθήκης.
Πράγμα που σημαίνει, όχι μόνο πρέπει να γίνει αποδεκτή η κλοπή του μισθού και της σύνταξης, αλλά και να τεθεί εκτός νόμου ο αγώνας για αυτά, η απεργία, το έξω από την ΕΕ, ο άλλος δρόμος, και φυσικά το ‘’έξω από τον καπιταλισμό’’ και η επανάσταση για ένα άλλο κόσμο.
Η γενική κίνηση στον σύγχρονο καπιταλισμό είναι η υπέρβαση του νεοφιλελευθερισμού -που λειτούργησε ως προκαταρτικός βομβαρδισμός-, σε μια κατεύθυνση πολεμικής επιστροφής, όχι βέβαια στον καπιταλισμό του χθες με τις κεϋνσιανές ρυθμίσεις, όπως ονειρεύονται αφελώς πολλοί και στην αριστερά, αλλά στον καπιταλισμό του …προχθές. Δηλαδή σε μια σύγχρονη εκδοχή απόλυτης ελευθερίας και έλλειψης δεσμεύσεων του κεφαλαίου απέναντι στον κόσμο της εργασίας, με κατάργηση όχι μόνο κοινωνικών καταχτήσεων, αλλά και της νομιμότητας της εργατικής οργάνωσης και του κοινωνικού αγώνα. Η εκθεμελίωση των εργασιακών σχέσεων, η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, η διάλυση των δημόσιων κοινωνικών πολιτικών, αποτελούν τον κανόνα. Μη ξεχνάμε ότι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θεμέλιο για την εργατική νομοθεσία αποτελεί η οδηγία Μπολκεστάιν μαζί με την αύξηση των μεταναστευτικών ροών. Η ΕΕ στην προηγούμενη φάση έταζε κοινωνική ευημερία, οικονομική σύγκλιση και αλληλεγγύη μεταξύ των ευρωπαϊκών κοινωνιών και στη σημερινή φάση της κρίσης υπόσχεται απλά οικονομική επιβίωση. Πάντα ωστόσο θεωρούσε σαν προϋπόθεση την ανεμπόδιστη αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Ως εμπόδιο προσδιορίστηκε το σύνολο των κατακτήσεων που ήρθαν από τους αγώνες του εργατικού κινήματος στον 20ό αιώνα και την καθοριστική επίδραση της Οκτωβριανής Επανάστασης και της αντιφασιστικής νίκης στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο κόσμος του κεφαλαίου μαζί το οχτάωρο, την κοινωνική ασφάλιση και το δημόσιο δωρεάν χαρακτήρα μιας σειράς από αγαθά και υπηρεσίες, έβαλε στο στόχαστρο και τη δράση του εργατικού κινήματος, των λαϊκών και κοινωνικών αγώνων συνολικά. Η νεοφιλελεύθερη ρητορεία για την ατομική ελευθερία και το δικαίωμα της επιλογής δεν έκρυβε την αποστροφή της στο δικαίωμα των εργαζομένων να μη συμφωνούν με περικοπές, απολύσεις, υπερεργασία ή υποαπασχόληση. Όπως επίσης δεν ανεχόταν τη διαφωνία με την τσιμεντοποίηση υπαίθριων χώρων, την παιδεία της αγοράς, την περιβαλλοντική καταστροφή για χάρη του κέρδους, τις γενικευμένες ιδιωτικοποιήσεις.
Ο προπαγανδιστικός λόγος ενάντια στις “συντεχνίες” επιστρατεύτηκε για να απονομιμοποιήσει τη συλλογική δράση, καταρχήν των εργαζομένων. Η επίκληση της ανάγκης διαρκούς εκσυγχρονισμού και μεταρρυθμίσεων έδινε στις επιλογές της αστικές της τάξης τη διάσταση ‘’μονόδρομου’’ -άλλη μία προσφιλής έκφραση της νεοφιλελεύθερης προπαγάνδας- προκειμένου η κοινωνία να επιβιώσει. Όλα αυτά συμπληρώνονταν από την επίκληση της ανάγκης για συναίνεση στην πολιτική ζωή, δηλαδή στην άνευ όρων αποδοχή των στρατηγικών επιλογών της άρχουσας τάξης σε πρώτο επίπεδο και στη συνέχεια των βάρβαρων μέτρων που αυτές συνεπάγονται. Με δυο λόγια η πίεση για συναίνεση είναι η ανομολόγητη προσπάθεια να απονομιμοποιηθεί η άσκηση των πολιτικών ελευθεριών και των δημοκρατικών δικαιωμάτων.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι τέτοιου είδους διαπιστώσεις ίσως δε αποτελούν κάτι καινούργιο, καθώς από το ‘’τέλος της ταξικής πάλης’’ που ανακήρυξε το 1976 ο Λάσκαρης, υπουργός εργασίας τότε της ΝΔ, μέχρι τη μανιέρα να βαφτίζονται “εθνικό θέμα” που πρέπει να μείνει εκτός πολιτικών αντιπαραθέσεων, πότε η οικονομία πότε η παιδεία και η εξωτερική πολιτική, όλη Μεταπολίτευση είναι γεμάτη από τις προσπάθειες να γίνει η πολιτική του κεφαλαίου όριο της πολιτικής συζήτησης.
Το νέο στοιχείο είναι ότι επιχειρείται αυτή η αντίληψη να επιβληθεί δια νόμου και καταστολής και μάλιστα σε όλο το φάσμα της κοινωνικής ζωής. Υπάρχει μια ριζική μεταβολή, σε ένταση και έκταση, που έχει οδηγήσει μέσα στο έδαφος της κρίσης σε μια πραγματικότητα όπου πρακτικά επιδιώκεται να απονομιμοποιηθεί και να περιοριστεί μέχρι εξαφάνισης η πολιτική και συνδικαλιστική δράση. Δεν είναι τυχαίο γεγονός ότι η κυβέρνηση Σαμαρά είτε ως τρικομματική είτε ως δκομματική χωρίς τη ΔΗΜΑΡ, έχει κάνει ρεκόρ επιστρατεύσεων απεργών, στην περίπτωση των καθηγητών το Μάη προληπτικά πριν καν αποφασιστεί η απεργία. Ούτε είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο προπαγανδιστικός λόγος που παραδέχεται μεν ότι η απεργία είναι δικαίωμα, αλλά θεωρεί απαράδεκτες τις απεργίες στην τουριστική σεζόν, στις εξετάσεις, στις μεταφορές, στην αποκομιδή των σκουπιδιών κ.ο.κ., αφήνει πάντα αναπάντητο το ερώτημα ‘’πότε και πού η απεργία θεωρείται θεμιτή;’’. ίσως όταν οι εργαζόμενοι έχουν λάβει κανονική άδεια ή ακόμη καλύτερα το χαρτί της απόλυσης… Το “ποτέ και πουθενά” δε θεωρείται ακόμα ώριμο να γίνει αποδεκτό και για την ώρα το προπαγανδίζει μόνο η φασιστική Χρυσή Αυγή Ο κόσμος του κεφαλαίου μέσα από τις φλυαρίες περί βίας και ανομίας επιχειρεί φυσικά να προσπεράσει ένα πραγματικό γεγονός που είναι μια από τις πηγές της λαϊκής οργής και αγανάκτησης: η πολιτική της κοινωνικής βαρβαρότητας και χρεοκοπίας έχει επιβληθεί μέσα από τη δύναμη της βίας, μιας βίας ποικιλόμορφης που εφαρμόζεται παρατεταμένα. Η κοινωνία δεν ψήφισε βέβαια το Μνημόνιο. Αντίθετα, το καταψήφισε όπου της δόθηκε η ευκαιρία, από τις βουλευτικές και τοπικές εκλογές μέχρι αυτές των σωματείων, από τις γενικές συνελεύσεις του μαζικού κινήματος μέχρι τις πλατείες και τις συνελεύσεις στις γειτονιές. Το καταψήφισε επίσης στη δυναμική “δημοσκόπηση” των λαϊκών συγκεντρώσεων και διαδηλώσεων. Απέναντί του βρήκε την ωμή άσκηση βίας, καταστολή και συκοφάντησης, μαζί με μια ρητορική μίσους από κράτος, ΜΜΕ, στρατευμένη μνημονιακή διανόηση, αλλά και ναζιστικό-φασιστικό εσμό. Χαρακτηριστική, αλλά όχι μοναδική περίπτωση, ο αγώνας ενάντια στα μεταλλεία χρυσού στη Χαλκιδική που παρά την απήχηση -30.000 άτομα πήγαν στην πρόσφατη συναυλία αλληλεγγύης- αντιμετωπίζεται σαν τρομοκρατική δράση, με σημαντικό κόστος για την επιρροή της ΝΔ στην περιοχή.
Για να εφαρμοστεί πολιτική που υλοποιεί η κυβέρνηση Σαμαρά, μέσα από κοινό σχεδιασμό με ΕΕ και ΔΝΤ, αφήνει πίσω της κλειστά σχολεία και νοσοκομεία, σπίτι χωρίς ηλεκτρικό, πρωτοφανή ποσοστά άνεργων, που στους νέους είναι σχεδόν οι μισοί. Είναι μορφές πρωτοφανούς κοινωνικής βίας και καταστροφής όπως και τα φαινόμενα που εμφανίστηκαν με πεινασμένα παιδιά, βαριά ασθενείς χωρίς γιατρό και φάρμακο, ειδήσεις που παραπέμπουν σε συνθήκες πολέμου.
Οι φωνές υποκρισίας που ζητούν καταδίκη της βίας είναι οι ίδιες που προσπάθησαν να συσκοτίσουν και στη συνέχεια να απαξιώσουν το γεγονός ότι χιλιάδες άνθρωποι έδωσαν τέρμα στη ζωή τους μη αντέχοντας την ακραία φτώχεια και το καθημερινό αδιέξοδο. Μορφή βίας είναι και η μαζική μετανάστευση, κυρίως της νεολαίας. Δε φεύγουν οι άνθρωποι στο εξωτερικό από περιπετειώδη διάθεση, ξεριζώνονται για να καταφέρουν να ζήσουν.
Η δύναμη της συνήθειας και μια δηλητηριώδης εξοικείωση σαν του μιθριδατισμού έχει οδηγήσει στην ανοχή της ύπαρξης στρατοπέδων συγκέντρωσης στην ΕΕ για πρώτη φορά μετά την ήττα του ναζισμού, για πρόσφυγες και μετανάστες αυτή τη φορά, με την εξαίρεση των τόπων εξορίας στην Ελλάδα πριν τη μεταπολίτευση. Δεν παύει όμως η Αμυγδαλέζα και τα άλλα κολαστήρια να αποτελούν παραδείγματα μιας απάνθρωπης βίας που τσαλαπατά την έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Στη Μανωλάδα, η κτηνώδης βία σε βάρος των μεταναστών εργατών γης, ήρθε να θυμίσει το γενικευμένο αυταρχισμό των εργασιακών χώρων, τον εργοδοτικό τραμπουκισμό που βαφτίστηκε διευθυντικό δικαίωμα, τον καθημερινό φόβο για απόλυση, τη φθορά από την απλήρωτη εργασία.
Η συζήτηση περί βίας “από όπου και αν προέρχεται” επιμένει να αγνοεί τη διάχυτη βία που έχει ανάγκη η πολιτική κυβέρνησης-ΕΕ-ΔΝΤ.
Συμπυκνώνει την αίσθηση ενοχής και φόβου των ανθρώπων της άρχουσας τάξης για τη δίκαιη μαζική κινηματική λαϊκή βία αλλά και τιμωρία που τους αξίζει.
Παράλληλα όμως συγκαλύπτει και μια άλλη σκοπιμότητα, καθώς αφήνει έξω από διαπραγμάτευση το αν πρέπει να αλλάξει κάτι σε αυτήν την κοινωνία. Μας αξίζει άραγε να υποστούμε όλα αυτά που ζούμε και αν όχι, τι πρέπει να γίνει, με ποιο τρόπο, σε ποια προοπτική για την κοινωνία. Ουσιαστικά οι φτηνές θεωρίες περί άκρων, βίας κ.λπ. αφήνουν στο απυρόβλητο την κοινωνική αδικία. Επιχειρούν να επιβάλλουν τη σιωπή για τις ανάγκες της κοινωνίας, για το αίτημα για δικαιοσύνη, αξιοπρέπεια, ελευθερία. Προσπαθούν μάταια να κρύψουν στο σκοτάδι τα σκληρά διλήμματα, δουλειά και ασφάλιση ή σκλαβιά για χάρη των κερδών του κεφαλαίου, σχολεία και νοσοκομεία ή πληρωμή του χρέους, δημοκρατία, ελευθερία, ανεξαρτησία και τέλος της επιτροπείας από ΕΕ-ΔΝΤ ή Τρόικες και μνημονιακοί μονόδρομοι. Υπάρχει φόβος για όσα διαπιστώνει ο Ρήγας Φεραίος: “Όταν η διοίκησις βιάζη, αθετή, καταφρονή τα δίκαια του λαού και δεν εισακούη τα παράπονά του, το να κάμη ο λαός ή κάθε μέρος του λαού επανάστασιν, να αρπάζη τα άρματα και να τιμωρή τους τυράννους του, είναι το πλέον ιερόν από όλα τα δίκαιά του και το πλέον απαραίτητον από όλα τα χρέη του”.
Ποιός θρέφει το φασισμό; Οι ιστορικοί συμβιβασμοί και η στροφή στο ”κέντρο” έφρεψαν το αυγό του φιδιού
Είναι κλασικό το επιχείρημα των θιασωτών και υπερασπιστών της θεωρίας των ‘’δύο άκρων’’, ότι η επίκληση των κοινωνικών προβλημάτων και η δικαιολόγηση με βάση αυτό από τη αριστερά της πολιτικής νομιμότητας της αντίστασης, παρέχει ταυτόχρονα και την νομιμοποίηση της ακροδεξιάς και φασιστικής βίας.
Πρόκειται για την απόλυτη αντιστροφή. Η ιστορική πείρα δείχνει πως όταν και στο βαθμό που η αριστερά, στεκόταν μαχητικά απέναντι στην αστική πολιτική υποστηρίζοντας τα κοινωνικά και δημοκρατικά δικαιώματα των εργαζομένων και των φτωχών, ο φασισμός ήταν αδύναμος και σίγουρα ηθικά και πολιτικά αποδυναμωμένος. Αντίθετα, η ιστορική πείρα στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, έχει δείξει ότι κάθε διαδικασία ιδεολογικής ‘’συνάντησης αριστεράς-δεξιάς’’, δημιουργεί ένα επικίνδυνο νεφέλωμα, που μόνο την αριστερά βλάπτει, ενώ ωφελεί ιδιαιτέρως την άκρα δεξιά στη θεωρία της περί ‘’προδοτών’’ πολιτικών. Ας σταθούμε στη σήψη του σύγχρονου κοινοβουλευτισμού, που δεν αποτελεί ελληνική ιδιοτυπία. Οι θεσμοί της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, απογυμνώνονται από το περίβλημα του αδέκαστου διαχειριστή και φανερώνουν μια εικόνα απίστευτης διαφθοράς, στην υπηρεσία των μεγάλων οικονομικών δυνάμεων σε κάθε χώρα ή και των συμφερόντων πολυεθνικών ομίλων. Στο βαθμό που η αριστερά δεν αποκαλύπτει αυτή τη πραγματικότητα και δεν αποτελεί συνεπή πολέμιό της, με θαρραλέες διεκδικήσεις συγκρότησης νέων μορφών εργατικής και λαϊκής οργάνωσης, αλλά στριμώχνεται στο κατώφλι της μοιρασιάς της κυβερνητικής εξουσίας, δημιουργείται μεγάλο κενό για πολιτική απάθεια, αλλά και για το φασισμό.
Η δεύτερη επισήμανση αφορά τη σχέση εθνικού-διεθνικού στις σημερινές συνθήκες. Η αναπτυσσόμενη διαδικασία της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, καθώς και οι περιφερειακές καπιταλιστικές ολοκληρώσεις, δυναμιτίζουν το ρόλο της πλειονότητας των εθνικών κρατών, περιορίζοντας ταυτόχρονα τα πεδία της έστω δυνητικής λαϊκής επίδρασης, πόσω μάλλον της λαϊκής κυριαρχίας πάνω στην πορεία τους. Όταν στη Γαλλία, σύσσωμη σχεδόν η αριστερά, συγκλίνει με την δεξιά υπέρ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επί των κοινωνικών ερειπίων, είναι ολοφάνερο ότι ο ακροδεξιός λαϊκισμός θα βρίσκει το δικό του έδαφος, εντάσσοντας τη δυσαρέσκεια λαϊκών μαζών όχι φυσικά σε ένα προσανατολισμό πάλης κατά της ΕΕ από δημοκρατική και εργατική σκοπιά, αλλά φυλακίζοντάς την στον εθνικισμό και το μίσος για τους άλλους λαούς. Μα και στην Ελλάδα, σε συνθήκες ανοιχτής ιμπεριαλιστικής επιβολής σε βάρος του παρόντος και του μέλλοντος του λαού, που διαμορφώνει μαζικά αισθήματα εθνικής ταπείνωσης και διασυρμού, η αριστερά διστάζει να αντλήσει υλικό και δύναμη από τις δημοκρατικές, πατριωτικές και αντιιμπεριαλιστικές διαθέσεις του κόσμου, με το φόβο μήπως κατηγορηθεί για ‘’εθνική περιχαράκωση’’.
Δημοκρατία και ελευθερία ενάντια στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό
Με τον ίδιο τρόπο που είναι ζωτικής σημασίας η συγκρότηση ενός αντικαπιταλιστικού προγράμματος κομβικών στόχων δράσης γύρω από τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα, ξεχωρίζει και ανάγκη μιας νέας δημοκρατικής οργάνωσης του κινήματος και της κοινωνίας ευρύτερα.
Αυτό αποτελεί δρόμο για την διαμόρφωση των υλικών όρων ανατροπής πέρα από τον ορίζοντα του κοινοβουλευτισμού και της ανάθεσης, αλλά και για τη συγκρότηση δυνατοτήτων πραγματικής επιβολής της εργατικής και λαϊκής θέλησης για μια αντικαπιταλιστική και σοσιαλιστική διέξοδο.
Η κατεύθυνση αυτή ξεκινάει από όργανα εργατικής πολιτικής ως άμεσα εργαλεία μάχης σήμερα και καταλήγει στην πρόταξη μιας άλλης λογικής για την καθιέρωση εργατικής και κοινωνικής δημοκρατίας μετά την αποτίναξη της εξουσίας του κεφαλαίου. Έχουν τεθεί ενδιαφέρουσες σκέψεις για αυτό και στα συνεδριακά κείμενα του ΝΑΡ, που περιγράφουν μια διπλή κατεύθυνση. Αφενός γενικής δημοκρατικής αντιπροσώπευσης των πολιτικών ρευμάτων, κομμάτων και τάσεων, με περιορισμένη, ελεγχόμενη και ‘’λιτή’’ θητεία, όσο και ένα σύστημα άμεσης αντιπροσώπευσης μέσω αιρετών και ανακλητών αντιπροσώπων απ’ ευθείας από μονάδες εργασίας, μόρφωσης ή κατοικίας. Αν στην τυπική και προσχηματική αστική δημοκρατία, η δεύτερη βουλή (ή γερουσία) είναι εξ ορισμού συντηρητικότερη και πιο ελεγχόμενη, στη δική μας πρόταση, αυτή η δεύτερη ‘’βουλή’’ αποτελεί την ριζοσπαστικότερη και αυθεντικότερη μορφή ελέγχου και άσκησης εργατικής εξουσίας.
Δυστυχώς, αργά αλλά σταθερά, ομολογημένα ή όχι, η αναφορά των κυρίαρχων μερίδων της αριστεράς στο ζήτημα της δημοκρατίας, περιστρέφεται γύρω από τον καθαγιασμό – με αιτήματα διόρθωσης- της αστικής (δήθεν) δημοκρατίας που κυριολεκτικά είναι ένα πτώμα σε σήψη. Είναι χαρακτηριστικός και αυτός ακόμη ο δισταγμός στην προβολή του αιτήματος ‘’να πληρώσουν οι ένοχοι για τη μνημονιακή τραγωδία’’, αλλά πολύ περισσότερο η μεγάλη υποβάθμιση της σημασίας προβολής ενός προγράμματος δημοκρατικής πάλης, το οποίο μπορεί εξίσου και ίσως και ισχυρότερα σε ορισμένες στιγμές, να αποτελεί δρόμο για τη ρήξη, τη σύγκρουση και την ανατροπή του καπιταλιστικού πλαισίου.
Αν η αριστερά δεν θέτει με υλικούς όρους ζήτημα δημοκρατίας, δεν θέτει ζήτημα κράτους, συνεπώς δεν είναι επαναστατική με την ουσιαστική έννοια. Τις μέρες αυτές είδαμε τι σημαίνει κράτος, τόσο στην ‘’αποκλίνουσα’’ παρακρατική μορφή του φασισμού, όσο και κυρίως στην εικόνα του ολοκληρωτισμού που αποδίδει το επίσημο κράτος. Μπροστά μας, υψώθηκε ζωντανό και απαίσιο το πρώτο κόμμα της αστικής τάξης, το κράτος της, ως βασικής μορφής οργάνωσης της βίας.
Όσο θα σταθεροποιείται η ανεργία κοντά στο 30%, όσο οι μισθοί θα αγγίζουν τα 500 ευρώ και τα νοσοκομεία θα σου λένε ‘’αγόρασε γάζες και φάρμακα και έλα για το ράντζο’’, τόσο οι εκπρόσωποι της κρατικής κοινωνικής και πολιτικής βίας, θα απαιτούν και θα ασκούν το μονοπώλιο μιας άδικης βίας σε βάρος της κοινωνικής πλειονότητας.
Η αντίσταση σε αυτή τη βία, μα και ο στόχος της επανάστασης, δηλαδή η νικηφόρα πάλη για την κατάργηση της βίας, αποτελούν όχι απλώς δικαιώματα, αλλά υποχρεωτικό δρόμο επιβίωσης του κόσμου και πρώτιστο καθήκον των κομμουνιστών και των αριστερών κομμάτων και οργανώσεων.
Το πρόταγμα, της επαναστατικής ανατροπής της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, δεν αποτελεί ένα αναγκαίο κακό μέσο για ένα ευγενή σκοπό, αλλά αποτελεί ουσία του δημοκρατισμού μιας σύγχρονης κομμουνιστικής προοπτικής.
Ταξικοί και πολιτικοί αντίπαλοι και γενίτσαροι, προσπαθούν να αξιοποιήσουν την απωθητική εικόνα των εκμεταλλευτικών και ανελεύθερων καθεστώτων της ανατολικής Ευρώπης για να δικαιώσουν τον καπιταλισμό και να αμαυρώσουν τον κομμουνισμό. Εμείς δεν την φοβόμαστε αυτή τη συζήτηση. Διότι, απλούστατα, η πτώση του τείχους του Βερολίνου, απέδειξε πως ο σοσιαλισμός χωρίς δημοκρατία, δεν μπορεί να ζήσει. Σε αντίθεση με τον καπιταλισμό. Αυτός, με πραγματική δημοκρατία, δεν αντέχει ούτε μία μέρα.
Πηγή : ΠΡΙΝ 20/10
eleutheriellada
logioshermes
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Άρχισε να...λύνεται η ΑΕΚ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ελλάδα - Ρουμανία στα μπαράζ για μια θέση στο Μουντιάλ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ