2013-10-22 10:05:01
Γράφει ο Γιώργος Α. Πασιαρδής, Δικηγόρος
Τα τελευταία χρόνια λέγονται και γράφονται διάφορα σχετικά με την μάχη στο Ύψωμα Κολοκασίδη την 16/8/1974, είτε στο διαδίκτυο είτε σε συνεντεύξεις άρθρα ή και βιβλία τα οποία δεν αποδίδουν τα πραγματικά γεγονότα.
Οι λόγοι που λέγονται και γράφονται όλα αυτά δεν ενδιαφέρουν καθόλου την παρούσα σύνταξη. Τα πραγματικά γεγονότα τα γνωρίζει πολύς κόσμος στην Κύπρο που έζησε την τραγική περίοδο του 1974 όπως και αυτοί που πολέμησαν στην ευρύτερη περιοχή και υπηρετούσαν σε διάφορες μονάδες, όπως το 212 τάγμα πεζικού. Επίσης υπάρχουν οι εφημερίδες της εποχής όπως ο ΑΓΩΝ της Κύπρου ή διάφορα βιβλία που γράφτηκαν την εποχή εκείνη και όχι δεκαετίες ολόκληρες αργότερα και αναφέρονται στις μάχες της περιοχής Λευκωσίας και το πως σώθηκε η Λευκωσία. Σκοπός αυτού του κειμένου είναι η αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας και τάξης. Βασίζεται στην πραγματική μαρτυρία των Κυπρίων πολεμιστών που πολέμησαν εκεί καθώς επίσης και στις πηγές της εποχής που αναφέρονται στο τέλος του κειμένου.
Την 16/8/1974 περί ώρα 4μμ η αμυντική διάταξη των δυνάμεων της Εθνικής Φρουράς στην περιοχή της αντιπροσωπείας Κολοκασίδη (Ford) στην Λευκωσία με μέτωπο προς τις τουρκικές γραμμές ήταν η εξής. Στα αριστερά πάνω στα υψώματα Καϊσή εβρίσκετο ο 2ος λόχος του 212 τάγματος πεζικού υπό τον Ελλαδίτη υπολοχαγό Κωνσταντίνο Μιχόπουλο. Πιο δεξιά πάνω στο ύψωμα της ΣΥΤΑ όπως ελέγετο ή ύψωμα 190 ή Κολοκασίδη εβρίσκονταν τμήματα του 1ου λόχου του 212τπ υπό τον ελληνοκύπριο λοχαγό Ανδρέα Πασιαρδή και δεξιότερα πάνω στο ύψωμα 180 ή ΜΑΖΤΑ ή οικόπεδα Κύκκου ο 3ος λόχος του 212τπ υπό τον ελληνοκύπριο λοχαγό Γεώργιο Χατζηδαμιανού. Διοικητής ήταν ο ελληνοκύπριος ταγματάρχης Κωνσταντίνος Αχιλλίδης με πολεμικό Σταθμό Διοικήσεως του τάγματος στην αντιπροσωπεία της Ford (εργοστάσιο Κολοκασίδη) μόλις 200 περίπου μέτρα πίσω από το ΠΟΤ (πίσω από το πρόσθιο όριο τοποθεσίας των λόχων του).
Η θέση αυτή του 212τπ δεν ήτο η αρχική καθότι προηγήθηκε τριήμερος σκληρός αγώνας. Ο 1ος λόχος του 212τπ υπό τον λοχαγό Α.Πασιαρδή το πρωί της 14/8/1974 εβρίσκετο εις το στρατόπεδο του 11ου Τακτικού Συγκροτήματος με δύο διμοιρίες του, η 3η διμοιρία του εβρίσκετο πίσω στο ύψωμα της φάρμας Κομήτη. Ο λόχος εδέχθη επίθεση αρμάτων μάχης το πρωί της 14/8/1974 και αντιστάθηκε σθεναρά. Διέθετε μία μπαζούκα την οποία χειρίζετο ο λοχαγός και η οποία την κρίσιμη στιγμή δεν λειτούργησε. Παρά την σθεναρή αντίσταση που προέβαλε ο λόχος μόνο με τον ατομικό οπλισμό των ανδρών εναντίον των αρμάτων, τα άρματα μετά από αρκετή ώρα κατάφεραν να εισέλθουν στο στρατόπεδο βάλλωντας με τα πυροβόλα και τα πολυβόλα τους εναντίον των ανδρών του λόχου. Ο 1ος λόχος περί το μεσημέρι συνεπτύχθη συγκροτημένος υπό την καλυψη του 2ου λόχου του τάγματος, του υπολοχαγού Κ.Μιχόπουλου, ο οποίος εβρίσκετο πάνω στα υψώματα Καϊσή. Το Στρατόπεδο του 11ου Τ.Σ δεν προσφερόταν για άμυνα για τους παρακάτω λόγους:
(α) Ο λόχος δεν διέθετε κανένα αντιαρματικό όπλο δι’αντιμετώπισην των αρμάτων
(β) Το έδαφος ήτο εντελώς αναπεπταμένο χωρίς να υπάρχουν ορύγματα συγκοινωνιών και προστασίας προσωπικού και (γ) τα κτίρια που υπήρχαν εντός του στρατοπέδου ήταν κατασκευασμένα με κυματοειδείς λαμαρίνες. Αποτέλεσμα οι αμυνόμενοι στρατιώτες να έχουν μόνο προστασίαν απόκρυψης χωρίς όμως καμιά κάλυψη. Ως εκ τούτου η περαιτέρω παραμονή και άμυνα θα ήτο μάταια και θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε σφαγή των ανδρών του λόχου.
Μετά από εντολή του Διοικητή του τάγματος ο λοχαγός Ανδρέας Πασιαρδής λίγο μετά το μεσημέρι της 14/8/1974 μετακινήθηκε στο ύψωμα της Σχολής Γρηγορίου μαζί με τις δύο διμοιρίες του και ετάχθη αμυντικά πάνω στο ύψωμα αυτό. Πριν από την εγκατάσταση του λόχου (-) στο ύψωμα εβρίσκετο ο πολεμικός Σταθμός Διοικήσεως της ΕΛΔΥΚ ο οποίος μετακινήθηκε νοτιότερα. Μια ομάδα με επικεφαλής τον έφεδρο ανθυπολοχαγό Θεοφάνη Πιερή από το Φοινί διετάχθη από τον Διοικητή Κ.Αχιλλίδη και εγκατεστάθη αμυντικά επί του υψώματος 190 το οποίο βρίσκεται πίσω(νότια) από τη Σχολή Γρηγορίου. Η ομάδα αυτή διέθετε ένα πολυβόλο Μπράουνιγκ 0.50χιλ.
Ο 1ος λόχος (-) υπό τον λοχαγό Πασιαρδή παρέμεινε στην Σχολή Γρηγορίου αμύνετο και κρατούσε τις θέσεις του από το μεσημέρι της 14/8/1974 μέχρι το μεσημέρι της 16/8/1974 περί την 2μμ. Όλο αυτό το χρονικό διάστημα οι άνδρες εδέχοντο το σφοδρό πυρ της τουρκικής αεροπορίας, του πυροβολικού, των όλμων , των αρμάτων μάχης, του πεζικού και των ελεύθερων σκοπευτών που προσπαθούσαν να σπάσουν τις γραμμές και να εγκλωβίσουν την ΕΛΔΥΚ από ανατολικά. Με αυτό το τρόπο κάλυπταν το δεξιό πλευρό της δυνάμεως της ΕΛΔΥΚ που αμύνετο πέριξ και εντός του στρατοπέδου της. Πιο δεξιά από το 1ο λόχο του 212τπ εβρίσκετο αμυντικά ταγμένος ο 3ος λόχος του τάγματος υπό τον λοχαγό Γεώργιο Χατζηδαμιανού με μια διμοιρία του πάνω στο ύψωμα παρά το αρμενικό νεκροταφείο και το υπόλοιπο του λόχου πάνω στο ύψωμα 180. Τόσον ο λόχος του Γ.Χατζηδαμιανού όσον και ο 2ος λόχος του υπολοχαγού Κωνσταντίνου Μιχόπουλου πάνω στα υψώματα Καϊσή εδέχθησαν την ίδια σφοδρή πίεση του τουρκικού στρατού αμύνονταν και εκράτησαν τις θέσεις τους. Πιο δεξιά από το 212τπ αμύνετο ο 1ος λόχος του 211τπ υπό τον ελληνοκύπριο λοχαγό Γιάννη Χριστοδουλίδη (Μαυρόγιαννο) μέσα στη κατοικημένη περιοχή του Αγίου Δομετίου και του Αγίου Παύλου από την περιοχή του ιπποδρόμου προς το Λήδρα Πάλας, ο οποίος ετέθη υπό διοίκηση του 336 τπ υπό τον ταγματάρχη Δημήτριο Αλευρομάγειρο.
Όταν την 16/8/1974 περί το μεσημέρι παρά την ηρωική αντίσταση των αμυνομένων έσπασε η αμυντική γραμμή της ΕΛΔΥΚ και συνεπτύχθη, τοτε συνεπτύχθη συγκροτημένα και ο 1ος λόχος (-) του 212τπ που εβρίσκετο στη Σχολή Γρηγορίου υπό το λοχαγό Πασιαρδή προς το ύψωμα 190. Επίσης συνεπτύχθη κατόπιν μεγάλης πίεσης η εβρισκόμενη πάνω στο ύψωμα παρά το αρμενικό νεκροταφείο διμοιρία του λοχαγού Χατζηδαμιανού προς το ύψωμα 180 όπου αμύνετο ο υπόλοιπος λόχος.
Η περιοχή παρά τον κυκλικό κόμβο Κολοκασίδη ήταν άκρως επικίνδυνη για την άμυνα της Λευκωσίας. Εάν οι τουρκικές δυνάμεις έφταναν μέχρι εκεί τότε μπορούσαν να αποκόψουν πλήρως την συγκοινωνία προς το αεροδρόμιο Λευκωσίας ενώ θα έλεγχαν τις δύο κεντρικές λεωφόρους Κυριάκου Μάτση και Γρίβα Διγενή που οδηγούν στο κέντρο της Λευκωσίας. Μπορούσαν να αποκόψουν τις δυνάμεις του 211τπ και του 336τπ που μάχονταν μέσα στον κατοικημένο τόπο στην περιοχή του Αγίου Δομετίου και Αγίου Παύλου. Το χειρότερο όμως σενάριο θα ήταν να προχωρούσαν τα άρματα μέσα στις δύο αυτές λεωφόρους και εάν δεν έβρισκαν σοβαρή αντίσταση να καταλάμβαναν την Λευκωσία.
Ο Διοικητής του 212τπ ταγματάρχης Κωνσταντίνος Αχιλλίδης ο οποίος εβρίσκετο πολύ κοντά στους λόχους του και είχε ιδίαν αντίληψη του πεδίου μάχης έγκαιρα διέβλεψε αυτό τον κίνδυνο. Όπως σε όλη την περίοδο των μαχών που προηγήθηκαν με άμεσες και έγκαιρες επεμβάσεις του βοηθούσε τα μαχόμενα τμήματα του 212τπ έτσι και τώρα. Σημειωτέον ότι την 15/8/1974 όταν τα τουρκικά άρματα μάχης προσπάθησαν να διασπάσουν τις γραμμές και να πλαγιοκοπήσουν την ΕΛΔΥΚ από δυσμάς προς ανατολάς δηλαδή από το στρατόπεδο του 11ου Τ.Σ. τότε ο διοικητής του 212τπ ζήτησε και πέτυχε την υποστήριξη τριών αρμάτων Τ34 της Εθνικής Φρουράς τα οποία πήγαν στο ύψωμα της Σχολής Γρηγορίου όπου αμύνετο ο λοχαγός Πασιαρδής με τους άνδρες του και απέκρουσαν την επίθεση των τουρκικών αρμάτων. Τα άρματα Τ34 παρέμειναν εκεί μέχρι τις 9 το βράδυ οπόταν απεχώρησαν.
Έτσι λοιπόν και την 16/8/1974 ο ταγματάρχης Αχιλλίδης ζήτησε την συνδρομή αντιαρματικών για να βοηθήσουν τα μαχώμενα τμήματα του 212τπ τα οποία είχαν έλλειψη αντιαρματικών . Εκείνη την ώρα η αμυντική διάταξη του τάγματος από αριστερά προς τα δεξιά(από δυτικά προς ανατολικά) ήταν ο 2ος λόχος του υπολοχαγού Κ.Μιχόπουλου στα υψώματα Καϊσή, τμήματα του 1ου λόχου του λοχαγού Α.Πασιαρδή στο ύψωμα 190 και ο 3ος λόχος του λοχαγού Γ.Χατζηδαμιανού στο ύψωμα 180. Επίσης ο ταγματάρχης Κωνσταντίνος Αχιλλίδης ενισχύθηκε με ένα ΠΑΟ 106χιλ το οποίο τις προηγούμενες μέρες υποστήριζε την άμυνα του στρατοπέδου της ΕΛΔΥΚ. Το ΠΑΟ αυτό το παρέδωσε στον Διοικητή του 212τπ ο υποδιοικητής της ΕΛΔΥΚ. Ο ταγματάρχης Αχιλλίδης έστειλε το ΠΑΟ 106 χιλ μαζί με άνδρες του 212τπ και επάνδρωσαν το ύψωμα παρά το Κέντρο Μον-Μπαρνάς το οποίο εδέσποζε της περιοχής νότια του κυκλικού κόμβου Κολοκασίδη ούτως ώστε να ελέγχει την περιοχή και τα περάσματα εις περίπτωση εισχώρησης των τουρκικών αρμάτων. Ο Διοικητής Αχιλλίδης είχε και αξιωματικό παρατηρητή (ΠΑΠ) του πυροβολικού της 187 ΜΠΠ επί του υψώματος Μον-Μπαρνάς. Ο ίδιος εβρίσκετο στην αντιπροσωπεία της Ford με ετοιμότητα μετακίνησης του Σταθμού Διοικήσεως του τάγματος στο ύψωμα Μον-Μπαρνάς.
Η άμυνα την οποία έπρεπε να προβάλουν οι λόχοι του 212 τπ ήταν μέχρις εσχάτων καθ’ ότι δεν υπήρχε κανένα περιθώριο υποχώρησης από αυτήν την αμυντική γραμμή. Πίσω από τους αμυνομένους εβρίσκετο η Λευκωσία και η γραμμή αυτή έπρεπε να κρατηθεί πάση θυσία. Η διαταγή του Διοικητή αλλά και η απόφαση όλων των αξιωματικών και στρατιωτών του 212τπ που πολεμούσαν εκεί ήταν να παραμείνουν στις θέσεις τους και να μην αφήσουν τα εχθρικά άρματα και το πεζικό να περάσουν και αν χρειασθεί να πέσουν μέχρι το τελευταίο εκεί όπου ετάχθησαν.
Τότε έφτασε η διμοιρία των καταδρομέων της Α μοίρας καταδρομών με επικεφαλής τον ανθυπολοχαγό Νίκο Κοϊμτζόγλου η οποία διέθετε 3 ΠΑΟ 90 χιλ., και ετέθη υπό διοίκηση του 212τπ. Από βλήματα όλμων τα οποία έπεσαν στην έδρα του 212 τάγματος (αντιπροσωπεία Ford) τραυματίστηκε ο ελληνοκύπριος ταγματάρχης Ρένος Δρυμιώτης ο οποίος ήταν υποδιοικητής του 386τπ το οποίο εβρίσκετο πίσω ως εφεδρεία και όχι ο διοικητής του 212τπ Κ.Αχιλλίδης όπως αναφέρεται λανθασμένα σε σχετικές συνεντεύξεις . Με εντολές του ταγματάρχη Αχιλλίδη ο ανθυπολοχαγός Νίκος Κοϊμτζόγλου πήγε με μια ομάδα του στο ύψωμα 190(ή Κολοκασίδη ή ΣΥΤΑ) όπου εβρίσκοντο οι άνδρες του 1ου λόχου του 212τπ και εν μέσω καταιγισμού πυρός παρουσιάστηκε στο λοχαγό Πασιαρδή και ετέθη υπό τις διαταγές του. Οι δύο αξιωματικοί γνωρίζονταν από την Σχολή Πεζικού Χαλκίδας όταν φοιτούσαν αρχές του 1974 ο μεν Πασιαρδής στην Σχολή Διοικητών Λόχων ο δε Κοϊμτζόγλου στην Σχολή Διμοιριτών. Η ομάδα Κοϊμτζόγλου διέθετε εκείνη την ώρα ένα ΠΑΟ 90χιλ πάνω στο ύψωμα 190 όπως επίσης και ένα οπλοπολυβόλο μπαρ. Τα υπόλοιπα δυο ΠΑΟ 90 χιλ. με διαταγή του Κ.Αχιλλίδη ο ανθυπολοχαγός τα διέθεσε το ένα στο λοχαγό Χατζηδαμιανού στο ύψωμα 180 και το άλλο στον υπολοχαγό Μιχόπουλο στα υψώματα Καισή.
Ο λοχαγός Α.Πασιαρδής τότε, αφού ήρθαν ενισχύσεις, έστειλε τον ανθυπολοχαγό Θεοφάνη Πιερή μαζί με κάποιους από τους άνδρες του να πάει αριστερά όπως αμύνονταν για να συνδεθεί με τον υπολοχαγό Μιχόπουλο που αμύνετο πιο αριστερά πάνω στα υψώματα Καϊσή. Στο ύψωμα 190 παρέμεινε ο λοχαγός Πασιαρδής μαζί με κάποιους άνδρες του και τον ανθυπολοχαγό Ν.Κοϊμτζόγλου και τους καταδρομείς του. Εκεί στο ύψωμα μαζί με το λοχαγό εβρίσκονταν πραγματικά παλληκάρια με πατριωτισμό και ευψυχία όπως ο ο Κωστής Θεοδώρου από την Αγλαντζιά και άλλοι πράγμα το οποίο απέδειξαν όλο το τριήμερο των μαχών. Το ίδιο και ο ανθυπολοχαγός Θεοφάνης Πιερής με τους άνδρες του που τάχθησαν πιο αριστερά. Ο λοχαγός διέταξε τους άνδρες του και τους καταδρομείς να ακροβολισθούν και να λάβουν θέσεις μάχης στο ύψωμα. Οι αμυνόμενοι διέθεταν και το προαναφερόμενο πολυβόλο Μπράουνιγκ 0.50χιλ.
Η ώρα ήταν περίπου 5μμ. Ολόκληρη η περιοχή εβάλλετο με σφοδρότητα από αεροπορία, πυροβολικό, όλμους και άλλα επίγεια μέσα καθότι οι τούρκοι προετοίμαζαν την επίθεση τους. Αρχικά εμφανίστηκε απέναντι από τους αμυνομένους ένα άρμα μάχης(αυτό που είναι στην γνωστή φωτογραφία κατεστραμμένο μπροστά από τους αμυνομένους στην περιοχή της Σχολής Γρηγορίου, φωτογραφία η οποία ελήφθη από τον αείμνηστο Αβδελόπουλο την 17/8/1974). Πίσω του σε αρκετή απόσταση εβρίσκονταν και άλλα τουρκικά άρματα μάχης καθώς και πεζικό. Λόγω της έντασης της μάχης, των βομβαρδισμών, των καπνών και των χιλιάδων σφαιρών που σφύριζαν τριγύρω δεν είναι δυνατόν κάποιος να μιλήσει με βεβαιότητα για αριθμούς αρμάτων και πεζικού. Εκείνη την ώρα οι αριθμοί ήταν το τελευταίο πράγμα που ενδιέφερε τους αμυνόμενους εθνοφρουρούς.
Πρέπει δε να αναφερθεί ότι τις δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς και της ΕΛΔΥΚ καθ’ όλην την περίοδο των επιχειρήσεων από 14 μέχρι 16 Αυγούστου 1974 υποστήριζε η 187 ΜΠΠ με τα πυροβόλα των 100χιλ. Ιδιαίτερα γύρω στις 5μμ της 16ης Αυγούστου όταν ο Διοικητής του 212τπ ο οποίος είχε μαζί του ΠΑΠ της 187ΜΠΠ ζήτησε και πέτυχε άμεσα πυρά προ των υψωμάτων που αμύνετο το τάγμα. Σύμφωνα με την μαρτυρία του τότε έφεδρου ανθυπολοχαγού πυροβολικού Σάββα Ρασπόπουλου ο οποίος ήταν αξιωματικός του Κέντρου Διευθύνσεως Πυρός της 187ΜΠΠ η πληροφόρηση που είχαν από τον παρατηρητή της μοίρας ήταν ότι η ορμή των τούρκων ήταν μεγάλη και ότι υπήρχε σοβαρός κίνδυνος να μην ανακοπεί η επίθεση τους. Κατά την εξέλιξη της μάχης η κρισιμότητα των στιγμών ήταν τέτοια για την άμυνα της Λευκωσίας ώστε ο εξαίρετος Διοικητής της μοίρας ελλαδίτης Αντισυνταγματάρχης Παναγιώτης Ταραντίλης αντιλαμβανόμενος άμεσα τον κίνδυνο για την πρωτεύουσα, βοηθούμενος και από τον ανθυπολοχαγό του, πέραν του ότι έκανε το πάν προς πλήρη υποστήριξη των δυνάμεων της Εθνικής Φρουράς μπροστά στο πεδίο της μάχης με πυρά από την δική του μοίρα, ζήτησε και πέτυχε συμπληρωματικά πυρά υποστήριξης και από άλλη μονάδα πυροβολικού την 184ΠΠΠ.
Μπροστά στο πεδίο της μάχης το πρώτο άρμα μάχης προχωρούσε μόνο του, σε απόσταση από τα υπόλοιπα, πάνω στο δρόμο ο οποίος οδηγεί στον κυκλικό κόμβο Κολοκασίδη και έβαλλε στα τυφλά με το πολυβόλο του προς τη Λευκωσία (προς νότο). Όταν το άρμα πλησίασε σε μια απόσταση γύρω στα 70μέτρα από τον κυκλικό κόμβο Κολοκασίδη χωρίς να κτυπηθεί από οποιονδήποτε αντιαρματικό ή από το πυροβολικό τότε ο λοχαγός Ανδρέας Πασιαρδής βλέποντας τον κίνδυνο να υπερφαλαγγίσει τους αμυνομένους και να εισέλθει στην Λευκωσία προέβη σε ένα απονενοημένο διάβημα. Ηγέρθη και διέταξε τους άνδρες του να τον ακολουθήσουν. Την ίδια ώρα φώναζε στον χειριστή του ΠΑΟ να βάλλει κατά του άρματος. Οι αμυνόμενοι προχώρησαν τρέχοντας προς τον δρόμο που εκινείτο το άρμα με σκοπό να το προλάβουν και να βρουν τρόπο να το ακινητοποιήσουν. Τότε το άρμα αιφνιδίως έστριψε αριστερά και ανέβηκε πάνω στο ύψωμα 180 όπου αμύνονταν οι άνδρες του λοχαγού Γεώργιου Χατζηδαμιανού και έβαλλε αδιάκριτα με το πολυβόλο και το πυροβόλο του. Οι άνδρες του Χατζηδαμιανού μαζί με τον λοχαγό τους καλύφτηκαν σε φυσικές σπηλιές στο ύψωμα και έβαλλαν κατά του άρματος. Ένα βλήμμα του κτύπησε σε παρακείμενη πολυκατοικία και η τρύπα που άνοιξε ήταν εκεί μέχρι πριν λίγα χρόνια.
Σε ελάχιστο χρόνο το άρμα έκανε στροφή 180μοιρών και έβαλλε αδιάκριτα με το πολυβόλο του προς το ύψωμα 190. Ο λοχαγός Πασιαρδής μαζί με τους άνδρες του έπεσαν κάτω και έβαλλαν με τα ατομικά τους όπλα πάνω στο άρμα για να μην μπορέσει ο παρατηρητής να βγει από τον πυργίσκο και να εντοπίσει τις θέσεις των αμυνομένων. Εκείνη τη στιγμή ο καταδρομέας με το ΠΑΟ έριξε ένα βλήμμα δεν πέτυχε το άρμα αλλά το ταρακούνησε. Το άρμα κατέβηκε από το ύψωμα 180 βαλλώμενο από τους αμυνομένους εθνοφρουρούς. Δεν προχώρησε προς τον κυκλικό κόμβο Κολοκασίδη αλλά πήγε πίσω από εκεί που ήρθε, μπήκε στο χωράφι απέναντι από το ύψωμα 190 και ακολούθησε παράλληλη πορεία προς τους αμυνομένους κινούμενο προς δυσμάς. Ο λοχαγός επέστρεψε με τους άνδρες του πίσω στις θέσεις τους εκεί που ήταν οι καταδρομείς. Τότε ο χειριστής του ΠΑΟ πέτυχε το άρμα και το κατέστρεψε. Προηγουμένως είχε ρίξει αρκετές βολές χωρίς να το πετύχει. Από το κτύπημα αυτό το άρμα πήρε φωτιά η οποία ανέβηκε ψηλά σε ύψος 50 μέτρων περίπου. Το άρμα εκαίγετο εκεί όλη την νύχτα μέχρι και την επομένη. Κανένας δεν βγήκε ζωντανός από το άρμα, πρέπει όλοι να σκοτώθηκαν μέσα σε αυτό. Ο χειριστής του ΠΑΟ όποιος και να ήταν την κατάλληλη στιγμή εκτέλεσε με επιτυχία την αποστολή του. Η καταστροφή του άρματος αυτού ενθουσίασε όλους τους αμυνομένους και ανέβασε το ψυχικό τους σθένος στα ύψη.
Ακολούθως άρχισαν να πλησιάζουν και τα υπόλοιπα άρματα με το πεζικό να τα ακολουθεί. Τότε ο λοχαγός Πασιαρδής διέταξε τους αμυνομένους να περιμένουν να πλησιάσουν και όταν δώσει το σύνθημα να κτυπήσουν το πεζικό. Όταν πλησίασαν οι επιτιθέμενοι τότε ο λοχαγός ηγέρθη από τη θέση του και με μια ριπή από το τσέχικο του έδωσε το σύνθημα και οι αμυνόμενοι κτύπησαν με θεριστικά πυρά το πεζικό ενώ το ΠΑΟ συνέχισε να βάλλει κατά των αρμάτων. Την ίδια ώρα το πυροβολικό υποστήριζε με πυρά τους αμυνομένους. Με μαρτυρία του έφεδρου ανθυπολοχαγού Σάββα Ρασπόπουλου της 187ΜΠΠ σε μια έκταση 500 επί 500 μέτρα και η οποία ήταν μεταξύ της Σχολής Γρηγορίου και των υψωμάτων που κατείχε αμυντικά το 212τπ σε κάθε ομοβροντία των πυροβόλων εδίδετο εντολή να μειώνουν το βεληνεκές τους δηλαδή πραγματοποιούντο άλματα προς τα πίσω των 50μέτρων κτυπώντας με αυτό τον τρόπο τους επιτιθέμενους.
Κατά την μάχη ακόμα δύο άρματα κατεστράφησαν, συνολικά δηλαδή κατεστράφησαν τρία άρματα. Το ένα άρμα κτυπήθηκε πάνω στο δρόμο που οδηγεί στον κυκλικό κόμβο Κολοκασίδη και έγειρε έξω από αυτό και το άλλο κτυπήθηκε στην ερπύστρια του πάνω στην πλαγιά του υψώματος της Σχολής Γρηγορίου. Δεν είναι βέβαιο εάν τα δύο αυτά άρματα κατεστράφησαν από τα πυρά του πυροβολικού ή των ΠΑΟ. Όσοι από το τουρκικό πεζικό γλύτωσαν ετράπησαν σε άτακτη φυγή. Το ίδιο έγινε και με τα υπόλοιπα τουρκικά άρματα τα οποία και αυτά ετράπησαν σε άτακτη φυγή. Τα άρματα αυτά αντί να υποχωρήσουν αλληλοκαλυπτόμενα με οπίσθια ταχύτητα και βάλλωντας κατά των αμυνομένων με τα πυροβόλα και τα πολυβόλα τους αυτά μέσα στον πανικό τους γύρισαν τα οπίσθια τους προς τους αμυνομένους και έτρεχαν για να σωθούν. Το πολεμικό μένος, η θέληση για αντίσταση, το πνεύμα αυτοθυσίας και η αποφασιστικότητα των αμυνομένων ήταν σε τέτοιο βαθμό ώστε κατά την ώρα της επίθεσης κάποιοι των αμυνομένων έβαλλαν όρθιοι και εντελώς ακάλυπτοι αδιαφορώντας για τη ζωή τους.
Στα αριστερά του λοχαγού Ανδρέα Πασιαρδή αμύνετο ο υπολοχαγός Κωνσταντίνος Μιχόπουλος με το 2ο λόχο του 212τπ και στο χώρο ευθύνης του κατεστράφη ακόμα ένα τουρκικό άρμα μάχης και εκεί απεκρούσθη η τουρκική επίθεση. Συνολικά οι Τούρκοι στο πεδίο της μάχης άφησαν τέσσερα κατεστραμμένα άρματα μάχης και αρκετούς νεκρούς άνδρες του πεζικού. Οι απώλειες των ημετέρων ήταν ελάχιστες. Η μάχη αυτή κράτησε μιάμιση με δύο περίπου ώρες. Το 212τπ τις αμέσως επόμενες μέρες μετά το τέλος των επιχειρήσεων αντικαταστάθηκε από το 386τπ.
Εύστοχα η μάχη αυτή χαρακτηρίστηκε η μάχη που κράτησε κλειστές τις πύλες της Λευκωσίας. Οι Τούρκοι δεν μπόρεσαν να σπάσουν την αμυντική γραμμή της Εθνικής Φρουράς και υποχώρησαν ατάκτως παρά την τεράστια και καθολική υπεροχή τους σε αριθμούς, μέσα και ισχύ πυρός. Αυτό οφείλεται στην γενναία αντίσταση που προέβαλαν όλοι αυτοί οι αξιωματικοί και στρατιώτες του 212τπ, οι καταδρομείς της Α μοίρας όπως επίσης και οι αξιωματικοί και στρατιώτες του πυροβολικού της 187 ΜΠΠ και της 184ΠΠΠ. Ιδιαίτερη μνεία στο πυροβολικό που με τα πυρά υποστήριξης βοήθησε καθοριστικά στην απόκρουση της επίθεσης.
Πρέπει να ειπωθεί ότι η παρουσία των καταδρομέων πέραν της υποστήριξης με τα αντιαρματικά τους κυρίως βοήθησε στην αναπτέρωση του ηθικού των εθνοφρουρών που πολεμούσαν επί τρεις μέρες σε αυτό τον άνισο πόλεμο απέναντι στην υπεροπλία του αττίλα. Στα πρόσωπα των Ελλαδιτών καταδρομέων οι κύπριοι πολεμιστές είδαν και ένοιωσαν την ελάχιστη έστω παρουσία της Ελλάδος δίπλα στον αγωνιζόμενο κυπριακό ελληνισμό(δεν αναφερόμαστε στον αδελφό ελληνικό λαό που πάντοτε ήταν και είναι στο πλευρό του κυπριακού ελληνισμού όπως και αντίστροφα). Παρά την προδοσία και την εγκατάλειψη που ήταν διάχυτη σε όλους Κύπριοι και Ελλαδίτες μαζί πολέμησαν με σθένος και με πίστη στη νίκη και έσωσαν την Λευκωσία. Ο καθένας μπορεί να υποθέσει εάν έστω και ένα σμήνος ελληνικών μαχητικών αεροσκαφών έκανε την εμφάνιση του στους ουρανούς της μαρτυρικής Κύπρου ποιο θα ήταν το ηθικό και η αντίσταση των προδομένων πολεμιστών της Κύπρου όχι μόνο στη Λευκωσία αλλά σε όλα τα μέτωπα της Κύπρου.
Σύμφωνα με την εφημερίδα Ο ΑΓΩΝ ημερομηνίας 3/7/1975 την επομένη μετά την μάχη κυανόκρανοι του ΟΗΕ οι οποίοι βρίσκονταν στην περιοχή των μαχών και έβλεπαν τι δυνάμεις είχαν συγκεντρώσει οι τούρκοι ανέφεραν σε έφεδρο ανθυπολοχαγό του 212τπ ότι υπολόγιζαν πως με την πίεση των τουρκικών δυνάμεων και της αεροπορίας οι γραμμές της Εθνικής Φρουράς θα έσπαζαν αμέσως. Ένας από αυτούς φέρεται να είπε, έχω πάει και σε άλλα μέρη και ήμουν σε ένα άλλο πόλεμο, αλλά πίστεψε με, πρώτη φορά είδα τέτοιους τρελλούς να πολεμούν με τα αυτόματα εναντίον των τανκς.
Μετά τη μάχη και το πέρας των επιχειρήσεων οι τρεις διοικητές των λόχων υπολοχαγός Κωνσταντίνος Μιχόπουλος, λοχαγός Ανδρέας Πασιαρδής, λοχαγός Γεώργιος Χατζηδαμιανού όπως επίσης και ο τεθείς υποδιοίκηση του 212τπ ανθυπολοχαγός Νίκος Κοϊμτζόγλου προτάθηκαν από τον Διοικητή του τάγματος ταγματάρχη Κωνσταντίνο Αχιλλίδη για το χρυσούν αριστείο ανδρείας.
Οι πολεμιστές αυτοί δεν αναζήτησαν ποτέ προβολή ή παράσημα ή επιβράβευση. Απλά είχαν και έχουν ήσυχη την συνείδηση τους γιατί έκαναν το καθήκον τους για την τιμή, την αξιοπρέπεια και την ελευθερία της Κύπρου. Για 39 χρόνια δεν μίλησαν για όλα αυτά, μπροστά στο δράμα και την οδύνη που υπέστη ο κυπριακός Ελληνισμός και από σεβασμό προς τους πεσόντες, τους αγνοούμενους και τα θύματα της κυπριακής τραγωδίας. Όμως όταν γίνεται προσπάθεια για αλλοίωση των πραγματικών γεγονότων η αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας είναι καθήκον και υποχρέωση του καθενός.
Όλα τα πιο πάνω βασίζονται σε μαρτυρίες των πρωταγωνιστών της μάχης, των τότε ταγματάρχη Κωνσταντίνου Αχιλλίδη, λοχαγού Ανδρέα Πασιαρδή, αείμνηστου λοχαγού Γεώργιου Χατζηδαμιανού, έφεδρου ανθυπολοχαγού Θεοφάνη Πιερή, έφεδρου ανθυπολοχαγού πυροβολικού Σάββα Ρασπόπουλου και έφεδρου στρατιώτη Κωστή Θεοδώρου. Επίσης βασίζονται σε πηγές της περιόδου 1974-75 που ανταποκρίνονται σε μεγάλο βαθμό στη πραγματικότητα. Η κυπριακή εφημερίδα Ο ΑΓΩΝ στις εκδόσεις της την περίοδο Απριλίου-Ιουλίου 1975 αναφέρεται στα γεγονότα του 1974. Ειδικότερα για τις μάχες αυτές και τη μάχη στο ύψωμα Κολοκασίδη (190) αναφέρεται στις εκδόσεις της η εφημερίδα με ημερομηνίες 13,14,18,19,21,25,26,27,28 Ιουνίου και 3,4 Ιουλίου 1975. Επίσης το βιβλίο του Παναγιώτη Παπαδημήτρη εισβολή Γ τόμος έκδοση 1979 σελίδες 173-182, το βιβλίο του Διονυσίου Καρδιανού ο αττίλας πλήττει την Κύπρο έκδοση 1976 σελίδες 363-364, Σπύρου Παπαγεωργίου από την ΕΟΚΑ στην ΕΟΚΑ β σελίδες 140 και 142 και Τάκη Τσαγγάρη η μαρτυρία μου σελίδα 179 αναφέρονται στα πιο πάνω γεγονότα. Τέλος παραπέμπουμε στο πολεμικό ημερολόγιο του 212τπ της περιόδου εκείνης που φυλάττεται στα αρχεία του ΓΕΕΦ.
InfoGnomon
Τα τελευταία χρόνια λέγονται και γράφονται διάφορα σχετικά με την μάχη στο Ύψωμα Κολοκασίδη την 16/8/1974, είτε στο διαδίκτυο είτε σε συνεντεύξεις άρθρα ή και βιβλία τα οποία δεν αποδίδουν τα πραγματικά γεγονότα.
Οι λόγοι που λέγονται και γράφονται όλα αυτά δεν ενδιαφέρουν καθόλου την παρούσα σύνταξη. Τα πραγματικά γεγονότα τα γνωρίζει πολύς κόσμος στην Κύπρο που έζησε την τραγική περίοδο του 1974 όπως και αυτοί που πολέμησαν στην ευρύτερη περιοχή και υπηρετούσαν σε διάφορες μονάδες, όπως το 212 τάγμα πεζικού. Επίσης υπάρχουν οι εφημερίδες της εποχής όπως ο ΑΓΩΝ της Κύπρου ή διάφορα βιβλία που γράφτηκαν την εποχή εκείνη και όχι δεκαετίες ολόκληρες αργότερα και αναφέρονται στις μάχες της περιοχής Λευκωσίας και το πως σώθηκε η Λευκωσία. Σκοπός αυτού του κειμένου είναι η αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας και τάξης. Βασίζεται στην πραγματική μαρτυρία των Κυπρίων πολεμιστών που πολέμησαν εκεί καθώς επίσης και στις πηγές της εποχής που αναφέρονται στο τέλος του κειμένου.
Την 16/8/1974 περί ώρα 4μμ η αμυντική διάταξη των δυνάμεων της Εθνικής Φρουράς στην περιοχή της αντιπροσωπείας Κολοκασίδη (Ford) στην Λευκωσία με μέτωπο προς τις τουρκικές γραμμές ήταν η εξής. Στα αριστερά πάνω στα υψώματα Καϊσή εβρίσκετο ο 2ος λόχος του 212 τάγματος πεζικού υπό τον Ελλαδίτη υπολοχαγό Κωνσταντίνο Μιχόπουλο. Πιο δεξιά πάνω στο ύψωμα της ΣΥΤΑ όπως ελέγετο ή ύψωμα 190 ή Κολοκασίδη εβρίσκονταν τμήματα του 1ου λόχου του 212τπ υπό τον ελληνοκύπριο λοχαγό Ανδρέα Πασιαρδή και δεξιότερα πάνω στο ύψωμα 180 ή ΜΑΖΤΑ ή οικόπεδα Κύκκου ο 3ος λόχος του 212τπ υπό τον ελληνοκύπριο λοχαγό Γεώργιο Χατζηδαμιανού. Διοικητής ήταν ο ελληνοκύπριος ταγματάρχης Κωνσταντίνος Αχιλλίδης με πολεμικό Σταθμό Διοικήσεως του τάγματος στην αντιπροσωπεία της Ford (εργοστάσιο Κολοκασίδη) μόλις 200 περίπου μέτρα πίσω από το ΠΟΤ (πίσω από το πρόσθιο όριο τοποθεσίας των λόχων του).
Η θέση αυτή του 212τπ δεν ήτο η αρχική καθότι προηγήθηκε τριήμερος σκληρός αγώνας. Ο 1ος λόχος του 212τπ υπό τον λοχαγό Α.Πασιαρδή το πρωί της 14/8/1974 εβρίσκετο εις το στρατόπεδο του 11ου Τακτικού Συγκροτήματος με δύο διμοιρίες του, η 3η διμοιρία του εβρίσκετο πίσω στο ύψωμα της φάρμας Κομήτη. Ο λόχος εδέχθη επίθεση αρμάτων μάχης το πρωί της 14/8/1974 και αντιστάθηκε σθεναρά. Διέθετε μία μπαζούκα την οποία χειρίζετο ο λοχαγός και η οποία την κρίσιμη στιγμή δεν λειτούργησε. Παρά την σθεναρή αντίσταση που προέβαλε ο λόχος μόνο με τον ατομικό οπλισμό των ανδρών εναντίον των αρμάτων, τα άρματα μετά από αρκετή ώρα κατάφεραν να εισέλθουν στο στρατόπεδο βάλλωντας με τα πυροβόλα και τα πολυβόλα τους εναντίον των ανδρών του λόχου. Ο 1ος λόχος περί το μεσημέρι συνεπτύχθη συγκροτημένος υπό την καλυψη του 2ου λόχου του τάγματος, του υπολοχαγού Κ.Μιχόπουλου, ο οποίος εβρίσκετο πάνω στα υψώματα Καϊσή. Το Στρατόπεδο του 11ου Τ.Σ δεν προσφερόταν για άμυνα για τους παρακάτω λόγους:
(α) Ο λόχος δεν διέθετε κανένα αντιαρματικό όπλο δι’αντιμετώπισην των αρμάτων
(β) Το έδαφος ήτο εντελώς αναπεπταμένο χωρίς να υπάρχουν ορύγματα συγκοινωνιών και προστασίας προσωπικού και (γ) τα κτίρια που υπήρχαν εντός του στρατοπέδου ήταν κατασκευασμένα με κυματοειδείς λαμαρίνες. Αποτέλεσμα οι αμυνόμενοι στρατιώτες να έχουν μόνο προστασίαν απόκρυψης χωρίς όμως καμιά κάλυψη. Ως εκ τούτου η περαιτέρω παραμονή και άμυνα θα ήτο μάταια και θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε σφαγή των ανδρών του λόχου.
Μετά από εντολή του Διοικητή του τάγματος ο λοχαγός Ανδρέας Πασιαρδής λίγο μετά το μεσημέρι της 14/8/1974 μετακινήθηκε στο ύψωμα της Σχολής Γρηγορίου μαζί με τις δύο διμοιρίες του και ετάχθη αμυντικά πάνω στο ύψωμα αυτό. Πριν από την εγκατάσταση του λόχου (-) στο ύψωμα εβρίσκετο ο πολεμικός Σταθμός Διοικήσεως της ΕΛΔΥΚ ο οποίος μετακινήθηκε νοτιότερα. Μια ομάδα με επικεφαλής τον έφεδρο ανθυπολοχαγό Θεοφάνη Πιερή από το Φοινί διετάχθη από τον Διοικητή Κ.Αχιλλίδη και εγκατεστάθη αμυντικά επί του υψώματος 190 το οποίο βρίσκεται πίσω(νότια) από τη Σχολή Γρηγορίου. Η ομάδα αυτή διέθετε ένα πολυβόλο Μπράουνιγκ 0.50χιλ.
Ο 1ος λόχος (-) υπό τον λοχαγό Πασιαρδή παρέμεινε στην Σχολή Γρηγορίου αμύνετο και κρατούσε τις θέσεις του από το μεσημέρι της 14/8/1974 μέχρι το μεσημέρι της 16/8/1974 περί την 2μμ. Όλο αυτό το χρονικό διάστημα οι άνδρες εδέχοντο το σφοδρό πυρ της τουρκικής αεροπορίας, του πυροβολικού, των όλμων , των αρμάτων μάχης, του πεζικού και των ελεύθερων σκοπευτών που προσπαθούσαν να σπάσουν τις γραμμές και να εγκλωβίσουν την ΕΛΔΥΚ από ανατολικά. Με αυτό το τρόπο κάλυπταν το δεξιό πλευρό της δυνάμεως της ΕΛΔΥΚ που αμύνετο πέριξ και εντός του στρατοπέδου της. Πιο δεξιά από το 1ο λόχο του 212τπ εβρίσκετο αμυντικά ταγμένος ο 3ος λόχος του τάγματος υπό τον λοχαγό Γεώργιο Χατζηδαμιανού με μια διμοιρία του πάνω στο ύψωμα παρά το αρμενικό νεκροταφείο και το υπόλοιπο του λόχου πάνω στο ύψωμα 180. Τόσον ο λόχος του Γ.Χατζηδαμιανού όσον και ο 2ος λόχος του υπολοχαγού Κωνσταντίνου Μιχόπουλου πάνω στα υψώματα Καϊσή εδέχθησαν την ίδια σφοδρή πίεση του τουρκικού στρατού αμύνονταν και εκράτησαν τις θέσεις τους. Πιο δεξιά από το 212τπ αμύνετο ο 1ος λόχος του 211τπ υπό τον ελληνοκύπριο λοχαγό Γιάννη Χριστοδουλίδη (Μαυρόγιαννο) μέσα στη κατοικημένη περιοχή του Αγίου Δομετίου και του Αγίου Παύλου από την περιοχή του ιπποδρόμου προς το Λήδρα Πάλας, ο οποίος ετέθη υπό διοίκηση του 336 τπ υπό τον ταγματάρχη Δημήτριο Αλευρομάγειρο.
Όταν την 16/8/1974 περί το μεσημέρι παρά την ηρωική αντίσταση των αμυνομένων έσπασε η αμυντική γραμμή της ΕΛΔΥΚ και συνεπτύχθη, τοτε συνεπτύχθη συγκροτημένα και ο 1ος λόχος (-) του 212τπ που εβρίσκετο στη Σχολή Γρηγορίου υπό το λοχαγό Πασιαρδή προς το ύψωμα 190. Επίσης συνεπτύχθη κατόπιν μεγάλης πίεσης η εβρισκόμενη πάνω στο ύψωμα παρά το αρμενικό νεκροταφείο διμοιρία του λοχαγού Χατζηδαμιανού προς το ύψωμα 180 όπου αμύνετο ο υπόλοιπος λόχος.
Η περιοχή παρά τον κυκλικό κόμβο Κολοκασίδη ήταν άκρως επικίνδυνη για την άμυνα της Λευκωσίας. Εάν οι τουρκικές δυνάμεις έφταναν μέχρι εκεί τότε μπορούσαν να αποκόψουν πλήρως την συγκοινωνία προς το αεροδρόμιο Λευκωσίας ενώ θα έλεγχαν τις δύο κεντρικές λεωφόρους Κυριάκου Μάτση και Γρίβα Διγενή που οδηγούν στο κέντρο της Λευκωσίας. Μπορούσαν να αποκόψουν τις δυνάμεις του 211τπ και του 336τπ που μάχονταν μέσα στον κατοικημένο τόπο στην περιοχή του Αγίου Δομετίου και Αγίου Παύλου. Το χειρότερο όμως σενάριο θα ήταν να προχωρούσαν τα άρματα μέσα στις δύο αυτές λεωφόρους και εάν δεν έβρισκαν σοβαρή αντίσταση να καταλάμβαναν την Λευκωσία.
Ο Διοικητής του 212τπ ταγματάρχης Κωνσταντίνος Αχιλλίδης ο οποίος εβρίσκετο πολύ κοντά στους λόχους του και είχε ιδίαν αντίληψη του πεδίου μάχης έγκαιρα διέβλεψε αυτό τον κίνδυνο. Όπως σε όλη την περίοδο των μαχών που προηγήθηκαν με άμεσες και έγκαιρες επεμβάσεις του βοηθούσε τα μαχόμενα τμήματα του 212τπ έτσι και τώρα. Σημειωτέον ότι την 15/8/1974 όταν τα τουρκικά άρματα μάχης προσπάθησαν να διασπάσουν τις γραμμές και να πλαγιοκοπήσουν την ΕΛΔΥΚ από δυσμάς προς ανατολάς δηλαδή από το στρατόπεδο του 11ου Τ.Σ. τότε ο διοικητής του 212τπ ζήτησε και πέτυχε την υποστήριξη τριών αρμάτων Τ34 της Εθνικής Φρουράς τα οποία πήγαν στο ύψωμα της Σχολής Γρηγορίου όπου αμύνετο ο λοχαγός Πασιαρδής με τους άνδρες του και απέκρουσαν την επίθεση των τουρκικών αρμάτων. Τα άρματα Τ34 παρέμειναν εκεί μέχρι τις 9 το βράδυ οπόταν απεχώρησαν.
Έτσι λοιπόν και την 16/8/1974 ο ταγματάρχης Αχιλλίδης ζήτησε την συνδρομή αντιαρματικών για να βοηθήσουν τα μαχώμενα τμήματα του 212τπ τα οποία είχαν έλλειψη αντιαρματικών . Εκείνη την ώρα η αμυντική διάταξη του τάγματος από αριστερά προς τα δεξιά(από δυτικά προς ανατολικά) ήταν ο 2ος λόχος του υπολοχαγού Κ.Μιχόπουλου στα υψώματα Καϊσή, τμήματα του 1ου λόχου του λοχαγού Α.Πασιαρδή στο ύψωμα 190 και ο 3ος λόχος του λοχαγού Γ.Χατζηδαμιανού στο ύψωμα 180. Επίσης ο ταγματάρχης Κωνσταντίνος Αχιλλίδης ενισχύθηκε με ένα ΠΑΟ 106χιλ το οποίο τις προηγούμενες μέρες υποστήριζε την άμυνα του στρατοπέδου της ΕΛΔΥΚ. Το ΠΑΟ αυτό το παρέδωσε στον Διοικητή του 212τπ ο υποδιοικητής της ΕΛΔΥΚ. Ο ταγματάρχης Αχιλλίδης έστειλε το ΠΑΟ 106 χιλ μαζί με άνδρες του 212τπ και επάνδρωσαν το ύψωμα παρά το Κέντρο Μον-Μπαρνάς το οποίο εδέσποζε της περιοχής νότια του κυκλικού κόμβου Κολοκασίδη ούτως ώστε να ελέγχει την περιοχή και τα περάσματα εις περίπτωση εισχώρησης των τουρκικών αρμάτων. Ο Διοικητής Αχιλλίδης είχε και αξιωματικό παρατηρητή (ΠΑΠ) του πυροβολικού της 187 ΜΠΠ επί του υψώματος Μον-Μπαρνάς. Ο ίδιος εβρίσκετο στην αντιπροσωπεία της Ford με ετοιμότητα μετακίνησης του Σταθμού Διοικήσεως του τάγματος στο ύψωμα Μον-Μπαρνάς.
Η άμυνα την οποία έπρεπε να προβάλουν οι λόχοι του 212 τπ ήταν μέχρις εσχάτων καθ’ ότι δεν υπήρχε κανένα περιθώριο υποχώρησης από αυτήν την αμυντική γραμμή. Πίσω από τους αμυνομένους εβρίσκετο η Λευκωσία και η γραμμή αυτή έπρεπε να κρατηθεί πάση θυσία. Η διαταγή του Διοικητή αλλά και η απόφαση όλων των αξιωματικών και στρατιωτών του 212τπ που πολεμούσαν εκεί ήταν να παραμείνουν στις θέσεις τους και να μην αφήσουν τα εχθρικά άρματα και το πεζικό να περάσουν και αν χρειασθεί να πέσουν μέχρι το τελευταίο εκεί όπου ετάχθησαν.
Τότε έφτασε η διμοιρία των καταδρομέων της Α μοίρας καταδρομών με επικεφαλής τον ανθυπολοχαγό Νίκο Κοϊμτζόγλου η οποία διέθετε 3 ΠΑΟ 90 χιλ., και ετέθη υπό διοίκηση του 212τπ. Από βλήματα όλμων τα οποία έπεσαν στην έδρα του 212 τάγματος (αντιπροσωπεία Ford) τραυματίστηκε ο ελληνοκύπριος ταγματάρχης Ρένος Δρυμιώτης ο οποίος ήταν υποδιοικητής του 386τπ το οποίο εβρίσκετο πίσω ως εφεδρεία και όχι ο διοικητής του 212τπ Κ.Αχιλλίδης όπως αναφέρεται λανθασμένα σε σχετικές συνεντεύξεις . Με εντολές του ταγματάρχη Αχιλλίδη ο ανθυπολοχαγός Νίκος Κοϊμτζόγλου πήγε με μια ομάδα του στο ύψωμα 190(ή Κολοκασίδη ή ΣΥΤΑ) όπου εβρίσκοντο οι άνδρες του 1ου λόχου του 212τπ και εν μέσω καταιγισμού πυρός παρουσιάστηκε στο λοχαγό Πασιαρδή και ετέθη υπό τις διαταγές του. Οι δύο αξιωματικοί γνωρίζονταν από την Σχολή Πεζικού Χαλκίδας όταν φοιτούσαν αρχές του 1974 ο μεν Πασιαρδής στην Σχολή Διοικητών Λόχων ο δε Κοϊμτζόγλου στην Σχολή Διμοιριτών. Η ομάδα Κοϊμτζόγλου διέθετε εκείνη την ώρα ένα ΠΑΟ 90χιλ πάνω στο ύψωμα 190 όπως επίσης και ένα οπλοπολυβόλο μπαρ. Τα υπόλοιπα δυο ΠΑΟ 90 χιλ. με διαταγή του Κ.Αχιλλίδη ο ανθυπολοχαγός τα διέθεσε το ένα στο λοχαγό Χατζηδαμιανού στο ύψωμα 180 και το άλλο στον υπολοχαγό Μιχόπουλο στα υψώματα Καισή.
Ο λοχαγός Α.Πασιαρδής τότε, αφού ήρθαν ενισχύσεις, έστειλε τον ανθυπολοχαγό Θεοφάνη Πιερή μαζί με κάποιους από τους άνδρες του να πάει αριστερά όπως αμύνονταν για να συνδεθεί με τον υπολοχαγό Μιχόπουλο που αμύνετο πιο αριστερά πάνω στα υψώματα Καϊσή. Στο ύψωμα 190 παρέμεινε ο λοχαγός Πασιαρδής μαζί με κάποιους άνδρες του και τον ανθυπολοχαγό Ν.Κοϊμτζόγλου και τους καταδρομείς του. Εκεί στο ύψωμα μαζί με το λοχαγό εβρίσκονταν πραγματικά παλληκάρια με πατριωτισμό και ευψυχία όπως ο ο Κωστής Θεοδώρου από την Αγλαντζιά και άλλοι πράγμα το οποίο απέδειξαν όλο το τριήμερο των μαχών. Το ίδιο και ο ανθυπολοχαγός Θεοφάνης Πιερής με τους άνδρες του που τάχθησαν πιο αριστερά. Ο λοχαγός διέταξε τους άνδρες του και τους καταδρομείς να ακροβολισθούν και να λάβουν θέσεις μάχης στο ύψωμα. Οι αμυνόμενοι διέθεταν και το προαναφερόμενο πολυβόλο Μπράουνιγκ 0.50χιλ.
Η ώρα ήταν περίπου 5μμ. Ολόκληρη η περιοχή εβάλλετο με σφοδρότητα από αεροπορία, πυροβολικό, όλμους και άλλα επίγεια μέσα καθότι οι τούρκοι προετοίμαζαν την επίθεση τους. Αρχικά εμφανίστηκε απέναντι από τους αμυνομένους ένα άρμα μάχης(αυτό που είναι στην γνωστή φωτογραφία κατεστραμμένο μπροστά από τους αμυνομένους στην περιοχή της Σχολής Γρηγορίου, φωτογραφία η οποία ελήφθη από τον αείμνηστο Αβδελόπουλο την 17/8/1974). Πίσω του σε αρκετή απόσταση εβρίσκονταν και άλλα τουρκικά άρματα μάχης καθώς και πεζικό. Λόγω της έντασης της μάχης, των βομβαρδισμών, των καπνών και των χιλιάδων σφαιρών που σφύριζαν τριγύρω δεν είναι δυνατόν κάποιος να μιλήσει με βεβαιότητα για αριθμούς αρμάτων και πεζικού. Εκείνη την ώρα οι αριθμοί ήταν το τελευταίο πράγμα που ενδιέφερε τους αμυνόμενους εθνοφρουρούς.
Πρέπει δε να αναφερθεί ότι τις δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς και της ΕΛΔΥΚ καθ’ όλην την περίοδο των επιχειρήσεων από 14 μέχρι 16 Αυγούστου 1974 υποστήριζε η 187 ΜΠΠ με τα πυροβόλα των 100χιλ. Ιδιαίτερα γύρω στις 5μμ της 16ης Αυγούστου όταν ο Διοικητής του 212τπ ο οποίος είχε μαζί του ΠΑΠ της 187ΜΠΠ ζήτησε και πέτυχε άμεσα πυρά προ των υψωμάτων που αμύνετο το τάγμα. Σύμφωνα με την μαρτυρία του τότε έφεδρου ανθυπολοχαγού πυροβολικού Σάββα Ρασπόπουλου ο οποίος ήταν αξιωματικός του Κέντρου Διευθύνσεως Πυρός της 187ΜΠΠ η πληροφόρηση που είχαν από τον παρατηρητή της μοίρας ήταν ότι η ορμή των τούρκων ήταν μεγάλη και ότι υπήρχε σοβαρός κίνδυνος να μην ανακοπεί η επίθεση τους. Κατά την εξέλιξη της μάχης η κρισιμότητα των στιγμών ήταν τέτοια για την άμυνα της Λευκωσίας ώστε ο εξαίρετος Διοικητής της μοίρας ελλαδίτης Αντισυνταγματάρχης Παναγιώτης Ταραντίλης αντιλαμβανόμενος άμεσα τον κίνδυνο για την πρωτεύουσα, βοηθούμενος και από τον ανθυπολοχαγό του, πέραν του ότι έκανε το πάν προς πλήρη υποστήριξη των δυνάμεων της Εθνικής Φρουράς μπροστά στο πεδίο της μάχης με πυρά από την δική του μοίρα, ζήτησε και πέτυχε συμπληρωματικά πυρά υποστήριξης και από άλλη μονάδα πυροβολικού την 184ΠΠΠ.
Μπροστά στο πεδίο της μάχης το πρώτο άρμα μάχης προχωρούσε μόνο του, σε απόσταση από τα υπόλοιπα, πάνω στο δρόμο ο οποίος οδηγεί στον κυκλικό κόμβο Κολοκασίδη και έβαλλε στα τυφλά με το πολυβόλο του προς τη Λευκωσία (προς νότο). Όταν το άρμα πλησίασε σε μια απόσταση γύρω στα 70μέτρα από τον κυκλικό κόμβο Κολοκασίδη χωρίς να κτυπηθεί από οποιονδήποτε αντιαρματικό ή από το πυροβολικό τότε ο λοχαγός Ανδρέας Πασιαρδής βλέποντας τον κίνδυνο να υπερφαλαγγίσει τους αμυνομένους και να εισέλθει στην Λευκωσία προέβη σε ένα απονενοημένο διάβημα. Ηγέρθη και διέταξε τους άνδρες του να τον ακολουθήσουν. Την ίδια ώρα φώναζε στον χειριστή του ΠΑΟ να βάλλει κατά του άρματος. Οι αμυνόμενοι προχώρησαν τρέχοντας προς τον δρόμο που εκινείτο το άρμα με σκοπό να το προλάβουν και να βρουν τρόπο να το ακινητοποιήσουν. Τότε το άρμα αιφνιδίως έστριψε αριστερά και ανέβηκε πάνω στο ύψωμα 180 όπου αμύνονταν οι άνδρες του λοχαγού Γεώργιου Χατζηδαμιανού και έβαλλε αδιάκριτα με το πολυβόλο και το πυροβόλο του. Οι άνδρες του Χατζηδαμιανού μαζί με τον λοχαγό τους καλύφτηκαν σε φυσικές σπηλιές στο ύψωμα και έβαλλαν κατά του άρματος. Ένα βλήμμα του κτύπησε σε παρακείμενη πολυκατοικία και η τρύπα που άνοιξε ήταν εκεί μέχρι πριν λίγα χρόνια.
Σε ελάχιστο χρόνο το άρμα έκανε στροφή 180μοιρών και έβαλλε αδιάκριτα με το πολυβόλο του προς το ύψωμα 190. Ο λοχαγός Πασιαρδής μαζί με τους άνδρες του έπεσαν κάτω και έβαλλαν με τα ατομικά τους όπλα πάνω στο άρμα για να μην μπορέσει ο παρατηρητής να βγει από τον πυργίσκο και να εντοπίσει τις θέσεις των αμυνομένων. Εκείνη τη στιγμή ο καταδρομέας με το ΠΑΟ έριξε ένα βλήμμα δεν πέτυχε το άρμα αλλά το ταρακούνησε. Το άρμα κατέβηκε από το ύψωμα 180 βαλλώμενο από τους αμυνομένους εθνοφρουρούς. Δεν προχώρησε προς τον κυκλικό κόμβο Κολοκασίδη αλλά πήγε πίσω από εκεί που ήρθε, μπήκε στο χωράφι απέναντι από το ύψωμα 190 και ακολούθησε παράλληλη πορεία προς τους αμυνομένους κινούμενο προς δυσμάς. Ο λοχαγός επέστρεψε με τους άνδρες του πίσω στις θέσεις τους εκεί που ήταν οι καταδρομείς. Τότε ο χειριστής του ΠΑΟ πέτυχε το άρμα και το κατέστρεψε. Προηγουμένως είχε ρίξει αρκετές βολές χωρίς να το πετύχει. Από το κτύπημα αυτό το άρμα πήρε φωτιά η οποία ανέβηκε ψηλά σε ύψος 50 μέτρων περίπου. Το άρμα εκαίγετο εκεί όλη την νύχτα μέχρι και την επομένη. Κανένας δεν βγήκε ζωντανός από το άρμα, πρέπει όλοι να σκοτώθηκαν μέσα σε αυτό. Ο χειριστής του ΠΑΟ όποιος και να ήταν την κατάλληλη στιγμή εκτέλεσε με επιτυχία την αποστολή του. Η καταστροφή του άρματος αυτού ενθουσίασε όλους τους αμυνομένους και ανέβασε το ψυχικό τους σθένος στα ύψη.
Ακολούθως άρχισαν να πλησιάζουν και τα υπόλοιπα άρματα με το πεζικό να τα ακολουθεί. Τότε ο λοχαγός Πασιαρδής διέταξε τους αμυνομένους να περιμένουν να πλησιάσουν και όταν δώσει το σύνθημα να κτυπήσουν το πεζικό. Όταν πλησίασαν οι επιτιθέμενοι τότε ο λοχαγός ηγέρθη από τη θέση του και με μια ριπή από το τσέχικο του έδωσε το σύνθημα και οι αμυνόμενοι κτύπησαν με θεριστικά πυρά το πεζικό ενώ το ΠΑΟ συνέχισε να βάλλει κατά των αρμάτων. Την ίδια ώρα το πυροβολικό υποστήριζε με πυρά τους αμυνομένους. Με μαρτυρία του έφεδρου ανθυπολοχαγού Σάββα Ρασπόπουλου της 187ΜΠΠ σε μια έκταση 500 επί 500 μέτρα και η οποία ήταν μεταξύ της Σχολής Γρηγορίου και των υψωμάτων που κατείχε αμυντικά το 212τπ σε κάθε ομοβροντία των πυροβόλων εδίδετο εντολή να μειώνουν το βεληνεκές τους δηλαδή πραγματοποιούντο άλματα προς τα πίσω των 50μέτρων κτυπώντας με αυτό τον τρόπο τους επιτιθέμενους.
Κατά την μάχη ακόμα δύο άρματα κατεστράφησαν, συνολικά δηλαδή κατεστράφησαν τρία άρματα. Το ένα άρμα κτυπήθηκε πάνω στο δρόμο που οδηγεί στον κυκλικό κόμβο Κολοκασίδη και έγειρε έξω από αυτό και το άλλο κτυπήθηκε στην ερπύστρια του πάνω στην πλαγιά του υψώματος της Σχολής Γρηγορίου. Δεν είναι βέβαιο εάν τα δύο αυτά άρματα κατεστράφησαν από τα πυρά του πυροβολικού ή των ΠΑΟ. Όσοι από το τουρκικό πεζικό γλύτωσαν ετράπησαν σε άτακτη φυγή. Το ίδιο έγινε και με τα υπόλοιπα τουρκικά άρματα τα οποία και αυτά ετράπησαν σε άτακτη φυγή. Τα άρματα αυτά αντί να υποχωρήσουν αλληλοκαλυπτόμενα με οπίσθια ταχύτητα και βάλλωντας κατά των αμυνομένων με τα πυροβόλα και τα πολυβόλα τους αυτά μέσα στον πανικό τους γύρισαν τα οπίσθια τους προς τους αμυνομένους και έτρεχαν για να σωθούν. Το πολεμικό μένος, η θέληση για αντίσταση, το πνεύμα αυτοθυσίας και η αποφασιστικότητα των αμυνομένων ήταν σε τέτοιο βαθμό ώστε κατά την ώρα της επίθεσης κάποιοι των αμυνομένων έβαλλαν όρθιοι και εντελώς ακάλυπτοι αδιαφορώντας για τη ζωή τους.
Στα αριστερά του λοχαγού Ανδρέα Πασιαρδή αμύνετο ο υπολοχαγός Κωνσταντίνος Μιχόπουλος με το 2ο λόχο του 212τπ και στο χώρο ευθύνης του κατεστράφη ακόμα ένα τουρκικό άρμα μάχης και εκεί απεκρούσθη η τουρκική επίθεση. Συνολικά οι Τούρκοι στο πεδίο της μάχης άφησαν τέσσερα κατεστραμμένα άρματα μάχης και αρκετούς νεκρούς άνδρες του πεζικού. Οι απώλειες των ημετέρων ήταν ελάχιστες. Η μάχη αυτή κράτησε μιάμιση με δύο περίπου ώρες. Το 212τπ τις αμέσως επόμενες μέρες μετά το τέλος των επιχειρήσεων αντικαταστάθηκε από το 386τπ.
Εύστοχα η μάχη αυτή χαρακτηρίστηκε η μάχη που κράτησε κλειστές τις πύλες της Λευκωσίας. Οι Τούρκοι δεν μπόρεσαν να σπάσουν την αμυντική γραμμή της Εθνικής Φρουράς και υποχώρησαν ατάκτως παρά την τεράστια και καθολική υπεροχή τους σε αριθμούς, μέσα και ισχύ πυρός. Αυτό οφείλεται στην γενναία αντίσταση που προέβαλαν όλοι αυτοί οι αξιωματικοί και στρατιώτες του 212τπ, οι καταδρομείς της Α μοίρας όπως επίσης και οι αξιωματικοί και στρατιώτες του πυροβολικού της 187 ΜΠΠ και της 184ΠΠΠ. Ιδιαίτερη μνεία στο πυροβολικό που με τα πυρά υποστήριξης βοήθησε καθοριστικά στην απόκρουση της επίθεσης.
Πρέπει να ειπωθεί ότι η παρουσία των καταδρομέων πέραν της υποστήριξης με τα αντιαρματικά τους κυρίως βοήθησε στην αναπτέρωση του ηθικού των εθνοφρουρών που πολεμούσαν επί τρεις μέρες σε αυτό τον άνισο πόλεμο απέναντι στην υπεροπλία του αττίλα. Στα πρόσωπα των Ελλαδιτών καταδρομέων οι κύπριοι πολεμιστές είδαν και ένοιωσαν την ελάχιστη έστω παρουσία της Ελλάδος δίπλα στον αγωνιζόμενο κυπριακό ελληνισμό(δεν αναφερόμαστε στον αδελφό ελληνικό λαό που πάντοτε ήταν και είναι στο πλευρό του κυπριακού ελληνισμού όπως και αντίστροφα). Παρά την προδοσία και την εγκατάλειψη που ήταν διάχυτη σε όλους Κύπριοι και Ελλαδίτες μαζί πολέμησαν με σθένος και με πίστη στη νίκη και έσωσαν την Λευκωσία. Ο καθένας μπορεί να υποθέσει εάν έστω και ένα σμήνος ελληνικών μαχητικών αεροσκαφών έκανε την εμφάνιση του στους ουρανούς της μαρτυρικής Κύπρου ποιο θα ήταν το ηθικό και η αντίσταση των προδομένων πολεμιστών της Κύπρου όχι μόνο στη Λευκωσία αλλά σε όλα τα μέτωπα της Κύπρου.
Σύμφωνα με την εφημερίδα Ο ΑΓΩΝ ημερομηνίας 3/7/1975 την επομένη μετά την μάχη κυανόκρανοι του ΟΗΕ οι οποίοι βρίσκονταν στην περιοχή των μαχών και έβλεπαν τι δυνάμεις είχαν συγκεντρώσει οι τούρκοι ανέφεραν σε έφεδρο ανθυπολοχαγό του 212τπ ότι υπολόγιζαν πως με την πίεση των τουρκικών δυνάμεων και της αεροπορίας οι γραμμές της Εθνικής Φρουράς θα έσπαζαν αμέσως. Ένας από αυτούς φέρεται να είπε, έχω πάει και σε άλλα μέρη και ήμουν σε ένα άλλο πόλεμο, αλλά πίστεψε με, πρώτη φορά είδα τέτοιους τρελλούς να πολεμούν με τα αυτόματα εναντίον των τανκς.
Μετά τη μάχη και το πέρας των επιχειρήσεων οι τρεις διοικητές των λόχων υπολοχαγός Κωνσταντίνος Μιχόπουλος, λοχαγός Ανδρέας Πασιαρδής, λοχαγός Γεώργιος Χατζηδαμιανού όπως επίσης και ο τεθείς υποδιοίκηση του 212τπ ανθυπολοχαγός Νίκος Κοϊμτζόγλου προτάθηκαν από τον Διοικητή του τάγματος ταγματάρχη Κωνσταντίνο Αχιλλίδη για το χρυσούν αριστείο ανδρείας.
Οι πολεμιστές αυτοί δεν αναζήτησαν ποτέ προβολή ή παράσημα ή επιβράβευση. Απλά είχαν και έχουν ήσυχη την συνείδηση τους γιατί έκαναν το καθήκον τους για την τιμή, την αξιοπρέπεια και την ελευθερία της Κύπρου. Για 39 χρόνια δεν μίλησαν για όλα αυτά, μπροστά στο δράμα και την οδύνη που υπέστη ο κυπριακός Ελληνισμός και από σεβασμό προς τους πεσόντες, τους αγνοούμενους και τα θύματα της κυπριακής τραγωδίας. Όμως όταν γίνεται προσπάθεια για αλλοίωση των πραγματικών γεγονότων η αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας είναι καθήκον και υποχρέωση του καθενός.
Όλα τα πιο πάνω βασίζονται σε μαρτυρίες των πρωταγωνιστών της μάχης, των τότε ταγματάρχη Κωνσταντίνου Αχιλλίδη, λοχαγού Ανδρέα Πασιαρδή, αείμνηστου λοχαγού Γεώργιου Χατζηδαμιανού, έφεδρου ανθυπολοχαγού Θεοφάνη Πιερή, έφεδρου ανθυπολοχαγού πυροβολικού Σάββα Ρασπόπουλου και έφεδρου στρατιώτη Κωστή Θεοδώρου. Επίσης βασίζονται σε πηγές της περιόδου 1974-75 που ανταποκρίνονται σε μεγάλο βαθμό στη πραγματικότητα. Η κυπριακή εφημερίδα Ο ΑΓΩΝ στις εκδόσεις της την περίοδο Απριλίου-Ιουλίου 1975 αναφέρεται στα γεγονότα του 1974. Ειδικότερα για τις μάχες αυτές και τη μάχη στο ύψωμα Κολοκασίδη (190) αναφέρεται στις εκδόσεις της η εφημερίδα με ημερομηνίες 13,14,18,19,21,25,26,27,28 Ιουνίου και 3,4 Ιουλίου 1975. Επίσης το βιβλίο του Παναγιώτη Παπαδημήτρη εισβολή Γ τόμος έκδοση 1979 σελίδες 173-182, το βιβλίο του Διονυσίου Καρδιανού ο αττίλας πλήττει την Κύπρο έκδοση 1976 σελίδες 363-364, Σπύρου Παπαγεωργίου από την ΕΟΚΑ στην ΕΟΚΑ β σελίδες 140 και 142 και Τάκη Τσαγγάρη η μαρτυρία μου σελίδα 179 αναφέρονται στα πιο πάνω γεγονότα. Τέλος παραπέμπουμε στο πολεμικό ημερολόγιο του 212τπ της περιόδου εκείνης που φυλάττεται στα αρχεία του ΓΕΕΦ.
InfoGnomon
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Τουρκικές έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Πάτρα: Ψάχνουν «περίεργες» δηλώσεις γεννήσεων
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ