2013-10-24 01:00:03
Φωτογραφία για Ο λοιμός στην αρχαία Αθήνα
Θουκυδίδης, Ἱστορίαι 2.47 – 50

Προέλευση και συμπτώματα

Κατά τον δεύτερο χρόνο του Πελοποννησιακού Πολέμου (431 – 404 π.Χ.) ενέσκηψε θανατηφόρα επιδημία λοιμού στην (πολιορκημένη από τους Λακεδαιμονίους και τους συμμάχους τους) Αθήνα. Η ασθένεια προκάλεσε τον θάνατο του ενός τετάρτου (κατ’ άλλους του ενός τρίτου) του πληθυσμού της Αθήνας. Η επιδημία εκδηλώθηκε συνολικά τρεις φορές μεταξύ του 430 και του 426. Ανάμεσα σε αυτούς που προσβλήθηκαν ήταν και ο ίδιος ο Θουκυδίδης (βλ. 2.48), καθώς και ο Περικλής, που, αφού πρώτα έχασε τους δυο του γιούς από τον λοιμό, υπέκυψε στην ασθένεια το 429.

47 Αλλά πριν περάσουν πολλές ημέρες από την ώρα που μπήκαν (εννοούνται οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοί τους) στην Αττική, πρωτοφανερώθηκε η αρρώστεια στην Αθήνα, αρρώστεια που λένε βέβαια πως έπεσε κι άλλοτε σε πολλούς τόπους, γύρω στη Λήμνο και αλλού, αλλά πουθενά δεν θυμούνται να παρουσιάστηκε τόσο φοβερή, ούτε να χάλασε τόσους ανθρώπους
. Γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα ούτε οι γιατροί που κοίταζαν τους αρρώστους στην αρχή, γιατί δεν ήξεραν τη φύση του κακού, κι αυτοί οι ίδιοι πέθαιναν σε μεγαλύτερην αναλογία όσο περισσότερο τους πλησίαζαν, ούτε καμιά άλλη ανθρώπινη τέχνη· κι όλες οι παρακλήσεις που έκαναν στους ναούς κι όσα προσκυνήματα στα μαντεία κι άλλα τέτοια, ήταν όλα του κάκου· και στο τέλος τα παράτησαν κι αυτά, γιατί τους χαντάκωσε το κακό.

48 Κ’ έπιασε η αρρώστεια, καθώς λένε, πρώτα–πρώτα από την Αιθιοπία πέρα από την Αίγυπτο, κατέβηκε ύστερα στην Αίγυπτο κι από κει στη Λιβύη, και σε πολλά μέρη της μεγάλης επικράτειας του Πέρση βασιλιά. Στην πολιτεία της Αθήνας φανερώθηκε ξαφνικά, αφού πείραξε μερικούς πρώτα στον Πειραιά, ώστε οι Πειραιώτες είπαν πως οι Πελοποννήσιοι είχανε ρίξει φαρμάκι στα πηγάδια και τις στέρνες· γιατί δεν είχαν ακόμα βρύσες εκεί. Αργότερα όμως ήρθε και στην απάνω πολιτεία, και πέθαιναν τότε πια πολύ περισσότεροι. Ας λέει λοιπόν ο καθένας γι’ αυτό όσα ξέρει, είτε γιατρός είναι είτε και άμαθος, από τι δηλαδή ήταν πιθανό να γεννήθηκε, κι ας αναφέρει τις αιτίες που νομίζει πως ήταν αρκετά ισχυρές για να φέρουν τέτοια μεγάλη αλλαγή στην κατάσταση από την υγεία στο θανατικό. Εγώ θα φανερώσω μόνο τι λογής ήταν, κι από τι συμπτώματα, αν τύχει και ξανάρθει ποτέ, θα μπορούσε κανείς καλύτερα να εξετάσει το πράμα και να το γνωρίσει από τα πριν, ώστε να μην τα ‘χει εντελώς χαμένα· γιατί την πέρασα κ’ εγώ, και είδα πολλούς άλλους που υπόφεραν απ’ αυτήν.

49 Ο χρόνος εκείνος, όπως το παραδέχονταν όλοι, ήταν εξαιρετικά ελεύτερος από άλλες αρρώστειες· κι αν κανείς πριν απ’ αυτήν, ήταν κάπως ανήμπορος, όλα ξεκαθάριζαν πως ήταν αυτή. Τους άλλους όμως, που δεν είχαν καμιά φανερή αιτία κακοδιαθεσίας, έξαφνα, ενώ ήταν προτήτερα εντελώς γεροί, τους έπιαναν πρώτα δυνατές θέρμες στο κεφάλι, και κοκκίνιζαν τα μάτια τους κ’ ερεθίζονταν πολύ, κι απ’ την αρχή άναβαν και μάτωναν τα μέσα τους, ο φάρυγγας και η γλώσσα, κι η αναπνοή τους έβγαινε παράξενη και βρωμούσε· έπειτ’ απ’ αυτά άρχιζε δυνατό φτάρνισμα και βραχνάδα, και σε λίγο κατέβαινε στο στήθος το πάθημα, με δυνατό βήχα· κι όταν πιανόταν από την καρδιά, της έδινε μια και τη γύριζε ανάποδα, κ’ έβγαινε χολή από το στόμα κι από κάτω, όσων λογιών έχουν κι όλας ονοματίσει οι γιατροί, και μάλιστα με δυνατούς πόνους, και τους περισσότερους τους έπιανε ξερό ρέψιμο που τους έφερνε δυνατούς σπασμούς, που σε άλλους σταματούσαν ύστερ’ από λίγο, σε άλλους όμως κρατούσαν μέρες ολόκληρες. Και σ’ όποιον τ’ άγγιζε απ’ έξω, το κορμί του αρρώστου δεν ήταν ούτε υπερβολικά ζεστό, ούτε υγρό, αλλά κοκκινωπό, μελανιασμένο, γεμάτο εξανθήματα, μικρά σπειριά ή και πληγές· από μέσα τους όμως ένιωθαν τέτοια πύρα, που δεν μπορούσαν να υποφέρουν να τους αγγίζουν ούτε τα πιο ψιλά και μαλακά ρούχα ή σεντόνια ή οτιδήποτε άλλο και την πιο μεγάλη ανακούφιση θα ένιωθαν αν μπορούσαν να ριχτούνε μέσα σε κρύο νερό. Και πολλοί απ’ όσους δεν είχαν κανένα να τους κοιτάξει έκαναν αυτό ακριβώς, πέφτοντας μέσα σε πηγάδια βασανισμένοι από αδιάκοπη και ανυπόφορη δίψα· και το ίδιο έκανε είτε έπιναν πολύ είτε λίγο. Και πάνω απ’ όλα και χωρίς αναπαμό ήταν η στενοχώρια που δεν μπορούσαν να βρουν ανακούφιση σε τίποτα, και ούτε μπορούσαν να κοιμηθούν. Το σώμα όμως, όσον καιρό ήταν η αρρώστεια στο κρίσιμο στάδιό της, δε μαραινόταν, αλλά άντεχε στο βάσανο περισσότερο απ’ ό,τι θα μπορούσε κανείς να περιμένει, έτσι που πέθαιναν ―οι περισσότεροι― ύστερ’ από εννιά ή εφτά μεριές από τη μέσα τους κάψα, χωρίς να ‘χει εντελώς εξαντληθεί η δύναμή τους· ή αν ξέφευγαν αυτό το στάδιο, κατέβαινε ύστερα το κακό στην κοιλιά, που γέμιζε πληγές κι αφού τους έπιανε δυνατή και ασταμάτητη διάρροια, πέθαιναν οι περισσότεροι στο δεύτερο αυτό στάδιο από την εξάντληση. Και το κακό περνούσε απ’ όλο το κορμί, μια και είχε στερεωθεί στην αρχή στο κεφάλι και προχωρούσε από πάνω προς τα κάτω, κι αν κανείς σωζόταν από τα χειρότερα, φανερωνόταν τούτο επειδή έπιανε πια τις άκρες· γιατί έπεφτε και στα γεννητικά όργανα, και στις άκριες των χεριών και των ποδιών, και πολλοί που συνήλθαν έμειναν χωρίς αυτά· μερικοί άλλοι πάλι έχασαν το φως τους ή το θυμητικό τους ενώ άντεξαν στην καθαυτό αρρώστεια στην αρχή, και ξέχασαν μόλις σηκώθηκαν ποιοι ήταν οι ίδιοι και δε γνώριζαν ούτε τους πιο στενούς συγγενείς και φίλους τους.

50 Γιατί η μορφή της αρρώστειας ήταν κάτι που ξεπερνούσε τις λογικές εικασίες των ανθρώπων, και πρόσβαλλε τον καθένα πιο βαρειά απ’ όσο μπορεί να βαστάξει η ανθρώπινη φύση, και φανερώθηκε κι από το εξής πως δεν ήταν καμιά από τις συνειθισμένες αρρώστειες: τα όρνια δηλαδή και τα τετράποδα ζώα, όσα τρων ανθρώπινη σάρκα, μ’ όλο που είχανε μείνει πολλά άταφα κορμιά, ή δεν τα πλησίαζαν, ή αν τα δοκίμαζαν, πέθαιναν κι αυτά. Κι απόδειξη, πως παρουσιάστηκε καθαρά ελάττωση των πουλιών αυτών, και δεν τα ‘βλεπε κανείς ούτε αλλού, ούτε γύρω σε νεκρούς από την αρρώστεια· ενώ τα σκυλιά έδιναν ακόμα καλύτερη αφορμή να το παρατηρήσει κανείς, επειδή ζούνε μαζί με τον άνθρωπο.

Οι επιπτώσεις στην καθημερινότητα και τα ήθη

51 Τέτοια λοιπόν ήταν στις μεγάλες γραμμές η μορφή της αρρώστειας, μ’ όλο που παρέλειψα πολλά γνωρίσματα ασυνείθιστα και παράξενα, που τύχαιναν να παρουσιαστούν διαφορετικά στον ένα από τον άλλον. Και καμιά άλλη από τις συνειθισμένες στενοχώριες δε βασάνιζε τον κόσμο εκείνο τον καιρό· γιατί κι αν τύχαινε να παρουσιαστεί καμιά, κατέληγε σε τούτην–εδώ. Και πέθαιναν οι άνθρωποι, άλλοι χωρίς περιποίηση, κι άλλοι που είχαν κάθε δυνατή φροντίδα. Και δε βρέθηκε κανένα γιατρικό, που να μπορεί κανείς να πει πως είναι το γιατρικό της αρρώστειας αυτής, που έμελλε χωρίς άλλο να βοηθήσει τον άρρωστο αν του το ‘δινε (γιατί ό,τι ωφελούσε τον ένα, το ίδιο αυτό πράμα χειροτέρευε τον άλλον), και καμιά ανθρώπινη κράση δε φάνηκε από μόνη της άξια ν’ αντισταθεί στην αρρώστεια, είτε ήταν πολύ δυνατή, είτε τόσο αδύνατη ώστε να μην την πιάσει το κακό αλλά τους εσάρωσε όλους, κ’ εκείνους ακόμη που είχαν την πιο περιποιημένη δίαιτα και τρόπο ζωής. Χειρότερο απ’ όλα ήταν η κατάθλιψη που έπιανε τον καθένα μόλις ένιωθε πως αδιαθετούσε (γιατί η ψυχική τους κατάσταση γύριζε τότε στην απελπισία, κι αφήνονταν πολύ περισσότερο από μιας αρχής και δεν αντιδρούσαν) καθώς κι ότι ο ένας γέμιζε μόλεμα από τον άλλον που περιποιόταν και πέθαιναν αράδα σαν τα πρόβατα· και τη μεγαλύτερη φθορά την προξενούσε τούτο: αν δηλαδή δεν ήθελαν να πλησιάσουν ο ένας τον άλλον από φόβο μην κολλήσουν, πέθαιναν οι άρρωστοι μόνοι κ’ έρημοι· κι άδειασαν έτσι πολλά σπίτια γιατί δεν ήταν κανείς να τους κοιτάξει· κι αν πάλι επικοινωνούσαν, τους χαλούσε η αρρώστεια, και περισσότερο εκείνους που ήθελαν να φερθούνε καθώς πρέπει· γιατί ντρέπονταν να δείξουν πως λογαριάζουν τον εαυτό τους και πήγαιναν κοντά στους αγαπημένους τους. Αφού ακόμα και τα μοιρολόγια των πεθαμένων τα παράτησαν στο τέλος και οι ίδιοι oι συγγενείς τους, αποκαμωμένοι από τη μεγάλη συμφορά. [2.51.6] Όμως εκείνοι που είχαν περάσει την αρρώστεια κ’ είχανε σωθεί, αυτοί σπλαχνίζονταν περισσότερο και τους ετοιμοθάνατους κι όσους ψήνονταν από το κακό, και οι ίδιοι δε φοβούνταν πια· γιατί δεν έπιανε η αρρώστεια δυο φορές τον ίδιον άνθρωπο, ώστε να τον θανατώσει. Και τους μακάριζαν οι άλλοι, κι αυτοί οι ίδιοι απ’ τη μεγάλη τους χαρά για τη σωτηρία τους σ’ αυτή την περίσταση είχαν την μάταιην ελπίδα πως για πάντα δε θενά πέθαιναν ούτε κι από καμιάν άλλην αρρώστεια.

52 Κοντά στα βάσανα της στιγμής τους τυραννούσε και η συγκέντρωση των κατοίκων από την εξοχή στην πολιτεία κ’ υπόφεραν περισσότερο οι πρόσφυγες. Γιατί επειδή δεν υπήρχαν αρκετά σπίτια, παρά έμεναν σε πνιγηρές παράγκες και ήταν κι όλας καλοκαίρι, πέθαιναν χωρίς να μπορούν να τηρηθούν οι ευπρέπειες, αλλά και πεθαίνοντας έπεφταν οι νεκροί απάνω στα πτώματα, κι άλλοι ψυχομαχούσαν τριγυρίζοντας μέσα στους δρόμους, κι από την ακράτητη δίψα τους μαζεύονταν μισοπεθαμένοι γύρω σ’ όλες τις βρύσες. Και οι ναοί όπου είχαν κατασκηνώσει ήταν γεμάτοι νεκρούς που είχαν ξεψυχήσει εκεί μέσα γιατί όταν παράγινε το κακό, μην ξέροντας πια τι θ’ απογίνουν, οι άνθρωποι το γύρισαν στην αψηφισιά για τα θεία και τις θρησκευτικές απαγορεύσεις· κι όλες οι κανονικές τελετές, που συνειθίζονταν άλλοτε στις κηδείες, έγιναν άνω–κάτω, και τους έθαβαν όπως μπορούσε ο καθένας. Και πολλοί κατάντησαν να κηδεύουν τους δικούς τους χωρίς καμιά ντροπή, γιατί τους έλειπαν τα χρειαζούμενα, αφού τους είχαν κι όλας πεθάνει τόσοι συγγενείς· άλλοι προλάβαιναν ξένους που σώριαζαν ξύλα για να κάψουν το νεκρό τους, κ’ έβαζαν απάνω το δικό τους, κι άναβαν τη φωτιά από κάτω, άλλοι, ενώ καιγόταν κι όλας ξένος νεκρός έριχναν από πάνω το δικό τους και το ‘βαζαν στα πόδια.

53 Και σε άλλα πράματα έδωσε η αρρώστεια την κυριότερη πρώτη αφορμή για παρανομίες· γιατί τολμούσε κανείς πιο εύκολα εκείνα που προτήτερα κρυβόταν να κάνει φανερά για το κέφι του, ή δεν τα ‘κανε διόλου, βλέποντας πως γύριζε η τύχη γρήγορα· αφού οι πριν ευτυχισμένοι πέθαιναν ξαφνικά, κι όσοι άλλοτε δεν είχαν τίποτα, κληρονομούσαν ευθύς τις περιουσίες τους. Κ’ έτσι ζητούσαν να βρουν και να χαρούνε γρήγορα ό,τι τους ευχαριστούσε, και πίστευαν πως τόσο η ζωή όσο κ’ οι περιουσίες είναι περαστικά πράματα. Και κανένας πια δεν είχε όρεξη να κοπιάσει από τα πριν για κάτι που του είχε φανεί ωραίο, νομίζοντας πως ήταν πολύ αβέβαιο αν δε θα πέθαινε πριν το φτάσει· αλλά η ευχαρίστηση της στιγμής και το κέρδος με οποιοδήποτε μέσον για να την απολάψουν αμέσως, αυτό κατάντησε να θεωρείται και ωφέλιμο και σωστό. Και κανένας φόβος των θεών ή νόμος των ανθρώπων δεν τους συγκρατούσε πια, γιατί έκριναν πως το ίδιο κάνει είτε σέβονται τα θεία είτε όχι, βλέποντας πως χάνονταν όλοι το ίδιο· κι όσο για τα εγκλήματα, δεν περίμεναν πως θα ζήσουν ώσπου να γίνει η δίκη και να τα πληρώσουν με την τιμωρία που θα τους έβαζαν, πιστεύοντας πως πολύ μεγαλύτερη ήταν η καταδίκη που είχε ψηφιστεί ενάντιά τους και κρεμόταν τώρα πάνωθέ τους, που πριν πέσει επάνω τους, τους φαινότανε φυσικό να χαρούν και κάτι απ’ τη ζωή.

54 Έχοντας λοιπόν καταντήσει σε τέτοια παθήματα, τυραγνιούνταν οι Αθηναίοι, γιατί πέθαιναν οι άνθρωποι μέσα στην πολιτεία και ρημαζόταν η γης τους απ’ έξω. Και μέσα στα βάσανά τους, όπως ήταν επόμενο, θυμήθηκαν και τούτο το στιχάκι, που έλεγαν οι γεροντότεροι πως το τραγουδούσαν άλλοτε: «Πόλεμος θά ‘ρθει Δωρικός, και μαζί μ’ αυτόν λιμός». Και πολλές συζητήσεις άναβαν κι άλλοι υποστήριζαν πως δεν έλεγε ο στίχος λοιμό, επιδημία, αλλά λιμό, πείνα, υπερίσχυσε όμως η γνώμη, όπως ήταν φυσικό, απ’ ό,τι δοκίμαζαν τότε, πως η λέξη ήταν λοιμός· γιατί οι άνθρωποι θυμούνταν ανάλογα μ’ αυτά που τους τύχαιναν. Μου φαίνεται δηλαδή πως αν καμιά φορά έρθει άλλος Δωρικός πόλεμος ύστερ’ από τούτον και τύχει να πέσει πείνα, θα τον τραγουδήσουνε με το «λιμός», όπως θα τους φαίνεται πως ταιριάζει. Θυμήθηκαν τότε όσοι τον ήξεραν και το χρησμό που δόθηκε στους Λακεδαιμονίους, όταν ρώτησαν το θεό αν πρέπει να πολεμήσουν, και τους προφήτεψε πως αν πολεμήσουνε μ’ όλη τους τη δύναμη, θα βάλει, είπε, κι αυτός το χέρι του. Συμπέραιναν λοιπόν πως όσα γίνονταν έμοιαζαν με τα λόγια του χρησμού· η αρρώστεια έπεσε μόλις είχαν εισβάλει οι Πελοποννήσιοι. Στην Πελοπόννησο όμως δεν έπεσε, εξόν από ελάχιστες περιπτώσεις, που δεν αξίζει τον κόπο να τις αναφέρει κανείς, αλλά ήταν βαρειά στην Αθήνα, το περισσότερο κ’ ύστερα και σ’ άλλα μέρη με σχετικά πυκνότερο πληθυσμό. Αυτά λοιπόν ήταν όσα έγιναν με την αρρώστεια.

[Μτφρ. Έλλης Λαμπρίδη : Θουκυδίδου Ιστορία I - IV, Γκοβόστης, Αθήνα 1962]

Πηγή: archaeographus - Επιμέλεια: logiosermis.net
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
«Το χάσαμε το Ντιτρόιτ»
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
«Το χάσαμε το Ντιτρόιτ»
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ