2013-10-27 00:00:07
Αναγνωρίστηκε ως ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες λογοτέχνες και ως ο περισσότερο μεταφρασμένος παγκοσμίως.Ο Νίκος Καζαντζάκης έγινε ευρέως γνωστός μέσω της κινηματογραφικής απόδοσης των έργων του «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται», «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» και «Ο Τελευταίος Πειρασμός».
Γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης στις 18 Φεβρουαρίου του 1883. Ήταν γιος του εμπόρου γεωργικών προϊόντων και κρασιού Μιχάλη Καζαντζάκη και της Μαρίας και είχε δύο αδελφές.
Στο Ηράκλειο έβγαλε το γυμνάσιο και το 1902 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ξεκίνησε νομικές σπουδές. Εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1906 δημοσιεύοντας το δοκίμιο «Η Αρρώστια του Αιώνος» και το πρώτο του μυθιστόρημα «Όφις και Kρίνο» (με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβάμη).
Τον επόμενο χρόνο ξεκίνησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι. Το 1910 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Το 1911 παντρεύτηκε τη Γαλάτεια Αλεξίου, στην εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου, στο νεκροταφείο Ηρακλείου, κι αυτό γιατί φοβόταν τον πατέρα του, που δεν ήθελε για νύφη τη Γαλάτεια. Στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, το 1912, κατατάχτηκε εθελοντής, αποσπασμένος στο γραφείο του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου.
Το 1919 ο Ελευθέριος Βενιζέλος διόρισε τον Καζαντζάκη Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Περιθάλψεως με αποστολή τον επαναπατρισμό Ελλήνων από την περιοχή του Καυκάσου. Οι εμπειρίες που αποκόμισε αξιοποιήθηκαν αργότερα στο μυθιστόρημα του «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται».
Τον επόμενο χρόνο, μετά την ήττα του κόμματος των Φιλελευθέρων, ο Καζαντζάκης αποχώρησε από το Υπουργείο Περιθάλψεως και πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια στην Ευρώπη.
Εργάστηκε ως ανταποκριτής των εφημερίδων Ελεύθερος Τύπος και Καθημερινή, εκδίδεται το διαζύγιό του με την πρώτη του σύζυγο και γνωρίζει την Ελένη Σαμίου, το 1924 με την οποία έζησε 21 χρόνια χωρίς γάμο.
Τον Μάιο του 1927 απομονώθηκε στην Αίγινα με σκοπό την ολοκλήρωση της «Οδύσσειας».
Τον ίδιο χρόνο ξεκίνησε την ανθολογία των ταξιδιωτικών του άρθρων για την έκδοση του πρώτου τόμου του «Ταξιδεύοντας», ενώ το περιοδικό Αναγέννηση, του Δημήτρη Γλυνού, δημοσίευσε την «Aσκητική», το φιλοσοφικό του έργο.
Τον Οκτώβριο του 1927, ο Καζαντζάκης φεύγει για τη Μόσχα προσκαλεσμένος από την κυβέρνηση της Σοβιετικής Ένωσης, για να πάρει μέρος στις γιορτές για τα δεκάχρονα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Εκεί γνωρίστηκε με τον Ελληνορουμάνο λογοτέχνη Παναΐτ Ιστράτι, μαζί με τον οποίον επέστρεψε στην Ελλάδα.
Το 1930 θα δικαζόταν, πάλι, ο Καζαντζάκης για αθεϊσμό, για την «Ασκητική». Η δίκη ορίσθηκε για τις 10 Ιουνίου, αλλά κι αυτή δεν έγινε ποτέ.
To 1931 επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε εκ νέου στην Αίγινα, όπου ανέλαβε τη συγγραφή ενός γαλλοελληνικού λεξικού.
Το 1943 ολοκλήρωσε τη συγγραφή του μυθιστορήματός του «Ο βίος και η πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά».
Μετά την αποχώρηση των Γερμανών, δραστηριοποιήθηκε έντονα στην ελληνική πολιτική ζωή, αναλαμβάνοντας την προεδρία της Σοσιαλιστικής Εργατικής Κίνησης, ενώ διετέλεσε και υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου της κυβέρνησης του Σοφούλη από τις 26 Νοεμβρίου του 1945 έως τις 11 Ιανουαρίου του 1946.
Παραιτήθηκε από το αξίωμά του μετά από την ένωση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Το Μάρτιο του 1945 προσπαθεί να πάρει μια θέση στην Ακαδημία της Αθήνας, αλλά αποτυγχάνει για δύο ψήφους. Τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου παντρεύεται την Ελένη Σαμίου, στον Άι - Γιώργη τον Καρύτση, με κουμπάρους τον Άγγελο και την Άννα Σικελιανού.
Τρεις φορές προτάθηκε ο Καζαντζάκης για το Βραβείο Νόμπελ.
Επίσης δυο φορές προτάθηκε, το 1952 και 1953, απ' τη Νορβηγική Εταιρεία Λογοτεχνών, ποτέ όμως απ' την Ακαδημία της Αθήνας.
Το 1953 προσβλήθηκε από μία μόλυνση στο μάτι, γεγονός που τον υποχρέωσε να νοσηλευτεί αρχικά στην Ολλανδία και αργότερα στο Παρίσι.
Τελικά έχασε την όρασή του από το δεξί μάτι. Ενώ ο Καζαντζάκης είχε επιστρέψει από την Αντίμπ στην Ελλάδα, η Ορθόδοξη Εκκλησία εκκινούσε τη δίωξή του. Κατηγορήθηκε ως ιερόσυλος, με βάση αποσπάσματα από τον «Kαπετάν Mιχάλη» και το σύνολο του περιεχομένου του «Τελευταίου Πειρασμού».
Ο ίδιος ο Καζαντζάκης, απαντώντας στις απειλές της εκκλησίας για τον αφορισμό του, έγραψε σε επιστολή του: «Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω μια ευχή: Σας εύχομαι να 'ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο η δική μου και να 'στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ».
Το 1957 η υγεία του είχε κλονιστεί από λαυχαιμία. Νοσηλεύτηκε στην Κοπεγχάγη όπου τελικά κατέληξε στις 26 Οκτωβρίου του 1957 σε ηλικία 74 ετών.
Στον τάφο του Νίκου Καζαντζάκη στο Ηράκλειο Κρήτης, χαράχθηκε, όπως το θέλησε ο ίδιος, η επιγραφή: Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος.
Η μεταφορά της σορού του
Αμέσως το βράδυ της ημέρας που ανακοινώθηκε ο θάνατος του Νίκου Καζαντζάκη στο Ηράκλειο, ένας ανιψιός του κατόρθωσε να επικοινωνήσει τηλεφωνικώς με την χήρα του νεκρού οποία τον διαβεβαίωσε ότι θα μεταφέρει τη σορό του στο Ηράκλειο, σύμφωνα με την τελευταία επιθυμία του συζύγου της και ότι υπολόγιζε, ότι η σορός θα βρίσκεται στο Ηράκλειο κατά τα μέσα της επόμενης εβδομάδας. Εν τω μεταξύ έγινε γνωστό ότι ο μεγαλοεφοπλιστής και ιδιοκτήτης της «Ολυμπιακής Αεροπορίας» Αριστοτέλης Ωνάσης προσφέρθηκε να διαθέσει δωρεάν αεροπλάνο για την μεταφορά του νεκρού στην Κρήτη, πράγμα όμως που για διάφορους λόγους δεν έγινε.
Μόνο τη νύχτα της Κυριακής 3 Νοεμβρίου έγινε γνωστό από την Αθήνα ότι η σορός του Νίκου Καζαντζάκη θα μεταφερόταν την επόμενη Δευτέρα στην Αθήνα από το Φράιμπουργκ της Γερμανίας με αυτοκινητάμαξα, την μεθεπόμενη δε Τρίτη,θα μεταφερόταν αεροπορικώς στο Ηράκλειο, όπου θα εξετίθετο σε λαϊκό προσκύνημα και θα ακολουθούσε η κηδεία του.
Η άφιξη της σορού
Ύστερα από προσμονή μιας βδομάδας το Ηράκλειο με φανερή θλίψη και σοβαρότητα ανάλογη στην περίσταση, δέχτηκε το απόγευμα της Δευτέρας 4 Νοεμβρίου 1957, το νεκρό,τον Μεγάλο συγγραφέα Νίκο Καζαντζάκη.
Πάνω από 700 άτομα πήγαν στο αεροδρόμιο για να βρεθούν στην άφιξη της σορού και να συνοδεύσουν αυτή μέχρι την πόλη. Κατά τις 4:30 μ.μ προσγειώθηκε στον αερολιμένα το ειδικό αεροπλάνο που έφερε τη σορό του Νίκου Καζαντζάκη. Κατά τις 5 μ.μ. το αυτοκίνητο που έφερε το νεκρό και τα άλλα μέλη της συνοδείας έφθασαν στον Άγιο Μηνά. Το φέρετρο κατέβηκε και τοποθετήθηκε σε ειδική θέση,στη συνέχεια εψάλη σύντομη επιμνημόσυνος δέηση, μετά το τέλος αυτής ο νεκρός εξετέθη σε λαϊκό προσκύνημα που συνεχίστηκε ως αργά τη νύχτα και την επομένη μέχρι της κηδείας του.
Η κηδεία
Λίγο πριν της 11 το πρωί της Τρίτης 5 Νοεμβρίου 1957, άρχισαν να έρχονται στο Μητροπολιτικό Ναό οι επίσημοι. Την 11:05 π.μ ακριβώς άρχισε η Νεκρώσιμος Ακολουθία, χοροστατώντας του Σεβ. Μητροπολίτη Κρήτης κ. Ευγένιου. Μετά το τέλος της ιεροτελεστίας άρχισε η κατάθεση στεφάνων.
Ο ενταφιασμός του
Μετά την κατάθεση των στεφάνων το φέρετρο μεταφέρεται από το ναό και τοποθετείται σε ειδικό αυτοκίνητο. Αμέσως μετά αρχίζει η εκκίνησης της νεκρικής πομπής.
Προηγείται η Φιλαρμονική του Δήμου, ακολουθεί Τμήμα Οδηγών και Ομάδα Σπουδαστών της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, η οποία κρατεί Ελληνικές Εκδόσεις των Έργων του Καζαντζάκη και στις δυο πλευρές της πομπής έρχονται Δίδες του Λυκείου Ελληνίδων και νεαροί Βρακοφόροι, οι οποίοι και κρατούν τα κατατεθέντα στέφανα. Ακολουθούν τα Ιερά Εξαπτέρυγα και στη συνέχεια το φέρετρο το οποίο περιβάλλεται από επιβλητικούς Βρακοφόρους του Συλλόγου Βρακοφόρων Χανίων, που ήρθαν γι”αυτό από τα Χανιά.
Η νεκρική πομπή ακολούθησε την λεωφόρο Καλοκαιρινού, την οδό 1821, έκαμψε την οδόν Κόσμων, ανήλθε τις οδούς 1856 και Έβανς και στη συνέχεια την Λεωφόρο Ν.Πλαστήρα, από όπου ανήλθε εις το Ενετικό Τείχος. Κατά μήκος των οδών από όπου πέρασε η πομπή χιλιάδες λαού είχαν καταλάβει τα πεζοδρόμια και τους εξώστες των σπιτιών, ενώ άλλες χιλιάδες είχαν κατακλύσει κυριολεκτικά τον Προμαχώνα Μαρτινέγκο,στον οποίο είχε αποφασισθεί να ενταφιαστεί ο νεκρός. Την 1:30μ.μ. ακριβώς η νεκρική πομπή ανέβηκε στον Προμαχώνα, μετά από σύντομη δέηση και τους ήχους του Εθνικού Ύμνου τον οποίο έπαιζε η Φιλαρμονική του Δήμου,κατέβασαν στο τάφο το φέρετρο,οπότε και τέλειωσε η κηδεία του Μεγάλου νεκρού.
Τελευταία επιθυμία του Καζαντζάκη ήταν να ταφεί στο Ηράκλειο,όπως και έγινε. Ο Καζαντζάκης υπολόγιζε να κατέβει στο Ηράκλειο τον ερχόμενο Δεκέμβριο για να γιορτάσει τα Χριστούγεννα, μα ο θάνατος τον επρόλαβε. Κατά διαταγή του Προέδρου της Κυβερνήσεως κ. Καραμανλή, η κηδεία του Καζαντζάκη, έγινε δημοσία δαπάνη. Μεγάλη συζήτηση έγινε στον Τύπο του Ηρακλείου τις μέρες που περίμεναν το μεγάλο νεκρό περί του μέρους που έπρεπε να ταφεί. Ένας πρότεινε την κορφή Γιούχτα, άλλος κοντά στα ερείπια της Κνωσού, άλλος το ύψωμα «Βίγλα», άλλος την «Ολάτεια» κοντά στο Ιστορικό Μουσείο παρά το Μπεντενάκι και άλλοι τον Ενετικό Προμαχώνα Μαρτινέγκρο.Έγινε εν τέλει δεκτό με μεγάλη πλειοψηφία να ταφεί ο μεγάλος στοχαστής στον υψηλό Ενετικό Προμαχώνα Μαρτινέγκρο όπου και θάφτηκε.
Το πρωί τελέστηκε τρισάγιο από τη Διεθνή Εταιρία φίλων Νίκου Καζαντζάκη στον τάφο του μεγάλου Κρητικού Συγγραφέα και Ποιητή στο Μαρτινένγκο.
Πηγή: rethemnos.gr-irakliolive.gr
Γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης στις 18 Φεβρουαρίου του 1883. Ήταν γιος του εμπόρου γεωργικών προϊόντων και κρασιού Μιχάλη Καζαντζάκη και της Μαρίας και είχε δύο αδελφές.
Στο Ηράκλειο έβγαλε το γυμνάσιο και το 1902 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ξεκίνησε νομικές σπουδές. Εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1906 δημοσιεύοντας το δοκίμιο «Η Αρρώστια του Αιώνος» και το πρώτο του μυθιστόρημα «Όφις και Kρίνο» (με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβάμη).
Τον επόμενο χρόνο ξεκίνησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι. Το 1910 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Το 1911 παντρεύτηκε τη Γαλάτεια Αλεξίου, στην εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου, στο νεκροταφείο Ηρακλείου, κι αυτό γιατί φοβόταν τον πατέρα του, που δεν ήθελε για νύφη τη Γαλάτεια. Στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, το 1912, κατατάχτηκε εθελοντής, αποσπασμένος στο γραφείο του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου.
Το 1919 ο Ελευθέριος Βενιζέλος διόρισε τον Καζαντζάκη Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Περιθάλψεως με αποστολή τον επαναπατρισμό Ελλήνων από την περιοχή του Καυκάσου. Οι εμπειρίες που αποκόμισε αξιοποιήθηκαν αργότερα στο μυθιστόρημα του «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται».
Τον επόμενο χρόνο, μετά την ήττα του κόμματος των Φιλελευθέρων, ο Καζαντζάκης αποχώρησε από το Υπουργείο Περιθάλψεως και πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια στην Ευρώπη.
Εργάστηκε ως ανταποκριτής των εφημερίδων Ελεύθερος Τύπος και Καθημερινή, εκδίδεται το διαζύγιό του με την πρώτη του σύζυγο και γνωρίζει την Ελένη Σαμίου, το 1924 με την οποία έζησε 21 χρόνια χωρίς γάμο.
Τον Μάιο του 1927 απομονώθηκε στην Αίγινα με σκοπό την ολοκλήρωση της «Οδύσσειας».
Τον ίδιο χρόνο ξεκίνησε την ανθολογία των ταξιδιωτικών του άρθρων για την έκδοση του πρώτου τόμου του «Ταξιδεύοντας», ενώ το περιοδικό Αναγέννηση, του Δημήτρη Γλυνού, δημοσίευσε την «Aσκητική», το φιλοσοφικό του έργο.
Τον Οκτώβριο του 1927, ο Καζαντζάκης φεύγει για τη Μόσχα προσκαλεσμένος από την κυβέρνηση της Σοβιετικής Ένωσης, για να πάρει μέρος στις γιορτές για τα δεκάχρονα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Εκεί γνωρίστηκε με τον Ελληνορουμάνο λογοτέχνη Παναΐτ Ιστράτι, μαζί με τον οποίον επέστρεψε στην Ελλάδα.
Το 1930 θα δικαζόταν, πάλι, ο Καζαντζάκης για αθεϊσμό, για την «Ασκητική». Η δίκη ορίσθηκε για τις 10 Ιουνίου, αλλά κι αυτή δεν έγινε ποτέ.
To 1931 επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε εκ νέου στην Αίγινα, όπου ανέλαβε τη συγγραφή ενός γαλλοελληνικού λεξικού.
Το 1943 ολοκλήρωσε τη συγγραφή του μυθιστορήματός του «Ο βίος και η πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά».
Μετά την αποχώρηση των Γερμανών, δραστηριοποιήθηκε έντονα στην ελληνική πολιτική ζωή, αναλαμβάνοντας την προεδρία της Σοσιαλιστικής Εργατικής Κίνησης, ενώ διετέλεσε και υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου της κυβέρνησης του Σοφούλη από τις 26 Νοεμβρίου του 1945 έως τις 11 Ιανουαρίου του 1946.
Παραιτήθηκε από το αξίωμά του μετά από την ένωση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Το Μάρτιο του 1945 προσπαθεί να πάρει μια θέση στην Ακαδημία της Αθήνας, αλλά αποτυγχάνει για δύο ψήφους. Τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου παντρεύεται την Ελένη Σαμίου, στον Άι - Γιώργη τον Καρύτση, με κουμπάρους τον Άγγελο και την Άννα Σικελιανού.
Τρεις φορές προτάθηκε ο Καζαντζάκης για το Βραβείο Νόμπελ.
Επίσης δυο φορές προτάθηκε, το 1952 και 1953, απ' τη Νορβηγική Εταιρεία Λογοτεχνών, ποτέ όμως απ' την Ακαδημία της Αθήνας.
Το 1953 προσβλήθηκε από μία μόλυνση στο μάτι, γεγονός που τον υποχρέωσε να νοσηλευτεί αρχικά στην Ολλανδία και αργότερα στο Παρίσι.
Τελικά έχασε την όρασή του από το δεξί μάτι. Ενώ ο Καζαντζάκης είχε επιστρέψει από την Αντίμπ στην Ελλάδα, η Ορθόδοξη Εκκλησία εκκινούσε τη δίωξή του. Κατηγορήθηκε ως ιερόσυλος, με βάση αποσπάσματα από τον «Kαπετάν Mιχάλη» και το σύνολο του περιεχομένου του «Τελευταίου Πειρασμού».
Ο ίδιος ο Καζαντζάκης, απαντώντας στις απειλές της εκκλησίας για τον αφορισμό του, έγραψε σε επιστολή του: «Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω μια ευχή: Σας εύχομαι να 'ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο η δική μου και να 'στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ».
Το 1957 η υγεία του είχε κλονιστεί από λαυχαιμία. Νοσηλεύτηκε στην Κοπεγχάγη όπου τελικά κατέληξε στις 26 Οκτωβρίου του 1957 σε ηλικία 74 ετών.
Στον τάφο του Νίκου Καζαντζάκη στο Ηράκλειο Κρήτης, χαράχθηκε, όπως το θέλησε ο ίδιος, η επιγραφή: Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος.
Η μεταφορά της σορού του
Αμέσως το βράδυ της ημέρας που ανακοινώθηκε ο θάνατος του Νίκου Καζαντζάκη στο Ηράκλειο, ένας ανιψιός του κατόρθωσε να επικοινωνήσει τηλεφωνικώς με την χήρα του νεκρού οποία τον διαβεβαίωσε ότι θα μεταφέρει τη σορό του στο Ηράκλειο, σύμφωνα με την τελευταία επιθυμία του συζύγου της και ότι υπολόγιζε, ότι η σορός θα βρίσκεται στο Ηράκλειο κατά τα μέσα της επόμενης εβδομάδας. Εν τω μεταξύ έγινε γνωστό ότι ο μεγαλοεφοπλιστής και ιδιοκτήτης της «Ολυμπιακής Αεροπορίας» Αριστοτέλης Ωνάσης προσφέρθηκε να διαθέσει δωρεάν αεροπλάνο για την μεταφορά του νεκρού στην Κρήτη, πράγμα όμως που για διάφορους λόγους δεν έγινε.
Μόνο τη νύχτα της Κυριακής 3 Νοεμβρίου έγινε γνωστό από την Αθήνα ότι η σορός του Νίκου Καζαντζάκη θα μεταφερόταν την επόμενη Δευτέρα στην Αθήνα από το Φράιμπουργκ της Γερμανίας με αυτοκινητάμαξα, την μεθεπόμενη δε Τρίτη,θα μεταφερόταν αεροπορικώς στο Ηράκλειο, όπου θα εξετίθετο σε λαϊκό προσκύνημα και θα ακολουθούσε η κηδεία του.
Η άφιξη της σορού
Ύστερα από προσμονή μιας βδομάδας το Ηράκλειο με φανερή θλίψη και σοβαρότητα ανάλογη στην περίσταση, δέχτηκε το απόγευμα της Δευτέρας 4 Νοεμβρίου 1957, το νεκρό,τον Μεγάλο συγγραφέα Νίκο Καζαντζάκη.
Πάνω από 700 άτομα πήγαν στο αεροδρόμιο για να βρεθούν στην άφιξη της σορού και να συνοδεύσουν αυτή μέχρι την πόλη. Κατά τις 4:30 μ.μ προσγειώθηκε στον αερολιμένα το ειδικό αεροπλάνο που έφερε τη σορό του Νίκου Καζαντζάκη. Κατά τις 5 μ.μ. το αυτοκίνητο που έφερε το νεκρό και τα άλλα μέλη της συνοδείας έφθασαν στον Άγιο Μηνά. Το φέρετρο κατέβηκε και τοποθετήθηκε σε ειδική θέση,στη συνέχεια εψάλη σύντομη επιμνημόσυνος δέηση, μετά το τέλος αυτής ο νεκρός εξετέθη σε λαϊκό προσκύνημα που συνεχίστηκε ως αργά τη νύχτα και την επομένη μέχρι της κηδείας του.
Η κηδεία
Λίγο πριν της 11 το πρωί της Τρίτης 5 Νοεμβρίου 1957, άρχισαν να έρχονται στο Μητροπολιτικό Ναό οι επίσημοι. Την 11:05 π.μ ακριβώς άρχισε η Νεκρώσιμος Ακολουθία, χοροστατώντας του Σεβ. Μητροπολίτη Κρήτης κ. Ευγένιου. Μετά το τέλος της ιεροτελεστίας άρχισε η κατάθεση στεφάνων.
Ο ενταφιασμός του
Μετά την κατάθεση των στεφάνων το φέρετρο μεταφέρεται από το ναό και τοποθετείται σε ειδικό αυτοκίνητο. Αμέσως μετά αρχίζει η εκκίνησης της νεκρικής πομπής.
Προηγείται η Φιλαρμονική του Δήμου, ακολουθεί Τμήμα Οδηγών και Ομάδα Σπουδαστών της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, η οποία κρατεί Ελληνικές Εκδόσεις των Έργων του Καζαντζάκη και στις δυο πλευρές της πομπής έρχονται Δίδες του Λυκείου Ελληνίδων και νεαροί Βρακοφόροι, οι οποίοι και κρατούν τα κατατεθέντα στέφανα. Ακολουθούν τα Ιερά Εξαπτέρυγα και στη συνέχεια το φέρετρο το οποίο περιβάλλεται από επιβλητικούς Βρακοφόρους του Συλλόγου Βρακοφόρων Χανίων, που ήρθαν γι”αυτό από τα Χανιά.
Η νεκρική πομπή ακολούθησε την λεωφόρο Καλοκαιρινού, την οδό 1821, έκαμψε την οδόν Κόσμων, ανήλθε τις οδούς 1856 και Έβανς και στη συνέχεια την Λεωφόρο Ν.Πλαστήρα, από όπου ανήλθε εις το Ενετικό Τείχος. Κατά μήκος των οδών από όπου πέρασε η πομπή χιλιάδες λαού είχαν καταλάβει τα πεζοδρόμια και τους εξώστες των σπιτιών, ενώ άλλες χιλιάδες είχαν κατακλύσει κυριολεκτικά τον Προμαχώνα Μαρτινέγκο,στον οποίο είχε αποφασισθεί να ενταφιαστεί ο νεκρός. Την 1:30μ.μ. ακριβώς η νεκρική πομπή ανέβηκε στον Προμαχώνα, μετά από σύντομη δέηση και τους ήχους του Εθνικού Ύμνου τον οποίο έπαιζε η Φιλαρμονική του Δήμου,κατέβασαν στο τάφο το φέρετρο,οπότε και τέλειωσε η κηδεία του Μεγάλου νεκρού.
Τελευταία επιθυμία του Καζαντζάκη ήταν να ταφεί στο Ηράκλειο,όπως και έγινε. Ο Καζαντζάκης υπολόγιζε να κατέβει στο Ηράκλειο τον ερχόμενο Δεκέμβριο για να γιορτάσει τα Χριστούγεννα, μα ο θάνατος τον επρόλαβε. Κατά διαταγή του Προέδρου της Κυβερνήσεως κ. Καραμανλή, η κηδεία του Καζαντζάκη, έγινε δημοσία δαπάνη. Μεγάλη συζήτηση έγινε στον Τύπο του Ηρακλείου τις μέρες που περίμεναν το μεγάλο νεκρό περί του μέρους που έπρεπε να ταφεί. Ένας πρότεινε την κορφή Γιούχτα, άλλος κοντά στα ερείπια της Κνωσού, άλλος το ύψωμα «Βίγλα», άλλος την «Ολάτεια» κοντά στο Ιστορικό Μουσείο παρά το Μπεντενάκι και άλλοι τον Ενετικό Προμαχώνα Μαρτινέγκρο.Έγινε εν τέλει δεκτό με μεγάλη πλειοψηφία να ταφεί ο μεγάλος στοχαστής στον υψηλό Ενετικό Προμαχώνα Μαρτινέγκρο όπου και θάφτηκε.
Το πρωί τελέστηκε τρισάγιο από τη Διεθνή Εταιρία φίλων Νίκου Καζαντζάκη στον τάφο του μεγάλου Κρητικού Συγγραφέα και Ποιητή στο Μαρτινένγκο.
Πηγή: rethemnos.gr-irakliolive.gr
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ξέσπασε ο Καπίνο μετά τον αγώνα
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Δείτε τα γκολ του Εργοτέλης - Παναθηναϊκός
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ