2013-10-29 01:08:06
Και τότε Δευτέρα ξημέρωνε. Η συγκυρία ανατριχιάζει. Οι παλαιοί θυμούνται. Σαν να ακούν τις πρώτες βόμβες να σκορπούν το θάνατο στην Πάτρα. "Πάνθεον" και Αγγλικανική Εκκλησία. Εκεί ήταν τα πρώτα σημεία της πόλης που γέμισαν αίμα Σύμφωνα με μαρτυρία του Παύλου Μαρινάκη σε παλαιότερη εκπομπή του Νίκου Σύφαντου στον τηλεοπτικό σταθμό tele time, οι πρώτες βόμβες έπεσαν στο κέντρο της Πάτρας στην οδό Γούναρη, στο ύψος του "Πάνθεον" σκορπώντας θάνατο και τρόμο.
Το σκηνικό περιγράφει η πατρινή Μαρία Μανωλάκου στο βιβλίο της "Από το Ημερολόγιο ενός παιδιού της Κατοχής". Τότε ήταν μαθήτρια. "[...] Πετιέμαι βολίδα στο ραδιόφωνο, να σου και η Κατερίνα και μόλις πιάνουμε την τελευταία φράση στο διάγγελμα. "Νυν υπέρ πάντων ο αγών". Και μετά ο Εθνικός Ύμνος. Το τι έγινε τότε, σωστό παραλήρημα. Σε λίγα λεπτά όλη η Πάτρα στο πόδι. Ο τόπος να βουίζει απ΄τ' αεροπλάνα κι ο κόσμος να τα χαιρετάει σαν τρελός., πετώντας ψηλά καπέλα, μαντήλια, οτιδήποτε.-Γεια σας λεβεντοπαιδα-Δικά μας, δε βλέπετε τα χρώματα;- Στη Ρώμη!Και στο σχολείο πανζουρλισμός [...]Ξάφνου η γη χοροπήδησε
. Κάτι φριχτά μπουμπουνητά μας έσκισαν τ΄αυτιά και μας έπνιξαν οι σοβάδες. Μπόμπες!Ορμήσαμε στα παράθυρα.Μαύρα σύννεφα σκεπάζανε την κάτου πόλη. Μα πως..αφού τ΄αεροπλάνα είναι δικά μας , άρα...δεν είναι; Κερώσαμε όλες. Μερικές πέσανε λιπόθυμες.[...] Σπίτια, αυτοκίνητα, όλα στις φλόγες. Μπροστά στο "Πάνθεον" , ποτάμι το αίμα.Πλήθος άνθρωποι χτυπημένοι να βογκάνε κι άλλοι πεσμένοι από πάνω τους να φωνάζουν βοήθεια. Νοσοκόμες και προσκοπίνες (χωρίς στολή) να τρέχουν με τα φορεία. Πέφτουμε πάνω στην αρχηγό που μας λέει κοφτά: "Στο Νοσοκομείο αμέσως για αίμα!". Στην Αγγλικανική Εκκλησία, σήμερα υπάρχει μια πλάκα που θυμίζει τη μαύρη μέρα.
Ο οδοντίατρος και πολλά έτη πρόεδρος του Συνδέσμου Εφέδρων Αξιωματικών Αχαΐας, και δημοτικός σύμβουλος Αντώνιο Φίλιας αφηγείται: «Στην τελευταία τάξη του Β΄ Γυμνασίου που στεγαζόταν στην γωνία Καραϊσκάκη και Γούναρη μάς βρήκε η Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 1940. Από το γυμνασιάρχη μας, τον αείμνηστο Δημήτρη Τσιλλύρα, συγκεντρωμένοι στο στενόχωρο προαύλιο του σχολείου ακούγαμε το πρώτα ενθουσιαστικά κηρύγματα και ζητωκραυγάζαμε, όταν τον Πατραϊκό ουρανό της φθινοπωρινής εκείνης μέρας άρχισαν να αυλακώνουν σμήνη, πέντε - πέντε αεροπλάνα. Τα σήματά τους, όμοια με τα σήματα της δικής μας αεροπορίας, μας ξεγέλασαν, και μ' ένα παραλήρημα ενθουσιασμού τα χαιρετούσαμε πετώντας στον αέρα τα μαθητικά μας πηλίκια και τα πολύχρωμα πουλόβερ.
Πού να φαντασθούμε ότι τα φτερωτά τέρατα έκρυβαν στα σπλάχνα τους τον θάνατο και την καταστροφή;. Τότε ακούστηκε η πρώτη βόμβα: ένα διαπεραστικό σφύριγμα και μετά ο εκκωφαντικός κρότος. Καταλάβαμε πλέον πόσο ξεγελαστήκαμε.
Οι Πατρινoί ξεχύθηκαν στους δρόμους κι έτρεχαν να φύγουν μακριά από την κόλαση του βομβαρδισμού. Σκηνές αλλοφροσύνης, σκηνές συγκινητικές στο κάθε μας βήμα. Άγουρες μητέρες με σφιχταγκαλιασμένα τα μωρά στην αγκαλιά τους τρέχουν έξαλλες να προφυλαχθούν. Αμούστακα παιδιά κουβαλούν στην πλάτη το γέροντα παππού και καταριούνται τον ύπουλο εισβολέα. Οι νέοι, οι στρατεύσιμοι, με ρνθουσιασμό τρέχουν στα έμπεδα να φορέσουν την τιμημένη στολή του Έλληνα φαντάρου. Δεν προλάβαμε να στρίψουμε στη γωνία Κορίνθου και Γούναρη μαζί με τους συμμαθητές μου, τον Φώτη τον Παπαηλιού, και τον Τσάτσο τον Παπαστεργιόπουλο, όταν η βόμβα που έπεσε στο «Πάνθεον», μας έριξε κάτω. Τι έγινε εκεί στο «Πάνθεον»! Ανθρώπινα κουφάρια κουτσουρεμένα, χωρία πόδια, και χέρια και το αίμα πλημμύρα. Ο φαρμακοποιός ο Μετζίνης κείτονταν κάτω, μ' ένα πικρό χαμόγελο κοιτάζοντας το κομμένο πόδι του που ήταν λίγο πιο κάτω. Σ' ένα μπαλκόνι, κρέμεται σακατεμένο από τα θραύσματα της βόμβας ένα γέρικο κουφάρι. Εκεί τον βρήκε ο θάνατος. Κι ο κόσμος πηδώντας ανάμεσα στα πτώματα και το αίμα, έτρεχε, έτρεχε... Για πού; Κανείς δεν ήξερε. Οργή και μίσος διακατείχαν τους Πατρινούς εκείνες τις ώρες. Μόνο στο σιδηροδρομικό σταθμό στην παραλία -όπου oι λεβεντόκορμοι φαντάροι μας έφευγαν βιαστικά για το μέτωπο- κυριαρχεί ο ενθουσιασμός. Όχι δάκρυα αποχαιρετισμού, όχι λυγμοί φόβου. Μόνο ευχές για τη νίκη και προσταγή για τιμωρία. Η 28η Οκτωβρίου 1940 ήταν για την Πάτρα, μια μέρα φρίκης, μια μέρα ενθουσιασμού».
ΤΟ ΠΡΟΑΙΣΘΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ
Ο διευθυντής σε Γυμνάσιο της περιοχής μας Παν. Οικονομόπουλος, όταν έπεσαν οι πρώτες βόμβες έκανε μάθημα στα παιδιά. Να πώς περιγράφει την πρώτη εκείνη μέρα του πολέμου: «Το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου 1940 βρισκόμουν στο Γυμνάσιο Λουσικών, το οποίο εγώ είχα ιδρύσει από το 1934. Το προηγούμενο βράδυ (Κυριακή), είχα παρευρέθη σε γάμο στο χωριό Φώσταινα και επειδή το γλέντι είχε ανάψει καλά, μας πήρε το ξημέρωμα. Τότε ξεκινήσαμε μ' ένα συνάδελφο καθηγητή του Γυμνασίου, τον Ηλία Νικολούλια για τα Λουσικά. Όταν φτάσαμε ήταν πια... μέρα.
- Ηλία, του λέω, δεν πάμε κατ' ευθείαν στο σχολείο, να πιούμε καφεδάκι ώστε να πέραση η ώρα, και να έλθουν τα παιδιά; Πού να πάμε τέτοια ώρα για ύπνο; Ξημέρωσε πια...
Ο φίλος μου αρνήθηκε στην αρχή, τελικώς όμως δέχτηκε. Έτσι φθάσαμε σχολείο και κουρασμένοι, όπως είμαστε, ξαπλώσαμε επάνω στα θρανία για να κοιμηθούμε λίγο. Ο Ηλίας δυσανασχέτησε και τότε εγώ σαν να είχα κάποιο προαίσθημα του λέω αυθόρμητα:
- Θέλεις τώρα και ανέσεις για να κοιμηθής; Πέσε πώς αύριο γίνεται πόλεμος. Τι θα κάνης;
Κατά τις 8.30 ήλθαν τα παιδιά και αρχίσαμε το μάθημα. Λίγο αργότερα σείστηκε ό τόπος. Η Πάτρα βομβαρδιζόταν. Στήλες καπνού και φωτιάς ανέβαιναν στον ουρανό της πρωτεύουσας του Μωρηά. Εμείς φυσικά ούτε που το ξέραμε. Αμέσως τα παιδιά κινήθηκαν σαν αυτόματα. Ξεχύθηκαν από τις πόρτες και τα παράθυρα για τα σπίτια τους, ενώ εμείς μείναμε ώρα πολλή στις έδρες άφωνοι σαν μαρμαρωμένοι».
ΗΜΟΥΝ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
Ο έμπορος Kων. Κωνσταντακόπουλος αφηγείται: «Ο πρώτος βομβαρδισμός με βρήκε στην πλατεία Γεωργίου, εκείνο το πρωινό. Φθάνοντας στην πλατεία έπεσε η πρώτη βόμβα στους Μύλους Αγ. Γεωργίου. Τότε ο κόσμος ξεχύθηκε στους δρόμους. Σπίτια και μαγαζιά έμειναν ανοιχτά και οι ιδιοκτήτες τους έσπευσαν να εγκαταλείψουν την πόλη. Ο συνωστισμός που δημιουργήθηκε ήταν απερίγραπτος. Στην Ομόνοια, όπου λειτουργούσε τότε λαϊκή αγορά, καφάσια με ψάρια και φρούτα πλημμύρισαν τους δρόμους. ένα καροτσάκι μάλιστα γεμάτο σαρδέλα, κατηφόριζε αδέσποτο την λεωφόρο Γούναρη.
Ο δεύτερος βομβαρδισμός έγινε κατά τις 12 το μεσημέρι -αν θυμάμαι καλά. Τότε βομβαρδίστηκε η λεωφόρος Τριών Ναυάρχων, που είχε και πολλά θύματα. Μάλιστα έλεγαν τότε οι Ιταλοί πιλότοι εξέλαβαν τα δένδρα της πλατείας για... στρατό! Στον βομβαρδισμό εκείνο είχε σκοτωθή και ο πασίγνωστος τύπος των Πατρών "Γιάννης ο Θεός". Σ' άλλο βομβαρδισμό, στην οδό Καρόλου, σκοτώθηκε ο τότε πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Νιόνιος Τόφαλος, ενώ πραγματική τραγωδία εξετυλίχθη στη διασταύρωση Γούναρη-Κανακάρη. Εκεί τα πτώματα ήσαν χωρίς πόδια, χωρίς χέρια ή και χωρίς κεφάλια».
«ΚΑΝΟΥΝ ΓΥΜΝΑΣΙΑ»
Ο Παν. Καράπαπας διηγείται το περιστατικό: «Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 φόρτωνα κροκάρι στην Πιτίτσα. Ξαφνικά είδαμε να περνούν 3-4 αεροπλάνα, σχεδόν πάνω από τα κεφάλια μας. Μας κίνησαν βέβαια την περιέργεια, άλλα όταν ρωτήσαμε εκεί τους κατοίκους μας... καθησύχασαν λέγοντας:
- Ελληνικά είναι και κάνουν γυμνάσια.
Παρά ταύτα, μας είχε καταλάβει όλους μεγάλη ανησυχία. Μια δασκάλα από την Πάτρα προσπάθησε να τηλεφωνήση στους δικούς της, χωρίς όμως αποτέλεσμα, γιατί οι τηλεφωνικές γραμμές είχαν όλες διακοπή.
Όταν φορτώσαμε το κροκάρι, φύγαμε για το Πλατάνι. Εκεί, τελικώς, μάθαμε για την κήρυξη του πολέμου. Παρατήσαμε το κροκάρι και σπεύσαμε στην Πάτρα για να παρουσιαστούμε».
xespao
Το σκηνικό περιγράφει η πατρινή Μαρία Μανωλάκου στο βιβλίο της "Από το Ημερολόγιο ενός παιδιού της Κατοχής". Τότε ήταν μαθήτρια. "[...] Πετιέμαι βολίδα στο ραδιόφωνο, να σου και η Κατερίνα και μόλις πιάνουμε την τελευταία φράση στο διάγγελμα. "Νυν υπέρ πάντων ο αγών". Και μετά ο Εθνικός Ύμνος. Το τι έγινε τότε, σωστό παραλήρημα. Σε λίγα λεπτά όλη η Πάτρα στο πόδι. Ο τόπος να βουίζει απ΄τ' αεροπλάνα κι ο κόσμος να τα χαιρετάει σαν τρελός., πετώντας ψηλά καπέλα, μαντήλια, οτιδήποτε.-Γεια σας λεβεντοπαιδα-Δικά μας, δε βλέπετε τα χρώματα;- Στη Ρώμη!Και στο σχολείο πανζουρλισμός [...]Ξάφνου η γη χοροπήδησε
Ο οδοντίατρος και πολλά έτη πρόεδρος του Συνδέσμου Εφέδρων Αξιωματικών Αχαΐας, και δημοτικός σύμβουλος Αντώνιο Φίλιας αφηγείται: «Στην τελευταία τάξη του Β΄ Γυμνασίου που στεγαζόταν στην γωνία Καραϊσκάκη και Γούναρη μάς βρήκε η Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 1940. Από το γυμνασιάρχη μας, τον αείμνηστο Δημήτρη Τσιλλύρα, συγκεντρωμένοι στο στενόχωρο προαύλιο του σχολείου ακούγαμε το πρώτα ενθουσιαστικά κηρύγματα και ζητωκραυγάζαμε, όταν τον Πατραϊκό ουρανό της φθινοπωρινής εκείνης μέρας άρχισαν να αυλακώνουν σμήνη, πέντε - πέντε αεροπλάνα. Τα σήματά τους, όμοια με τα σήματα της δικής μας αεροπορίας, μας ξεγέλασαν, και μ' ένα παραλήρημα ενθουσιασμού τα χαιρετούσαμε πετώντας στον αέρα τα μαθητικά μας πηλίκια και τα πολύχρωμα πουλόβερ.
Πού να φαντασθούμε ότι τα φτερωτά τέρατα έκρυβαν στα σπλάχνα τους τον θάνατο και την καταστροφή;. Τότε ακούστηκε η πρώτη βόμβα: ένα διαπεραστικό σφύριγμα και μετά ο εκκωφαντικός κρότος. Καταλάβαμε πλέον πόσο ξεγελαστήκαμε.
Οι Πατρινoί ξεχύθηκαν στους δρόμους κι έτρεχαν να φύγουν μακριά από την κόλαση του βομβαρδισμού. Σκηνές αλλοφροσύνης, σκηνές συγκινητικές στο κάθε μας βήμα. Άγουρες μητέρες με σφιχταγκαλιασμένα τα μωρά στην αγκαλιά τους τρέχουν έξαλλες να προφυλαχθούν. Αμούστακα παιδιά κουβαλούν στην πλάτη το γέροντα παππού και καταριούνται τον ύπουλο εισβολέα. Οι νέοι, οι στρατεύσιμοι, με ρνθουσιασμό τρέχουν στα έμπεδα να φορέσουν την τιμημένη στολή του Έλληνα φαντάρου. Δεν προλάβαμε να στρίψουμε στη γωνία Κορίνθου και Γούναρη μαζί με τους συμμαθητές μου, τον Φώτη τον Παπαηλιού, και τον Τσάτσο τον Παπαστεργιόπουλο, όταν η βόμβα που έπεσε στο «Πάνθεον», μας έριξε κάτω. Τι έγινε εκεί στο «Πάνθεον»! Ανθρώπινα κουφάρια κουτσουρεμένα, χωρία πόδια, και χέρια και το αίμα πλημμύρα. Ο φαρμακοποιός ο Μετζίνης κείτονταν κάτω, μ' ένα πικρό χαμόγελο κοιτάζοντας το κομμένο πόδι του που ήταν λίγο πιο κάτω. Σ' ένα μπαλκόνι, κρέμεται σακατεμένο από τα θραύσματα της βόμβας ένα γέρικο κουφάρι. Εκεί τον βρήκε ο θάνατος. Κι ο κόσμος πηδώντας ανάμεσα στα πτώματα και το αίμα, έτρεχε, έτρεχε... Για πού; Κανείς δεν ήξερε. Οργή και μίσος διακατείχαν τους Πατρινούς εκείνες τις ώρες. Μόνο στο σιδηροδρομικό σταθμό στην παραλία -όπου oι λεβεντόκορμοι φαντάροι μας έφευγαν βιαστικά για το μέτωπο- κυριαρχεί ο ενθουσιασμός. Όχι δάκρυα αποχαιρετισμού, όχι λυγμοί φόβου. Μόνο ευχές για τη νίκη και προσταγή για τιμωρία. Η 28η Οκτωβρίου 1940 ήταν για την Πάτρα, μια μέρα φρίκης, μια μέρα ενθουσιασμού».
ΤΟ ΠΡΟΑΙΣΘΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ
Ο διευθυντής σε Γυμνάσιο της περιοχής μας Παν. Οικονομόπουλος, όταν έπεσαν οι πρώτες βόμβες έκανε μάθημα στα παιδιά. Να πώς περιγράφει την πρώτη εκείνη μέρα του πολέμου: «Το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου 1940 βρισκόμουν στο Γυμνάσιο Λουσικών, το οποίο εγώ είχα ιδρύσει από το 1934. Το προηγούμενο βράδυ (Κυριακή), είχα παρευρέθη σε γάμο στο χωριό Φώσταινα και επειδή το γλέντι είχε ανάψει καλά, μας πήρε το ξημέρωμα. Τότε ξεκινήσαμε μ' ένα συνάδελφο καθηγητή του Γυμνασίου, τον Ηλία Νικολούλια για τα Λουσικά. Όταν φτάσαμε ήταν πια... μέρα.
- Ηλία, του λέω, δεν πάμε κατ' ευθείαν στο σχολείο, να πιούμε καφεδάκι ώστε να πέραση η ώρα, και να έλθουν τα παιδιά; Πού να πάμε τέτοια ώρα για ύπνο; Ξημέρωσε πια...
Ο φίλος μου αρνήθηκε στην αρχή, τελικώς όμως δέχτηκε. Έτσι φθάσαμε σχολείο και κουρασμένοι, όπως είμαστε, ξαπλώσαμε επάνω στα θρανία για να κοιμηθούμε λίγο. Ο Ηλίας δυσανασχέτησε και τότε εγώ σαν να είχα κάποιο προαίσθημα του λέω αυθόρμητα:
- Θέλεις τώρα και ανέσεις για να κοιμηθής; Πέσε πώς αύριο γίνεται πόλεμος. Τι θα κάνης;
Κατά τις 8.30 ήλθαν τα παιδιά και αρχίσαμε το μάθημα. Λίγο αργότερα σείστηκε ό τόπος. Η Πάτρα βομβαρδιζόταν. Στήλες καπνού και φωτιάς ανέβαιναν στον ουρανό της πρωτεύουσας του Μωρηά. Εμείς φυσικά ούτε που το ξέραμε. Αμέσως τα παιδιά κινήθηκαν σαν αυτόματα. Ξεχύθηκαν από τις πόρτες και τα παράθυρα για τα σπίτια τους, ενώ εμείς μείναμε ώρα πολλή στις έδρες άφωνοι σαν μαρμαρωμένοι».
ΗΜΟΥΝ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
Ο έμπορος Kων. Κωνσταντακόπουλος αφηγείται: «Ο πρώτος βομβαρδισμός με βρήκε στην πλατεία Γεωργίου, εκείνο το πρωινό. Φθάνοντας στην πλατεία έπεσε η πρώτη βόμβα στους Μύλους Αγ. Γεωργίου. Τότε ο κόσμος ξεχύθηκε στους δρόμους. Σπίτια και μαγαζιά έμειναν ανοιχτά και οι ιδιοκτήτες τους έσπευσαν να εγκαταλείψουν την πόλη. Ο συνωστισμός που δημιουργήθηκε ήταν απερίγραπτος. Στην Ομόνοια, όπου λειτουργούσε τότε λαϊκή αγορά, καφάσια με ψάρια και φρούτα πλημμύρισαν τους δρόμους. ένα καροτσάκι μάλιστα γεμάτο σαρδέλα, κατηφόριζε αδέσποτο την λεωφόρο Γούναρη.
Ο δεύτερος βομβαρδισμός έγινε κατά τις 12 το μεσημέρι -αν θυμάμαι καλά. Τότε βομβαρδίστηκε η λεωφόρος Τριών Ναυάρχων, που είχε και πολλά θύματα. Μάλιστα έλεγαν τότε οι Ιταλοί πιλότοι εξέλαβαν τα δένδρα της πλατείας για... στρατό! Στον βομβαρδισμό εκείνο είχε σκοτωθή και ο πασίγνωστος τύπος των Πατρών "Γιάννης ο Θεός". Σ' άλλο βομβαρδισμό, στην οδό Καρόλου, σκοτώθηκε ο τότε πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Νιόνιος Τόφαλος, ενώ πραγματική τραγωδία εξετυλίχθη στη διασταύρωση Γούναρη-Κανακάρη. Εκεί τα πτώματα ήσαν χωρίς πόδια, χωρίς χέρια ή και χωρίς κεφάλια».
«ΚΑΝΟΥΝ ΓΥΜΝΑΣΙΑ»
Ο Παν. Καράπαπας διηγείται το περιστατικό: «Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 φόρτωνα κροκάρι στην Πιτίτσα. Ξαφνικά είδαμε να περνούν 3-4 αεροπλάνα, σχεδόν πάνω από τα κεφάλια μας. Μας κίνησαν βέβαια την περιέργεια, άλλα όταν ρωτήσαμε εκεί τους κατοίκους μας... καθησύχασαν λέγοντας:
- Ελληνικά είναι και κάνουν γυμνάσια.
Παρά ταύτα, μας είχε καταλάβει όλους μεγάλη ανησυχία. Μια δασκάλα από την Πάτρα προσπάθησε να τηλεφωνήση στους δικούς της, χωρίς όμως αποτέλεσμα, γιατί οι τηλεφωνικές γραμμές είχαν όλες διακοπή.
Όταν φορτώσαμε το κροκάρι, φύγαμε για το Πλατάνι. Εκεί, τελικώς, μάθαμε για την κήρυξη του πολέμου. Παρατήσαμε το κροκάρι και σπεύσαμε στην Πάτρα για να παρουσιαστούμε».
xespao
VIDEO
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ο Μόρσι δεν αναγνωρίζει το δικαστήριο
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ